Fractal

Αφήγημα: «Για το καλό μου»

Του Μάριου Καρακατσάνη // *

 

 

 

 

Άλλη μια μέρα πέρασε δίχως καμιά απόχρωση. Μέσα από το γκρίζο ενός αρρώστου και φλύαρου μυαλού, κάνω τους τελευταίους μου συλλογισμούς. Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που μου μιλά, όταν αδυνατώ να το ακούσω, επειδή ό,τι διηγείται δεν είναι πια για τ’ αυτιά μου.

Τόση κούραση, Θεέ μου. Τόση καταστροφή. Αντίκρισε έναν κόσμο να γκρεμίζεται μπροστά στα μάτια του, επειδή έτσι του είπαν πως πρέπει να γίνει, για το δικό του το καλό. Τού χάρισαν ελπίδες ψεύτικες, μέλισσες με κεντρί θανατηφόρο, που φώλιασαν στο στέρνο μου. Παιδικά χρόνια φορτωμένα σε ένα βρώμικο φορτηγό με προορισμό το κλάμα της μάνας, το φευγιό ενός πατέρα αλλά και των φίλων. Νόμιζα ότι ήμουν δυνατός. Ότι δεν είχα κανέναν τους ανάγκη. Τελικά αποδείχτηκα μια χωμάτινη κούκλα, που σκορπά στον άνεμο της εγκατάλειψής τους. Πού βρίσκω τη δύναμη να τα συλλογιέμαι για άλλη μια φορά; Γιατί άσπλαχνε εαυτέ, μού τα λες ακόμα; «Φίλοι!» Μου φωνάζει η απάντησή σου! Αυτοί που -για το καλό σου- σε ήθελαν μακριά από τα δικά σου «θέλω». Η πόρνη μεγαλούπολη σε ανάθρεψε, βυζαίνοντάς σε γάλα πικρό και δανεικό. Χέρι-χέρι με τα στοργικά χτυπήματα του δάσκαλου σε μεγάλωσε, ώσπου ένα χάραμα, σου γύρισε την πλάτη βάναυσα και βρέθηκες παρέα με την μοναξιά σου.

Τώρα ήρθε η ώρα ν’ ανταποδώσεις όλα τα καλά που σου έκαναν. Βαρύ το αντίτιμο, δυσβάσταχτο. Σε κοιτάζω είδωλό μου, μα δεν σε βλέπω, ψάχνω το χαμόγελο το ξέγνοιαστο και δεν το βρίσκω. Εκείνα τα σπινθηροβόλα μάτια σου, τα πλημμυρισμένα από ζωή -τώρα θολά- στάζουν δάκρυ άκλαυτο. Μια πληγή το σώμα σου που πυορροεί, πρησμένο και αγνώριστο, παλεύει να ξοφλήσει το χρέος. Ασθμαίνοντας μου μιλάς, μα δεν καταλαβαίνω, άγνωστη είναι η εικόνα που μου αντιμιλά στον καθρέφτη. Παραληρείς, φοβάσαι, “να με σκοτώσουν θέλουν”, μου λες και τρέμεις σύγκορμος. Αποζητάς τη στοργή, εκεί που δεν υπάρχει, επειδή το σκοτάδι είναι που σε ψάχνει, ακόμα σε χρειάζεται, από σένα τρέφεται. Το μέλλον σου ήταν προδιαγεγραμμένο σε κιτάπια ενός κατώτερου θεού. Τρεις μοίρες σ’ επισκέφθηκαν την ώρα που γεννήθηκες, θυμάσαι; “Θυμάμαι τα μάτια μου, φλογερά και πεινασμένα για ζωή”, μου απαντάς. Την αποφεύγεις τη γυμνή αλήθεια, την ξέρεις, πάντα την ήξερες, μα δεν τη θες. Στο είχαν πει οι μοίρες, του πόνου παιδί είσαι, ομορφιές για σένα δεν υπάρχουν. “Πάρε το σουγιά όμως, θα ‘ρθει η μέρα που θα σου χρειαστεί”, σου είπαν, θυμάσαι; Πόσα ν’ αντέξει ένα ανήσυχο μυαλό; Πού να καταχωνιάσει την πίκρα που φαρμακώνει την κάθε σου στιγμή; Για το καλό του ν’ αγωνιστεί, αφού άλλος κανείς δεν στάθηκε δίπλα του, απέναντι μόνο. Σε πόλεμο άνισο ρίχτηκε δουλεύοντας με ανάποδες στροφές, μήπως αυτός είναι ο τρόπος, μήπως έτσι καταφέρει να γδάρει την σκληρή επιφάνεια της μέρας, μήπως έτσι σκαλίσει τη σκοτεινιά στις νύχτες σου τις ατέρμονες. Μάταιο είναι… μυαλό μου, μην προσπαθείς άλλο! Σε εξαπάτησαν και σ’ εγκατέλειψαν θανάσιμα λαβωμένο σε τούτο το μικρό δωμάτιο. Με ηλεκτροσόκ και χάπια, παρελθόν δεν αναμοχλεύεται. Και τι να ψάξεις; Τίποτα δεν υπάρχει εκεί, τίποτα που ν’ αξίζει να παλέψεις. Στο είπαν οι μοίρες, παιδί του πόνου είσαι εσύ, μόνο μια γυαλιστερή λεπίδα σου αρμόζει.

Και να τώρα, που καθρέφτη την έκανες για να συνομιλήσεις με το κουρασμένο σου τίποτα. Πόνος, αφόρητος πόνος, σπαθιά που με λιγώνει, το νούμερο 9 που κρέμεται στην πόρτα μου. Στη θέση των φίλων που εγκατέλειψαν, στη θέση της αγάπης που έσβησε, μοναδική μου παρέα αυτό: το άψυχο 9 του σπαραγμού μου ουρλιάζει, μα κανείς δεν ακούει πια. Μάνα, με βασανίζουν εδώ που μ’ έφερες, για το καλό μου λένε, μα εγώ πονάω! Μ’ ακούς κρυμμένη μου μάνα; Ξυπνάτε όλοι εσείς οι τάχα γύρω μου, εσείς οι -υποτίθεται- κοντά μου! Πεθαίνω! Φωνάζω! Ζητάω μια τελευταία αγκαλιά αυτή την ύστατη στιγμή! Κανείς; Τίποτα; Ουρανέ, κάθισε κοντά μου, μονάχα εσύ μου έμεινες. Μονάχα εσύ με ακούς. Το κλάμα μου βροχή το κάνεις, να ξεπλύνεις αμαρτίες άλλων. Και εγώ μόνος σε ένα θάλαμο κοιτάζω τα άστρα σου. Ποιοι άραγε στα καρφίτσωσαν; Ποιοι «ηθοποιοί» σου χαρίζουν ψεύτικες ευχές, που πρώτοι θα ξεχάσουν; Πόση υποκρισία βλέπεις και εσύ μα δε μιλάς; Απλά αναστενάζεις βουβά μέσα από τους ανέμους σου. Εγώ λοιπόν θα γίνω η φωνή σου. Γι’ αυτό θα πω εγώ σε όλους αυτούς ποιό είναι το καλό μου, να το ουρλιάξω στ’ αυτιά τους τα σκεπασμένα! Υπάρχω ακόμα μάνα και ψάχνω μέσα στην ηρεμία που μου κατασκεύασαν τα χάπια τους και οι θεραπείες τους να βρω εμένα που έχασα. Έχοντας καλά κρυμμένο αυτόν τον σουγιά. Κανείς να μην τον βρει. Για το καλό μου φυσικά, πάντα για το καλό μου. Και αν είναι το αίμα μου να σας ξοφλήσει, να σας κάνει πιο ευτυχισμένους, χαλάλι σας. Τετέλεσται.

 

 

 

*Ο Μάριος Καρακατσάνης είναι σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας. Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1978 στον Πειραιά. Σε ηλικία 13 ετών ξεκίνησε το πρώτο του έργο: μια ποιητική συλλογή όπου περιέγραφε -με το δικό του πάντα προσωπικό στυλ- τις σκέψεις, τις ανησυχίες, την αγωνία του, αλλά και τις προσωπικές του εμπειρίες, ευχάριστες και δυσάρεστες. Μεγαλώνοντας, συνέχισε να γράφει ασταμάτητα, καταφέρνοντας να περιορίσει σημαντικά την δυσλεξία του αλλά και να την εκμεταλλευτεί, μεταφέρνοντας όλες τις εικόνες που είχε στο μυαλό του σε γραπτό λόγο, όσο δύσκολο κι αν ήταν. Τα βιβλία του  πλέον κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Λιβάνη και Όστρια.

Στο πανελλήνιο διαγωνισμό “Βραβεία Λογοτεχνίας του Φανταστικού “Larry Niven”” διακρίθηκε με την τρίτη (3η) θέση για συγγραφή νουβέλας. Στον επίσης πανελλήνιο διαγωνισμό “Ασημένια σελίδα 2015”, έλαβε την πρώτη θέση με έπαινο στην κατηγορία διήγημα. Στο πρώτο συμπόσιο τέχνης της Unesco στην Ελλάδα με τίτλο Made by Artist 4, που περιλάμβανε τη βράβευση τεσσάρων αντιπροσώπων των τεχνών της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της φωτογραφίας και της λογοτεχνίας, βραβεύτηκε ως εκπρόσωπος της λογοτεχνίας (2017).

Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (ΠΕΛ).

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top