Fractal

Εν περιλήψει

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Μέλπω Αξιώτη «Η Κάδμω», εκδ. Κέδρος

 

Το μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη «Κάδμω» είναι το τελευταίο της και όπως είναι γραμμένο και στο οπισθόφυλλο είναι το κύκνειο άσμα της. Στο βιβλίο αυτό προσπαθεί να καταγράψει σαν κινηματογραφική ταινία, κάποιες εικόνες, που περνούν από το μυαλό της κάνοντας τον απολογισμό της ζωής της, από την παιδική της ηλικία μέχρι τα γηρατειά της. Χρησιμοποιεί την ανοιχτή δευτεροπρόσωπη αφήγηση, γιατί της αρέσει η «ομιλούσα γραφή». Επιπλέον με αυτή τη μορφή λόγου  καταλαβαίνουμε, ότι θέλει να προσδώσει έναν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, αφού η αφηγήτρια απευθύνεται στον εαυτό της και φτιάχνει φανταστικούς διαλόγους.

Το μυθιστόρημα είναι σπονδυλωτά διαρθρωμένο. Αρχίζει με το συγγραφικό βάπτισμα της Κάδμως στην προπολεμική Αθήνα και τελειώνει με τον επαναπατρισμό της ύστερα από δεκαοχτώ χρόνια εξορίας.

Η αφήγηση είναι ασυνεχής, συνειρμική με συχνές διακοπές κι επαναλήψεις. Κατακλύζεται από πικρία, για μια βασανισμένη ζωή, για τον χρόνο που τελειώνει, την εγκατάλειψη, τη φθορά, τον θάνατο. Όλα τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται στο βιβλίο της έρχονται και την επισκέπτονται.

Η Κάδμω θυμάται με τα μάτια κλειστά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, πως οι μετακομίσεις από σπίτι σε σπίτι γίνονταν τον Σεπτέμβριο, έτσι πρωτοθυμήθηκε την πρώτη της μετακόμιση, που θα έμενε μόνη της στην οδό Αριστοτέλους σ’ ένα ημιυπόγειο. Από τον θυρωρό ζητά να της φέρει ριγωτό χαρτί και τσιγάρα. Το διαμέρισμα έχει ένα μεγάλο παράθυρο μπροστά στο πεζοδρόμιο ιδανικό, για να χαζεύει τα πόδια των περαστικών, αλλά και βολικό για να το ανοίγει και να συνεννοείται με τον θυρωρό, για να της φέρνει πράγματα.

Θυμάται πως κι εδώ, όπως έκανε πάντα άλλωστε, όταν ήθελε να γράφει, έβαλε το τρίκλινο τραπέζι της, που το αγόρασε από το μοναστηράκι, κόντρα στο τοίχο κι έκατσε να γράψει. Θέλει να γράψει, όμως τι να γράψει και πώς ν’ αρχίσει, αφού δεν έχει καμία σημείωση και δεν έχει γράψει ποτέ της. Ένας φίλος της την ενθάρρυνε στο να γράψει, γιατί της είπε πως είχε διαβάσει όλα τα ερωτικά γράμματα, που του είχε στείλει και διέκρινε πως έχει ταλέντο στο γράψιμο. Της είπε μάλιστα, ότι αφού τα έκανε ένα δέμα αναγκάστηκε να τα κάψει στο φούρνο του εργοστασίου, που δουλεύει, με πόνο ψυχής, γιατί αυτά ήταν άξια να διαβαστούν και από άλλους ανθρώπους κι έπρεπε να ζήσουν και να υπάρχουν. Μάλιστα της είπε ότι καθώς αυτά καίγονταν εκείνος νόμιζε ότι έθαβε έναν νεκρό.

Θυμάται, πως πριν τριάντα χρόνια τότε, έγραφε με το χέρι και το χαιρόταν, γιατί το χειρόγραφο είναι κάτι σαν ένα «πήλινο κανάτι», έργο χεριών, που το έχουν πλάσει ανθρώπινα δάχτυλα. Αυτό όμως, που την απασχολούσε περισσότερο ήταν η λέξη.  Έπρεπε να βρίσκει πάντα την κατάλληλη λέξη κι αν έγραφε άλλη, μπορούσε μεν να τη σβήσει και να την διορθώσει, αλλά όχι απαραίτητα και αμέσως,  έπρεπε όμως και να την ζυγίζει, για να μην πέσει βαριά ή στενή, μέσα στο κείμενο, οπότε χρειαζόταν πολλή προσοχή.  Πολλές όμως φορές, όταν έγραφε της έρχονταν οι λέξεις και την έβρισκαν, χωρίς να τις περιμένει. Όμως τώρα, που βγήκαν οι μηχανές, το γραπτό έγινε αγνώριστο και άσβηστο και την κυρίεψε φόβος, γιατί είχε ν’ αντιμετωπίσει τον αγώνα με τη λέξη, επειδή δεν θα μπορούσε να την αλλάξει, από τη στιγμή, που είχε τυπωθεί. Αναλογίζεται τώρα τι να έγινε άραγε το τυπωμένο χαρτί, το αφημένο σε μια αποθήκη στην οδό Μπενάκη. Άραγε να είναι πεταμένο κατάχαμα ή είναι σάπιο κι έχει γεμίσει τρύπες από τα μαμούνια.

Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι με μισόκλειστα μάτια και προσπαθεί να θυμηθεί πόσες λέξεις είναι περιττές, χαμένες ή αμεταχείριστες, αλλά και πόσες λέξεις, που τις γνωρίζουν ελάχιστοι άνθρωποι και συλλογίζεται τον εαυτό της, που για να μην ξεχάσει τις δικές της λέξεις, δεν δεχόταν ξένους ήχους και αλλότριες λέξεις, από τις χώρες, που έζησε στην εξορία της.

Αρχίζει να σκέφτεται ότι ήρθε στην Αθήνα από το νησί της τη Μύκονο στην προπολεμική Αθήνα, όταν η Αθήνα γκρεμιζόταν.  Όταν έμενε στην οδό Τιμολέοντος  είχε δοκιμάσει για πρώτη φορά τη γραφή και είχε μάθει για τον θάνατο της καλύτερής της φίλης, της Άννας.

Αργότερα, όταν είχε μετακομίσει στην οδό Κεφαλληνίας τη βρήκε ο πόλεμος και αυτή, να παίρνει μέρος στους παράνομους αγώνες κατά των κατακτητών, οπότε τότε θυμήθηκε πόσο απαραίτητο της ήταν το ρολόι και μάλιστα η ακρίβειά του, στις μυστικές, λαθραίες και καμουφλαρισμένες συναντήσεις, που έπρεπε να βρεθεί εκείνη ακριβώς πάνω στην ώρα, την ορισμένη στιγμή ούτε ένα δευτερόλεπτο μπρος ή πίσω. Ευτυχώς που υπήρξε η ανάπτυξη της τεχνικής και της βιομηχανίας κι εφευρέθηκε το ρολόι. Άλλα ρολόγια μάλιστα ήταν μεγάλα κι έμεναν στο σπίτι κι άλλα μικρά, που μπορούσε ο άνθρωπος να τα φορά στο χέρι.

Όταν βρέθηκε στην οδό Γκουφιέ έμαθε για τη φίλη της τη Μάρω που την τουφέκισε ο ξένος κατακτητής στο χώρο του θυσιαστηρίου της Καισαριανής.

Σκέφτεται πόσα βιβλία είχε χάσει στο ταξίδι της, όταν την απόδιωξε ο πόλεμος και από τη Γαλλία, μ’ ένα σακούλι στο χέρι να γυρίζει ένα κομμάτι της Ευρώπης μέσα σ’ ένα τροχοφόρο της αστυνομίας και να κρατά τα δικά της βιβλία. Παραλίγο να την περάσουν και για τρελή, αφού ήταν δικά της και τα ήξερε, τι τα ήθελε μαζί της.

Έχασε ένα σωρό λέξεις, ξέχασε τα βιβλία, που η ίδια είχε γράψει, σε όλες αυτές τις χώρες, που αναγκαστικά είχε πάει και τώρα απέμεινε ένα αρχαίο πιθάρι και κανείς δεν ξέρει σε τι μπορεί να χρησιμεύσει, για να ζήσει. Όταν γεράσει ο άνθρωπος, ένα ένα τα όργανά του τον εγκαταλείπουν. Κλείνει το μυαλό του και δεν δέχεται πλέον άλλες λέξεις. Τώρα ο χρόνος κυλά και χάνει την αίσθηση του χώρου. Έχει γίνει σα φυτό και ανοίγει ίσα ίσα το στόμα για να καταπίνει την τροφή, κι αφού αναπνέει, ζει. Βλέπει το βιβλίο να στέκει στο ράφι λεκιασμένο με τσακισμένα τα φύλλα, γιατί ο χρόνος, όταν κάτι μένει άχρηστο, το αλλάζει, το τσακίζει και το λιώνει.

Πιστεύει πως την ξέχασαν και οι ήρωες των βιβλίων της και δεν πήγαν να την δουν, όμως επί τέλους πήγε και τη βρήκε τη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι η Άννα. Μόλις είχε σκεφτεί, πως είχε γράψει για τις κάλτσες και τα παπούτσια της κι εκείνη αμέσως της εμφανίστηκε. Τώρα προσπαθεί να θυμηθεί πόσα βιβλία της «έφαγε» η ξενιτιά, όμως και να θέλει να τα ψάξει δεν θα τα βρει. Απλά την πονάνε, γιατί σε κάθε λέξη και σε κάθε βιβλίο, είχε αφήσει λίγο από το αίμα της. Όμως οι φλέβες της σιγά σιγά στραγγίζουν και το γήρας πλησιάζει. Τελικά ο άνθρωπος είναι μικρός, αλλά τα έργα του είναι μεγάλα.

Προσπαθεί χωρίς να έχει μπροστά της χαρτιά ή βιβλία, να θυμηθεί αυτά, που είχε γράψει, τις ζωές, τις συνθήκες, που είχαν ζήσει οι ήρωές της και κυρίως οι ηρωίδες της, όπως η Άννα, η Μαρία, η Ισμήνη και η Κάδμω. Πόλεμος, τόσα σκοτωμένα παιδιά, τόσα σπίτια στα σκουπίδια, σχεδόν όλα μπορεί να τα αντέξει ο άνθρωπος, αλλά έρχεται μια στιγμή και τσακίζει.

Έρχεται το παρελθόν και τη στοιχειώνει, μαζί με ό,τι έζησε κι έγραψε μέσα στις σελίδες των βιβλίων της, όμως τώρα θέλει να ξεχάσει, αλλά δεν μπορεί, θέλει να μην αγαπά, αλλά δεν μπορεί. Τα γραφτά τώρα είναι μουχλιασμένα και στοιβαγμένα μέσα σε μνήμες, αλλά μπορεί και σε ψυχές. Η ίδια έχει αποκοπεί από τα βιβλία της, αλλά και από τη ζωή της.

Τώρα με μισόκλειστα μάτια, βλέπει μπροστά της την καμινάδα του φούρνου, που εκεί είχαν καεί τα ερωτικά γράμματά της. Βλέπει και το παλιό της καθρέφτη, που τον είχε στην είσοδο, τι δεν είχαν δει τα «μάτια» του και το σκρίνιο της, που όμως τώρα σκέφτεται, πως θα έχει γίνει ένας άδειος σκελετός. Αυτά μπορεί να μην ενδιαφέρουν κανέναν, όμως έτσι κατασκευάζεται η ιστορία των πραγμάτων. Ακόμα και οι άνθρωποι άλλαξαν την ενδυμασία τους. Δουλειά της Ιστορίας είναι να συγκεντρώνει ό,τι οι άνθρωποι της δίνουν μέσα στο χρόνο, που διαβαίνουν.

Η Κάδμω τα έχει ανάκατα όλα μες στο μυαλό της, αναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, εξορίες, όλα μονότονα. Οι άνθρωποι που φεύγουν αφήνουν τα βιβλία τους, τα σπίτια τους, τα παπούτσια τους, τα φορέματά τους και κάποια στιγμή καταλήγουν στα σκουπίδια, μαζί με τα δικά της βιβλία, που είχε γράψει και τώρα σαπίζουν. Ο άνθρωπος έρχεται ώρα, που όταν γεράσει, γίνεται σαν αντικείμενο. Μαδά το κεφάλι του, πέφτουν τα δόντια του, αχρηστεύουν τα χέρια του και γίνεται ένα μουσειακό αντικείμενο, όπως οι κούκλες. Αυτό ακριβώς έχει πάθει και η Κάδμω τώρα, γερνά.

Παρ’ όλα αυτά προσπαθεί και αναλογίζεται πως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο τον διαδέχτηκε ο φασισμός κι εκείνη την εποχή, που πέθανε  η Λουκία, ο Σεφέρης της αφιέρωσε ένα ποίημα που έγραψε «Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι» και με τη μουσική του Θεοδωράκη έγινε τραγούδι, που παίζεται κι ακούγεται παντού και το ακούν ακόμα και ανυποψίαστοι άνθρωποι, ενώ  η Λουκία τώρα είναι χώμα.

Δυστυχώς οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν έχουν καταλάβει πως είναι πλάσματα στενόκαρδα. Ακόμα και διάσημοι άνθρωποι και λογοτέχνες όταν πέθαναν, το μόνο που άφησαν ήταν το έργο τους να βρίσκεται σε βιβλιοθήκες και το όνομά τους να είναι γραμμένο στα εξώφυλλα του βιβλίου τους, όπως ο Βολταίρος , ο Τολστόι και άλλοι.

 

Μέλπω Αξιώτη

 

Θυμάται, που όταν βρέθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, είχε συναντήσει έναν Ισπανό εξόριστο κι αυτός ήταν συνοδοιπόρος της στο ταξίδι του Παρισινού διωγμού. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη βαριά μελαγχολία. Ήταν ο πρώτος γραμματέας του Ισπανικού Κόμματος. Θυμάται ακόμα όταν πήγε στη Βουλγαρία σ’ ένα είδος ξενώνα, σ’ ένα εξοχικό μέρος συνάντησε έναν Βούλγαρο εξόριστο, για πολλά χρόνια σ’ αυτό το χωριό. Δεν συναντούσε κανένα δικό του, δεν είχε με ποιον να μιλήσει, οπότε δεν θυμόταν πια τη δική του γλώσσα, αλλά δεν ήθελε να μάθει και τη γλώσσα, που μιλούσαν εκεί που έμενε, οπότε ήταν ένας άνθρωπος, που δεν είχε κανένα γλωσσικό όργανο.

Νύχτα πάλι και τα μάτια της ανοιχτά, γιατί έβλεπε καλύτερα στο σκοτάδι. Είδε τον πατέρα της σαν κάτι να θέλει να της πει, πιθανά για τα καινούρια κομμάτια που είχε συνθέσει, γιατί αυτός ήταν μουσικοσυνθέτης. Κι αυτός είχε γράψει πολλά κομμάτια, που όμως τώρα κοιμούνται σε κάποια συρτάρια, ή έχουν χρησιμοποιηθεί για να διπλώσει κάποιος ένα δέμα, γιατί ήταν χαρτιά χοντρά, ανθεκτικά.

Βλέπει και το σπίτι της, στο νησί της, τη Μύκονο, βλέπει και την πόρτα της γειτόνισσας της Κατερινιώς, που πρώτα πέθανε ο άντρας της και μετά η ίδια. Δυστυχώς τίποτα δεν μένει όρθιο, ούτε και το πιο γερό καράβι, που το κατασκεύασε η ανθρώπινη σοφία από σίδερο, ένα πολεμικό καράβι, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος, όπου με τα κανόνια του είχε κάνει ένα σωρό φονικά, παρ’ όλο που ήταν προφυλαγμένο στο λιμάνι της Albissola, τα κύματα το εξευτέλισαν.

Πάντα νομίζει πως δεν έχει τίποτα να γράψει, ενώ θα το ήθελε πολύ, όμως ξαφνικά η πένα την οδηγεί και γράφει και καταλήγει στο ότι αυτός, που θέλει να γράψει, ψάχνει, βρίσκει λέξεις, πλουτίζει τη γλώσσα του, αλλά όταν έχει μάθει να γράφει, πεθαίνει. Γιατί άραγε να πεθαίνουν αυτοί, που έχουν αποκτήσει πείρα. Όταν κι αυτή ανέβει στους ουρανούς, θα βρει τον Αλέξανδρο, που τον έχει ήρωα στο πρώτο της βιβλίο, αλλά μόνο που θα τον βρει με το αληθινό του όνομα, που είναι  Κωνσταντίνος, γιατί εκεί δεν έχει ανάγκη, όπως έχουν τα μυθιστορήματα, την αλλαγή του ονόματος. Επειδή δεν είχε παιδιά και ήθελε να μείνει ζωντανή, έστω και μετά το θάνατό της, γι’ αυτό μεταμορφωνόταν μέσα στα μυθιστορήματα, που έγραφε και ήταν πότε Άννα, Κάδμω, Ισμήνη ή και Ανώνυμη, για να υπάρχει μέσα στον κόσμο και να μιλά μέσα από τα βιβλία της. Μάλιστα την Κάδμω την μεταμορφώνει στο τέλος σ’ ένα θαλασσινό μαμουνάτο, για να την  παίρνει το κύμα και να βρίσκεται σε διάφορα μέρη, κι ενώ σαν Κάδμω θα ήταν ένα πρόσωπο ανύπαρκτο, σαν μαμουνάτο θα ήταν αληθινό.

Το βέβαιο είναι ότι τώρα η Κάδμω δεν μπορεί να θυμηθεί κάτι, όταν είναι ξύπνια, όμως ό,τι επιθυμεί το βλέπει στο όνειρό της. Το πιο σημαντικό ήταν, που όταν βρισκόταν στο εξωτερικό ξεχνούσε τις λέξεις, όπως τώρα που έχει γεράσει κι ένα ένα τα όργανά της την αποχαιρετούν και πέφτουν σε αποσύνθεση.

Ο χώρος της είναι αδειανός, όμως υπάρχουν κάποια αντικείμενα, που της φέρνουν αναμνήσεις. Το ρολόι, που είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτήν, στα χρόνια της Κατοχής, στους έρωτές της, στο αναγκαστικό ταξίδι της προς το βορρά σε αποστολές, αλλά και στην εγκατάστασή της σαν πολιτική πρόσφυγας. Όλα αυτά δεν τα περίμενε να της συμβούν, γιατί ήταν απροετοίμαστη. Ήταν ένα χαϊδεμένο παιδί, που όλοι στο σπίτι, της έκαναν τα καπρίτσια της. Με τίποτα δεν είχε φανταστεί ότι θα ερχόταν κάποια ώρα, που θα συναντούσε πρόσωπα, πλάτη και μήκη  γεωγραφικά αλλότρια, πίκρες πολλές και θανάτους.

Εκτός από το ρολόι,  αναμνήσεις της φέρνουν τα βιβλία της, το χοντρό λεξικό, κάποιοι δίσκοι γραμμοφώνου κι ένα τραγούδι δικό της, που ήδη έχουν σβήσει μερικά γράμματα του τίτλου.  Άρχισαν όμως και αυτά τα πράγματα να χαλούν, γιατί η φθορά έρχεται γρήγορα, όπως και στον άνθρωπο.

Το παρελθόν της βρίσκεται μέσα στα βιβλία της, με όλα τα ονόματα, που έπλασε, με όλες τις καταστάσεις, που φαντάστηκε. Μέσα σ’ αυτές τις σελίδες μεγάλωσε και γέρασε. Τώρα όμως όσο γερνά τα ξεχνά και τα μπερδεύει, παρ’ όλα αυτά αναπολεί τα αναγκαστικά της ταξίδια. Σαν Μαρίνο, Γένοβα, Αλμπίσολα, Μπελάρια, Ρώμη, Ρίμινι, Παρίσι, Νεάπολη, Παυσίλυπο, Βαρσοβία, Βουλγαρία, Νταντσίχ, Ζακοπάνε,  Δρέσδη, Βερολίνο. Σ’ όλα αυτά τα μέρη είχε αλλάξει σπίτια, αλλά πουθενά δεν είχε στεριώσει. Σπίτι δικό της δεν είχε αποκτήσει. Γυρνά στην Ελλάδα μετά από δεκαοκτώ χρόνια. Η Αθήνα έχει αλλάξει. Πηγαίνει να βρει το σπίτι, όπου είχε γεννηθεί η μάνα της, στην οδό Μενάνδρου. Τώρα δεν υπάρχει σπίτι, γιατί έχει γίνει παράρτημα του διπλανού Εθνικού Θεάτρου. Πίστευε, πως θα έβρισκε τουλάχιστον για να της ανήκει κάτι από το σπίτι, όπου γεννήθηκε στο Νησί της, στη Μύκονο, που ήταν περιουσία του πατέρα της και των παππούδων της, όμως ούτε εκεί βρήκε κάτι, όλα της τα πήραν. Έμεινε ολόγυμνη σαν το σκουλήκι.

Τώρα, που γύρισε στην Ελλάδα μετά από δεκαοχτώ χρόνια εξορίας, νόμιζε επίσης ότι θα έβρισκε τα ίδια πράγματα και τους ίδιους ανθρώπους, όμως έχει αλλάξει η μορφή του κόσμου. Υπέφερε να προσαρμοστεί στις χώρες, που ήταν, αλλά υποφέρει τώρα κι εδώ μέχρι να προσαρμοστεί.

Μετά από τόσα χρόνια γραφής, δηλώνει συγγραφέας, αλλά δεν της δίνουν την απαιτούμενη προσοχή, γιατί δεν έχει γράμματα από προσωπικότητες, για να την επαινούν, δεν έχει τα λεγόμενα «κατάλοιπα», δεν έχει κληρονόμους, για να  τυπώσουν τα βιβλία της  και μετά θάνατο. Επομένως δεν έχει τίποτα.

Το γράψιμο είναι σπουδαία υπόθεση, είναι όπως ο έρωτας.  Ευτυχώς που υπάρχουν αυτοί που γράφουν κι έτσι οι επόμενες γενεές τα μαθαίνουν, γιατί αυτά που υπάρχουν σε κάποια εποχή, μετά εξαφανίζονται.

Κάποια στιγμή η Κάδμω ανοίγει τα μάτια της, αναρωτιέται πόσος καιρός έχει περάσει κι εκείνη είναι ακόμα ζωντανή. Ξαφνικά θυμάται μια Ιταλική πόλη, στην οποία συνάντησε ένα μαυσωλείο, που δεν ήξερε σε ποιους είναι αφιερωμένο, επειδή οι άνθρωποι και τα κατορθώματά τους ξεχνιούνται.

Τώρα όλα τα πρόσωπα του βιβλίου της ζωντανεύουν και την τριγυρίζουν. Άραγε όταν θα είναι νεκρή θα μιλούν, γι’ αυτήν.

Αρκετά χρόνια είχαν περάσει ώσπου να καταλάβει, ότι η στεναχώρια, που ένιωθε ήταν το αίσθημα της μοναξιάς μέσα στις βόρειες χώρες. Σταχτιές ή κάτασπρες από το χιόνι οι εκτάσεις με τα παγωμένα φυτά, σκεπασμένες από χαμηλά σύννεφα κι από πάνω να πετούν τα κοράκια. Όλα αυτά τα διατηρούν αθάνατα η ζωγραφική και τα βιβλία. Ο σπουδαίος ζωγράφος Βαν Γκονγκ έγραφε σε επιστολές του: «Θα ήθελα να ζωγραφίζω πίνακες, που σε καμιά εκατοστή χρόνια, θα φαίνονται σ’ εκείνους τους ανθρώπους σαν οράματα».

Στεναχωριέται, γατί όταν γύρισε βρήκε παραπεταμένα τα πράγματα, που άφησε. Βρήκε το μικρό βαλιτσάκι της με τα βιβλία, που είχε μέσα να είναι σκοροφαγωμένα. Βρίσκει πρόσωπα, που συμπαθούσε, να έχουν αλλάξει εντελώς ζωή. Το σκρίνιο της να είναι ένας κουτσός σκελετός και η καλαθούνα σάπια. Πρέπει ν’ αρχίσει τη νέα της ζωή με το τίποτα.

Αυτές είναι όλες της οι αναμνήσεις. Ο καιρός έρχεται και φεύγει. Αυτός είναι, που θα πει την τελευταία του λέξη, για όλα αυτά, που γράφει η Κάδμω.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top