Fractal

Η τυφλή κυκλικότητα της ειμαρμένης

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη // 

 

 

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ

Μετάφραση: Κατερίνα Μιχελή – Σκηνοθεσία: Κατερίνα Μπιμπή

στον Πολυχώρο Πολιτισμού “Αθηναΐς”

 

Ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή παρουσιάστηκε πιθανότατα το 428 π.Χ., ενώ είναι άγνωστο το πότε γράφτηκε. Προηγείται, πάντως, του Οιδίποδα επί Κολωνώ, που χρονολογικά είναι από τα τελευταία έργα του ποιητή. Η υπόθεσή του δανείζεται πρόσωπα και στοιχεία από τον “θηβαϊκό κύκλο” ή “κύκλο των Λαβδακιδών” – μια χαμένη επική τετραλογία σε δακτυλικό εξάμετρο, η οποία αναφερόταν στην αρχαία Θήβα. Από τα πιο πολυπαιγμένα έργα διαχρονικά και σε παγκόσμιο επίπεδο, μεταφέρθηκε, επίσης, επανειλημμένα στον κινηματογράφο (από τον θεατρικό σκηνοθέτη Τάιρον Γκάθρι – σε ελεύθερη αγγλική απόδοση του ποιητή Γέιτς – το 1957, από τον Παζολίνι το 1967 με τη Σιλβάνα Μανγκάνο ως Ιοκάστη και από τον Φίλιπ Σάβιλ το 1968, σε αμερικανική παραγωγή με πρωταγωνιστές τους Κρίστοφερ Πλάμερ, Όρσον Ουέλς και Ντόναλντ Σάδερλαντ και μουσική του Γιάννη Χρήστου). Θεωρήθηκε ως υπόδειγμα δραματουργίας από τον Αριστοτέλη στην Ποιητική του και ενέπνευσε, μάλιστα, στον Φρόιντ την ονομασία του γνωστού ψυχολογικού συμπλέγματος. Πέρα, ωστόσο, απ’ τις σημερινές ερμηνείες και τοποθετήσεις, η κατά Σοφοκλή εκδοχή του αρχαίου μύθου εστιάζει πρωταρχικά στο άφευκτο του ανθρώπινου πεπρωμένου, καθώς και στην πανταχού παρουσία της τραγικής ειρωνείας, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί οργανικό, θεμελιώδες συστατικό της πλοκής.

Προκειμένου να μην εκπληρωθεί ο φρικτός χρησμός σύμφωνα με τον οποίο έμελλε να σκοτώσει τον πατέρα του και να γίνει σύζυγος της μητέρας του, ο Οιδίποδας έχει αγωνιστεί με κάθε μέσο να εκτρέψει την πορεία της μοίρας του. Το ίδιο, όμως, είχαν θελήσει και οι γονείς του, διατάζοντας τη θανάτωσή του όταν εκείνος ήταν μωρό (το όνομά του, άλλωστε – από το “οίδος”, δηλαδή “πρήξιμο”, και “πους”, πόδι – προήλθε απ’ το γεγονός ότι του είχαν δέσει σφιχτά τους αστραγάλους, ώστε να μην μπορεί να κινηθεί). Δεν υπολόγισαν, βέβαια, την ευσπλαχνία του δούλου που αντί να σφάξει το παιδί, το εγκατέλειψε στην κορφή ενός βουνού, για να το βρει στη συνέχεια ο βοσκός ο οποίος το πήγε στην Κόρινθο και το παρέδωσε στο άτεκνο βασιλικό ζεύγος της πόλης, που με τη σειρά του το υιοθέτησε και το ανέθρεψε σαν διάδοχό του στον θρόνο. Κι από κει, απ’ την κουβέντα ενός μεθυσμένου, η αναζήτηση του Οιδίποδα για τους πραγματικούς του γονείς τον οδήγησε πίσω στη Θήβα, τη δική του γενέθλια πόλη, όπου (σε αυτοάμυνα) αφαίρεσε τη ζωή ενός ηλικιωμένου άρχοντα και μετά παντρεύτηκε τη χήρα βασίλισσα, αγνοώντας τις ταυτότητές τους και τη μεταξύ τους σχέση. Σαρκάζοντας μοχθηρά τις βουλές των ανθρώπων, το πεπρωμένο διαγράφει την προκαθορισμένη του τροχιά, στρέφοντας εναντίον τους την όποια τους απόπειρα να το εμποδίσουν. Η κάθε αποφυγή της υλοποίησής του δεν είναι παρά μια προσωρινή αναβολή. Και εκεί ακριβώς έγκειται ο λειτουργικός ρόλος της τραγικής ειρωνείας: δίχως να το ξέρει και – το χειρότερο – νομίζοντας πως την έχει γλιτώσει, ο Οιδίποδας έχει ήδη βγάλει αληθινή την ειδεχθή προφητεία.

 

 

Η εγγενής τραγικότητα του έργου βαθμονομείται κι από μια άλλη παράμετρο – την ανημπόρια των θνητών απέναντι στη θεϊκή βούληση. Ό,τι πράττουν, ακόμα και άθελά τους, κρίνεται αμείλικτα και τιμωρείται, με ποινές βαρύτατες που δεν αγγίζουν μονάχα τον ένοχο, μα και ολόκληρη την πολιτεία όπου ζει. Η πατροκτονία και ο αιμομεικτικός γάμος που βαραίνουν τον Οιδίποδα έφεραν μίασμα στη Θήβα, προξένησαν τον λοιμό που θερίζει αθώους. Για να εξαλειφθεί η μάστιγα, πρέπει να εντοπιστεί και να εξουδετερωθεί η πηγή της. Ο τυφλός μάντης Τειρεσίας, που καταφθάνει για το σκοπό αυτόν ύστερα από πρόσκληση του Οιδίποδα, επαναλαμβάνει για τρίτη – και φαρμακερή – φορά τα τρομακτικά λόγια του χρησμού. Εξακολουθώντας να μη γνωρίζει πως ο φορέας του μιάσματος δεν είναι άλλος από τον ίδιο, ο Οιδίποδας υπόσχεται την παραδειγματική τιμωρία του ενόχου. Και όταν βγαίνει στο φως η αλήθεια, σαν δίκαιος, έντιμος και αγαπητός στον λαό του άρχοντας (η λέξη “τύραννος” μέσα στα ιστορικά/πραγματολογικά συμφραζόμενα της εποχής δεν είχε την τωρινή έννοια – σήμαινε “κυβερνήτης”, χωρίς απαραίτητα αρνητική φόρτιση), είναι αναγκασμένος να επιβάλει την απάνθρωπη ποινή στον εαυτό του.

Το θέμα που επανέρχεται επίμονα στον Οιδίποδα Τύραννο και συνιστά το αλληγορικό του επίχρισμα είναι η τυφλότητα, στην κυριολεξία όσο και στις μεταφορικές συνδηλώσεις της – σε άμεση και άρρηκτη, πάντοτε, συνάρτηση με την εκ των πραγμάτων άγνοια των γεγονότων. Πόσο πικρά οξύμωρο, με τη σκληρή παρήχηση του “τ”, ακούγεται εκείνο το “τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ’ ει” (“είσαι τυφλός και στ’ αυτιά και στον νου και στα μάτια”) που οργισμένος ο Οιδίποδας πετάει καταπρόσωπο στον Τειρεσία, όταν ο μάντης ξεστομίζει τον μισητό χρησμό. Η οικειοθελής και αυτοεπιβληθείσα τύφλωση γίνεται το κλειδί με το οποίο ο πρωταγωνιστής θα σφραγίσει την τρομερή του μοίρα, έχοντας επιτέλους – και ειρωνικά – αποκτήσει πλήρη επίγνωση της κατάστασης, ενώ ταυτόχρονα θα απαλλαγεί από ένα μέρος του φορτίου της, πληρώνοντας έμπρακτα για τα έστω και ακούσια εγκλήματά του. Εξιλεώνεται, έτσι, απέναντι στους συμπολίτες του, όπως και στους θεατές, σε μια αιματηρή, αβάσταχτα επώδυνη κάθαρση.

 

 

Τον Οιδίποδα Τύραννο παρακολουθήσαμε φέτος τον Οκτώβριο στη θεατρική σκηνή του πολυχώρου “Αθηναΐς” στον Βοτανικό, από την επαγγελματική ομάδα “Φημονόη” – σκοπός της οποίας είναι η προώθηση του πολιτιστικού τουρισμού μέσω του ελληνικού πολιτισμού και του αρχαίου δράματος (η Φημονόη, πρώτη Πυθία στο μαντείο των Δελφών, αναφέρεται ως κόρη του θεού Απόλλωνα και εφευρέτρια του εξάμετρου στίχου των χρησμών) – σε μετάφραση Κατερίνας Μιχελή και σκηνοθεσία Κατερίνας Μπιμπή. Τα έξοχα σκηνικά του Γιώργου Λυντζέρη, εντυπωσιακά μέσα στην πολυμορφική και πολυχρηστική τους λιτότητα, σε αρμονική σύμπραξη με τους φωτισμούς της πολυπράγμονος Άννας Σωτρίνη και την υποβλητική μουσική επένδυση του Παντελή Πιλάβιου, μας έβαλαν εξαρχής στο κλίμα του έργου, προετοιμάζοντάς μας για μια παρουσίαση που σέβεται βαθιά και τιμά την εμβληματική πρώτη ύλη της. Ακολουθώντας πιστά το γράμμα, καθώς και το πνεύμα του κειμένου, η σκηνοθεσία αναδεικνύει τις φυσικές παρουσίες και τις ερμηνευτικές ιδιοσυγκρασίες των ηθοποιών, τοποθετώντας τους σε διάταξη, στάσεις και κινήσεις που σε συνδυασμό με τα χρώματα και τα φώτα της σκηνής, θυμίζουν παραστάσεις σε ερυθρόμορφα αγγεία – εντύπωση την οποία υπογραμμίζουν τα πανέμορφα κοστούμια, σχεδιασμένα επίσης από τον Λυντζέρη.

Στα χορικά, ενδιαφέρουσα και ευπρόσδεκτα πρωτότυπη ήταν η επιλογή να εκφωνηθούν οι στίχοι από δυο κορυφαίους – Νίκο Σταματόπουλο (Ιερέα) και Τίνα Παπακωνσταντίνου – και εναλλάξ/διαλογικά (αντί για ομαδική απαγγελία ή τραγούδι) από τα υπόλοιπα μέλη του χορού, προσδίδοντας φυσικότητα στην προφορική αλληλεπίδραση των προσώπων. Δίχως υπερβολές, με τη σιγουριά της εμβριθούς γνώσης του υλικού, με ωραίες φωνές και θαυμάσια άρθρωση του λόγου, με τη σεμνοπρέπεια αλλά και τη στιβαρή επιβλητικότητα που αρμόζει στους ρόλους τους, ο Παναγιώτης Ταρνάρης (Οιδίποδας), ο Γιάννης Παπαθύμνιος (Κρέοντας), ο Νίκος Αναστασόπουλος (Τειρεσίας), η Κρισάνα Αλεφαντινού (Ιοκάστη), ο Νίκος Σταματόπουλος (Κορυφαίος/Ιερέας), η Τίνα Παπακωνσταντίνου (Κορυφαία), ο Νικήτας Αναστόπουλος και ο Νίκος Χριστοφυλλάκης μας χάρισαν ερμηνείες που μας καθήλωσαν και στο τέλος μας συγκλόνισαν, ενώ οι άψογα συντονισμένοι αγγλικοί και γαλλικοί υπέρτιτλοι βοήθησαν το μη ελληνόφωνο κοινό να παρακολουθήσει απρόσκοπτα την παράσταση.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top