Fractal

Διήγημα: “Λευκή Νύχτα”

Του Κώστα Κυριάκου // *

 

 

Η Δήμητρα άφησε τα κλειδιά της να πέσουν στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας.  Ο ήχος που προκλήθηκε από τη σύγκρουση δεν την ενόχλησε. Το αντίθετο· της θύμισε το πευκοδάσος κοντά στο χωριό της στο νησί. Τι δεν θα ’δινε να βρισκόταν πάλι εκεί, κρατώντας το χέρι του Γιώργου, μακριά από την τσιμεντούπολη.

Εκείνο το απόγευμα κατάφερε να φύγει πιο νωρίς από το γραφείο και αδημονούσε να περάσει ένα όμορφο Σαββατοκύριακο με τον σύντροφό της. Ένα παστίτσιο ήταν ό,τι έπρεπε για να τον κάνει να ξεχάσει όλες τις σκοτούρες της εβδομάδας και αφού πλύθηκε και έβαλε τις φόρμες της, άρχισε να μαγειρεύει.

Η έκφραση του συντρόφου της κάθε φορά που εκείνη έφτιαχνε αυτό το φαγητό ήταν ακαταμάχητη.  Ήταν σαν να ’βλεπες ένα όμορφο σαραντάχρονο παιδί εγκλωβισμένο στο σώμα ενός ενήλικα με γκρίζο κοστούμι. Κάτι τέτοιες στιγμές της θύμιζαν γιατί ήταν ακόμη ερωτευμένη μαζί του.

Λευκό τραπεζομάντιλο, ασημένια μαχαιροπήρουνα, δυο λευκά κεριά σε κηροπήγια, ένα Cabernet Sauvignon η Δήμητρα με το μαύρο της ντεκολτέ φόρεμα, ήταν η εικόνα που αντίκρισε ο Γιώργος μόλις μπήκε στο διαμέρισμα. Της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

“Τι όμορφα πράγματα είναι όλα αυτά”!  Η χλιαρότητα που μετρίαζε τον ενθουσιασμό του δεν πέρασε απαρατήρητη από τη Δήμητρα. Προκειμένου να αποφύγει τις ερωτήσεις πήγε να κάνει ένα ντους. Στο τέλος, αφού ντύθηκε ανάλογα με την περίσταση, επέστρεψε στην τραπεζαρία.

“Πολύ σκεφτικός είσαι σήμερα. Έγινε κάτι στη δουλειά”;  τον ρώτησε καθώς σέρβιρε το φαγητό. Η φωνή της Caballé γλιστρούσε μέσα από το σαλόνι γεμίζοντας την ατμόσφαιρα αλλά ο Γιώργος κοίταζε το λευκό τραπεζομάντιλο.

“Με συγχωρείς, δεν είμαι καλά σήμερα”,  ήταν οι μόνες λέξεις που κατάφερε να εκστομίσει, ενώ την ίδια ώρα ενοχές τον κατέκλυζαν επειδή δεν έβρισκε το κουράγιο να ανταποδώσει, έστω και λίγο, τον ενθουσιασμό με τον οποίο τον υποδέχτηκε η γυναίκα του. Η Δήμητρα κάθισε δίπλα του και του έπιασε απαλά το χέρι. Εκείνη η γνώριμη αφή, η πάντα καλοδεχούμενη αίσθηση, που τον συνόδευε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του χαρίζοντάς του άλλοτε τον έρωτα κι άλλοτε την παρηγοριά. Πολλές φορές αναρωτήθηκε τι καλό είχε κάνει για να τον ανταμείψει η μοίρα με έναν τέτοιο άγγελο.

Με τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού άγγιξε το πηγούνι του και σήκωσε το πρόσωπό του ώστε να κοιτάζονται στα μάτια.

“Τι σου συμβαίνει, πες μου”.

“Πρέπει να γίνουν περικοπές προσωπικού. Είμαι αναγκασμένος να απολύσω ένα άτομο από το τμήμα μου. Η εντολή ήρθε από πάνω”.

Προκειμένου να καλύψει την αμηχανία της μίλησε γενικολογώντας. Του είπε ότι έφταιγε η οικονομική κρίση, να μην το παίρνει προσωπικά, ότι πολλοί άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους εξαιτίας της κρίσης. Την ίδια ώρα ένιωσε ένα κύμα αδρεναλίνης. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα και κρύος ιδρώτας άρχισε να την λούζει. Είχε μαντέψει τη συνέχεια, όσο κι αν ήθελε να την αποφύγει, ήξερε ότι ήταν αναπόφευκτη. Την κοίταξε με απελπισία αλλά για πρώτη φορά εκείνο το απόγευμα το βλέμμα του ήταν συνάμα διαπεραστικό.

 

“Από τους τέσσερις υπαλλήλους που στελεχώνουν την ομάδα μου εσύ ποιον θα πρότεινες να απολύσω; Τον Άκη, τη Μαρία, τον Νίκο που, όπως ξέρεις, έχουν στόματα να ταΐσουν ή τον αδερφό σου και παιδικό μου φίλο που είναι ακόμη νέος και δεν έχει παιδιά, επειδή μία τέτοια κίνηση θα μου χαρίσει τον τίτλο του αμερόληπτου;”.  Φυσικά δεν περίμενε απάντηση.

Από το σαλόνι η υψίφωνος έσκισε τη σιωπή που σχηματίστηκε ανάμεσά τους.

“Δεν είναι δυνατόν να σου περνά από το μυαλό να απολύσεις τον Τάσο”.  Η δήλωσή της ακούστηκε πιο πολύ σαν κατηγορία παρά παράκληση, πράγμα που μετάνιωσε αμέσως.

Σκυφτή στο πιάτο της σκάλιζε με το πιρούνι το φαγητό. Με υγρά μάτια και μ’ ένα πικρό χαμόγελο είπε:

“Κοίτα να δεις που τελικά κάτι τέτοιες καταστάσεις δεν συμβαίνουν μόνο σε άλλους”. Αυτή τη φορά ήταν εκείνη που δεν περίμενε να λάβει απάντηση.

Έφαγαν σιωπηλά και ανόρεκτα και αποσύρθηκαν νωρίς στο δωμάτιό τους.  Ήταν σαν να έκαναν μια νοερή συμφωνία: Η νύχτα που θα περνούσε θα τους επέτρεπε να σκεφτούν με καθαρό μυαλό.

 

*

 

Το πρώτο φως άρχισε να προβάλλει πίσω από την λεπτή κουρτίνα και βρήκε τον Τάσο να κοιμάται αμέριμνα, τη Δήμητρα να έχει αποκοιμηθεί πριν από μία ώρα και τον Γιώργο εντελώς άυπνο, έχοντας όμως πάρει μία απόφαση. Ο Τάσος θα αποχωρούσε από την εταιρία με μια καλή συστατική επιστολή. Κάτι ξέρουν οι Γάλλοι που νύχτες σαν κι αυτή τις ονομάζουν nuits blanches, είπε μέσα του και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πλύθηκε και φόρεσε τις φόρμες του και βγήκε για τρέξιμο στο πάρκο της γειτονιάς. Ίσως οι ενδορφίνες τον βοηθούσαν να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Όταν επέστρεψε στο διαμέρισμα επικρατούσε ησυχία. Ετοίμασε πρωινό για τους δύο. Το πλούσιο άρωμα του καφέ που σαν πάχνη απλώθηκε παντού εισχώρησε στα ρουθούνια της Δήμητρας ξυπνώντας την από έναν ύπνο ληθαργικό. Ζήτημα ήταν αν είχε κοιμηθεί συνολικά δυο ώρες.

Μόλις αντίκρισε τα κόκκινα μάτια της και τους μαύρους κύκλους κάτω από αυτά η απόφασή του εξανεμίστηκε.

“Καλημέρα”, μουρμούρισε και η ίδια ερώτηση που την βασάνιζε όλη την νύχτα άρχισε πάλι να επαναλαμβάνεται στο μυαλό της. Ποιόν έπρεπε να υποστηρίξει;  Τον άντρα της ή τον αδερφό της; Δεν έβρισκε πουθενά μέσα της τη δύναμη να έρθει αντιμέτωπη με μια τέτοια αδικία. Η γλώσσα του σώματός της κραύγαζε:

“Κάν’ το να μην υπάρχει. Κάν’ το να μην αποτελεί μέρος της πραγματικότητάς μας”.

Εκείνος έφυγε έχοντας μετά βίας αγγίξει το πρωινό του.

 

*

 

“Όχι, δεν είμαι γενναίος κι ούτε υπάρχει λόγος να είμαι.  Δεν θα καταστρέψω το δικό μου σπίτι για να σώσω εκείνο ενός άλλου”,  μονολογούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής προς την εταιρία. Στο τελευταίο κόκκινο φανάρι έκλεισε τα μάτια και σφίγγοντας δυνατά το τιμόνι, φαντάστηκε τον Τάσο στο μίτινγκ να σηκώνεται από τη θέση του και να λέει:

“Είμαι ο πιο νέος απ’ όλους και δεν έχω κανέναν εκτός από τον εαυτό μου να συντηρήσω. Θα παραιτηθώ εγώ στη θέση του Νίκου”.

“Μάγκα μου, πολύ θα το ’θελες να συμβεί κάτι τέτοιο, έτσι;” είπε και ξέσπασε σε γέλια. Οι κόρνες από τα αυτοκίνητα πίσω του ήχησαν με λύσσα.

 

*

 

Κατά τη διάρκεια των λίγων λεπτών που ακολούθησαν την ανακοίνωση, ο Νίκος σάστισε, στη συνέχεια έγινε αγενής και κατέληξε παρακαλώντας τον Γιώργο να ανακαλέσει την απόφασή του. Όλη εκείνη την ώρα ο Τάσος και οι άλλοι δύο συνάδελφοι κοιτούσαν τον Νίκο όσο πιο διακριτικά μπορούσαν κι ένιωθαν κάτι σαν οίκτο και ανακούφιση.

Η απόφαση δεν ανακλήθηκε, και όταν η συνάντηση τελείωσε ο Γιώργος έδωσε εντολή να μην τον ενοχλήσει κανείς. Οι κρεμ τοίχοι που τον περικύκλωναν του παρείχαν ένα αίσθημα ασφάλειας. Με εξαίρεση τον Νίκο όλοι μπορούσαν να επιστρέψουν στις θέσεις τους.

Ο Τάσος έσπευσε να δημοσιεύσει στη σελίδα του στο Facebook: “Η κρίση μπορεί να χτυπήσει την πόρτα του καθενός ανά πάσα στιγμή. Καλή τύχη φίλε Νίκο! J

Η Δήμητρα έκανε like αλλά αμέσως το άλλαξε σε sad. “Δόξα σοι ο Θεός”, μουρμούρισε και σταυροκοπήθηκε. Ο Θεός είναι μεγάλος. Δεν θα αφήσει τον Νίκο να χαθεί, σκέφτηκε πριν σηκώσει το ακουστικό για να καλέσει τον Γιώργο.-

 

 

* Ο Κώστας Κυριάκος γεννήθηκε το 1973 στις ΗΠΑ και ζει μόνιμα στη Ρόδο. Σπούδασε τουριστικά επαγγέλματα και ξένες γλώσσες στην Ελβετία και εργάστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Ανέκαθεν του άρεσε να διαβάζει, κυρίως μυθιστορήματα και ποιήματα. 

Τον Δεκέμβριο του 2017 έκανε το πρώτο του βήμα στη συγγραφή με τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό μικροδιηγήματος (100 λέξεις σε 24 ώρες) που διοργάνωσαν το περιοδικό Fractal και η Ανοιχτή Βιβλιοθήκη και το διήγημά του διακρίθηκε από την κριτική επιτροπή ως ένα από τα 50 καλύτερα ανάμεσα σε 1.267. 

Πρόσφατα παρακολούθησε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής από τον Ιανό (διήγημα/νουβέλα). Όνειρό του είναι να καλλιεργήσει στο έπακρο την αγάπη του για τη λογοτεχνία και να δει μια μέρα ένα έργο του σε έντυπη μορφή βιβλίου.

Άλλα ενδιαφέροντα/ασχολίες: μαθήματα πιάνου, περπάτημα στη φύση, δίψα για γνώση και πολλά ταξίδια.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top