Fractal

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: “Οι λεηλάτες του μεσημεριού”

Της Αθηνάς Τσάκαλου //

 

“Οι λεηλάτες του μεσημεριού” (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων)

 

Εκείνη την ημέρα της Αναλήψεως που χόρευαν στην πλατεία ξαφνικά ακούστηκε ένα ποδοβολητό κι αμέσως φάνηκε να έρχεται από το βουνό ένας καβαλάρης μ’ ένα άσπρο άλογο. Δίπλα του έτρεχαν δυο κόκκινα μεγάλα σκυλιά. Ήρθε ίσια στην πλατεία. Σαν να πλάκωσε ξαφνικά ένα κοπάδι άγριων λύκων. Όλοι σταμάτησαν. Το άλογο χλιμίντρισε και χτύπησε τα πόδια του ανήσυχο στο χώμα. Έσκυψε και το χάιδεψε για να ηρεμήσει. Τα σκυλιά είχαν χαμηλώσει

τα κεφάλια τους κι έδειχναν τα δόντια τους και κοίταζαν επιθετικά. Τους μίλησε κι αυτά κάθισαν στα πισινά τους πόδια και περίμεναν. Ο καβαλάρης ήταν νέος , όμορφος, ξανθός. Τα μάτια του μαύρα γεμάτα σκιές πίκρας και μελαγχολίας. Σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό και είπε με βαθιά αντρίκια φωνή.

-Ο Δήμος είμαι.

Και ξεκίνησε αργά-αργά να φύγει. Κι είδαν οι κοπέλες την ομορφιά του και η φωνή του ξύπνησε ερωτικά σκιρτήματα μέσα τους …κι εκείνα τα μάτια …και τι περήφανα που έστεκε πάνω στο άλογο κι άρχισαν δυνατά να τραγουδάνε και τα κεντημένα πασούμια τους κουνήθηκαν γρήγορα σε μικρά χαριτωμένα πηδηματάκια κι ανέμισαν ζωηρά οι χρωματιστές κεντημένες μαντίλες τους στα κεφάλια. Κι ώσπου να χαθεί ο νεοφερμένος καβαλάρης οι φωνές των κοριτσιών όλο και δυνάμωναν. Μα αυτός ούτε μια ματιά δεν έριξε πίσω.

Κι ύστερα τέλειωσε ο χορός και πριν πέσει βαριά η νύχτα ο βιολιτζής έπαιρνε με την σειρά τις πόρτες.

-Ω τέτα, φιάτα ατά φιάτσι κόρ.( Ω θεία η κόρη σου χόρεψε) και περίμενε εκεί στην ανοιχτή πόρτα και μάζευε σ’ ένα σακούλι λίγο ψωμί, λίγο χοιρινό λίπος, λίγο κρέας, λίγο αλεύρι, αυτή ήταν η πληρωμή του.

Οι μεγαλύτεροι αναρωτιόντουσαν που είχε πάει ο Δήμος και τι ήθελε.

-Μπρε εγώ τον είδα , κάθεται εκεί απέναντι από το χωριό που βούλιαξε πριν από χρόνια. Κάθεται εκεί ακίνητος πάνω στο άλογο και δίπλα του ακίνητα τα κόκκινα σκυλιά.

Το μέρος εκείνο είχε γεμίσει πυκνές βατομουριές, τίποτα δεν ξεχώριζε από τα βυθισμένα σπίτια. Κανείς δεν πλησίαζε εκεί μόνο κάποια ζωηρά κατσίκια που ξέφευγαν από το κοπάδι πήγαιναν κατά κει.

-Ε μερικές φορές σαν να ακούω να περπατούν πάνω στους τσίγκους, αλήθεια σας λέω, έλεγε ο Μπάρμπα –Σωτήρης. Ακούω τον τσίγκο που βροντάει κάτω από τα πόδια τους.

Κανείς δεν έδινε συνέχεια.

Την άλλη μέρα κάποιοι είδαν τον καβαλάρη να δένει το άλογό του στον ίσκιο μιας καρυδιάς που τα φρέσκα φύλλα της μύριζαν πικρό γάλα και να πηγαίνει απέναντι. Ακολουθούσε τα δυο σκυλιά που πήγαιναν μπροστά. Αργότερα είπε πως αυτά τα σκυλιά ήταν γεννημένα από κείνον τον σκύλο που τον έσωσε. Τους είχε μεταδώσει την μυρωδιά του βυθισμένου σπιτιού. Όσοι είδαν αυτή την πορεία κρύφτηκαν πίσω από τις μπουμπουκιασμένες αγριοτριανταφυλλιές, κρύφτηκαν καλά, δεν ήθελαν μπελάδες με ανθρώπους που αντιστέκονται παράξενα στης μοίρας τα γραμμένα, με ανθρώπους που επιμένουν να κρατούν μνήμες που πρέπει να τις τελειώνεις, να τις ρίχνεις βαρκούλες στο νερό και να χάνονται. Στο κάτω-κάτω κι αυτοί έχασαν δικούς τους ανθρώπους γιαγιάδες, παππούδες, αλλά έφυγαν απ’ αυτό το μέρος πήγαν κάνα δυο χιλιόμετρα πιο πέρα σε έδαφος στέρεο κι όταν περνούσαν από κει έβλεπαν τις βατομουριές, έβλεπαν τις χρυσές φούντες των καλαμιών και δεν σταματούσαν, έφευγαν, πήγαιναν στις δουλειές τους.

Τώρα τούτος εδώ τους ενοχλούσε. Τι ήθελε; Κρυμμένοι παρακολουθούσαν την πορεία του. Ξαφνικά τον είδαν να εξαφανίζεται σαν να τον κατάπιε η γη , τα σκυλιά όμως στέκονταν ήσυχα στο ίδιο σημείο. Και τον είδαν να ξαναβγαίνει στην επιφάνεια κρατώντας στα χέρια του μια ξύλινη σαρμανίτσα.

Μέσα εκεί είχε μαζέψει τα κόκαλα της μάνας του γιατί ήταν ορφανός όταν έγινε ο χαλασμός και μόνο την μάνα του είχε. Κι ήταν ο όρκος που είχε δώσει εκείνο το χάραμα πριν από δώδεκα χρόνια, όταν έφευγε από το χωριό. Στάθηκε εκεί απέναντι από το βυθισμένο χωριό ύψωσε το χέρι του στον ανοιξιάτικο αέρα του Απρίλη κι είχε πει: Μάνα θα γυρίσω, θα σε βρω και θα αναπαυτούν τα κόκαλα σου και η ψυχή σου.. Κι έπλυνε τα μαύρα κόκαλα με κρασί και τα έβαλε σε μια άσπρη πάνινη σακούλα, έβγαλε από την τσέπη του δυο καρύδια κι ένα κόκκινο μήλο και τα έβαλε κοντά στο κρανίο..

-Χαιρετίσματα για τον πατέρα που δεν γνώρισα, που δεν τον θυμήθηκα ποτέ..

Ο πατέρας του είχε πεθάνει νέος σε μια από τις επιδημίες του τύφου, ο Δήμος δεν ήταν ούτε ενός χρόνου.

Έβαλε στο δέσιμό της άσπρης σακούλας μπουμπούκια από τις αγριοτριανταφυλλιές, διάβασε και ο παπάς ένα τρισάγιο και τα έριξε στο χωνευτήρι

Κι εδώ σκέφτομαι αυτήν την νέα γυναίκα, την μάνα του. Τι χάρηκε από την ζωή; Είδε τον άντρα της να πεθαίνει και πριν ακόμα φύγει από το σπίτι της η μυρωδιά του θανάτου, ήρθαν οι λάσπες και έθαψαν το σπίτι της κι αυτή μαζί κι έδωσε το παιδί της σ’ ένα σκυλί και δεν πέθανε γρήγορα ίσως έκανε και μέρες να πεθάνει εκεί θαμμένη κάτω από τις λάσπες. Κι είναι τέτοια η πίκρα των ανθρώπων που πεθαίνουν έτσι , σαν μαύρο δηλητήριο και τίποτα δεν γλυκαίνει την σκέψη τους κι όταν ξαπλώνουν στην γη κι όταν κοιμούνται για πάντα παίρνει το χώμα, το νερό αυτό το μαύρο δηλητήριο , αυτή την πίκρα και την κυκλοφορεί στα νερά στους καρπούς ακόμα και στον αέρα. Κι είναι κι αυτή μια αιτία της δυστυχίας των ανθρώπων, που αναπνέουν τον άρρωστο αέρα, που τρώνε τα πικραμένα φρούτα κι αναρωτιούνται γιατί ξαφνικά μελαγχολούν, γιατί ξαφνικά επιθυμούν τον θάνατο. Και την μάνα του δεν την θυμόταν ο Δήμος. Από κείνο όμως το βουλιαγμένο σπίτι μαζί με τα κόκαλα έβγαλε κι ένα βελούδινο φόρεμα, κόκκινο σχεδόν άθικτο ήταν κρεμασμένο σ’ ένα καρφί στον τοίχο.

 

 

* Η Αθηνά Τσάκαλου γεννήθηκε το 1955 στο βλαχοχώρι Τρυγώνα της ορεινής Θεσσαλίας. Σπούδασε φιλολογία και συχνά θυμάται τους κήπους του χωριού της με την πλούσια βλάστηση. Στον τόπο όμως που κατοικεί ,στην Σαλαμίνα, λείπει το νερό, το τρεχούμενο νερό γι’ αυτό συνεχώς το ονειρεύεται.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top