Fractal

☆ Για την παράσταση “Φάουστ” σε σκηνοθεσία Χρυσάνθης Κορνηλίου

Γράφει η Χρύσα Νικολάκη //

 

 

Την Κυριακή 20 Φεβρουαρίου επισκεφθήκαμε το θέατρο Διέλευσις για να παρακολουθήσουμε την παράσταση Φάουστ του Γκαίτε, ένα ομολογουμένως δύσκολο έργο να αποδοθεί θεατρικά. Όμως το αποτέλεσμα μας αποζημίωσε με το παραπάνω αφού κοινό και θίασος έγιναν ένα στο ζεστό χειροκρότημα της αυλαίας. Η πολυπόθητη κάθαρση ήρθε, όπως πρέπει να συμβαίνει σε κάθε τραγωδία. Η αποτύπωση του κοσμικού γίγνεσθαι από την Χρυσάνθη Κορνηλίου πραγματοποιείται με σκηνοθετική, ευρηματική ματιά. Η σκηνοθέτης Χρυσάνθη Κορνηλίου πετυχαίνει στον απόλυτο βαθμό να ισοσκελίσει το γήινο με το ουράνιο, το φθαρτό με το άφθαρτο. Πετυχαίνει να αποδομήσει και να ξαναχτίσει με ευρηματικά στοιχεία τον κόσμο του μέγα δραματουργού Γκαίτε πάνω στο αριστούργημα του Φάουστ.

 

 

Στοιχεία της γνήσιας τραγωδίας όπως είναι ο φόβος και η οδύνη , η ταλάντωση μεταξύ του αγαθού και του πονηρού στην ανθρώπινη σκέψη αναδύονται. Και οδηγούν στην απόλυτη συντριβή, στο σπουδαιότερο συναίσθημα που γεννά το Γκαιτεικό έργο. Αυτή η ανάδυση του γκαιτεικού συναισθήματος (ο έλεος και ο φόβος) επιτυγχάνεται με τα υπέροχα σκηνικά (Άγγελος (Άγγελος Δελής) , τους φωτισμούς (Κωνσταντίνος Σακουλάς) και την εξαιρετική μουσική επιμέλεια (Γιάννης Δαφνιωτίδης). Η σημαντικότητα της παράστασης είναι ότι χάρη στην ευστροφία της σκηνοθέτιδας (Χρυσάνθη Κορνηλίου) και στην άψογη ερμηνεία του θιάσου παραμένει αναπάντητο το αιώνιο ανθρώπινο ερώτημα: Θα οδηγηθεί στη σωτηρία ο άνθρωπος ή όχι;

Η μαεστρία του έργου έγκειται στον ιδιαίτερο ρόλο που έχει εδώ ο Φάουστ, Γιάννης Λαμπρόπουλος, με τον δούλο του Διαβόλου Μεφιστοφελή. Ο Γιάννης Λαμπρόπουλος με την στεντόρεια φωνή του και την πηγαία ερμηνεία του, εικονίζει τον άνθρωπο που παλεύει με την συνείδηση του αλλά και με τα πάθη του. Ο Γιώργος Καπετανάκος, ενσαρκώνει τόσο ρεαλιστικά τον ρόλο του ως Μεφιστοφελής που πραγματικά πείθει την φαντασία μας ότι βρίσκεται εκεί, ανάμεσα μας ο Εωσφόρος. Η χροιά της φωνής, οι εναλλαγές στις κινήσεις και το απόγειο της ερμηνείας του καθηλώνει τη στιγμή που ο Φάουστ, ο εξαιρετικός Γιάννης Λαμπρόπουλος, του δίνει το ιμάτιο του και εκείνος από την άλλη άκρη αργά και σαδιστικά σίγα σιγά το καταβροχθίζει. Η όλη σκηνή μας παραπέμπει στον διάσημο πίνακα του Ελ Γκρέκο (Ο διαμερισμός των ιματίων του Χριστού). Εδώ, το ιμάτιο του Φάουστ εικονίζει την βιαιότητα και την ταραχή της σκηνής. Αυτό που αποδίδεται σκηνοθετικά είναι ένα μυστηριακό κόκκινο, ένα χρώμα αίματος και θυσίας, ένα φως που πηγάζει από το σώμα του Φάουστ και μετατρέπεται σε σκοτάδι όταν καταπίνεται στην άβυσσο του Διαβόλου. Είναι η σκηνή που η Κόλαση παίρνει την ψυχή του και την βασανίζει στους αιώνες. Μια σκηνή Δαντική που χαίρει συγχαρητηρίων στην σκηνοθέτη Χρυσάνθη Κορνηλίου και στον βοηθό της Γιάννη Δαφνιωτίδη , αλλά και στους εξαιρετικούς συντελεστές (Γιάννη Λαμπρόπουλο, Γιώργο Καπετανάκο) για το όλο εγχείρημα.

 

Tα κοστούμια της Βάνια Αλεξάντροβα απαθανατίζουν τις ψυχικές εναλλαγές, την μετατροπή από την γαλήνη στην κόλαση, τη μετάβαση από την παρθενική κατάσταση της κόρης στην κολασιαία κατάσταση, μετά την αμαρτία. Η κινησιολογία του Σίμωνα Πάτροκλου είναι ευρηματική. Άλλοτε μας μεταφέρει σε πλοίο κολάσιμο και άλλοτε στη γαλήνη του μοναστηριού. Πάντα οι κινήσεις σηματοδοτούν αυτό που θα ακολουθήσει προϊδεάζοντας τον θεατή για την σκηνή που έπεται. Άλλοτε πάλι κάνουν την έκπληξη προκαλώντας την αγωνία του κοινού. Η γλώσσα, υπέροχη, κρατά τον Φαουστικό διάλογο ζωντανό, στο πνεύμα της εποχής, μιας εποχής θεοκρατούμενης και «ευσεβιστικής». Ο διάλογος ανάμεσα στον Φάουστ (Γιάννης Λαμπρόπουλος) και τον Μεφιστοφελή (Γιώργος Καπετανάκος) είναι το πιο δυνατό σημείο του έργου και οι πρωταγωνιστές αποδίδουν στα μέγιστα τον ρόλο τους , τόσο με την υποκριτική τους δεινότητα, όσο και με την γλώσσα του σώματος και της ψυχής.

Η Μαργαρίτα (Ιωάννα Χρυσομάλλη) μας μεταφέρει στο επίκεντρο του έργου. Είναι σαν την ωραία Ελένη, το μυθικό εκείνο πρόσωπο που αποτέλεσε την αιτία να πουλήσει ο Φάουστ την ψυχή του στον δούλο του Διαβόλου, Μεφιστοφελή. Εξαιτίας της ο Φάουστ παραδίδει τον εαυτό του στην Κόλαση. Εκείνη από αγνή παιδούλα που είναι, ακολουθεί στον γκρεμό καταλήγοντας να γίνει παιδοκτόνος και εν τέλει να αποκεφαλιστεί. Όλη την πορεία της Μαργαρίτας στην Κόλαση την παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. Η Ιωάννα Χρυσομάλλη είναι μόλις 22 ετών και κατορθώνει να μας μαγνητίσει. Δεν είναι μόνο η εκπληκτική της ερμηνεία αλλά και η φυσικότητα της κίνησης και της φωνής της που μας καθηλώνει. Σαν μια σύγχρονη σαιξπηρική διασκευή, ο τόσο απαιτητικός ρόλος της Μαργαρίτας του Φάουστ, ερμηνεύεται με πάθος από την Ιωάννα Χρυσσομάλλη, παραπέμποντας μας σε μια άλλη ερωτευμένη και αδικοχαμένη Οφηλία και Δυσδαιμόνα. Πραγματικά, η ερμηνεία της είναι θαυμαστά σαιξπηρική.

Η Έφη Χαντζούλη (Μάρθα) αποδίδει εξαίσια το ρόλο της με την ερμηνεία και την ορθοφωνία της, ως καλή γειτόνισσα της Μαργαρίτας . Η Χαντζούλη μας μεταφέρει υπέροχα στο γυναικείο πρότυπο της εποχής, μιας εποχής καθαρά ανδροκρατούμενης και σφυρηλατημένης με το χέρι του δίκαιου και του πιο ισχυρού. Η ηρωίδα που ενσαρκώνει, η Μάρθα, δείχνει σθεναρά την επιθυμία της να αντισταθεί. Αποδεικνύει την πρόωρη χειραφετημένη της διάθεση να υψώσει τη φωνή της, ενάντια σε έναν κόσμο υποτελή και ασθενικό, έναν κόσμο φαλλοκρατικό, όπου η γυναίκα μέσα σε αυτό είναι ελλιπής και επιρρεπής. Η αμφιθυμία της Μάρθας είναι εξαιρετική, καθώς αποδίδει στα μέγιστα την γυναικεία ψυχολογία σε έναν κόσμο που αρέσκεται στις διαστροφές και δεν δίνει σημασία στην ηθική, έναν κόσμο καθοδηγούμενο από την ανηθικότητα. {Ο άχρηστος, ο ψεύτης των παιδιών μου}….{Α, άλλον τέτοιον άξιο άντρα δεν ξαναβρίσκω! Ήταν λίγο παλαβός μα ήταν και χαριτωμένος, μόνο που να… αγαπούσε τα ταξίδια, τις γυναίκες, το κρασί και το καταραμένο του ζάρι.} Ας μην ξεχνάμε τα λόγια του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου Εμμανουέλ Καντ: «Η ηθική δεν είναι το δόγμα για να είμαστε ευτυχισμένοι, αλλά πώς να είμαστε άξιοι για να γίνουμε ευτυχισμένοι». Mιλάμε για το 1749-1832, μια εποχή όπου ολοκληρώνεται ο τραγικός άνθρωπος, που γεννήθηκε με την Αναγέννηση και την Μεταρρύθμιση. Άλλη μια πλευρά της Έφης Χαντζούλη που μας εκπλήσσει υποκριτικά, είναι εκεί που παρουσιάζεται με πρόσωπο άγριο και σατανικό να λικνίζεται ευλύγιστα στο ρυθμό της μουσικής στη Νύχτα της Βαλπούργης,(σε αντίθεση με την απλοϊκή και αφελή Μάρθα του πρώτου μέρους).

Ο Γιάννης Δαφνιωτίδης στο ρόλο του Βάγκνερ, του σπουδαστή και του Βαλεντίνου, είναι απολαυστικός και πολυσχιδής ενώ η Ευδοκία Κατερινιού στο ρόλο της στρίγκλας και της Λίζας είναι πολυμορφική και ιδανική. Το πηγαίο χιούμορ του Δαφνιωτίδη με την μυστηριακή διάθεση της Κατερινιού προσδίδουν ακόμα περισσότερη πρόκληση ενδιαφέροντος στον θεατή. Με αυτό το θεατρικό έργο, τον Φάουστ του Γκαίτε, σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία της Χρυσάνθης Κορνηλίου περνάμε τα νερά του Αχέροντα χωρίς βαρκάρη , χωρίς οβολό, μόνο με τις αισθήσεις μας, οι οποίες πραγματικά και ουσιαστικά απογειώνονται με την συγκλονιστική ερμηνεία των ηθοποιών και την καθοδήγηση της σκηνοθέτιδας . Άλλωστε, αυτό είναι και το μέλημα του σκηνοθέτη, να συνεπάρει τον θεατή πάνω στη σκηνή και να τον μεταφέρει εικονικά σε έναν άλλο κόσμο, που αν το σκεφτεί κανείς βαθύτερα, δυστυχώς δεν διαφέρει πολύ από τον σύγχρονο κόσμο. Εύγε σε όλο το θίασο για το θαυμαστό και άρτιο καθόλα αποτέλεσμα.

 

 

 

* Η Χρύσα Νικολάκη, είναι Κριτικός Λογοτεχνίας-Θεάτρου, Συγγραφέας, Θεολόγος.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top