Fractal

Διήγημα: “Νυχτερινό”

Του Πασχάλη Αυγερίδη // *

 

 

 

Νυχτερινό

 

Τη νύχτα που οι αμυγδαλιές άνθισαν για τελευταία φορά, ένα γαλάζιο αστέρι εμφανίστηκε στον ουρανό. Όπως έλαμπε τρεμοπαίζοντας στο μαύρο χάος έμοιαζε να προσθέτει ένα μαγικό μάτι στον αστερισμό του λέοντα. Καθώς οι μέρες περνούσαν το αστέρι ολοένα και μεγάλωνε μέχρι που στο τέλος φύτρωσε μια μικρή ουρίτσα πίσω του, λες και το καινούριο αστέρι ήθελε να πασπαλίσει με γαλάζια χρυσόσκονη το άπειρο. «Είναι σαν το αστέρι της Βηθλεέμ», σκέφτηκε εκείνος. «Κάτι καινούριο γεννιέται.»

Όταν ανακοινώθηκε το τέλος του κόσμου το αστέρι είχε πια γίνει φωτεινότερο κι από αυγουστιάτικο φεγγάρι. Η ουρίτσα που μέχρι τότε έσερνε νωχελικά πίσω του άπλωνε πλέον τριγύρω σαν ουρά παγωνιού. Μια βδομάδα ζωής ακόμη. Η προαναγγελία του επικείμενου θανάτου έγινε χωρίς πολλές φαμφάρες και καταστροφολογίες. Μια απλή ανακοίνωση στις ειδήσεις. Η φωνής της παρουσιάστριας έκρυβε μια υποψία ανακούφισης, θα έλεγε κανείς. Ποιος ξέρει γιατί;

«Τουλάχιστον είναι όμορφο», είπε εκείνος και έκλεισε την τηλεόραση.

Εκείνη συμφώνησε και του χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο.

«Αύριο λέω να μην πάω στη δουλειά», είπε.

«Κανείς νομίζω δεν θα ξαναπάει στη δουλειά.»

Και μάλλον έτσι έγινε γιατί την επόμενη μέρα κόπηκε το ρεύμα. Άλλωστε δεν χρειαζόταν πια. Το αστέρι ήταν αρκετό για να φωτίσει με την απόκοσμη γαλάζια λάμψη του τις νύχτες. Άρχισαν να περνούν τα βράδια τους στη βεράντα ξαπλωμένοι στις σεζλόνγκ τους. Πότε πότε ύψωναν τα βλέμματά τους για να αντικρίσουν το φωτεινό τους τέλος και τότε, χωρίς να το θέλουν, από τα χείλη τους έβγαινε σχεδόν συγχρόνως ένας αναστεναγμός. «Πόσο όμορφο είναι», σκεφτόντουσαν. Ύστερα, όταν ο ήλιος έκανε δειλά τη ματωμένη εμφάνισή του το ξημέρωμα, κάναν έρωτα κι έπεφταν για ύπνο.

Διάβασαν πολλά βιβλία εκείνες τις τελευταίες νύχτες. Κυρίως βιβλία που είχαν ήδη διαβάσει παλιά, γιατί δεν ήθελαν να ριψοκινδυνέψουν το ενδεχόμενο να μην προλάβουν να μάθουν το τέλος. Γρήγορα όμως ανακάλυψαν ότι στο φως του άστρου ακόμη και τα αγαπημένα τους βιβλία ήταν τελείως διαφορετικά απ’ ότι τα θυμόντουσαν. Όλα έδεναν καλύτερα, τα νοήματα ήταν πιο σαφή, θαρρείς και το φως του άστρου είχε κάποια αλχημική ιδιότητα που μπορούσε να επιδράσει στις λέξεις και να αλλάξει το νόημά τους. Ίσως να είχαν γραφτεί κι αυτά κάτω από το φως κάποιου άστρου που η ανθρώπινη ιστορία είχε ξεχάσει να καταγράψει και μόνο στο φως των άστρων μπορούσαν να διαβαστούν σωστά.

Έτσι βυθίστηκαν με μια χαρά σχεδόν παιδική στη ρουτίνα της αποκάλυψης και οι μέρες έμοιαζαν να τραβούν τις ώρες τους για να τις τεντώσουν μέχρι να ξεχαρβαλωθούν. Ο χρόνος έχασε σιγά σιγά το σταθερό βάδισμα που είχε καταφέρει να διατηρήσει τόσους αιώνες. Ίσως να μπερδεύτηκε κι αυτός από το εκτυφλωτικό γαλάζιο που αγκάλιαζε πια τις νύχτες. Ή ίσως να το έκανε από σεβασμό απέναντι στο οριστικό τέλος. Η ζωή τους έμοιαζε πλέον περισσότερο με όνειρο που ετοιμάζετε να τελειώσει παρά με την πραγματικότητα.

«Πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν πρόκειται να τελειώσει!» του είπε εκείνη κάποτε και η γαλάζια νύχτα έλαμπε στα μάτια της.

Εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της.

«Δεν είναι λίγο όπως τότε στο πλοίο;» είπε.

«Αχ, ναι!»

Πόσα χρόνια να είχαν περάσει άραγε από εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα σε ένα πλοίο της γραμμής που τους έφερνε από κάποιες ξεχασμένες διακοπές; Μεγαλωμένοι και οι δυο στην πόλη δεν είχαν ξαναδεί τον μαγικό ουρανό της θάλασσας. Καθόταν λοιπόν αγκαλιασμένοι σε ένα παγκάκι στο κατάστρωμα και κοίταζαν χωρίς να μιλούν τα αστέρια που τους έκρυβαν τόσα χρόνια τα φώτα των δρόμων. Και τότε, λίγο πριν ξημερώσει, ένα πεφταστέρι άνοιξε μια φωτεινή ουλή στο απέραντο μαύρο που επουλώθηκε σχεδόν αμέσως σαν πληγή στο πρόσωπο βρικόλακα.

«Τι ευχή έκανες τότε;» ρώτησε εκείνη.

«Τι σημασία έχει πια;» απάντησε εκείνος και ανασηκώθηκε για να γεμίσει τα ποτήρια τους με κρασί.

«Δεν ξέρω. Όλα έχουν μια κάποια σημασία, έτσι δεν λέγαμε παλιά;»

«Εσύ πρώτα.»

Εκείνη έξυσε το μάγουλό της και το σκέφτηκε λίγο.

«Δεν θυμάμαι», είπε τελικά.

«Τότε η ευχή σου μάλλον θα πραγματοποιήθηκε. Μόνο οι ευχές που έχουν πραγματοποιηθεί μπορούν να ξεχαστούν.»

«Καημένες ευχές που κανείς δεν τις θυμάται!» γέλασε εκείνη.

«Είναι όντως καημένες. Κάτι τέτοιο σκεφτόμουν και τότε στο πλοίο. Γιατί τη στιγμή που είδαμε το πεφταστέρι ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι δεν είμαι πια ερωτευμένος μαζί σου.»

Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του και έκλεισε τα μάτια.

«Πόσο αφελής είσαι», είπε.

«Ξέρω. Σε αγαπώ, φυσικά, αλλά ο έρωτας είναι… είναι…»

«Είναι διαφορετικός,» συμπλήρωσε εκείνη κι εκείνος έγνεψε καταφατικά.

Σιώπησαν για λίγο αγκαλιασμένοι πάνω στις σεζλόνγκ τους.

«Αυτό είχα σκεφτεί τότε», έσπασε τελικά τη σιωπή εκείνος. «Ότι σε αγαπούσα τόσο πολύ που το ήξερα ότι δεν θα ερωτευόμουν ξανά. Αφελής σκέψη ε;»

«Ίσως…»

«Θυμήθηκα τις πρώτες μέρες. Πόσο άλλαξε ο κόσμος γύρω μου όταν σε ήθελα και δεν σε είχα. Εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία που ποτέ δεν μπόρεσα να περιγράψω. Και μετά ο κόσμος έγινε και πάλι όπως ήταν πριν σε γνωρίσω. Ξαφνικά. Ή μάλλον σιγά σιγά. Μόνο η συνειδητοποίηση ήταν ξαφνική. Είναι δύσκολο να το περιγράψω.»

«Ο έρωτας δεν κρατάει για πάντα, χαζούλη μου…»

«Υπάρχουν και έρωτες που κρατούν για πάντα. Οι ανεκπλήρωτοι. Αυτό ευχήθηκα τότε. Με κάποιον μαγικό τρόπο να γύριζα τον χρόνο πίσω

και να μην σου έλεγα ποτέ ότι σε θέλω. Ή να το έκανα τόσο άγαρμπα που να με απέρριπτες. Ή απλά να μην με ήθελες. Κάτι τέτοιο. Τότε θα μπορούσα να είμαι για πάντα ερωτευμένος μαζί σου.»

Εκείνη γέλασε σιγανά και του φύτεψε ένα απαλό φιλί στο λαιμό.

«Εγώ σε έκανα τόσο ρομαντικό; Όταν σε γνώρισα σίγουρα δεν ήσουν έτσι. Αν συνεχίσεις θα ψάξω την κάρτα αλλαγής και θα σε επιστρέψω.»

Εκείνος δεν απάντησε. Οι σκέψεις του ήταν στραμμένες στα παλιά. Στα βράδια που δεν μπορούσε να κοιμηθεί και μέχρι το χάραμα προσπαθούσε να φανταστεί πώς να ήταν άραγε η γεύση των χειλιών της και η υφή του δέρματός της. Εκείνα τα ιδρωμένα βράδια που το σεντόνι δενόταν κόμπος γύρω από το σώμα του και η αυγή τον γέμιζε με εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία που ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει. Μια γλυκιά μελαγχολία που θύμιζε νοσταλγία για κάτι που δεν θυμόταν να είχε ζήσει, για κάτι που ίσως είχε δει κάποτε σε ένα ξεχασμένο όνειρο.

Αυτή η γλυκιά μελαγχολία του έλειψε εκείνο το βράδυ στο πλοίο. Αντί να την έχει στην αγκαλιά του θα προτιμούσε παραδόξως να βιώνει τον πόνο της απουσίας της. Το συναίσθημα θα ήταν δυνατό τον πρώτο καιρό και μετά σιγά σιγά θα αποσυρόταν κάπου βαθιά στο υποσυνείδητό του. Μόνο κάποια βράδια θα την έβλεπε στον ύπνο του και τα όνειρά του θα έμοιαζαν με αναμνήσεις ενός άλλου παράλληλου σύμπαντος όπου τα πράγματα είχαν πάρει άλλη πορεία. Και όταν ξυπνούσε, στο πρόσωπό του θα ήταν χαραγμένο ένα πικρό χαμόγελο, φόρος τιμής σε εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν γίνει αλλά ποτέ δεν έγιναν. Πολλές φορές στο δρόμο θα έβλεπε κάποια με το χτένισμά της και μια ταφόπλακα θα βάραινε στο στήθος του πριν καταλάβει ότι δεν ήταν εκείνη. Κι όταν καμιά φορά, χρόνια αργότερα, θα την συναντούσε τυχαία στον δρόμο, το σώμα του θα μούδιαζε. Η καρδιά του θα μπέρδευε τον ρυθμό με τον οποίον χτυπούσε τόσα χρόνια και χωρίς να το θέλει η γλυκιά μελαγχολία θα αναδυόταν και πάλι σαν αρχαίο ναυάγιο που μια νύχτα νοστάλγησε το δροσερό αεράκι του ωκεανού και βγήκε πάλι στην επιφάνεια να στοιχειώσει τις θάλασσες.

«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε εκείνη.

«Δεν μπορώ να το εκφράσω, δεν το έχω ζήσει ποτέ.»

«Από τον τόνο σου δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευχάριστο.»

«Δεν είναι ούτε ευχάριστο ούτε δυσάρεστο. Δεν ανήκει σε αυτήν την κλίμακα.»

Εκείνη αναστέναξε απαλά.

«Γιατί θέλεις να παιδεύεσαι;»

«Δεν ξέρω. Όταν παιδεύεσαι μαθαίνεις λένε. Έχει να κάνει με τη ρίζα της λέξης νομίζω αλλά ποτέ δεν ήμουν καλός σε αυτά. Απλά να… Αν η ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί ίσως σήμερα να καθόμουν εδώ στο ίδιο σημείο και να καλωσόριζα το τέλος με κάποια άλλη δίπλα μου. Ίσως να την αγαπούσα λιγότερο απ’ ότι αγαπάω εσένα τώρα. Μάλλον όμως θα την αγαπούσα περισσότερο. Γιατί θα μπορούσα να ψάξω σε κάποιο κομμάτι του εαυτού μου και να βρω ξανά εσένα όπως ήσουν τότε. Και η εικόνα σου θα με μαλάκωνε, θα με εξευγένιζε όπως το φως του άστρου τις λέξεις των βιβλίων. Γιατί τότε θα είχα αισθανθεί αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα καταλάβω, ότι ο έρωτας και ο θάνατος μοιάζουν. Πόσο μεγάλο θα ήταν το ευχαριστώ που θα σου χρωστούσα αν γινόταν έτσι τα πράγματα…»

«Ή απλά μπορεί να με ξεχνούσες.»

«Μπορεί, αλλά δεν νομίζω. Είναι όπως τις ευχές. Αυτές που δεν πραγματοποιούνται δεν μπορούν να ξεχαστούν.»

«Καταλήγουμε στο αιώνιο κλισέ, λοιπόν, ε; Οι μεγάλοι έρωτες είναι καταδικασμένοι.»

«Κάπως έτσι… Αλλά τυχεροί αυτοί που τους έχουν ζήσει.»

«Ή άτυχοι.»

«Τυχεροί.»

Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Τι παράξενη συζήτηση», είπε. «Τις περισσότερες μέρες ήμασταν ευτυχισμένοι, έτσι δεν είναι;»

«Φυσικά.»

«Και σ’ αγαπώ.»

«Κι εγώ όσο τίποτα.»

«Τι θέλεις λοιπόν και τα σκαλίζεις;» είπε εκείνη και ύστερα χαμογέλασε σκανδαλιάρικα. «Πάντως έχεις μια ακόμη ευκαιρία να κάνεις την ευχή σου. Μπροστά σου έχεις το μεγαλύτερο πεφταστέρι στην ιστορία.»

Εκείνος γέλασε.

«Με τα χρόνια μαθαίνει κανείς να εκτιμά την ηρεμία.»

«Στο τέλος όλα αυτά δεν έχουν τελικά και πολύ σημασία, ε;»

«Όχι.»

Φιλήθηκαν και μετά χάθηκαν σε μια συζήτηση για ένα ποίημα του Χριστιανόπουλου. Κρατούσαν σφιχτά ο ένας τον άλλον σε μια απεγνωσμένη τελευταία αγκαλιά ενώ ο κόσμος ξεχνιόταν και ξεθώριαζε στο φως.

 

 

 

*Διηγήματά του Πασχάλη Αυγερίδη έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Χάρτης, στη συλλογή με τα 50+9 βραβευμένα διηγήματα των εκδόσεων Ιανός το 2020. Το διήγημά του «Η πρώτη περίοδος» έχει βραβευτεί σε διαγωνισμό πεζογραφίας το 2019.Το πρώτο του μυθιστόρημα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πηγή.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top