Fractal

«Αν δεν είσαι διατεθειμένος να ζήσεις χωρίς συνείδηση, οφείλεις να δεχτείς το βάρος του παρελθόντος σου»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Jaume Cabre «Η σκιά του ευνούχου», Μετάφραση: Ευρυβιάδης Σοφός. Εκδόσεις Πόλις

 

“ Ζούσα μέσα στη διαρκή έξαψη της επείγουσας αλλαγής που χρειαζόταν ο κόσμος”

 

Ήταν η εποχή που κάθε πράξη έπρεπε να έχει ιδεολογικό κίνητρο”

 

[…] και ανακάλυπτα ότι η τέχνη είναι ένα φαινόμενο στο οποίο μπορείς να διεισδύσεις δίχως να ζητήσεις άδεια και να μείνεις εκεί χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογήσεις τις κινήσεις σου”

 

Με την ειρωνεία να ανταγωνίζεται τη σάτιρα, το χιούμορ, τις ιστορικές, πολιτικές, πολιτιστικές πληροφορίες και τη μουσική να κατακλύζει ένα κείμενο  πρωτότυπης αφηγηματικής τεχνικής, ο συγγραφέας του εξαιρετικού Confiteor, ενθουσιάζει τον εμβριθή αναγνώστη με το προγενέστερο έργο του: “Η σκιά του ευνούχου”.

Ο κεντρικός ήρωας Μικέλ Β’ Ζενζάνα ξετυλίγει απόκρυφες πτυχές της ιστορίας  της προσωπικής του ζωής αλλά και της ζωής της μεγαλοαστικής οικογένειας των Ζενζάνα στη διάρκεια ενός γεύματος,  στην πατρογονική του έπαυλη – στο Φέσες- που έχει μετατραπεί σε εστιατόριο πολυτελείας. Συνοδεύει την συνάδελφό του δημοσιογράφο Ζούλια, που τον γοητεύουν τα μαύρα μάτια της: “ένα γυναικείο χαμόγελο με αφοπλίζει πάντα”. Η Ζούλια ζητάει πληροφορίες για τις συνθήκες θανάτου του στενού φίλου του Μικέλ, Μπολός.

 

“ […] τι άλλο μπορούσα να κάνω εκτός από το να αφήνω τις αναμνήσεις να παρελαύνουν από μπροστά μου; Τι άλλο από το να σκέφτομαι, ω, μακάρι να ήταν δυνατόν να ξαναπαίξουμε την παρτίδα, να βάλουμε το replay σε αργή κίνηση και να αναλύσουμε που σφάλαμε, που άρχισε να στραβώνει το πράγμα … Ίσως η αυστηρή διαύγεια να είναι ένα απαράδεκτο βασανιστήριο. Ή ένας δρόμος που καταλήγει στον κυνισμό”.

  

Στη διάρκεια και μόνο αυτού του γεύματος, (παραπέμπει χρονικά στον Οδυσσέα του Τζόις), με δαιδαλώδεις χωροχρονικές αναφορές  ξεδιπλώνεται η οικογενειακή ιστορία των Ζενζάνα, αλλά και η ιστορία της Ισπανίας με επικέντρωση στην περίοδο του Φρανκισμού. Βασικός  αφηγητής ο Μικέλ Β Ζενζάνα με απειράριθμα προσωνύμια, σχετικά πάντα με τον εκάστοτε τρόπο σκέψης ή δράσης του, και αφηγηματικός πυρήνας το καν Ζενζάνα- η έπαυλη της οικογένειας. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με τριτοπρόσωπη, στην ίδια πρόταση ή παράγραφο, όπου ο ήρωας αποστασιοποιείται από τον εαυτό του και επιδιώκει να προσδώσει αίσθηση αντικειμενικότητας στον λόγο του, ενώ η όλη αφήγηση έχει μουσικό υπόβαθρο το κονσέρτο για βιολί του Άλαν Μπεργκ “στη μνήμη ενός αγγέλου”, ακολουθώντας τη δομή του έργου.

Στο αφηγηματικό πλαίσιο, δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις προγόνων του, του θείου του Μαουρίσι Χωρίς Πατρίδα -μνήμη της οικογένειας και πολλών λοιπών ιδιοτήτων- (ανταγωνίζεται σε ενδιαφέρον τον κεντρικό ήρωα- αφηγητή) και η εξομολογητική, ερωτικού περιεχομένου αφήγηση, υποτίθεται της γιαγιάς Πιλάρ, προσδίδουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην πλοκή του έργου.

 

“Ένα σπίτι δεν είναι αληθινό σπίτι, ευρύχωρο, γενναιόδωρο και σύνθετο αν δεν έχει τις απαραίτητες διαστάσεις για να κρατάει μυστικά για τους κατοίκους του […] Το καν Ζενζάνα ανήκε στην κατηγορία των αληθινών σπιτιών, διότι είχε τόσα μυστικά που για κάθε γωνιά είχε χυθεί κι ένα διαφορετικό δάκρυ.”

     

Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου, (παραπέμπει στον Προυστ), η αμφισβήτηση, η αμφιβολία, οι υπαρξιακές και αισθητικές αναζητήσεις, η έλλειψη πηγαίας δημιουργίας βασανίζουν τον Μικέλ Β΄Ζενζάνα,  δημιουργούν κραδασμούς στο αξιακό του μέτρο, καταλήγουν σε αίσθημα ευνουχισμού: “Εγώ, εκείνη την ώρα έφτανα στο συμπέρασμα ότι, στα σαράντα οκτώ μου, δεν είχα καταφέρει να απελευθερωθώ, ακόμη και με κίνδυνο να πεθάνω, από ένα είδος θεσμικής και χρόνιας ενοχής”.

“…κι έσπαγα τα μούτρα μου στον τοίχο της στειρότητας”

“Όταν κοιτάζει πίσω του ο κριτικός βλέπει τη σκιά ενός ευνούχου”

 

“Η σκιά του ευνούχου” είναι μία οικογενειακή σάγκα που αναιρεί υφολογικά τα κλισέ του είδους. Οι ιδεολογίες που διαπερνούν το έργο και η λογοτεχνική αξιοποίηση των φιλοσοφικών προσεγγίσεων, τού προσδίδουν πέρα από αναγνωστική απόλαυση, υψηλού επιπέδου αισθητική αξία. Η μαεστρία της γραφής του Καμπρέ υποδηλώνει ταυτοχρόνως το βάθος γνώσεών του σε κάθε τομέα της Τέχνης, της πολιτικής Ιστορίας, της φιλοσοφίας των θρησκειών, της ψυχολογίας ατόμου και κοινωνικού συνόλου.

Ο Καμπρέ ενσωματώνει φυσικά στον κορμό της αφήγησής του όλον αυτό τον πλούτο, οριοθετώντας έναν ολόκληρο πολιτισμό. Αξιοποιεί την ύπαρξη των στοιχείων που προσδίδουν πνευματικό οξυγόνο, βαθύ στοχασμό, και καθιστούν το έργο φορέα ηχηρών νοημάτων.

“Υπάρχουν στον κόσμο αμέτρητες εμπειρίες ομορφιάς προσβάσιμες στον καθένα.”

 

“Η Βαρκελώνη ήταν τυλιγμένη σ’ ένα σάβανο ανησυχίας και καχυποψίας”

    

“Σε μια χώρα με προσωποπαγή φασιστική και δεξιά δικτατορία, αναπτύσσονται όλα όσα θα αποτελέσουν τελικά τις συνθήκες για μια ορθά επαναστατική διαδικασία”

“Αν δεν υπάρχει μια συνειδητοποιημένη πρωτοπορία, οι μάζες δεν αντιδρούν”

 

Ο Μικέλ Β΄ Ζενζάνα μετά την αποφοίτηση από σχολείο Ιησουϊτών αποφασίζουν μαζί με τον φίλο του Μπολός να εγκαταλείψουν τις περαιτέρω εκεί σπουδές, αφήνοντας μόνο τον τρίτο της συντροφιάς Ροβίρα να φορέσει τα ράσα. Ο Ροβίρα μετά από χρόνια ερωτεύεται παράφορα την Μονσεράτ που του άνοιξε τα μάτια με μία νέα διάσταση της δέσμευσης και επέστρεψε με την απαίτηση μιας φιλίας που

για όλους είχε σβήσει από τη σκληρότητα της παρόδου του χρόνου. Θα ήταν αλλιώς αν ήταν και οι τρεις γυναίκες.

 

Σε καιρό που η Βαρκελώνη ήταν τυλιγμένη σ’ ένα σάβανο ανησυχίας και καχυποψίας οι δύο φίλοι φοιτητές πλέον εντάσσονται στον επαναστατικό αγώνα με όλους τους φόβους που εκπορεύονταν από την παράνομη δράση, τις αμφισβητήσεις για τους ιδεολογικούς και πρακτικούς εκτροχιασμούς, την ανάγκη για πειθαρχία, να κατατρύχουν τον νεαρό Μικέλ, μέχρι να φθάσει στην αυτοκριτική και τον πόνο των συντρόφων που έπεφταν.

 

“τι συνέβη, γιατί συνέβη, γιατί δεν το εμποδίσαμε, γιατί δεν το προβλέψαμε… Και το συμπέρασμα ήταν ότι πάντα φταίγαμε εμείς για όλα, διότι ένας αγωνιστής οφείλει να είναι συνεχώς σε επιφυλακή, η ίδια αίσθηση που οι ιησουϊτες είχαν ήδη σφηνώσει στο μυαλό μου όταν ήμουν μαθητής εκεί πέρα, και εδραιώναμε τις βάσεις της μελλοντικής πελατείας των ψυχιάτρων για δέκα ή δεκαπέντε προσεχή έτη”.

Ήταν η περίοδος όπου μία από τις επιβαλλόμενες δράσεις έμεινε ανεξίτηλα στη μνήμη των δύο συντρόφων, μία δράση που πολύ αργότερα, μετά τον θάνατο του Φράνκο κι ενώ η Ισπανία ξυπνούσε μοναρχική όπως πάντα  και  τα όνειρα για τα οποία είχαν πολεμήσει μετατρέπονταν σε μία παιδιάστικη αυταπάτη, στοίχισε την ίδια τη ζωή στον σύντροφο Μπολός.

“Ο θάνατος του Μπολός ήταν κάτι που ήξερα μόνον εγώ και ο δολοφόνος.”

     

Ο Μικέλ αφηγείται: “Είναι πολύ σκληρό, σε μια ζωή, ένα άτομο, ο Μπολός ή εγώ, Ζούλια, που είμαστε αδελφές ψυχές, να έχει υποστεί τρεις διαφορετικές διαδικασίες πώρωσης ψυχής, πρώτα με τους μοναχούς, έπειτα με το Κόμμα και τώρα με το Κόμμα. Κάθε καινούργιο βήμα ήταν μια καινούργια αποστασία διότι όλα συνέβαιναν με επιφοίτηση: έλαμπε ξαφνικά το φως και βλέπαμε τον Νέον Δρόμο, τη Νέα Αλήθεια και τη Νέα Ζωή και ευχαριστούσα τον Θεό ή την Ιστορία που ήμουν ένας από τους ελάχιστους εκλεκτούς.”

 

Jaume Cabré

 

Ο έρωτας, κυρίαρχο στοιχείο στη ζωή του Μικέλ (με το κωδικό όνομα Σιμό στη διάρκεια του αγώνα), αλλά και των περισσοτέρων μελών της οικογενείας Ζενζάνα. Πρώτος έρωτας του Μικέλ η συναγωνίστρια Μπέρτα, αρχηγός των ανταρτών, υπεύθυνη του πυρήνα κινητοποίησης και προπαγάνδας, από τους πρώτους στρατευμένους, αυστηρή βετεράνος στην καθαρή ορθοδοξία του Κόμματος, ένας έρωτας σχεδόν ανεκπλήρωτος, ριζωμένος στο μυαλό του για χρόνια.

Ακολούθησε ο γάμος του με την Ζέμμα, ο χωρισμός, η μοναξιά. Η Ζέμμα του έλειπε οδυνηρά διότι κάθε χαμένος έρωτας αφήνει ένα κενό έστω κι αν θέλεις να τον χάσεις αυτόν τον έρωτα. Με τη Ζέμμα πάντα στο νου ο Μικέλ πηγαίνει σε συναυλίες. Τι τυχεροί είναι όσοι έχουν την ικανότητα να δημιουργούν ομορφιά, διότι το βασίλειο της ευτυχίας τους ανήκει.

Σε μία συναυλία συμβαίνει η γνωριμία με την βιολονίστρια Τερέζα Πλανέλια.

Και ο Μικέλ, που δεν είχε κουνηθεί ούτε για να πάρει ανάσα είδε τους τρεις μουσικούς να ανεβαίνουν στη σκηνή, χαμογελαστοί, με λαμπερό βλέμμα, και ενώ χαιρετούσαν, του φάνηκαν σαν θεοί, αμετάκλητα απομακρυσμένοι από τα προβλήματα της καθημερινότητας.

“Και ξανάπιασαν και οι τρεις τον διάλογο που όρισε κάποτε ο Μπραμς και ο οποίος, έπειτα από εκατό ολόκληρα χρόνια επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, αλλά κάθε φορά διαφορετικά, διότι διαφορετική είναι η ζωή εκείνου που τον ερμηνεύει και εκείνου που τον ακούει”

 

Ο Μικέλ ερωτεύεται παράφορα την Τερέζα. Αναγκάζεται να επινοήσει κάποια ψεύτικη ιδιότητα-  Μικέλ Β΄ ο Αυτοσχεδιαστής Απατεώνας – προκειμένου να την προσεγγίσει. Ο έρωτας του εμπεριείχε άπειρο θαυμασμό για την τέχνη της Πλανέλια. Ευλογήθηκε να τον βιώσει μαζί της  χωρίς να καταφέρει να τον εξομολογηθεί, και υπήρξε η αιτία που τον  έστρεψε οριστικά στην κριτική έργων τέχνης.

Η Τερέζα πλήρως αφοσιωμένη στην τέχνη της – παρά τη σχέση με τον Μικέλ Β΄-  μελετά ακατάπαυστα για να εμβαθύνει στο ελεγειακό κονσέρτο του Άλντμαν Μπεργκ.

 

Η Τερέζα ήταν μέσα στο κονσέρτο κάνοντας κτήμα της τους απελπισμένους και προφητικούς λυγμούς του Μπεργκ”

   

“Έτσι είναι οι καλλιτέχνες. Η αλήθεια τους βρίσκεται στον κόσμο που επινοούν.”

 

Ο έρωτας σημάδεψε και τον θείο του Μικέλ Β΄, τον Μαουρίσι που πάντα έπραττε ό,τι ήθελε, σπούδασε πιάνο, νομική, φιλολογία, έζησε ως εργένης, δεν δούλεψε ποτέ να βγάλει το ψωμί του και όταν ήρθε ο καιρός να κλαίει – τρελάθηκε και το απέφυγε.

Ο Μαουρίσι, στον εραστή του οποίου όφειλε το όνομά του ο Μικέλ Β΄ μετά τον θάνατο του αδελφού του Μικέλ Α΄, ο Μαουρίσι ο Ανήθικος, ο πρίγκιπας των Σοδόμων και αφέντης των

Γομόρρων, έζησα κλαίγοντας από μέσα μου και νιώθοντας αμαρτωλός, υπήρξε ο δεύτερος ιδιοφυής της οικογένειας των Ζενζάνα μετά τον παππού Μάουρ, που πέθανε χωρίς να ξέρουν σε ποιον θα παραδώσουν τον πυρσό της ιδιοφυϊας.

“Ο Μικέλ κι εγώ διασχίσαμε τους δρόμους της ελπίδας χωρίς να μπορούμε να πιαστούμε από το χέρι, μα ενωμένοι από την έντονη ψευδαίσθηση που προκαλούν τα συλλογικά όνειρα.”

“Ένιωθα σαν την Πηνελόπη, και το σάβανο που ύφαινα ήταν οι νότες”. Η μουσική ήταν η παρηγοριά του, όταν ο εραστής του εντάχθηκε στον επαναστατικό στρατό, εξομολογείται ο Μαουρίσι, στον Μικέλ Β΄.

Ο Μαουρίσι μετά τις πολλές προσωπικές περιπέτειες, μέσα από το φρενοκομείο πλέον, αφηγείται στον Μικέλ Β΄ την ιστορία της οικογένειας Ζενζάνα χωρίς περικοπές και ανειλικρίνειες, πριν και μετά από χρόνια σιωπής στο σπίτι, θαρρείς και όλη η οικογένεια είχε γυρίσει την πλάτη στην αναταραχή που δημιουργούσε η Ιστορία στην χώρα. Αποκαλύπτει την “ερωτική ιστορία” της γιαγιάς Πιλάρ και τις ανατροπές που δημιούργησε μέσα στην οικογένεια, αποδεικνύοντας τη δύναμη της Λογοτεχνίας.

Ο Μαουρίσι κληροδοτεί στον Μικέλ Β΄ ένα μαύρο τετράδιο – ο μοναδικός δεσμός μου με την ανάμνηση-  μέσα στο οποίο είναι καταγραμμένη η οικογενειακή ιστορία των Ζενζάνα, Le dur desir de durer, και μια υπόδειξη για ν’ αντέξω, η οποία είναι να αποδεχθώ ότι το να ζεις σημαίνει να μαθαίνεις να κουβαλάς το κομμάτι της ανεπιθύμητης ζωής και των συνεπειών του μέχρι το θάνατο.

 

Αν δεν είσαι διατεθειμένος να ζήσεις χωρίς συνείδηση, οφείλεις να δεχτείς το βάρος του παρελθόντος σου”

“Δεν είμαστε υπεύθυνοι για τα γονίδια μας που βρίσκονται εκτός ελέγχου μας” αποφαίνεται ο Μικέλ Β΄ – Δαρβίνος- Ζενζάνα, που στη διάρκεια του βίου του υπήρξε Βρωμοαναποφάσιστος, Διανοούμενος, Εκλεκτός, Δεκτικός, Ανθρώπινος, Αναποφάσιστος, Σιμό Α΄ ο Εργάτης, Μέτριος Ηθοποιός, Αιώνιος Μαθητευόμενος, Απελευθερωμένος εκτός από το φορτίο της μνήμης, Ακρωτηριασμένος και με πολλές ακόμη ιδιότητες …

Με το κεφάλαιο CODA (ουρά- τελευταίο μέρος ενός μουσικού έργου) τελειώνει η μακροσκελής, δαιδαλώδης αφήγηση του Μικέλ Β΄ Ζενζάνα μαζί και το γεύμα με την Ζούλια, αφήνοντάς του μία βαθιά νοσταλγία και κρατημένο ένα μυστικό.

“Όμως έπρεπε να ζήσω με κάποιο μυστικό για να διατηρήσω ελάχιστα την ελευθερία μου”.

 

Πρόκειται για ένα βιβλίο υψηλών αξιώσεων. Κάθε παράγραφος μία αναρώτηση, ένας βαθύς στοχασμός, ένα απόφθεγμα που εμπεριέχει την εμπειρία μιας σημαντικής εγκεφαλικής διεργασίας, μία άποψη διατυπωμένη με την ειρωνεία και την αμφιβολία ενός ευφυούς ανθρώπου.

Οι ήρωές του αληθινοί, μελετημένοι μέχρι τα μύχια της ψυχής τους, βγαλμένοι μέσα από το προσωπικό ιστορικό τους πλαίσιο και παρασυρμένοι από την Ιστορία και τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες.

Ένα βιβλίο που αξίζει πολλές αναγνώσεις!

Θεωρώ περιττό να δηλώσω ότι συνιστώ ανεπιφύλακτα το βιβλίο σε κάθε αναγνώστη που αγαπάει την ποιοτική λογοτεχνία, τη μουσική, την Ιστορία, εκτιμά τον βαθύ στοχασμό, το χιούμορ, τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό! Υπέροχο!

Θα πρέπει να σημειώσω ότι η μετάφραση από τα Καταλανικά του Ευρυβιάδη Σοφού, υπήρξε μεταφραστικός άθλος, δεδομένης της δυσκολίας του κειμένου. Του αξίζουν συγχαρητήρια!

 

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top