Fractal

Ο Ήλιος μυρίζει πολύ δυνατά

Της Έλλης Αρταξέρξη // *

 

 

 

 

Ο Ήλιος μυρίζει πολύ δυνατά

 

Ο Ήλιος μυρίζει πολύ δυνατά, σκαρφαλώνει όλο και ψηλότερα στον ουρανό, έχει ξεκινήσει η άνοιξη. Υπάρχουν λουλούδια με ματζέντα μπουμπούκια, ψιλόλιγνα ποδάρια, αέρινα πέταλα από χρυσόλευκα θερμοκήπια που το άρωμά τους θυμίζει πρώτη φορά, την πρώτη μακρινή συγκομιδή. Κανείς και τίποτα δεν αναγνώρισε ή θα αναγνωρίσει ποτέ την πρώτη φορά οποιουδήποτε πράγματος. Συνήθως, μόλις αυτή περάσει, πέφτουν βροχή οι σκέψεις, συνωστίζονται ασυναίσθητα οι αναμνήσεις, όμως τη στιγμή της σύλληψης στεφανώνει πάντα η ίδια σιωπηλή παράβλεψη. Με παρόμοιο τρόπο βιώνουμε και την τελευταία φορά, με τη διαφορά ότι εκεί δεν απομένει μετέπειτα χρόνος για να την φέρουμε και πάλι στο μυαλό και τη μνήμη μας.

Ο Ήλιος μυρίζει δυνατά όταν σε τυλίγει η ζεστασιά της ψευδαίσθησης. Είναι ο απόηχος της απογείωσης μιας κουβέρτας που πετάγεται βιαστικά από πάνω σου, ενός ιδρωμένου πέλματος που ακουμπά αδέξια το ξεφτισμένο ξύλο, μιας ανάσας ακανόνιστης που τολμά να ονειρεύεται έξω απ’ το όνειρο. Ο αέρας είναι πιο ζεστός κι απ’ το πρωινό σου, σε καλωσορίζει ευδιάθετα μεταφέροντας το πρώτο αιθέριο «καλημέρα» στα αυτιά σου, σε καθησυχάζει μαζί με το κατεργάρικο ερευνητικό μειδίαμα που σε παρατηρεί απ’ τον καθρέφτη ενόσω πλένεις τα δόντια σου· δεν κάνεις πίσω, η όρεξη για ζωή δεν πέφτει ποτέ για ύπνο. Λίγο πριν αποδράσεις ακολουθώντας ακόμη ένα πρωινό κάλεσμα, βρίσκεσαι φευγαλέα μέσα σε ένα απρόοπτο ξέφωτο: διαθλώμενη μέσα από το νωπό τζάμι του σαλονιού, μια ιλαρή αχτίδα φωτός σου αποσπά την προσοχή. Σουφρώνοντας τα φρύδια, με το περίγραμμα του οπτικού σου πεδίου μπλε, αναρωτιέσαι αν η πραγματικότητα είναι το μυαλό και η φαντασία τα πόδια ή το ανάποδο.

Ο Ήλιος μυρίζει αφόρητα δυνατά πάνω σε μια τεράστια γλώσσα με φτερά που βολτάρει ανενόχλητη ανάμεσα στα σύννεφα όταν έχει καλό καιρό. Εδώ οι επισκέπτες μαυρίζουν μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα και το σάλιο στεγνώνει προτού προλάβει να γίνει βροχή. Στη ράχη της φυτρώνει μυστηριωδώς ένα είδος κυκλάμινου που είναι γνωστό ως Κυκλάμινο το Κισσόφυλλο, ευδοκιμεί ένας ευωδιαστός, ευήλιος κι ευάερος περιοδεύων κήπος.

Ο Ήλιος αλλού μυρίζει δυνατά κι αλλού είναι άφαντος, κι εγώ με αφορμή αυτή την κουτή διαπίστωση ξεκινώ μια εκστρατεία. Παίρνω μαζί μου καπέλο, αντηλιακό και γυαλιά προστασίας, ένα μικρό αλεξίπτωτο σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά, κι ένα φορητό ψυγειάκι με μπύρες, νερό και σάντουιτς. Λέω τα νέα σε μερικούς φίλους, τους προσκαλώ στο ταξίδι μου. Πάμε όλοι μαζί πεζοί προς το λόφο που μας περιμένει το μεταφορικό μας μέσο. Εντωμεταξύ, από τον ενθουσιασμό μας δεν σκεφτήκαμε πως δεν μας χωράει όλους το αερόστατο. Οι περισσότεροι μένουν στο έδαφος. Ένας φίλος με φακίδες και μια όμορφη κοπέλα βρίσκονται μαζί μου στον αέρα.

Ο Ήλιος μυρίζει δυνατούτσικα εδώ ψηλά. Υπάρχει πολύς χρόνος για περισυλλογή κι ονειροπόληση σε τόσο μικρό χώρο με τόσα λίγα πράγματα να κάνεις. Τι συμβαίνει αυτή την ώρα στα δέκα δισεκατομμύρια μίλια μακριά απ’ τη Γη; Γιατί και πώς γεννήθηκαν όλα αυτά που μας παρέδωσαν τη σκυτάλη ώστε να είμαστε τώρα εμείς εδώ, να ταξιδεύουμε, να κάνουμε παρέα και να σκοτωνόμαστε; Οι μυρωδιές των χρωμάτων ηχούν διαφορετικά μόλις αφήσεις όλες τις σήραγγες του νου ελεύθερες. Όλο και συχνότερα, όλο και πιο εσωτερικά, σε ολοένα και πυκνότερα στρώματα αλληλένδετων ανοίκειων δονούμενων μεταδόσεων σημάτων ζωής, στην άμορφη δίνη που σε πετάει ένα απέραντο αδιαφανές γαλάζιο γύρω σου που ούτε πλησιάζει ούτε ακριβώς απομακρύνεται, αναγνωρίζεις την ομορφιά της ζωής. Μακάρι να μην είχα κόψει το κάπνισμα. Ωραία θα ήταν να κάνω ένα τσιγάρο μπροστά σε αυτή τη θέα. Η μεγάλη εικόνα είναι ευχάριστη, δροσερή. Είναι πολύ όμορφα. Αφηρημένος μες στην τρεχάλα της σκέψης μου, ούτε που πήρα χαμπάρι πως πέρασε ο καιρός. Οι δύο φίλοι μου ερωτεύτηκαν κι έχουν τώρα μια μικρή οικογένεια. Ο μικρός όμως μεγαλώνει και το αερόστατο χάνει ύψος. Κάθε μεγάλη ή μικρή έκπληξη φέρνει και το αντίτιμό της.

Αργότερα θα θυμάμαι συχνά αυτή τη στιγμή με νοσταλγία, το φως του ήλιου καλύπτεται από κατσούφικα πανοπτικά σύννεφα, άνεμος δε φυσάει σχεδόν καθόλου, κοιταζόμαστε μεταξύ μας, ακόμη κι ο μικρός φαίνεται πως συμμερίζεται ευγενικά την ανησυχία μας. Σε λίγο θα αποχαιρετιόμαστε κι εγώ θα συνεχίζω το ταξίδι μου με τα πόδια πάλι στη γη.

Ο Ήλιος μυρίζει υπόκωφα στις σκιές. Παρασυρμένος από την ορμή των ποταμών και την νύστα μου μέσα σε υπεραστικά λεωφορεία με ασαφείς στάσεις, ναυαγώ σε ένα ερημικό κομμάτι γης, με αρκετό κρύο. Για την ακρίβεια, με πολύ κρύο! Βρίσκομαι καταμεσής ενός παγωμένου επίγειου πελάγους, ο ορίζοντας είναι βαμμένος λευκός, ένα θολό φίλτρο καλύπτει τα μάτια μου. Το αντιανεμικό δεν βοηθάει πια και το λεπτό πουλοβεράκι με τα δύο κοντομάνικα μπλουζάκια που έχω μαζί μου φορεμένα από μέσα δεν κάνουν και τόση διαφορά. Θα πεθάνω και δυστυχώς πολύ νέος. Λίγο πριν την ολοκληρωτική συντριβή μου κι ενώ είμαι έτοιμος να λιποθυμήσω, με σκέψεις όπως «τι είναι χειρότερο από τη ματαιοδοξία και την αλαζονεία; Η επιπολαιότητα!» και «τι να είναι άραγε πιο επώδυνο, να πεθαίνεις από το κρύο, να πνίγεσαι ή να καίγεσαι ζωντανός;», μία οικογένεια Εσκιμώων με σκεπάζει με μια γκριζόμαυρη παχιά γούνα και, μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτα, με παίρνει μαζί της.

Ο Ήλιος έχει σταματήσει να μυρίζει εδώ και ούτε που ξέρω πόσο καιρό, δεν έχω ούτε αίσθηση του χρόνου ούτε κάποια συγκεκριμένη γεύση μέσα στο στόμα. Παρατηρώ τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού αλλά δεν ξέρω αν βρίσκεται πίσω μου ή μπροστά μου. Είναι περίεργο, είναι σαν να είναι δυσδιάστατος ο χώρος και να είμαστε και οι δύο καθηλωμένοι στην ίδια επιφάνεια. Επικρατεί μια εικαστική σιωπή, η μετάφραση γίνεται αντιληπτή μέσω μιας ακατανόητης αίσθησης, σίγουρα όχι μέσω του ήχου. Η εικόνα προϋπάρχει του όλου, της λυκαυγής, του λυκόφωτος. Ένα γρύλισμα κινείται αργά σαν ριπή φωτός από το σκοτάδι, από το πουθενά, η μορφή ενός τρελού πάνω στο γρασίδι, ένας κεραυνός, η ανασύνθεση των αναπαραστάσεων, του χρόνου, της τροφής, της προσευχής, της ανάγκης, της πυξίδας, της αγέλης, η φωνή επιστρέφει από τα έγκατα της αβύσσου, το αλύχτισμα ακούγεται πια καθαρά, το κάλεσμα της φωνής του Μπακ, άσβεστο από πάντα, αμέτρητοι χρυσοθήρες πέρασαν από αυτό εδώ το μέρος, κι άλλοι πολλοί που έψαξαν για λίγο καιρό την Ιθάκη μέσα τους πριν παραιτηθούν. Μισό λεπτό, νιώθω ζέστη, πρέπει να είμαι ζωντανός.

Ο Ήλιος μυρίζει και πάλι, αν και ελάχιστα, σε αυτό το κρύο σταυροδρόμι που με αποχαιρετά η οικογένεια των Εσκιμώων. Μαμά, μπαμπάς, αγόρι, κορίτσι. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι οι φυσιογνωμίες τους είναι οι πιο συμπαθητικές που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, αν και πρέπει να είμαι κάπως προκατειλημμένος δεδομένων των συνθηκών που συναντηθήκαμε. Σκέφτομαι, κάνοντας και πάλι τα πρώτα μου βήματα μόνος στον δρόμο, σαν ένας ωριμότερος μεγαλόσωμος μπέμπης, ντυμένος σωστά αυτή τη φορά, τι είναι στ’ αλήθεια αυτό που χωρίζει τους ανθρώπους. Τείχη, σύνορα, διαφορετικές γλώσσες και διάλεκτοι, βιώματα, ζήλεια, αυτοσυντήρηση, ντροπή, πείνα, φόβος; Η καταπίεση του ανθρώπου από οποιοδήποτε φυτευτό σύστημα είναι μια αυτοεκπληρούμενη άσκηση σαδομαζοχισμού, οι φανατικοί βορά στην εξουσία που ξερογλείφεται κι αυτοί που ταξιδεύουν με άδεια χέρια όπως ο Σεβέκ τα λυχνάρια που φωτίζουν το μέλλον.

Ο Ήλιος μυρίζει πολύ ευχάριστα εδώ. Έχω ξεχάσει την πραγματική ηλικία μου και αυτό μου δίνει φυσικά κάποιο προβάδισμα. Να μια απάντηση. Για τα παιδιά δεν υπάρχουν ξένοι, δεν υπάρχουν εισβολείς. Μην ξεχάσεις ποτέ αυτό που ανιδιοτελώς σου κρατούσε αφιλοκερδή συντροφιά όταν ήσουν παιδί, πριν διεκδικήσουν την ψυχή και το σώμα σου οι επίδοξοι κυνηγοί της ευτυχίας. Ένας κροκόδειλος ξεμυτίζει από το νερό και, σαν σωστή αρχετυπική πρωτόγονη απειλή, ξεριζώνει μεμιάς τα μπατζάκια του τρομοκρατημένου κυρίου με το γάντζο στο χέρι. Ο παππούς με τη σκάφη και τον αφρό ξυρίσματος τα έχει όλα υπό έλεγχο. Οι γοργόνες πλατσουρίζουν ατάραχες. Στο δάσος, Ινδιάνοι προσπαθούν να μυήσουν την παρέα μας στα παράξενα έθιμά τους. Η κόρη του αρχηγού είναι, όπως πάντα, η πέτρα του σκανδάλου για τον ήρωα της ιστορίας. Μαγευτικά πεφτάστερα, χρυσή γύρη απ’ τα λουλούδια και βόμβες μέσα σε μυστικές κουφάλες δέντρων. Στη μακρινή αυτή χώρα δεν υπάρχει άγχος και στρες. Όταν θέλεις παρέα και σου έρχεται στο νου η αφηρημένη παιδική ανάμνηση ενός ιπτάμενου πειρατικού πλοίου στον νυχτερινό ουρανό, μπορείς να ζητήσεις άσυλο εδώ, δε θα σ’ αφήσουν Ποτέ απέξω.

Ο Ήλιος μυρίζει διαφορετικά, ίσως φταίει αυτή η διάτρητη ιδιοτελής ταραχή που ‘χει φωλιάσει μες στο αίμα μου. Πρωτογνωριστήκαμε ένα βράδυ που δεν υπήρχε τίποτα στο μυαλό μου. Έπαιζε μουσική, χαμογελούσε μόνο στα διαλείμματα ανάμεσα στα κομμάτια, είχε πρωτότυπη άποψη και τολμηρό ζύγι για όλα τα πράγματα γύρω της, απαντούσε αινιγματικά αλλά με ξεκάθαρη πρόθεση να μην σε διώξει από κοντά της. Συζητήσαμε για το παρελθόν, για επιθυμίες και όνειρα, για αγαπημένους μουσικούς και ταινίες, πειρατικές γαλέρες που βυθίστηκαν, ιστορίες του δάσους και της πόλης, ταξίδια που περιμένουν, συνταγές μαγειρικής, παράδοξες φιλίες, όλα κάπως παρανοϊκά ωραία χωρίς κάποιο συγκεκριμένο νόημα ή προορισμό. Μετά ήρθε βιαστικά το μέλλον και το μονοπώλιο της εικόνας της στη σκέψη μου απόκτησε τις δικές του αφόρητες ευθύνες. Ο καιρός περνά όμορφα κι ας φυσάει κόντρα πού και πού. Οι πιο απρόσμενες, γεμάτες αγάπη, ενδιαφέρον και μυστήριο περιπέτειες της ζωής έχουν ανάγκη από την απαραίτητη στοργή και φροντίδα χρόνου, όχι από υπερβολές, ψυχοδράματα και στοκ αναμνήσεων για να έχει η ματαιοδοξία μας να βγάζει τον χειμώνα. Σήμερα, που αποχαιρετιόμαστε, συνειδητοποιούμε πως δεν έχει και τόση σημασία αυτό, για αλλού ξεκινήσαμε άλλωστε κι αλλού φτάσαμε.

Ο Ήλιος μυρίζει στάχτη, κάρβουνο και καμένο τσίγκο. Όταν ο πόλεμος, το μίσος, η άγνοια κι η αδιαφορία ετοιμάζονται να καλύψουν τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη, όλα φαίνονται εντελώς κυνικά κι αδιέξοδα. Αισθάνεσαι ότι δεν μπορεί να βρεθεί πια καμία λύση για να ανατρέψει το αναπόφευκτο. Δεν έχει σχέση πόση αγάπη μπορείς να χωρέσεις μέσα σου, ούτε πόσο ελεύθερος ή ελεύθερη μπορεί αληθινά να νιώθεις, μέσα ή έξω απ’ όλα αυτά. Δεν είσαι. Είσαι μέσα στη φυλακή που έστησαν καθάρματα με τεράστια δύναμη. Υπάρχουν φυσικά τρόποι να αντισταθείς. Να πολεμήσεις και να μην παραιτηθείς. Όταν φτάνεις στο σημείο που δεν υπάρχει επιστροφή, δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις. Ίσως αυτό να είναι τελικά η μόνη πραγματική ελευθερία: το θάρρος της απελπισίας απέναντι σε κάθε εξουσία και τυραννία. Η εξουσία έχει πολλά ποδάρια, σαν τον διάβολο. Το ένα της ποδάρι είναι το Χρηματιστήριο. Ένα άλλο είναι ο εγωισμός, η αυτοεπιβεβαίωση. Ένα ακόμη ποδάρι είναι οι διαιρετικοί μύθοι που αποδέχτηκες με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, οι εθνικιστικές εικασίες, οι φυλετικές δοξασίες, οι οπαδικές αλυσίδες που σε μετατρέπουν σε ένα αναγκαίο γρανάζι μιας προδιαγεγραμμένης λειτουργίας, την πλήρωση μιας εξαγορασμένης προφητείας. Η υποχώρηση μες στην ομάδα σου, μες στη ζεστή φωλιά της προσωπικής σου δικαιοσύνης, ένα ολόδικό σου σύστημα άμυνας που φτιάχτηκε για να δικαιολογεί τα πάντα αρκεί να μην βλάπτει εσένα, τον Θεό του. Τι δεν είναι εξουσία λοιπόν; Τι μπορεί να αντισταθεί στην παντοδυναμία της; Η βαθιά, κι απλή μαζί, κατανόηση ότι όλοι και όλες είμαστε ένα. Στην πραγματικότητα, πέρα από τους αναπόδραστους φυσικούς περιορισμούς του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γεννιόμαστε και ζούμε, δεν μας χωρίζει τίποτα. Αν μπορέσουμε να το συλλάβουμε αυτό στην ουσία του, μπορούμε και να αλλάξουμε. Τη στιγμή που κατανοούμε και αποδεχόμαστε αυτό που πραγματικά είμαστε, τότε μπορούμε να οραματιστούμε αληθινά τι μπορούμε να γίνουμε. Ο πόλεμος και το μίσος τους μπορεί να νικηθεί μόνο με αυτήν την αλληλέγγυα κι αδιαίρετη εκ μέρους μας ενότητα, χωρίς δράματα και μεγάλες ιδέες. Είμαστε οι πολλοί που δε μας χωρίζει τίποτα. Όταν ο Τολστόι έγραφε το σπουδαίο έπος του «Πόλεμος και Ειρήνη» πιθανόν να ένιωθε την ίδια απέχθεια για τους μηχανισμούς εξουσίας και την ίδια αγάπη, τρυφερότητα και αλληλεγγύη για τους ανθρώπους. Ένας ετοιμοθάνατος στρατιώτης στα χαρακώματα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου αισθανόταν ίσως το ίδιο. Ένας επιζών από τα κρεματόρια των ναζιστών το ίδιο. Ένας Παλαιστίνιος το ίδιο. Όσοι υποφέρουν από ακραία φτώχεια, όσοι κινδυνεύουν από στιγμή σε στιγμή να πνιγούν μες στο μαύρο πέλαγος που τους πέταξε το πεπρωμένο του ξεριζωμού, όσοι και όσες βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με την ανάλγητη φύση της αδικίας, αισθάνονται αυτή τη θεμελιακή αλήθεια: είμαστε όλοι και όλες ένα, και μόνο (ότ)αν το κατανοήσουμε κι ενωθούμε χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες θα ξεκινήσει ο πραγματικός αγώνας για να αποφύγουμε την καταστροφή και να χτίσουμε πιο όμορφες μέρες.

Ο Ήλιος μυρίζει μεγαλειωδώς είτε είναι η πρώτη μέρα της ζωής σου είτε η τελευταία. Οι μεταμορφώσεις δεν τελειώνουν ποτέ σε μια ζωή. Όλα αλλάζουν, εκβάλουν, ριζώνουν, εξαφανίζονται και ξανά απ’ την αρχή. Το κήτος του εγωισμού, της συνείδησης της φθαρτότητας και της βραχύβιας δίψας μας για επιθυμία και ικανοποίηση, δεν είναι ικανό να αλλοιώσει την ομορφιά που συναντάται στην δημιουργία, τη γνώση, τον έρωτα και την συνεργασία. Είμαστε ζωντανά παραδείγματα που διαρκώς αμφιταλαντεύονται εξελισσόμενα προς ένα άγνωστο σκοπό. Όλα είναι μίμηση, προδιαγεγραμμένα κατά έναν ακαθόριστο τρόπο που τα καθιστά εντελώς πρωτότυπα και μοναδικά. Οι οσμές, τα χρώματα, το φως, οι ήχοι, οι γεύσεις, οι εντάσεις, τα εύρη και οι συχνότητες των φαινομένων, των σκέψεων και των συναισθημάτων συνθέτουν όλα μαζί παρέα ένα τολμηρό μυστήριο που είναι καταδικασμένο να παραμένει για πάντα αξεδιάλυτο. Ο νους μου πάει συχνά σε αυτούς που αφιέρωσαν τη ζωή τους στα όνειρα των άλλων. Ταξιδεύει σε ασπρόμαυρα βουβά σοκάκια που τριγυρνούν ευγενικά χαμίνια που χαμογελούν στους μοντέρνους καιρούς που απλώνονται με βία μπροστά τους, σε γκρίζα μικρο σκοπικά χωριά με απένταρους μαχητές που υπερασπίζονται απένταρους χωρικούς, σε έρημα ψηλά βουνά με καταπράσινες γενειάδες, σε ξεροκέφαλες νησίδες κάτω απ’ τη μύτη αυτοκρατοριών που δεν εξαφανίστηκαν ακόμα, σε λαμπερές μητροπόλεις κάτω απ’ τη γη, σε άστρα που δεν έχει φτάσει ακόμα το φως, σε γλώσσες που περιμένουν να τις επινοήσουν και σε κοινωνίες και παρέες που περιμένουν στο μέλλον ανυπόμονα τη σειρά τους. Όταν σκέφτομαι όλα αυτά τα μέρη και τις διάφορες εκδοχές τους, οι αισθήσεις μπλέκονται μεταξύ τους και δεν επικρατεί καμία, και φυσικά ο ήλιος μυρίζει πολύ δυνατά.

 

 

 

Έλλη Αρταξέρξη γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Από τότε που τελείωσε το σχολείο προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα αλλά δεν βρίσκει τον απαραίτητο χρόνο και όρεξη. Πού και πού καταφέρνει να ολοκληρώσει κάποιο σύντομο διήγημα ή κείμενο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top