Fractal

47 εβδομάδες – 15η εβδομάδα: “Ένας λυγμός μετά από τόσα χρόνια”

Της Μαρίας Λαμπρέ // *

 

 

Η Άλεξ έχει 47 εβδομάδες για να καταφέρει κάτι που θα βάλει σε δοκιμασία το σώμα και το μυαλό της. Έχει 47 εβδομάδες για να προετοιμαστεί κατάλληλα και παράλληλα να ξαναβρεί τη ζωή της. Αποφασισμένη να αλλάξει, αρχίζει να βλέπει την αξία της διαδρομής αντί της στιγμιαίας ικανοποίησης που πάντοτε ένιωθε με την επίτευξη ενός στόχου.  

 

Διαβάστε τις προηγούμενες συνέχειες >>

 

Ένας λυγμός μετά από τόσα χρόνια

Άφησε το αυτοκίνητο στο γκαράζ του λιμανιού και περπάτησε ώς την αποβάθρα. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε δυο φορές κινδυνέψει να χάσει το πλοίο και τώρα από την αγωνία της μήπως το ξαναπεράσει έφτασε μια ώρα πριν την αναχώρηση. Κάθισε σε ένα παγκάκι και άναψε τσιγάρο. Μαζί με την υγιεινή ζωή και το τρέξιμο την είχε βρει και η κομμένη συνήθεια του καπνίσματος. Δεν επέτρεπε όμως σε κανένα να τη δει, στο σπίτι δεν κάπνιζε και στο γραφείο εξαφανιζόταν για 5 λεπτά στην άκρη του μικρού κήπου όταν έβλεπε ότι δεν ήταν κανείς εκεί. Αν ερχόταν ξαφνικά κάποιος γύριζε την πλάτη έσβηνε το τσιγάρο και έφευγε χαμογελώντας συνωμοτικά. Έχει απλώσει τώρα τα πόδια της μπροστά πάνω στην βαλίτσα της, κρατούσε το τσιγάρο χαλαρά στο χέρι και σιγοτραγουδούσε τη «συννεφούλα». Είχε τη συνήθεια να τραγουδάει στον εαυτό της όταν ήθελε να τον κανακέψει. Όταν κάθε βράδυ μετά τις προπονήσεις έτριβε με κρέμες ή με λάδι τα πόδια της τραγουδούσε για δρόμους και ταξίδια, όταν έπηζε στη δουλειά μουρμούριζε για διακοπές και ήλιο, αν είχε στεναχώρια γυρνούσε σε λαϊκό ρεπερτόριο. Μακάρι να ήξερε τι να τραγουδήσει για τις αρρώστιες …

Επιβιβάστηκε στο δελφίνι. Αποφάσισε ότι ήταν η τελευταία φορά που επέλεξε τον ταχύτερο τρόπο ταξιδιού, δεν την ενδιέφερε πλέον πόσο γρήγορα θα φτάσει στον προορισμό της, ήθελε να απολαύσει τη διαδρομή, να την κάνει να τραβήξει όσο το δυνατόν περισσότερο, να έχει την ψευδαίσθηση ότι επεκτείνει τη μέρα πέρα από τις 24 ώρες και τη ζωή πέρα από τη θνητότητα. Κλείνει τα μάτια και αμέσως βυθίζεται σε ένα γλυκό ύπνο ακούγοντας τους άλλους να μιλάνε νανουρίζοντας την με γέλια. Ακούει μέσες-άκρες, ακόμα δεν έχει γίνει ένα με την ομάδα, μιλάει γελάει αλλά δε συμμετέχει, δεν μπορεί να δει να πως συνδέεται ακόμα, ίσως και να μη θέλει μιας και κάποια στιγμή θα υποχρεωθεί να κόψει απότομα. Θεωρούσε το τρέξιμο μοναχικό άθλημα αλλά απολάμβανε όταν είχε και άλλους κοντά της όλο και κάτι άκουγε καινούργιο, χώρια που ακόμα και στα μονοπάτια έβρισκε τον τρόπο να βοηθά. Η Γιούλη τη σκούντησε στον ώμο, «εϊ φτάσαμε ξύπνα, πάλι ξενύχτι χθες;». Η Άλεξ άνοιξε το ένα μάτι τραβώντας και τα χείλη της σε ένα μισό χαμόγελο. Φόρεσε τα γυαλιά ηλίου και κατέβηκε προσεκτικά στο λιμάνι του νησιού. Παρότι μόλις Απρίλιος ο ήλιος ήταν ζεστός και ο καιρός υπέροχος. Το δωμάτιο το είχε κλείσει από τον Ιανουάριο, πριν καλά καλά κλείσει τη συμμετοχή της στον αγώνα. Με αυτό τον τρόπο πίεζε τον εαυτό της να μην κάνει πίσω στον αυθορμητισμό της. Οι υπόλοιποι δυσκολεύτηκαν να βρουν κατάλυμα με αποτέλεσμα να φιλοξενήσει στο δωμάτιο της ακόμα 3 άτομα, σε ράντζο και στο πάτωμα από ότι φαίνεται. Δε βαριέσαι αυτό έχει κάπως την πλάκα του.

Ετοιμάζονται όλοι μαζί δημιουργώντας ένα μικρό πανικό. Σορτσάκια, αθλητικές κάλτσες και αριθμοί συμμετοχής πάνω στα κρεβάτια ή ριγμένα στο πάτωμα. Αλλάζουν και κατεβαίνουν σιγά σιγά να βρουν και τους άλλους στην αφετηρία. Προετοιμασία και πειράγματα, χαμόγελα, αγκαλιές και συναντήσεις. Διαφορετικές ομάδες αλλά όλοι εκεί για ένα σκοπό. Να περάσουν όμορφα πρώτοι ή τελευταίοι.

Χαλαρή εκκίνηση και τρέξιμο στο καλντερίμι (δε θα αφήσει γόνατο το ξέρει). Βγαίνουν γρήγορα στο βουνό. Ακολουθεί τους υπόλοιπους στο δύσκολο μονοπάτι. Περπατάει, τρέχει, σκαλώνει, σκοντάφτει, «φτου πάνε τα δαχτυλάκια μου». Επιτέλους καταλαβαίνει την Άνοιξη, τρέχουνε μέσα σε ψηλά χόρτα με σκόρπιες μαργαρίτες και παπαρούνες. Παντού φυτεμένες κοτρόνες και αρχαία σκαλοπάτια. Ανεβαίνει πιο ψηλά, πάνω στους βράχους, γλιστρά στο χορτάρι χτυπά στις γυαλιστερές πέτρες. Βλέπει ψηλά, πέρα μακριά τους πρώτους, πολύχρωμη γραμμή από φλούο αθλητικά χρώματα. Στα αριστερά της το μοναστήρι ολόλευκο πάνω σε στο λόφο, από που να είναι προσβάσιμο άραγε; φαίνεται τόσο ξεκομμένο και απόκοσμο. Τρέχει σε χωμάτινο δρόμο αρκετά πλατύ αλλά ανηφορικό που καταλήγει σε συστάδες πεύκων, μικρή πρασινάδα σε ένα στεγνό σημείο της διαδρομής. Είναι τώρα αρκετά ψηλά και βλέπει τη θάλασσα, γυαλίζει από τον ήλιο, γυαλίζουν και τα μπράτσα της, το πρόσωπο της από τον ιδρώτα και την προσπάθεια. Πάει στοίχημα ότι είναι ήδη κατακόκκινη. Το ρολογάκι της δείχνει παλμούς στα ανώτερα όρια, «έτσι μπράβο» σκέφτεται. Έχει και άλλο πιο ψηλά, ανεβαίνουν σε πεζούλες, περνάνε χαλάσματα και βρίσκεται πλέον στην κορυφή. Από τη μια το λιμάνι με τα απόλυτα ομοιόμορφα σπίτια στο χρώμα του βράχου και από την άλλη το τίποτα, μόνο θάλασσα και γκρεμνά. Κατεβαίνουν τώρα, αυτό της αρέσει, τρέχει και πηδάει με άγρια χαρά. Περνάει πάνω από στεγνά αυλάκια, γρατσουνίζεται στα πουρνάρια, πατάει πάνω σε θυμάρι και λεβάντες σκορπίζοντας στιγμιαία μυρωδιές. Σε κάθε κατάβαση υπολογίζει ότι μπορεί να τραυματιστεί και να μη μπορέσει να ξανατρέξει. Το δέχεται το ρίσκο, περνάει τους προσεκτικούς και χαμογελάει, συνέχεια από δω και πέρα και μέχρι το τέλος. Μπαίνει στο συνοικισμό, τρέχει στα στενά δρομάκια, δίπλα στους λευκούς τοίχους ξεχωρίζει μια πασχαλιά, πηδάει και τραβάει μια χούφτα ανθάκια. Τα κρατάει ελαφρά για να μη χαλάσουν. Φτάνει στο λιμάνι, πρέπει να κάνει το τελευταίο πέταλο για να φτάσει στον τερματισμό. Πόσος κόσμος! Δίνει με χαρά το χέρι της σε όλες τις παιδικές παλάμες που είναι απλωμένες στη τελική ευθεία, «ναι μικρούλια, ο κόσμος είναι όμορφος, η ζωή είναι παιχνίδι και να σου απλώσει κάποιος το χέρι το μόνο που χρειάζεται καμιά φορά» έτσι σκέφτεται και επιταχύνει. Κάθε φορά το κάνει ακόμα και αν είναι κομμάτια. Της αρέσει να τερματίζει αέρας. Περνάει με φόρα τη γραμμή του τερματισμού και πετά στον αέρα τα ανθάκια της Πασχαλιάς. Κάθεται στα σκαλιά λίγο πιο πέρα, παίρνει ανάσες, πίνει νερό, χαμογελάει ακόμα, τινάζει πίσω τα μαλλιά της, «ο Κώστας;» σκέφτεται και συννεφιάζει …

Με τον Κώστα δεν είχαν συναντηθεί ούτε είχαν μιλήσεις μετά από το πρωινό στο σπίτι της. Η Άλεξ αρχικά του πρότεινε χλιαρά να έρθει μαζί στο νησί, αλλά προφανώς δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες ικανότητες για να δει κάποιος στο ξινισμένο πρόσωπο της ότι στην πραγματικότητα εννοούσε «μη τυχόν και τολμήσεις». Ο Κώστας που την άκουγε να του λέει για την απαιτητική ορεινή διαδρομή που επρόκειτο να τρέξει, δαγκώνοντας ταυτόχρονα την μπαγκέτα γεμίζοντας ψυχούλα το μούσι του και το στέρνο του, τη κοίταζε με περιέργεια και με έκδηλη προσπάθεια να μη σκάσει στα γέλια, λέγοντας της «ρε Άλεξ για να δώσεις σημασία εσύ σε κάποιον θα πρέπει να τον λένε είτε Ταΰγετο ή Όλυμπο ή στη χειρότερη Τουρκοβούνια». Η Άλεξ τον κλότσησε πικαρισμένη ελαφρά στο καλάμι κίνηση που αποφόρτισε εντελώς την πρωινή της αμηχανία. «Ειλικρινά θα ήθελα να έρθεις μαζί, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε μια μέρα νωρίτερα» του είπε η Άλεξ και τώρα όντως το εννοούσε. Αν δεν φοβόταν – πιο πολύ τον εαυτό της – θα του έλεγε, «σε έχω ανάγκη έλα και εσύ μαζί». Ο Κώστας σοβάρεψε, την έπιασε σταθερά από τους ώμους, σαν να ήθελε να δώσει βαρύτητα στα λόγια του και της είπε με τρυφερότητα τόσο αντίθετη με τον με τρόπο που την κοίταζε βαθιά στα μάτια – τρόπο που της έμοιασε με θυμό – «Άλεξ μου έχεις πει πως θέλεις να είμαστε δε ξεχνώ το εικονικό μας συμβόλαιο, δε θέλω να κάνω κάτι που θα σε απομακρύνει πάλι». Αυτό ήταν είχε πέσει στην ίδια την παγίδα της, έπρεπε να συντηρήσει κάτι που πλέον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν μπορούσε να ισχύσει. Αλλά πάλι τι να κάνει να του πει ότι ήταν ερωτευμένη, ότι ήθελε να είναι μαζί του κάθε μέρα, ότι ήθελε να προγραμματίζουν διακοπές και μελλοντικά ταξίδια, ποιο μέλλον, πόσο καιρό της είχε πει ο γιατρός … «Σε ευχαριστώ Κώστα, είχα ανάγκη να ακούσω ότι εξακολουθούμε να είμαστε απόλυτα εντάξει στην συμφωνία μας», έτσι του είπε χαμογελώντας, αγκαλιάζοντας τον χαλαρά πριν κατευθυνθεί με σταθερά και σίγουρα βήματα προς την κρεβατοκάμαρα για να ντυθεί και να πνίξει ένα λυγμό που ένιωσε να ανεβαίνει στο λαιμό της, τον πρώτο μετά από τόσα χρόνια.

 

 

* Μαρία Λαμπρέ, γεννημένη στον Πειραιά, οικονομολόγος. Οι αριθμοί μεταμορφώνονται κάθε μέρα σε γράμματα που προσπαθούν να βρουν το χώρο τους ανάμεσα σε υπολογιστικά φύλλα και οικονομικές αναλύσεις.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top