Fractal

Η μεγαλειώδης ιστορία των πορτογαλικών φρουρίων του 16ου αιώνα της Μασκάτ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Όλες οι αραβικές πόλεις είχαν τους περασμένους αιώνες τα δικά τους φρούρια και οχυρωματικά έργα με τα οποία προστατεύονταν από τις συνήθεις εχθρικές επιθέσεις. Η κατάληψή τους από τους ανεπιθύμητους και τους εχθρούς σήμαινε σε μεγάλο βαθμό και πιθανότητα την ανάλογη καταστροφή της πόλης και κατά πάσα πιθανότητα την θανάτωση μεγάλου αριθμού κατοίκων της. Στην περιοχή του Ομάν ανευρίσκονται ακόμα ζωντανές και διάσπαρτες πολλές τέτοιες αρχιτεκτονικές δομές σε ολόκληρη σχεδόν την έκταση της χώρας. Παράλληλα, όμως, με αυτές που έγιναν από τους γηγενείς, το Ομάν σήμερα φιλοξενεί τα γνωστά εμβληματικά οχυρωματικά φρούρια που έχτισαν οι Πορτογάλοι το χρονικό διάστημα που ήλεγχαν ποικιλοτρόπως την συγκεκριμένη περιοχή.

 

Σχεδιάγραμμα με συνηθισμένη αρχιτεκτονική ικανοποιητικής οχύρωσης μιας αραβικής πόλης.

 

Εκείνα που βρίσκονται γύρω από το λιμάνι της Μασκάτ, όμως, είναι χαρακτηριστικά και έμειναν στην ιστορία, υπενθυμίζοντας το παρελθόν όλων των εμπλεκομένων λαών. Η λέξη «Μασκάτ» (Muscat), υπαινίσσεται αγκυροβόλιο, καταφύγιο. Έτσι, πιστή στο όνομά της, η παλιά πόλη της Μασκάτ, της πρωτεύουσας του Σουλτανάτου του Ομάν, είναι και σήμερα, όπως ήταν πάντοτε, άλλωστε, ένα φυσικό λιμάνι σε καίρια στρατηγική θέση μεταξύ του Περσικού Κόλπου και του Ινδικού Ωκεανού, κρυμμένη κατάλληλα στον Κόλπο του Ομάν σε ικανοποιητικό μήκος και προστατευμένη απ’ τη θάλασσα με ένα βραχώδες νησί.

 

Η παλιά πόλη της Μασκάτ, όπως φαίνεται από το Φρούριο Αλ Ματράχ, με δύσκολα προσπελάσιμα βουνά από το μέρος της ξηράς. Σε πολλά σημεία της υπήρχαν ισχυρές πόρτες που έκλειναν τη νύχτα για λόγους ασφάλειας.

 

Το λιμάνι της περιβάλλεται κατάλληλα από οξύαιχμα και αφιλόξενα πετρώδη βουνά, καθιστώντας δύσκολη την πρόσβαση ανεπιθύμητων επισκεπτών από την πλευρά της ξηράς. Πιθανότατα είχε περιγραφεί από τον σπουδαίο γεωγράφο Πτολεμαίο τον δεύτερο αιώνα, όταν εκείνος έκανε αναφορά για ένα κρυφό λιμάνι στην συγκεκριμένη περιοχή. Το οχυρό Αλ Τζαλάλι  (Al Jalali ή  Ash Sharqiya), είναι ένα φρούριο στο λιμάνι της παλιάς πόλης του Μασκάτ, της περήφανης ετούτης πόλης του Σουλτανάτου του Ομάν. Περιπλέοντας στην ιστορία, βρίσκουμε πως και ετούτο το φρούριο, μεταξύ των πολλών άλλων, χτίστηκε από τους Πορτογάλους οι οποίοι βρίσκονταν κάτω από τον Φίλιππο Ι της Πορτογαλίας (1527–1598), στη δεκαετία του 1580 για να προστατεύει ικανοποιητικά το εν λόγω λιμάνι, αφού η Μασκάτ είχε λεηλατηθεί δύο φορές από τις επίσης σφόδρα ενδιαφερόμενες για την εν λόγω γεωγραφική περιοχή οθωμανικές δυνάμεις. Περιήλθε στις δυνάμεις του Ομάν στο 1650, αλλά φυσικά υπήρξε και συνέχεια. Κατά τους εμφύλιους πολέμους μεταξύ 1718 και 1747, το κάστρο κατελήφθη δύο φορές από τους Ιρανούς που είχαν προσκληθεί να βοηθήσουν έναν από τους αντίπαλους ιμάμηδες. Το φρούριο ανοικοδομήθηκε εκτενώς αργότερα, για άλλους φυσικά λόγους. Κατά καιρούς, το φρούριο Αλ Τζαλάλι χρησιμοποιήθηκε και ως καταφύγιο ή φυλακή για κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας. Για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, όμως,  χρησιμοποιήθηκε ως κύρια φυλακή του Ομάν, αλλά αυτή η λειτουργία και αποστολή του έληξε στη δεκαετία του 1970. Το Αλ Τζαλάλι ανακαινίστηκε το 1983 και μετατράπηκε σε ιδιωτικό μουσείο πολιτιστικής ιστορίας της Ομάν, το οποίο είναι προσβάσιμο μόνο για τους ανώτερους υπαλλήλους και αξιωματούχους που επισκέπτονται τη χώρα. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν κανόνια, παλιά μουσκέτα και σπίρτα, χάρτες, παλιά όπλα, χαλιά και άλλα αντικείμενα.

 

Χάρτης του Σουλτανάτου της Μασκάτ και του Ομάν της δεκαετίας του 1960. Σήμερα δεν υφίσταται πλέον, αφού μετά το 1970 ένα μέρος εντάχθηκε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ομάν έγινε άλλη χώρα.

 

Οι Πορτογάλοι ονόμασαν την συγκεκριμένη αμυντική δομή «Φρούριο του Αγίου Ιωάννη» (Forte de São João). Η προέλευση του σημερινού ονόματος «Al Jalali» είναι υπό συζήτηση.  Μια θεωρία είναι ότι προέρχεται από την αραβική Al Jalal, που σημαίνει «μεγάλη ομορφιά». Ένας σχετικός θρύλος δηλώνει ότι πήρε το όνομά του από έναν αρχηγό που ανήκε στους Βαλούχους και ονομαζόταν Mir Jalal Khan από τη φυλή Hooth, όπως ονομάστηκε και το φρούριο Αλ Μιράνι (Fort Al-Mirani) από το όνομα του αδελφού του, Mir Miran, ο οποίος ήταν επίσης αρχηγός φυλής. Πρόκειται για μια εθνότητα ιρανικής καταγωγής που ζούσε κυρίως στην περιοχή Βαλουχιστάν, που βρίσκεται στην άκρη του νοτιοανατολικού τμήματος του ιρανικού υψιπέδου, καταλαμβάνοντας τμήμα του νοτιοδυτικού Πακιστάν, του νοτιοανατολικού Ιράν και μικρότερο του νοτιοδυτικού Αφγανιστάν, ενώ μικρότεροι αριθμοί Βαλούχων κατοικούν και στην Αραβική Χερσόνησο και το Τουρκμενιστάν. Το οχυρό Αλ Τζαλάλι  είναι επίσης γνωστό ως οχυρό Ash Sharqiya.

 

Το οχυρό Αλ Τζαλάλι στην είσοδο του λιμανιού της Μασκάτ.

 

Το Αλ Τζαλάλι βρίσκεται σε μια βραχώδη προεξοχή στην ανατολική πλευρά του λιμανιού της Μασκάτ, ακριβώς απέναντι στο οχυρό Αλ Μιράνι, το οποίο είναι χτισμένο σε μια άλλη βραχώδη προεξοχή στη δυτική πλευρά.  Αυτά τα δίδυμα στην πραγματικότητα οχυρά, έδωσαν τη δυνατότητα στην πόλη της  Μασκάτ να υπερασπιστεί από τις επιθέσεις που δέχτηκε επανειλημμένως από τη θάλασσα, σε συνδυασμό με κάποια άλλα φρούρια  προς τα δυτικά και με άλλες οχυρώσεις στις βραχώδεις κορυφογραμμές που περιβάλλουν τον κόλπο.  Μέχρι πρόσφατα, το φρούριο ήταν προσβάσιμο μόνο από την πλευρά του λιμανιού μέσω μιας απότομης ανάβασης  από πέτρινα σκαλοπάτια. Τελευταία, με κάποιες επιχωματώσεις στην άκρη του βράχου προς την άκρη της θάλασσας δημιουργήθηκε χώρος για  ελικοδρόμιο, ενώ ταυτόχρονα  και ένα  τελεφερίκ κάνει το φρούριο ευκολότερα προσβάσιμο.

 

* * * * *

 

Γύρω από το λιμάνι της Μασκάτ υπάρχει πληθώρα χαρακτηριστικών φρουρίων, εκτός των γνωστών και διαφημιζόμενων.

 

Στις αρχές του 15ου αιώνα, η Μασκάτ είναι ένα μικρό λιμάνι, το οποίο χρησιμοποιούσαν τα πλοία ως τόπος συγκέντρωσης του νερού, αλλά από τις αρχές του 16ου αιώνα εξελίχτηκε σε σημαντικότατο εμπορικό και διακομιστικό κέντρο. Την εποχή εκείνη το εσωτερικό του Ομάν κυβερνούσε ένας Άραβας  ιμάμης, αλλά η ακτή στην οποία βρισκόταν η Μασκάτ υπόκειτο στην εξουσία του Πέρση βασιλιά του Ορμούζ. Το 1497 ο δαιμόνιος και πολύπειρος Πορτογάλος ναυτικός Βάσκο ντα Γκάμα (Vasco da Gama, περ. 1460–1524) ανακάλυψε μια διαδρομή γύρω από το νότιο ακρωτήριο της Αφρικής και ανατολικά στην Ινδία και τα νησιά των μπαχαρικών (Spice Islands). Στη συνέχεια, οι Πορτογάλοι έχοντας κατά νου και υποψιασμένοι για το διαφαινόμενο επικερδές εμπόριο, άρχισαν γρήγορα να προσπαθούν να ιδρύσουν μονοπώλιο στο εμπόριο μπαχαρικών, του μεταξιού και των άλλων πολύτιμων αγαθών. Έτσι αναγκαστικά ήρθαν σε σύγκρουση με το Μαμελουκικό Σουλτανάτο της Αιγύπτου, το μεσαιωνικό εκείνο σουλτανάτο που περιελάμβανε τότε την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και τη Χετζάζη, του οποίου το εμπόριο με την Ευρώπη μέσω της Ερυθράς Θάλασσας βρισκόταν υπό απειλή.  Τα στενά του  Ορμούζ ήταν το κύριο κέντρο της εμπορικής διαδρομής με το σύγχρονο Ιράκ και το Ιράν μέσω του Περσικού Κόλπου και οι Πορτογάλοι ήθελαν απεγνωσμένα τον έλεγχο αυτής της κρίσιμης και μοναδικής διαδρομής από γεωγραφικής και στρατηγικής σκοπιάς.

 

* * * * *

 

Στις 10 Αυγούστου 1507, μια αποστολή έξι πλοίων υπό τον ναύαρχο Αλφόνσο ντε Αλμπουκέρκε (1453-1515), απέπλευσε από την νεοϊδρυθείσα πορτογαλική βάση στη Σοκότρα, έχοντας ως στόχο την περιοχή του Ορμούζ. Οι Πορτογάλοι κατέπλευσαν κατά μήκος της ακτής του Ομάν καταστρέφοντας πλοία και λεηλατώντας  τις πόλεις και ότι άλλο εύρισκαν μπροστά τους. Στο λιμάνι του Κουραγιάτ (Qurayyat), που κατέλαβαν μετά από σκληρή μάχη, οι Πορτογάλοι ακρωτηρίασαν αρκετούς αιχμαλώτους τους, σκότωσαν τους κατοίκους  ανεξαρτήτως   φύλου ή   ηλικίας, καταστρέφοντας  παράλληλα τις όποιες χρήσιμες υποδομές και καίγοντας την πόλη. Η Μασκάτ, στην αρχή, παραδόθηκε άνευ όρων για να αποφύγει την ίδια επώδυνη μοίρα με την προηγούμενη παραλιακή πόλη του Ομάν. Ωστόσο, οι κάτοικοι απέσυραν την υποταγή τους, μόλις  έφτασαν κοντά τους οι κατάλληλες ενισχύσεις. Ο Αλφόνσο ντε Αλμπουκέρκε, αποφασισμένος να φέρει εις πέρας την αποστολή αυτή,  ξεκίνησε επιτυχημένη επίθεση εναντίον της Μασκάτ, κατά την οποία σφαγίασε τους περισσότερους κατοίκους και στη συνέχεια λεηλάτησε και έκαψε την πόλη, κατά τη συνήθη τακτική του.

 

Αλφόνσο ντε Αλμπουκέρκε (1453-1515).

 

Οι Πορτογάλοι συνέχισαν κατά μήκος της ακτής. Ο κυβερνήτης της πόλης  Σοχάρ (Sohar), βόρεια της Μασκάτ,  συμφώνησε να υποταχθεί και να δείξει την υπακοή του στον βασιλιά της Πορτογαλίας, καθώς και να αποτίει,  του λοιπού, φόρο τιμής σε αυτόν. Οι Πορτογάλοι έφθασαν στο Ορμούζ,  στις 26 Σεπτεμβρίου 1507 και κατέλαβαν την πόλη μετά από σκληρή αντίσταση, στις 10 Οκτωβρίου 1507. Ο Αλφόνσο ντε Αλμπουκέρκε, υπέγραψε μια συμφωνία μαζί τους, σύμφωνα με την οποία οι Πορτογάλοι ήταν απαλλαγμένοι από τους υφιστάμενους τελωνειακούς δασμούς και θα μπορούσαν αργότερα να οικοδομήσουν ένα φρούριο και ένα εμπορικό εργοστάσιο στο Ορμούζ. Η  Μασκάτ μετατράπηκε πλέον σε «κανονικό λιμάνι» για τους Πορτογάλους, ενώ λίγο μετά, στα 1512, αφίχθηκε εκεί ο Diogo Fernandes de Beja, ένας  διπλωμάτης και στρατιωτικός στην υπηρεσία της Πορτογαλίας, απεσταλμένος για να συγκεντρώσει με οποιοδήποτε τρόπο τους σχετικούς φόρους. Ο Αλφόνσο ντε Αλμπουκέρκε (περ. 1453–16 Δεκεμβρίου 1515), αντιβασιλέας τότε της Ινδίας, την επισκέφτηκε τον Μάρτιο του 1515.  Το 1520, ένας στόλος αποτελούμενος από είκοσι τρία πορτογαλικά πλοία, αγκυροβόλησε στο λιμάνι καθ’ οδόν από την Ερυθρά Θάλασσα προς το στρατηγικό πέρασμα των στενών του Ορμούζ.  Όταν ξέσπασε γενική εξέγερση κατά της πορτογαλικής κυριαρχίας του Ορμούζ, τον Νοέμβριο του 1521, η Μασκάτ ήταν ο τόπος όπου οι Πορτογάλοι δεν δέχτηκαν ούτε βίωσαν σχετική επίθεση.

 

* * * * *

 

Το 1527, οι Πορτογάλοι άρχισαν να κατασκευάζουν στρατώνες, αποθήκες και παρεκκλήσια στη Μασκάτ, αρχιτεκτονικές δομές οι οποίες πιθανότατα ολοκληρώθηκαν το 1531. Την ίδια στιγμή, μια δύναμη τεσσάρων οθωμανικών σκαφών που κινούνταν με πανιά και κουπιά,  εισήλθε στο λιμάνι το 1546 και βομβάρδισε την πόλη, αλλά τελικά δεν αποβιβάστηκε στην ξηρά. Για να καταστήσουν ασφαλέστερη τη βάση τους, οι Πορτογάλοι έστειλαν έναν μηχανικό για να χτίσει ένα φρούριο στα δυτικά του λιμανιού, όπου βρίσκεται σήμερα  το φρούριο Αλ Μιράνι. Οι Πορτογάλοι έχτισαν αυτό το πρώτο φρούριο στη Μασκάτ στα 1550. Τον Απρίλιο του 1552 ένας οθωμανικός στόλος αποτελούμενος από είκοσι τέσσερες τριήρεις και τέσσερα πλοία με το απαραίτητο υλικό ανεφοδιασμού, με επικεφαλής τον διάσημο Οθωμανό ναύαρχο και συγγραφέα μιας λεπτομερειακής μελέτης για τη Μεσόγειο με τίτλο «Κιτάμπ Μπαχρίγιε», Πίρι Ρέις (περ.1470-1554) ξεκίνησε από το Σουέζ με κατεύθυνση το Ορμούζ, με τελικό στόχο την εξάλειψη της πορτογαλικής παρουσίας στην περιοχή. Η μεγάλη δύναμη, έφτασε στην Μασκάτ τον Ιούλιο του 1552. Μετά από δεκαοχτώ ημέρες πολιορκίας της Μασκάτ, η πόλη έπεσε και το φρούριο καταστράφηκε. Ο διοικητής, ο João de Lisboa και εκατόν είκοσι οκτώ πορτογάλοι άντρες συνελήφθησαν.

 

* * * * *

 

Οι Πορτογάλοι ανέκτησαν την πόλη δύο χρόνια αργότερα, και το 1554 απώθησαν εκ νέου μια άλλη καινούργια επίθεση από τους Τούρκους. Μετά την απομάκρυνση των Οθωμανών, το οχυρό Αλ Τζαλάλι χτίστηκε στην Μασκάτ για δεύτερη φορά, το 1582. Πέντε χρόνια αργότερα, στα 1587, ζητήθηκε η συμβολή του Πορτογάλου ναυτικού Belchior Calaça ο οποίος σημειωτέον δραστηριοποιήθηκε στον Ινδικό Ωκεανό κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, για να χτίσει το φρούριο στη Μασκάτ, το οποίο ονομάστηκε Forte de São João.  Η κορυφή της προεξοχής στην οποία στέκεται το οχυρό ήταν αρχικά ισοπεδωμένη και ο βράχος γεμάτος  ρωγμές. Ο Calaça δημιούργησε μια δεξαμενή για να κρατήσει νερό για τους ευρισκόμενους εντός του φρουρίου και φρόντισε παράλληλα να οπλίσει το φρούριο με κανόνια για αποτελεσματικότερη αντίσταση σε μελλοντικές επιθέσεις και πολιορκίες. Η όλη κατασκευή φάνταζε ωσάν να είχε χτιστεί σε άλλα θεμέλια, καθώς η βασική βελτίωση που επέφερε ο έμπειρος Πορτογάλος ναυτικός ήταν η κατασκευή ενός καταστρώματος πυροβόλων όπλων η οποία έβλεπε το λιμάνι. Τόσο ετούτο το φρούριο, όσο και το δίδυμο Αλ Μιράνι, ολοκληρώθηκαν μεταξύ 1586 και 1588.

 

Φωτογραφία των αρχών του προηγούμενου αιώνα (περ. 1904) του Hermann Burchardt (1857-1909), στην οποία απεικονίζονται κάποιες οχυρωματικές δομές στο λιμάνι της Μασκάτ. Ο Hermann Burchardt, ήταν ένας οικονομικά ανεξάρτητος ταξιδιώτης από το Βερολίνο, ο οποίος ταξίδεψε με το γνωστό παραδοσιακό σκάφος ντάου (dhow) στη Μέση Ανατολή με σκοπό τη φωτογράφηση πόλεων που σπάνια επισκέφτηκαν άλλοι πλανόδιοι φωτογράφοι. Στις πόλεις Μασκάτ και Ματράχ του Ομάν, τον καλοδέχτηκαν, αν και αρκετά συχνά καθώς περπατούσε σε δημόσιους χώρους φωτογραφίζοντας, συγκέντρωνε την περιέργεια των ντόπιων.

 

 

* * * * *

 

Οι Πορτογάλοι, όμως, αντιμετώπιζαν παράλληλα και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό στην περιοχή από τους Άγγλους και τους Ολλανδούς εμπόρους. Έτσι, πολλά χρόνια μετά, το 1622, μια δύναμη αποτελούμενη από περσικές και αγγλικές δυνάμεις, κατέλαβε το Ορμούζ. Μετά από αυτό το γεγονός, οι Πορτογάλοι έχτισαν οχυρά και σε άλλους λιμένες στις ακτές του Ομάν, αν και εγκατέλειψαν το μεγαλύτερο μέρος τους το 1633-34, επικεντρώνοντας την προσοχή τους περισσότερο στην υπεράσπιση της εμβληματικής πόλης της Μασκάτ. Μετά το 1622 οι Πορτογάλοι άρχισαν να ενισχύουν το φρούριο Αλ Τζαλάλι, προφανώς έχοντας ως  πρόθεση να το καταστήσουν ως το κύριο φρούριο της δικής τους εκεί παρουσίας. Ωστόσο, το 1623 το Φρούριο «do Almirante» (το σημερινό Αλ Μιράνι) εξακολουθούσε να θεωρείται το σημαντικότερο από τα δύο οχυρά και χρησιμοποιήθηκε τους καλοκαιρινούς μήνες ως κατοικία από τον κυβερνήτη της Μασκάτ. Το 1625, οι Πορτογάλοι έχτισαν τείχη και πύργους γύρω από την πόλη Μασκάτ, δομές οι οποίες βελτίωσαν αισθητά την άμυνα της πόλης, υπολείμματα των οποίων  οχυρώσεων  διατηρούνται και στις μέρες μας.

Ωστόσο, η Μασκάτ επόμενο ήταν να προκαλέσει μεγάλη αποστράγγιση των οικονομικών δεικτών της Πορτογαλίας, αφού απαιτούσε την παρουσία ολοένα μεγαλύτερων και ισχυρότερων στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων για να την υπερασπιστούν επαρκώς. Παράλληλα, το προσοδοφόρο εμπόριο δεν ευημερούσε, όπως ήλπιζαν προηγουμένως, αφού  η περσική αγορά ήταν κλειστή για αυτούς, μέχρι το 1630. Μέχρι τότε, σημειωτέον, οι Ολλανδοί και οι Άγγλοι κυριαρχούσαν στο εμπόριο μέσα στον Περσικό Κόλπο.

 

* * * * *

 

Ο Nasir bin Murshid (βασ. 1624-1649) ήταν ο πρώτος ιμάμης της δυναστείας Γιαρούμπα (Yaruba) στο Ομάν, εκλεγμένος στα 1624. Αυτός κατάφερε να ενοποιήσει τις φυλές με κοινό και τελικό στόχο, τι άλλο από την απομάκρυνση των Πορτογάλων απ’ τα χώματα και τα νερά  τους. Ο Nasir bin Murshid, κατάφερε και  έδιωξε  τους Πορτογάλους από όλες τις βάσεις τους στο Ομάν, εκτός από την Μασκάτ. Στα 1649, τον διαδέχτηκε ο ξάδερφός του, Σουλτάν ​​Μπιν Σαΐφ (Sultan bin Saif). Τον Δεκέμβριο του 1649, οι δυνάμεις του ​​Μπιν Σαΐφ κατέλαβαν την πόλη Μασκάτ. Περίπου εξακόσιοι Πορτογάλοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τη θάλασσα, ενώ άλλοι κατέφυγαν στο διπλανό φρούριο Forte do Almirante (Αλ Μιράνι). Τελικά, παραδόθηκαν στις 23 Ιανουαρίου 1650. Τα νικηφόρα αυτά γεγονότα με προεξάρχον εκείνο το συγκεκριμένο της κατάκτησης της πόλης Μασκάτ από τις δυνάμεις του Ομάν,  σηματοδότησαν την έναρξη της επέκτασης της θαλάσσιας δύναμης του Ομάν, ένεκα της οποίας οι πορτογαλικές ιδιοκτησίες στην Ινδία και την Ανατολική Αφρική, άρχισαν σύντομα να αισθάνονται κρίσιμη  για το μέλλον τους απειλή.

* * * * *

Μετά το θάνατο, στα 1718, του πέμπτου Ιμάμη των Γιαρούμπα του Ομάν, του Σουλτάν Μπιν Σαΐφ II, ξεκίνησε ένας άγριος και αποφασιστικός αγώνας μεταξύ των ανταγωνιστικών υποψηφίων για την κατάληψη της  συγκεκριμένης υψηλής θρησκευτικής θέσης. Το φρούριο  Αλ Τζαλάλι δυστυχώς καταστράφηκε κατά τη διάρκεια αυτού του εμφυλίου, κατ’ ουσίαν, πολέμου. Η χώρα πλέον χωρίστηκε μεταξύ του Σαΐφ Μπιν Σουλτάν II και του εξαδέλφου του, Balarab bin Himyar, του αντίπαλου ιμάμη. Ο Σουλτάν Μπιν Σαΐφ II (Saif bin Sultan II, 1706 – 1743) ήταν ο έκτος από τη δυναστεία Γιαρούμπα του Ομάν, και  κατείχε τη θέση του Ιμάμη τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια μιας χαοτικής περιόδου εμφυλίου πολέμου και εισβολής από τις περσικές δυνάμεις. Ο Balarab bin Himyar (πέθανε το 1749) και υπήρξε επίσης Ιμάμης και μέλος της ίδιας εδώ δυναστείας των Γιαρούμπα. Ο Σουλτάν Μπιν Σαΐφ II, βλέποντας την δύναμή του ολοένα να μικραίνει και να συρρικνώνεται, αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από τον Ναντίρ Σαχ (Nader Shah, 1688 –1747) της Περσίας. Έτσι, το 1738 τα δύο οχυρά παραδόθηκαν στις περσικές δυνάμεις, οι οποίες αποχωρώντας για την Περσία, πήραν μαζί τους όσα στη συνέχεια μπόρεσαν να λεηλατήσουν.

 

Πολλά οπλικά αμυντικά συστήματα παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου πάνω στις επάλξεις των πορτογαλικών φρουρίων της Μασκάτ.

 

Λίγα χρόνια αργότερα ο Σουλτάν Μπιν Σαΐφ II, ο οποίος είχε εκθρονισθεί,   ζήτησε και πάλι βοήθεια, και μια περσική αποστολή έφθασε στη Julfar γύρω στον Οκτώβριο του 1742. Οι Πέρσες έκαναν μια ανεπιτυχή προσπάθεια να καταλάβουν  την Μασκάτ, αλλά νικήθηκαν από τις δυνάμεις του νέου ιμάμη,  Sultan bin Murshid. Αργότερα, το 1743, επέστρεψαν οι Πέρσες, φέρνοντας μαζί τους τον Σουλτάν Μπιν Σαΐφ II. Πήραν την πόλη Μασκάτ, αλλά όχι και τα δύο οχυρά Αλ Τζαλάλι και Αλ Μιράνι της Μασκάτ τα οποία ούτε και απαίτησε να του δοθούν ο  Σουλτάν Μπιν Σαΐφ II. Οι ιστορικοί της χώρας του Ομάν, λένε ότι ο Πέρσης διοικητής,  Μίρζα Τάκι,  κάλεσε τον Σαΐφ σε ένα συμπόσιο στο πλοίο του, όπου με κρασί τον μέθυσε και του απέσπασε τη σφραγίδα του. Εκείνη την εποχή, ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο η πλαστογράφηση παραγγελιών στους διοικητές των φρουρίων να παραδοθούν, ένα τέχνασμα που όπως αποδείχτηκε για άλλη μια φορά ήταν απόλυτα επιτυχημένο.

 

* * * * *

 

Ο Αχμέντ Μπιν Σαΐντ αλ Μπουσαϊντί (Ahmad bin Said al-Busaidi, 1710 -1783) ο πρώτος ηγέτης της δυναστείας Αλ Σαΐντ, απέκλεισε τη Μασκάτ και κατέλαβε τα οχυρά, το 1749. Ήρθε στην εξουσία κατά τη διάρκεια μιας εξαιρετικά δύσκολης περιόδου κατά την οποία το Ομάν βρισκόταν χωρισμένο  από τον εμφύλιο πόλεμο και οι Πέρσες είχαν καταλάβει μεγάλα τμήματα της χώρας. Κατά τη διάρκεια της μακράς διακυβέρνησής του (από το 1744 έως το 1783) ως ιμάμης, η χώρα ευημερούσε και ανέκτησε την απωλεσθείσα ηγετική της θέση στον Περσικό Κόλπο. Αυτός ο ηγέτης γνωρίζοντας την αξία και την στρατηγική τους θέση, ανακαίνισε τα δύο οχυρά, ιδιαίτερα το Αλ Τζαλάλι. Η λειτουργία, έτσι, του Αλ Τζαλάλι άλλαξε σταδιακά ριζικά, και από την παθητική άμυνα του λιμανιού, εξελίχτηκε σε μια ισχυρή βάση από την οποία θα μπορούσαν να αποστέλλονται δυνάμεις σε διάφορα σημεία. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν προστέθηκαν στο φρούριο τα μεγάλα κεντρικά κτίρια και οι στρογγυλοί πύργοι.

Στις αρχές του 1781, δύο από τους γιους του Αχμέντ Μπίν Σαΐντ, ο Σουλτάν ​​και ο Σαΐφ, πήραν στα χέρια τους τον έλεγχο των εμβληματικών οχυρών Αλ Μιράνι και Αλ Τζαλάλι. Όταν ο κυβερνήτης της Μασκάτ προσπάθησε να ανακτήσει τα οχυρά, ο Σουλτάν ​​και ο Σαΐφ προχώρησαν σε έναν καταστρεπτικό από πάσης πλευράς βομβαρδισμό της πόλης. Τα δύο αδέλφια κέρδισαν την υποστήριξη του ισχυρού Σέιχ Σάκαρ (Sheikh Saqar), ο οποίος βάδισε προς  την πρωτεύουσα Μασκάτ, τον Απρίλιο του 1781.  Ο πατέρας τους συμφώνησε σε μια αμνηστία, επιτρέποντας στους δύο στασιαστές και ανυπότακτους γιους του να κρατήσουν και τα δύο οχυρά, αλλά σε δεδομένη στιγμή άλλαξε γνώμη και κράτησε αυτός το Αλ Μιράνι, ενώ έδωσε στους γιους του, το  Αλ Τζαλάλι. Ο Σουλτάν ​​και ο Σαΐφ, στη συνέχεια, απήγαγαν τον αδελφό τους, Σαΐντ Μπιν Αχμέντ  (Said bin Ahmad) και τον φυλάκισαν στο Αλ Τζαλάλι. Τότε ο ιμάμης πατέρας τους, έσπευσε στη Μασκάτ, όπου έφτασε τον Ιανουάριο του 1782 και διέταξε τον διοικητή του φρουρίου Αλ Μιράνι να πυροβολήσει το   Αλ Τζαλάλι, ενώ τα πλοία του παρατάχθηκαν από τα ανατολικά του φρουρίου. Ενώ το σενάριο αυτό βρισκόταν σε εξέλιξη ο Σαΐντ Μπιν Αχμέντ δωροδόκησε τον φύλακά του και δραπέτευσε.

Απομονωμένοι και χωρίς όμηρο στα χέρια τους, οι δύο αδελφοί συμφώνησαν να παραδοθούν. Ο ιμάμης πήρε τον Σαΐφ και τον έθεσε υπό επιτήρηση για να αποφευχθεί μια νέα εξέγερση. Ο Σαΐντ Μπιν Αχμέντ  (Said bin Ahmad ruled) βασίλεψε από το 1783 ως το 1789. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο γιος του φυλακίστηκε στο φρούριο Αλ Τζαλάλι, για  μια περίοδο από τον κυβερνήτη της πόλης, μέχρις ότου ένας άλλος από τους γιους του κατάφερε να τον απελευθερώσει.

 

* * * * *

 

Το φρούριο αναφέρεται πολλές φορές στην ιστορία του δέκατου ένατου  αιώνα του Ομάν. Ενώ ο κυβερνήτης του Ομάν βρισκόταν μακριά για ένα προσκύνημα στη Μέκκα, στις αρχές του 1803, ο ανιψιός του, Badr bin Saif, προχώρησε σε μια προσπάθεια να καρπωθεί τον έλεγχο του οχυρού Αλ Τζαλάλι.  Η ιστορία αναφέρει ότι εισήχθη λαθραία στο φρούριο σε ένα μεγάλο κουτί, αλλά ανακαλύφτηκε από έναν ινδουιστή έμπορο και στο τέλος κατάφερε να  δραπετεύσει και να καταφύγει στο Κατάρ.

 

Η παλιά πόλη και το λιμάνι της Μασκάτ πριν από έναν αιώνα (1903 ) σε φωτογραφία του Γερμανού Hermann Burchardt (1857-1909)

 

Τον Ιούνιο του 1849, ο κυβερνήτης του σπουδαίου λιμανιού της Σοχάρ, στα βόρεια της χώρας, συνήψε μια συνθήκη με τους Βρεττανούς  κατοίκους  για να καταστείλει το δουλεμπόριο. Αυτό προκάλεσε επανάσταση από το θρησκευτικό κόμμα στο οποίο σκοτώθηκε ο κυβερνήτης και ο πατέρας του,  Χαμάντ, έγινε κυβερνήτης. Ο σουλτάνος ​​του Ομάν, που κατοικούσε τότε στη Ζανζιβάρη, διέταξε να συλληφθεί ο Χαμάντ και να ριχτεί στη φυλακή, στο φρούριο  Αλ Τζαλάλι.  Ο Χαμάντ πέθανε, τελικά,  στις 23 Απριλίου 1850, είτε από την πείνα, είτε από δηλητήριο. Η Μασκάτ, το 1895, λεηλατήθηκε από τις διάφορες φυλές. Ο Sultan ​​Faisal bin Turki κατέφυγε στο Αλ Τζαλάλι μέχρις ότου  ο αδελφός του, ο οποίος κρατούνταν  στο  Αλ Μιράνι, ανακτήσει τον έλεγχο της πόλης. Ο Sayyid Faisal bin Turki (1864 – 1913), κυβέρνησε ως Σουλτάνος της Μασκάτ και του Ομάν, από τις 4 Ιουνίου 1888 έως τις 4 Οκτωβρίου 1913.

 

* * * * *

 

Για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα το Φρούριο Αλ-Τζαλάλι ήταν η κύρια φυλακή στο Ομάν, με περίπου διακόσιους κρατούμενους. Ορισμένοι ήταν κάτοικοι από το εσωτερικό της χώρας που συνελήφθησαν  κατά τη διάρκεια του πολέμου Jebel Akhdar (1954-59), ή μετά από αυτόν τον πόλεμο. Ο πόλεμος Jebel Akhdar  ή ο πόλεμος του Ομάν, που ξεκίνησε το 1954 και πάλι το 1957 στο Ομάν, ως μια ειλικρινή προσπάθεια από τους ντόπιους του Ομάν με επικεφαλής τον εκλεγμένο ιμάμη τους Ghalib Alhinai για την προστασία του ισχύοντος Ιμαμάτου του Ομάν από τα σχέδια κατοχής του σουλτάνου Said bin Taimur, υποστηριζόμενο από την βρεττανική κυβέρνηση,  η οποία  ήταν σφόδρα ενδιαφερόμενη και ήθελε απεγνωσμένα να αποκτήσει πρόσβαση στα κοιτάσματα πετρελαίου στα εσωτερικά εδάφη του Ομάν. Ο Σουλτάν Σαΐντ έλαβε άμεση χρηματοδότηση για την δημιουργία μιας ένοπλης δύναμης για να καταλάβει το Ιμαμάτο του Ομάν από την Εταιρεία Πετρελαιοειδών Iraq Petroleum Company (IPC), μια κοινοπραξία πετρελαϊκών εταιρειών που ανήκε σε μεγάλο βαθμό στους γνωστούς κολοσσούς Royal Dutch Shell, Total,  Exxon Mobil και στην British Petroleum (BP), η οποία ανήκε σε μεγάλο ποσοστό στη βρεττανική κυβέρνηση. Το Ιμαμάτο, από την πλευρά του,  υποστηρίχθηκε τελικά από τα αραβικά κράτη. Ο πόλεμος διήρκεσε μέχρι το 1959, όταν οι βρεττανικές ένοπλες δυνάμεις αποφάσισαν να αναλάβουν άμεσες παρεμβάσεις έχοντας στη διάθεσή τους και χρησιμοποιώντας αεροπορικές και επίγειες επιθέσεις στο Ιμαμάτο, οι οποίες κέρδισαν τον σουλτανικό στρατό. Οι διακηρύξεις που υπεγράφησαν από τους Σουλτάνους της Μασκάτ, τους υποχρέωναν να συμβουλεύονται τη βρεττανική κυβέρνηση για όλα τα σημαντικά ζητήματα, ενώ οι άνισες εμπορικές συνθήκες που υπογράφτηκαν από τις δύο πλευρές ευνοούσαν καταφανώς  τα βρεττανικά συμφέροντα και τον τρομακτικό έλεγχο των κυβερνητικών υπουργείων του Σουλτανάτου, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας και των εξωτερικών υποθέσεων και κάποιων άλλων κρυφών λεπτομερειών οι οποίες τελικά έκαναν το Σουλτανάτο, στην πραγματικότητα, μια βρεττανική αποικία.  Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε το ψήφισμα για το ζήτημα του Ομάν που ήρθε το 1965, το 1966 και πάλι το 1967, καλώντας την βρεττανική κυβέρνηση να σταματήσει κάθε κατασταλτική δράση εναντίον των ντόπιων, να τερματίσει τον βρεττανικό έλεγχο του Ομάν, ενώ  ταυτόχρονα επιβεβαίωσε το αναφαίρετο δικαίωμα του λαού του Ομάν για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία.

 

Σημερινή άποψη του Αλ Μιράνι, από τη μεριά της θάλασσας (Φωτ. Ιανουάριος 2020).

 

Οι άλλοι κρατούμενοι στο Φρούριο Αλ-Τζαλάλι, για να επιστρέψουμε στην προηγούμενη παράγραφο, προέρχονταν από την εξέγερση Dhofar (1962-76). Η εξέγερση Ντοφάρ (Dhofar), γνωστή και ως πόλεμος στη Dhofar ή  εμφύλιος πόλεμος του Ομάν, διεξήχθη από το 1962 έως το 1976 στην επαρχία Ντοφάρ η οποία βρίσκεται στο νότιο τμήμα του Ομάν, κατά του σουλτανάτου της Μασκάτ και του Ομάν, ένας πόλεμος ο οποίος είχε εμφανώς την βρεττανική υποστήριξη και ο οποίος τελείωσε με την ήττα των ανταρτών.

Οι φυλακές στο φρούριο Αλ-Τζαλάλι, ήταν οι πιο διαβόητες φυλακές του  Ομάν, γνωστές για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό τους. Δικαίως απεκλήθησαν απ’ όλους σωστό κολαστήριο. Ακόμα και όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν από εκεί, όπως το 1963, όταν  σαράντα τέσσερις αιχμάλωτοι σε μια καλά προγραμματισμένη απόδραση, οι περισσότεροι γρήγορα συνελήφθησαν λόγω της εξασθενημένης φυσικής τους κατάστασης. Η φυλακή έκλεισε οριστικά στη δεκαετία του 1970. Στη συνέχεια, ανακαινίστηκε αρκετά κατά το 1983. Σήμερα λίγα μόνο είναι τα απομεινάρια της πορτογαλικής περιόδου, όπως μερικές επιγραφές στη γλώσσα αυτή. Η δομή έχει πλέον μετατραπεί σε μουσείο πολιτιστικής ιστορίας της Ομάν, αλλά είναι ανοιχτή σε γνωστούς και ανώτερους υπαλλήλους άλλων χωρών ή αρχηγούς κρατών που επισκέπτονται το Ομάν, αλλά  όχι και στο κοινό.

 

Βιβλιογραφία για πληρέστερη ανάγνωση

 

  • A. Brebbia: Structural Studies, Repairs and Maintenance of Heritage Architecture XIII. WIT Press, 2013.
  • John Alexander Smith: The Islamic Garden in Oman: Sanctuary and Paradise. Garden History (Autumn, 1991); Vol. 19 (2), pp. 187-208.
  • Miles, Samuel Barrett: The Countries and Tribes of the Persian Gulf. Harrison and sons. London, 1919.
  • Nabil M. Kaylani: Politics and Religion in ‘Uman: A Historical Overview. International Journal of Middle East Studies. 1979 (Nov): Vol. 10, No. 4, pp. 567-579.
  • Willem M. Floor, Farhad Hakimzadeh: The Hispano-Portuguese Empire and Its Contacts with Safavid Persia, the Kingdom of Hormuz and Yarubid Oman from 1489 to 1720: A Bibliography of Printed Publications, 1508-2007. Peeters Publishers, 2007.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top