Fractal

«Σπουδή στο ελάχιστο και αναδίφηση του ονείρου»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Γ. Βασιλείου //

 

 


Μαίρη Χάψα «Ίμερος», 
Εκδόσεις Βακχικόν, 2024

Ι.-Αμόλευτος οίστρος, μορφοπλαστική φαντασία, αισθητική καλλιέργεια, γνησιότητα πηγαία, esthète ευαίσθητη, αλληγορίες συμβολικές, γλωσσοπλαστικό ένστικτο, βαθύς στοχασμός, ρυθμική λιτότητα, εγκωμιαστικές βακχείες, αμφίροο γίγνεσθαι, πλαστική κομψότητα, διεισδυτική αποκαθήλωση, απόσταγμα, ατομική πραγμάτωση, άκρα λιτότητα, σπινθηροβόλοι στίχοι, εκφραστική συνέπεια, λαμπρό ύφος, αριστοτεχνήματα ζωογόνα, ποιητική έκσταση, σταθερά ρείθρα της περιδιάβασης, αδιάλειπτη ενδελέχεια, μορφικός έλεγχος, πλούσια έμπνευση.

 

ΙΙ.- Η ποιήτρια Μαίρη Χάψα εισφέρει στην εγχώρια λογοτεχνία με τη συλλογή της “Ίμερος” (105 τρίστιχα haiku και 315 στίχους), άκρα ρητορική των εικόνων, τιθάσευση της απώλειας, πηγαία μετάπλαση της φόρμας, σπουδή στο ελάχιστο, αναδίφηση του ονείρου, του μέλλοντος, των αναμνήσεων, πολλαπλή ερμηνεία, εξοβελισμό του τετριμμένου, ηδονικό σπαραγμό, αλώβητη τριβή στο είναι, λυρική αφαίρεση, λειτουργικές προσδοκίες, «νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω» (Κ.Καβάφης).

Ας σιγήσουν οι σάλπιγγες του κλασικισμού. Τα ξίφη της υλικής υπόστασης διαπερνούν το επιτάφιο μάρμαρο ανατολικόθεν, υπό ιδιότυπη συμπυκνωμένη στιχουργία. Η αρτιότητα των νοημάτων υπερβαίνει τον πλατυασμό της μεγαλόστομης ποίησης. Πέντε ή επτά συλλαβές ανά στίχο συνθέτουν ολοκληρωμένες ποιητικές περιηγήσεις. Αλυσιδωτές αυτόνομες συνδέσεις, όπου οι στίχοι αλλοιώνονται από την απαγγελία, εισχωρώντας ανεπιτήδευτοι σε σοφιστείες ή συμπαντικές αλήθειες ή φυσιολατρικούς ύμνους.

Εν αρχή ην ο τίτλος: θελκτική ελεγεία του ανείπωτου· αναγκαίος όρος του συλλογισμού· Ίμερος, ως ελάσσων θεότητα, συνοδός της Ολύμπιας θεάς και μητέρας του Αφροδίτης. Σημαίνει τη σφοδρή ερωτική επιθυμία, ως εμφανώς αποτυπώνεται, θέληση για το αδιανόητο, το υπερπέραν, τον άλλο κόσμο, τα σύννεφα . Όμως με τον Ίμερο συνοδεία οι οδοιπόροι του βίου ενστερνίζονται τα θνητά πάθη, ζωογόνα της επιβίωσης.

Η νομοτέλεια ή άλλως ο εθισμός ή το εύρημα του αυστηρού λεκτικού περιορισμού, συν την πιθανή παύση στον πρώτο ή στον δεύτερο στίχο. Άρα προκρίνεται το απλό, το λιτό, το στοιχειώδες, το ανεπιτήδευτο. Ως αναγκαία υπαρξιακή επωδός εισάγεται ο «κανόνας της μιάς ανάσας», δηλαδή ο εκφωνητής να απαγγείλει το χαϊκού μεγαλόφωνα χωρίς να παίρνει δεύτερη ανάσα. Η κανονιστική λιτότητα των Haiku επιβάλλει την όσον το δυνατόν ελάχιστη χρήση αντωνυμιών. Βέβαια, λογικό είναι η εισαγωγή του Χαϊκού στην Ευρώπη να επιφέρει μια ελευθέρωση από την αυστηρότητα του Ιαπωνικού ιδεώδους.

 

ΙΙΙ.- Η διάδοση στη χώρα μας των Haiku ήταν ευχερής, αφού η αρχαία ελληνική γραμματεία επιδιδιδόταν σε λιγόλογα ευφυή επινοήματα, ονομαζόμενα επιγράμματα, εκτός από τα διάχυτα αποφθέγματα ή τις έξοχες ρήσεις ή τις ποιητικές συνθέσεις.

Ο Σιμωνίδης ο Κείος (556-468 π.Χ.) κατέλιπε παρακαταθήκες: α) «Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν», β) «Ανάγκα και θεοί πείθονται», γ) «Νόμος εστι θεός. Τούτον αεί πάντοτε τίμα», δ) «Το γαρ γεγενημένον ουκετ’ άρεκτον έσται», ε) «Ο χορός είναι σιωπηλή ποίηση». Αλλά και σε επιτύμβια είχε διακριθεί ο λιγόλογος Σιμωνίδης: α) «Ω ξειν’ αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», β) «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων ιστόρεσαν Μήδων δύναμιν».

Στην ποίηση ανευρίσκουμε ολιγόλογα φθέγματα πλήρη νοημάτων: Α) στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή: α) «Ευδαίμονες εισί κακών άγευστος αιών», β) «Ούτοι που’ εχθρός, ουδ’ όταν θάνη, φίλος», γ) «Ενός κακού μύρια έπονται», δ) «Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείων έφυν»,  Ε) «Πολλά τα δεινά, κουδε΄ν αμθρώπου δεινότερον πέλει»,  Β)  στον Επιτάφιο του Περικλή: «Φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», Γ): α) Στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη: «Μοχθείν δε βροτοίσιν ανάγκη», β) Ο Ορέστης αποφαίνεται: «Σοφόν το σαφές».

Η λυρική ποιήτρια Σαπφώ (630-570 π.Χ.) «Δέκατη Μούσα», ηδυμελής, μελιχρόν αύχημα Λεσβίων, θηλυκή Όμηρος,  τιμή Λεσβίων γυναικών, θαυμαστόν τέρας στιχουργεί: α) «Ήρος άγγελος ιμερόφωνος αήδων» (της άνοιξης προάγγελε, αηδόνι που η φωνή σου θέλγει), β) «Αι δι’ ήχες έσλων ίμερον ή κάλων/ και μη τι είπεν γλωσσ’ εκύκα κακόν» (Αν είχες πόθο να μου πεις κάτι καλό και όμορφο/ και όχι να σου τρώγεται για το κακό η γλώσσα), γ) «Όσσα δε μοι τέλεσσαι/ θύμος ιμέρρει, τέλεσον» (κι όσα η ψυχή μου/ ποθεί να γίνουν, εκπλήρωσέ τα), δ) «Έρος δι’ επ’ ιμέρτω κέχυται προσώπω» (στο όμορφο πρόσωπο ο έρωτας χυμένος), ε) «Κατθάνην δι’ ίμερος τις» (πόθος θανάτου με κατέχει), στ) «Γλυκύπικρον αμάχανον ορπετόν» (ερπετό γλυκόπικρο ανίκητον), ζ) «Έρως δ’ ετίναξεν μοι/ φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτω» (Έρως τίναξε τον νου μου/ σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει).

Αργότερα ο Μένανδρος (342-292 π.Χ.) έδωσε δείγματα σύντομου λόγου, επιδεξιότητας και νοηματικού βάθους: α) «Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος αν άνθρωπος ή» και β) Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται».

Αξίζει να αναφερθεί η περισπούδαστη πλατωνική παραίνεση, στην θύρα της Ακαδημίας του: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μοι την θύραν».

 

ΙV.- Αναφέρονται στη συνέχεια haiku Ελλήνων ποιητών, που επιχείρησαν να γράψουν σε αυτή τη μορφή: α) Γιώργος Σεφέρης: «Το δοιάκι τι έχει;/ Η βάρκα γράφει κύκλους/ κι ούτε ένας γλάρος», β) Γιώργος Ρούσκας: «Καθείς και πρίσμα/ Η ποίηση προσπίπτει/ Μα πού το φάσμα;», γ) Αργύρης Χιόνης: «Έσβησε ο κόσμος,/ μένει αναμμένη μόνη,/ μια Ανεμώνη», δ) Γιώργος Πατζόπουλος: «Τρεις φίλοι παίζουν/ στα ζάρια το φιλί της/ κι άλλος το πήρε», ε) Μάτση Χατζηλαζάρου: «Πόσην αγάπη/ εσύ χάροντα στυγνέ/ ρημάζεις φέτος», στ) Ελένη Μωυσιάδου: «Βραδυάζει τώρα./ Στην ώρα της η νύκτα./ Εσύ πού είσαι;», ζ) Χάρης Μελίτας: «Άλλαξε ρόλο/ η Ελπίδα στη σκηνή./ Πεθαίνει πρώτη», η) Άγης Μπράτσος: «Εύπιστο σώμα/ ανασαίνεις και θνήσκεις/ με λόγια, λόγια», θ) Νάσος Βαγενάς: «Έχεις πεθάνει./ Το αίμα σου δεν το ξέρει/ Μήτε το στόμα σου», ι) Τάσος Κόρφης: «Μεγάλη λήξη/ το ανικανοποίητο/ νικάει το χρόνο», ια) Ασημίνα Ξηρογιάννη: «Τρία βλέμματα/ εγώ, εσύ κι αυτή./ Εμείς κι μεις»,  ιβ) Ηλίας Κεφάλας: «Ποιος αδηφάγος/ ζόφος του ασύλητου/ ρουφά τον κόσμο;», ιδ) Σπύρος Γεωργίου: «Απ’ την οδύνη/ στοχασμός και οδύνη/ απ’ τον στοχασμό»,  ιε) Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου: «Μεταγγίσαμε/ Στις υδρίες της φθοράς/ τα όνειρά μας»,  ιστ) Μαρίκα Συμεωνίδου: «Στην κάμαρή μου/ το σώμα της, τα μάτια/ Σαν το φεγγάρι», ιζ) Πανταζής Φύσσας: «Α, πόσοι κύκλοι/ σμίγουν αρχή με τέλος!/ Δεν παραιτούμαι», ιη) Θεοχάρης Παπαδόπουλος: «Τί πιο τραγικό;/ Να κάνω διάλογο/ με τη σιωπή σου»,  ιθ) Δημήτρης Φύσσας: «Χάνομαι πάλι/ παράθυρα του δρόμου/ Βλέπω κουφωτά»,  κ) Αντώνης Παπαδόπουλος: «Ας ταξιδέψω/ Για αποσκευές αρκούνε/ οι λίγοι στίχοι», κα) Γιάννης Τόλιας: «Λείπεις τις νύχτες/ Τόσα χρόνια ονείρων/ σε περιμένω»,  κβ) Αθηνά Μέλη: «Αναρωτιέμαι:/ Λίγη αγάπη μόνο/ έχει νόημα;»,  κγ) Γιώργος Γάββαρης: «Η αρμονία/ είναι θέμα γωνίας,/ παραδέξου το», κδ) Μαρία Χουρδάκη: «Μια βελανιδιά/ είναι ο δάσκαλός μου/ μέσα στο δάσος», κε).- Αντρέας Πίττας: «Του Φοίβου λόγια/ ο άμυαλος Αινείας/ πίστεψε πάλι». 

 

V.- Η ποιήτρια διαιρεί ενσυνείδητα τις τρίστιχες χορδές του “Ίμερου” σε τρείς ενότητες: Α) Στον Χ ρ ο ν ο φ υ ή, ήτοι τον συναρπαστικό, αειθαλή και εύρωστο, αλλά φεύ γηράσκοντα, χωρίς δυνάμεις, γιατί λησμόνησε ότι ο χρόνος τρέχει προς υπηρέτηση της συμπαντικής συμμετρίας. Μόνη άχρονη χώρα – άρα άφθαρτη – είναι η συνείδηση, όπου κινούνται οι ιδέες, οι ψυχές, τα συναισθήματα, εις δόξαν του φθέγματος amo ergo sum, που εξαγνίζει τους εαυτούς και τις προοπτικές. Επομένως η αφθαρσία της ψυχής αίρεται υπεράνω της ταπεινότητας του σαρκίου και θριαμβεύει στο πέρασμα του χρόνου, εξουσιάζοντας τον νημερτή και τον γλυκύ, ως εάν πρόκειται για δουλική υποταγή,

Β).- τον αναμάρτητο, αψευδή, ήπιο, ταπεινό, ξάστερο Ν ημ ε ρ τ ή (βλ. Ομήρου Ηλιάδα, Α 514: «Ει δ’ άγε μοι δμωαί νηπερτέα  μυθήσασθε» = Αλάνθαστη υπόσχεση δώσε μου με ένα νεύμα).

Γ) Τον οδηγητή στην αιωνιότητα Γ λ υ κ ύ έρωτα, τον δρεπανηφόρο θεριστή, την ψυχωφελή αφετηρία του πάθους, την ακόλουθο της βροντόπολης, πολύχρυσης, περικαλλούς Κυπρίδας, Κυθέρειας θεάς Αφροδίτης, τον έρωτα, τη σκέψη και το συναίσθημα συμπυκνωμένα, στην κατάλυση του εγώ, από την επίθεση του Ίμερου. Σημαιοφόρος περήφανη οδηγός είναι η αφρογέννητη, φιλομειδής Αφροδίτη, που πρωτοπορεί σε όλες τις ερωτικές ανακλάσεις· ακόμη και στον Όλυμπο δίδαξε το πάθος και την ηδονή, αιρομένη σε νεφελώδεις εξάρσεις. Στο ομηρικό ύμνο προ την Αφροδίτη αναφέρεται: «επί γλυκόν Ίμερον ώρσε  και τ’ εδαμάσατο φύλα καταθνητών ανθρώπων = αυτή που ξεσήκωσε τους θεούς με πόθο γλυκύ και τα γένη εδάμασε  των θνητών).

Συμπληρωματικά αναφέρονται τα εξής: α) Ο Χρ. Γιανναράς σημειώνει σχετικά με τον έρωτα, ότι επέρχεται αυτοπαραίτηση χάριν του Άλλου, β).- ο Αλ. Παπαδιαμάντης περιγράφει εναργώς: «εσπάραζεν κ’ έρρεεν ολόγυρα της μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας» και «ο έρωτας καθιστά τον άνθρωπο αυτοείδωλον τοις πάθεσι», γ) Τέλος ο Άγιος Γρηγόριος Σηναΐτης “στα κεφάλαια δι΄ ακροστιχίδος πάνυ ωφέλιμον” εκφράζει την αρνητική πλευρά ή άλλως τον οφειλόμενο, κατά τις δοξασίες του, αυτοπεριορισμό: «…οι τη ηδονής προσέρχονται δαίμονες. Τα φιλήδονα πνεύματα τον μεν επιθυμητικόν εκκαίουσι, το δε διανοητικόν συγχέοντες σκοτίζουσι της ψυχής».

 

VI.- Παρατίθενται  – προς σύγκρισιν – ορισμένα haiku από την συλλογή “Ίμερος”, που διακρίνονται για τον συμβολισμό και τους αντικατοπτρισμούς του αιώνιου:

Από την ενότητα Χρονοφυής (που περιέχει συνολικά 39 τρίστιχα και 117 στίχους): «Άρρητη νύχτα/ κρύψε με σε ξέφωτα/ άφεση να βρω», «Πρώτη Μοίρα, πες,/ θα τη ζήσω άραγε/ αυτή την πλεύση;», «Τα φιλομειδή/ τοπία των στιγμών μου,/ με ανακρίνουν», «άγνωστοι  δρόμοι/ τις σκιές μου οδηγούν/ φωτίζοντάς με», «με προσπέρασες/ ανελέητη σιωπή/ μ’ ένα λίκνισμα», «σκαλώνουμε στα/ ηλιοβασιλέματα/ των γκρι ρωγμών μας», «πράσινη νιότη/ στα πέρατα καρφώνεις/ βλέμματα λάγνα».

Από την ενότητα Νημερτής (που περιέχει συνολικά 40 τρίστιχα και 120 στίχους): «Σώμα και πόθος/ φίλιωσαν μ’ έναν λυγμό/ μες στη ροή σου», «αγάπησέ με/ με αρχέγονη ματιά/ στο έσω είναι», «σε πνοές κορμιών/ ο ήλιος κεραστής/ το φως ξοδεύει», «Πύρινοι κόσμοι/ στο σώμα σου εισρέουν/ αντιφέγγισμα», «διέγερση της/ αλήθειας μου σε βλέπω/ κατάματα πια», «κολυμπώ σ’ ένα / θησαυρισμένο εγώ/ μόνη μαζί σου»,/ «τόξα χειλιών/ ανασταίνουν άναυδες/ φωτεινές σχισμές», «δεν σταματούσες/ να με ρωτάς για όλα·/ τώρα πού ξέρεις;»

Από την ενότητα Γλυκύς (που περιέχει συνολικά 26 τρίστιχα και 78 στίχους): «Πάνω στις ακτές/ απλώνει ο Ίμερος/ τον αιώνα του», «άδειος ήλιος/ στο έλεος τ’ ανέμου/ αλλάζει πανιά», «ώρες που βρίσκει/ η πλάση να συζητά/ για το είναι μας», «στρώσαμε γιαλούς/ και γέμισε η πλάση/ θαλασσοπούλια», «ίριδες νερού/ απαιτούσαν το μπλε τους/ από τη φύση», «στου Αχέροντα/ τις πηγές αρώματα/ ζωής γεννιούνται», «στις ηλιαχτίδες/ ψιθυρίζει το άχτι/ γνώριμους σκοπούς».

Στα παραπάνω Haikou, πρέπει να προστεθούν και εκείνα που περιέχονται στο κεφάλαιο “Οφειλές με χρονοφυή, νημερτή, γλυκειά ευγνωμοσύνη”, από τα οποία διακρίνω το απευθυνόμενο στην αδελφή Αναστασία: «Το μέσα σου/ ζητά νέες πατρίδες;/ γίνε Οδυσσεύς».

 

 

Η Μαίρη Χάψα με το εγχείρημά της να μεταφερθεί στο πεδίο του haiku, αρίστευσε διευρύνοντας την θεματική των πατέρων της ιδιότυπης αυτής ποίησης. Έτσι έδωσε πνοή στο «ακαριαίο» ή μιας πνοής ποίημα σε αρμονική συζυγία με τον Ίμερο, αυτόν τον θεό της ηδονής και του πάθους. Ακολούθησε επιμελώς την τυπολογία του κλασσικού haiku (5-7-5), σε απόδειξη της ακραιφνούς μεταφοράς του στην Ελληνική. Με περισσή εμβρίθεια και με επιμελή συλλαβικά εκθέματα, με χαρακτηριστική εκφραστική πυκνότητα, με λιτότητα γραφής, με υφολογική ευδία, φαντάζει, ως Ομηρική «Ροδοδάκτυλος Ηώς».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top