Fractal

Διήγημα: “Μέχρι το τελευταίο φως της ημέρας”

Του Κωνσταντίνου Χατζηκαλύμνιου // *

 

 

 

 

Μέχρι το τελευταίο φως της ημέρας

 

Είχε χαθεί ήταν σίγουρο. Λίγο πριν σπάσει το ρολόι της έδειχνε τρεις και είκοσι πέντε. Αμάν πια αυτή η αδεξιότητα της· ολόκληρο κορμό δεν τον είδε; Και οι άλλοι πού να ήταν; Όταν τους έβρισκε θα τους έλεγε τη γνώμη της για την εκδρομή τους. Και αυτό το δάσος φαινόταν να μην τελειώνει ποτέ.

Δε θα αργούσε να νυχτώσει. Το μυαλό της είχε αρχίσει εδώ και λίγη ώρα να παίρνει περίεργες στροφές. Οι σκιές που ολοένα και μεγάλωναν της φαίνονταν όλο και πιο αφύσικες. Πίσω από κάθε τι υπήρχε και από ένα ζευγάρι μάτια να παρακολουθεί κάθε της βήμα. Και ήταν και αυτοί οι ήχοι σαν ελαφρά βήματα που από ζώα πρέπει να ήταν αν και δεν είχε δει κανένα μέχρι τώρα. Αλλά το πιο τρομακτικό ήταν αυτή η φωνή που νόμιζε πως άκουσε να την καλεί.

Μαρία.

Αν ήταν κάποιος από την παρέα της θα…

Μαρία με ακούς; Μαρία.

Την ήξερε αυτήν την φωνή. Του Νίκου ήταν. Ναι από τα δεξιά της ερχόταν. Δεν ήταν και ό,τι πιο εύκολο να τρέξει μέσα από τους πυκνούς θάμνους και τα κλαδιά. Είχε λαχανιάσει. Διψούσε. Η φωνή είχε πάψει απότομα. Μουσική ήταν αυτό που άκουγε τώρα; Ήταν μελωδία σίγουρα και ερχόταν από την ίδια κατεύθυνση. Η περιέργεια της ήταν μεγαλύτερη από τον φόβο της. Ό,τι σκοπός και αν ήταν αυτός ήταν χαρούμενος. Ήταν κοντά. Άκουγε νερό να παφλάζει. Διέκρινε ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσα σε δύο δέντρα. Πλησίασε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.

Μα τι στο διάβολο ήταν αυτό; Στεκόταν εκεί και την κοιτούσε· ένα κάτι σαν τράγος αλλά στα δύο του πόδια και με ένα κεφάλι που, αν έκανες ότι δεν έβλεπες τα κέρατα, το έλεγες και ανθρώπινο. Είχε και μια ουρίτσα που σαν να την κουνούσε χαρωπά. Αυλός είναι αυτό κρατάει; Το πέσιμο έφταιγε. Ναι. Της φαντασίας της ήταν. Σίγουρα. Χαμογελούσε; Της έκανε νόημα; Την είχε δει; Είχε παγώσει αλλά ήξερε ότι έπρεπε να φύγει. Έκανε να τρέξει αλλά κάπου σκόνταψε πάλι. Κοίταξε πίσω της. Μα πού πήγε; Δύο χέρια τη σήκωσαν απαλά. Ήταν αυτός.

«Σε περίμενα. Άργησες».

Την έβαλε να καθίσει δίπλα του σε έναν κορμό μπροστά από τη λίμνη. Δεν της έδινε όμως και πολύ σημασία. Ο αυλός του και αυτή η ό,τι να ναι μελωδία του ήταν πιο σημαντικά. Ό,τι και αν ήταν αυτό το πλάσμα για κάποιο λόγο δεν το φοβόταν. Θα ρωτούσε δε γινόταν. Σαν να είχε διαβάσει την σκέψη της έστρεψε το κεφάλι του απότομα.

«Κάτι τέτοιες ερωτήσεις μπορούν να προσβάλλουν».

«Γιατί αυτό;»

«Έχεις μπροστά σου το θεό Πάνα καλό μου κορίτσι που κάποτε είχε τον αυτονόητο σεβασμό του είδους σου. Τώρα οι χαρές του είναι μετρημένες».

«Δηλαδή;»

«Εννοώ την αγνή και χωρίς πολλές ερωτήσεις δεδομένη πίστη».

«Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω».

«Αυτό είναι κάτι που έχουν κοινό θεοί και άνθρωποι. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τους θεούς τους αλλά και οι θεοί δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τους ανθρώπους. Είναι καθαρά θέμα πίστης. Υπάρχουν όσο υπάρχει η πίστη σε αυτούς. Όταν τους ξεχνούν σβήνουν. Από τις μνήμες εννοώ αλλά είναι και αυτό ένα είδος θανάτου. Και ο Πάνας είχε κάποτε πολλούς να τον λατρεύουν. Του έχτιζαν ναούς και έκαναν θυσίες για να τον τιμήσουν. Τώρα έχει μερικούς αιώνες που σουλατσάρει στην γη σαν την άδικη κατάρα».

«Και τι γίνεται με τις άλλες χαρές που ο Πάνας λέει ότι έχει;»

«Μην φανταστείς σπουδαία πράγματα. Ας πούμε ο αυλός μου. Δεν λέω ότι είμαι κανένας σπουδαίος μουσικός. Μια μελωδία ξέρω όλη και όλη· την παίζω καλά όμως και αυτό είναι που μετράει. Σωστά; Αχ τι μου θύμισες τώρα. Οι Νύμφες μου και εγώ κάναμε κάτι γιορτούλες κάποτε. Αλλά αυτά είναι αρχαία ιστορία που λέτε και εσείς. Είναι δύσκολο να βρεις αξιόλογες συντρόφους στις μέρες μας. Χάλασε ο κόσμος σου λέω. Τώρα το πολύ πολύ κανένα πειραγματάκι στους θνητούς».

«Όταν λες πειραγματάκι;»

«Μου αρέσει να τους ξεγελώ με τεχνάσματα. Είναι πανεύκολο για αυτό και έχει τόση πλάκα. Έκανα έναν βοσκό μια φορά να νομίζει ότι η κατσίκα του τον αγαπάει. Μέχρι και ερωτικό ποίημα της έγραψε. Έναν άλλον τον έφερα εδώ μιμούμενος τον πατέρα του. Έτσι, επειδή μπορούσα».

«Για κάτσε λίγο. Η φωνή δεν ήταν του Νίκου. Εσύ ήσουν».

«Να με συγχωρεί η καινούρια μου φίλη αλλά ναι εγώ ήμουν. Σου είπα μόνο κάτι τέτοια μικρά μου έχουν μείνει πλέον».

Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Δεν ήθελε να φανεί αγενής αλλά τι να κάνουμε τώρα;

«Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει η παρέα σου αλλά νομίζω ότι είναι ώρα να επιστρέψω στους φίλους μου. Οπότε αν μπορούσες…

«Αν μου επιτρέπεις παραείσαι σφιγμένη. Ξέρω τι χρειάζεσαι·μα που το έχω το μυαλό μου τέλος πάντων. Πρέπει να σε συστήσω σε μερικά από τα κορίτσια μου.

Χτύπησε τα χέρια του ρυθμικά δύο φορές. Από τον αυλό βγήκε ένας μακρόσυρτος βαρύς ήχος που μόνο μελωδία δεν τον έλεγες. Για λίγο δεν έγινε τίποτα. Ξαφνικά φασαρία. Γέλια. Απαλά βιαστικά βήματα. Γυναίκες να πετάγονται από τριγύρω. Η μία βάλθηκε να δώσει τον ρυθμό με το ταμπούρλο της. Και δώστου χορό. Ήταν πειρασμός να τις βλέπεις να χοροπηδούν, να λικνίζονται ολόγυμνες παραδομένες στον ρυθμό· να παιδιαρίζουν χωρίς αιδώ στα νερά της λίμνης. Έτσι να είναι λοιπόν η ελευθερία;

«Μην είσαι κατσούφα! Χαλάς το πνεύμα της γιορτής που να πάρει».

Ήθελε να πιστέψει ότι αυτός ήταν που το έκανε. Ναι αυτός ήταν. Έπαιζε πάλι με το μυαλό της. Της έβαζε ιδέες. Άνομες σκέψεις που δεν της ήθελε. Όχι δεν τα λαχταρούσε όλα αυτά που σκεφτόταν. Η επιθυμία όμως ήταν εκεί παναθέμα την.

«Έλα αφέσου επιτέλους!»

Τα ρούχα της γλίστρησαν από πάνω της. Δεν έβλεπε την ώρα να γίνει ένα με τις υπόλοιπες. Χόρεψε και χόρεψε όπως δεν θυμόταν να έχει χορέψει ποτέ στη ζωή της. Άδεια από σκέψεις. Αέρινη στο τελευταίο φως της ημέρας.

 

 

 

* Ο Κωνσταντίνος Χατζηκαλύμνιος γεννήθηκε το 1986 στην Κω και είναι απόφοιτος Ι.Ε.Κ της ειδικότητας «φύλακας μουσείων και αρχαιολογικών χώρων». Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια ιστορίας και δημιουργικής γραφής. Δημοσιεύει διηγήματα στο προσωπικό του ιστολόγιο kostasxatz.blogspot.com.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top