Fractal

Διήγημα: “H κοπάνα”

 Γράφει ο Γιάννης Καμπόλης // *

 

 

 

 

Η κοπάνα
 Ο Μάνος δεν ήθελε να μπει στο φροντιστήριο. Περίμενε στη γωνία. Η ανάσα του άχνιζε. Κούμπωσε το μπουφάν ως το λαιμό. Κοίταξε το κινητό. Ξεκίνησε για τα αρχαία. Κάποια καταστήματα ήταν στολισμένα χριστουγεννιάτικα. Διέσχισε το άδειο σταυροδρόμι. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα σκούτερ να έρχεται με ταχύτητα. Ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Κοίταξε τον μαυροφορεμένο οδηγό. Ο μαυροφορεμένος οδηγός τον κοίταξε. Στρίγγλισαν τα φρένα. Το σκούτερ έκανε στην άκρη. «Μάνο», φώναξε ο οδηγός βγάζοντας το κράνος.
«Μπίλυ; Εσύ;».
«Που σαι δικέ μου;».
Πλησίασαν. Έκαναν συνθηματικό χαιρετισμό με τα δάκτυλά τους και αγκαλιάστηκαν.
«Τι κάνεις στο κρύο; Να σε πάω κάπου;».
«Τριγυρνάω».
«Σαν την άδικη κατάρα;»
«Ναι, σαν αυτήν».
«Γιατί είσαι σαν την Μεγάλη Παρασκευή; Σε πείραξε κάποιος να καθαρίσω; Λέγε ρε μαν».
«Κάνω κοπάνα από το μάθημα». Ο Μπίλυς γούρλωσε τα μάτια.
«Εσύ; Ο μαθητής του 19;».
«Ναι. Έχω τρεις ώρες», είπε διώχνοντας ένα κουνούπι από το αυτί του.
«Πάμε».
Ο Μπίλυς φόρεσε το κράνος. Άναψε το σκούτερ. Μύρισε βενζίνη.
«Ανέβα μαν». Ο Μάνος ανέβηκε διστακτικά.
«Που πάμε;». Ο Μπίλυς πάρκαρε δίπλα στο παγκάκι με τα αρμυρίκια. Κατηφόρισαν στην αμμουδιά. Το απαλό κύμα έγλειφε τις άκρες των παπουτσιών τους. Δίπλα ένα ξεβρασμένο ξύλο. Ο Μπίλυς έσκυψε. Πήρε μία πέτρα. Τη ζύγισε και την πέταξε στο νερό. Γκλουπ. Άνοιξε το ταλαιπωρημένο τζάκετ. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα.
«Δύο έχω, πάρε ένα». Τέντωσε τα χέρια του. Άναψε το τσιγάρο. Ρούφηξε γερή τζούρα.
«Εδώ έρχομαι και φυλάω σκοπιά», είπε βγάζοντας κυκλάκια καπνού. Κοίταξε τον Μάνο.
«Γιατί την κοπάνησες;».
«Έφαγα χυλόπιτα προχθές. Μου αρέσει πολύ. Είμαστε στο ίδιο τμήμα και δεν αντέχω να τη βλέπω», είπε στρέφοντας το βλέμμα στη σκοτεινή θάλασσα.
«Εσύ τί κάνεις;».
Ο Μπίλυς σοβάρεψε. «Δουλεύω σε πεθαμενατζίδικο. Οδηγός. Πληρώνουν καλά. Οι πελάτες δεν διαμαρτύρονται. Δώσε μου τιμόνι με ρόδες και είμαι εντάξει. Όταν σχολάω, έρχομαι εδώ και φυλάω σκοπιά. Μαζεύω τα σκουπίδια που αφήνουν τα δίποδα σκουπίδια. Προσέχω το παγκάκι, τα αρμυρίκια και την παραλία από τους φασίστες. Να ξέρω, ότι το ξύλο που ρίξαμε και φάγαμε πέρσι, άξιζε τον κόπο», σήκωσε τα μπατζάκια δείχνοντας τις ουλές στις γάμπες. Τα μάτια του άστραφταν.
Ο Μάνος έσβησε την καύτρα στην αμμουδιά. Έβαλε τη γόπα στην τσέπη. «Τους έχεις πετύχει;».
«Άλλαξαν στέκι. Αράζουν στην άνω Ελευσίνα. Αλλά που και που περνούν».
Ο Μάνος έφερε τις παλάμες στο στόμα για να τις ζεστάνει. Κάθισαν στο παγκάκι. Ο Μπίλυς κοίταξε το κινητό.  «Να σε πάω σπίτι. Έβαλε κρύο. Πάμε;».
«Μπα, λέω να καθίσω μαζί σου σκοπιά, αλλά θέλω κάτι να ζεσταθώ και κανά τσιγάρο», είπε τρίβοντας τα χέρια του. «Μάγκα μου», είπε χτυπώντας ελαφρά την πλάτη του Μάνου.
«Είσαι ρισπέκτ δικέ μου, δεκαεφτά χρονών γυαλάκιας αλλά καρύδια Να. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το κλωτσομπουνίδι που έριξες πέρσι. Ρισπέκτ. Άραξε την πέτσα σου».
Ο Μπίλυς έβγαλε το κινητό, πληκτρολόγησε κάτι. Άφησε το κινητό στο παγκάκι. «Έστειλα στον Κοσμά τον αυτιά. Να φέρει τσιγάρα και τσίπουρο. Μοιραζόμαστε τις σκοπιές εδώ και καιρό. Οι γονείς σου; Μήπως ανησυχήσουν;».
«Θα πω ότι ήμουν με παρέα». Η υγρασία του τρύπαγε τα κόκκαλα. Σηκώθηκε και άρχισε να χοροπηδά ελαφρά. «Πότε θα έρθει ο Κοσμάς;»
«Σχολάει στις 8», είπε ο Μπίλυς τρίβοντας τις παλάμες του.
Ένας ψυχρός αέρας ήρθε από τη θάλασσα. Ο κυματισμός δυνάμωσε. Ένα αμάξι με φιμέ τζάμια και καμένο φως πλησίαζε με ταχύτητα.
« Ο Κοσμάς είναι;».
Ο Μπίλυς ανέβηκε μονομιάς στο παγκάκι. Κοίταζε σαν τον λύκο.
«Όχι, ο Κοσμάς έχει σκούτερ. Αυτοί είναι». Πέταξε το κινητό στον Μάνο.
«Αν βγουν από το αμάξι, τρέξε πέρα και κάλεσε τον Κοσμά».
Ο Μάνος πήγε στην αμμουδιά. Άρπαξε το ξεβρασμένο ξύλο. Το έσφιξε. Η καρδιά του χτύπαγε δυνατά. Ψέλλισε μια προσευχή.
«Ελάτε ρε καριόλια! Εδώ είμαι! Κατεβείτε αν σας βαστάει!», φώναξε λυσσασμένα ο Μπίλυς. Το αμάξι έκανε δύο τρεις στροφές. Μύρισε καμένο λάστιχο. Άνοιξαν τα πίσω παράθυρα. Πέταξαν τρικάκια στο δρόμο και έφυγαν σπινιάροντας. Ο Μπίλυς τα κοίταξε. Λευκή Δύναμη. Τα πάτησε. Τα κλώτσησε. Τα έφτυσε. Από μακριά ακούστηκαν κόρνες.
«Ξανάρχονται Μπίλυ;» ρώτησε κρατώντας το ξύλο.
«Όχι, ο Κοσμάς είναι». Το σκούτερ σταμάτησε μπροστά στον Μπίλυ. Αγκαλιάστηκαν. Είπαν μερικές κουβέντες. Του έδωσε μια διάφανη τσάντα με τσιγάρα, πλαστικά ποτήρια και ένα μπουκάλι τσίπουρο. Ο Κοσμάς έγνεψε στον Μάνο και έφυγε. Ο Μπίλυς άπλωσε τα πακέτα με τα τσιγάρα στο παγκάκι. Στερέωσε δύο ποτήρια. Έβαλε τσίπουρο. Τσούγκρισαν. Έμειναν εκεί. Δύο καύτρες στο πυκνό σκοτάδι να μιλούν για πεσίματα, σκοπιές και έρωτες.

 

 

 

*O Γιάννης Καμπόλης είναι 39 ετών. Γεμίζει λευκές σελίδες και όνειρό του είναι να γίνει συγγραφέας. Είναι πατέρας, πολιτικός επιστήμων και δημόσιος υπάλληλος. Ανησυχεί για τους ανθρώπους, το περιβάλλον και τα ζώα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top