Fractal

✔ Δημήτρης Ντάσκας: Περιμένοντας ν’ανάψει το πράσινο …. | Σκέψεις από τη Γαλλία

 

“Στη διάρκεια αυτού του παρατεταμένου παρόντος, συνθέτουμε ένα πολυσυλλεκτικό, θραυσματικό ημερολόγιο-ντοκιμαντέρ από τους ανθρώπους του θεάτρου, για και πέρα από το θέατρο. Δημιουργούμε  τα «Ημερολόγια θεάτρου σε καραντίνα»: έναν τόπο συνάντησης και επικοινωνίας με αφορμή την αγάπη μας γι’ αυτό, αλλά και ένα τεκμήριο για το μέλλον, για την εποχή που το θέατρο θα έχει ξανακερδίσει τη φυσική του υπόσταση και θα αναζητά με συσσωρευμένη ορμή να μετουσιώσει αυτή τη συλλογική εμπειρία σε δημιουργική πρώτη ύλη κι από εκεί σε σκηνική πράξη.Αυτή η εποχή δεν είναι μακριά. Αλλά ούτε έχει ορατή ημερομηνία. Μέχρι τότε, θα αφήνουμε κάθε μέρα ένα ίχνος, μια ψηφίδα ενός μωσαϊκού που έχει χαρακτήρα συλλογικό, βιωματικό, βαθιά ανθρώπινο. Το φως της σκηνής σβηστό, το φως μέσα μας αναμμένο.”  Μάρθα Μπουζιούρη

 

 

Στα εργαστήρια ερασιτεχνών ενηλίκων που έχω κατά καιρούς δουλέψει, υπάρχει ένα μοτίβο που κάπως επαναλαμβάνεται. Μια συμπεριφορά, ένα τικ σχεδόν, που μπορεί να έρθει από οποιουσδήποτε συμμετέχοντες: τόσο από τους ορεξάτους όσο και από του αδιάφορους, τόσο από τους πιο ενεργητικούς όσο και από τους πιο κρατημένους. Η συμπεριφορά αυτή εμφανίζεται ανεξαρτήτως μορφωτικού, οικονομικού, ή κοινωνικού επιπέδου των συμμετεχόντων.

 

Δημήτρης Ντάσκας 

 

Το τικ αυτό, όταν εμφανίζεται, διαλύει οποιαδήποτε συγκέντρωση, οποιαδήποτε ομαδικότητα, οποιαδήποτε στιγμή συντονισμού ή έμπνευσης έχει επιτευχθεί εκείνη τη στιγμή από τους συμμετέχοντες.

Μπλοκάρει τη ροή, τον ενστικτώδη αυθορμητισμό, την επαφή του «ενόχου» με το συναίσθημα του, καθώς και την επαφή του με το σύνολο. Περιορίζει τη φαντασία και τη δημιουργικότητα του, παρ’ όλο που εκ πρώτης όψεως δίνει την εντύπωση ότι κάνει το ακριβώς αντίθετο.

Φυσικά,  η λέξη «ένοχος» είναι υπερβολική, γιατί πρόκειται για μια φυσιολογική, ανθρώπινη διαδικασία. Με πάσα ειλικρίνεια, μπορώ να πω ότι στους θιάσους που έχω δουλέψει, συχνά ο φορέας αυτής της «παιδικής ασθένειας» είμαι εγώ – ίσως γι’ αυτό το αναγνωρίζω εύκολα ως συμπεριφορά όταν το βλέπω, και καταλαβαίνω πόσο κακό μπορεί να κάνει.

Ποια είναι αυτή η συμπεριφορά;

Το σχόλιο.

Η ανάγκη για σχολιασμό.

Σχολιασμό των πάντων.

Όλων αυτών που γίνονται μέσα στην ώρα του μαθήματος, από τις φόρμες που φοράμε και τις ασκήσεις που κάνουμε, μέχρι τους αυτοσχεδιασμούς και τις σκηνές.

Αλλά και όλων αυτών που γίνονται εκτός μαθήματος – το λεωφορείο που άργησε, η θέση για πάρκινγκ που βρέθηκε με δυσκολία, οι επαγγελματικές ανησυχίες. Πληροφορίες που έρχονται και σκάνε σαν μικρές χειροβομβίδες έντασης και διάλυσης σε οποιαδήποτε άσχετη στιγμή, και κατά τη διάρκεια ή της πρόβας.

Η αντίδραση μου σε όλα αυτά ποικίλει. Αρχικά, έμπαινα στη διαδικασία να απαντήσω στο σχόλιο με σχόλιο, από ανάγκη ίσως να κερδίσω την ομάδα, ειδικά αν η ομάδα ήταν καινούρια. Αργότερα, απλώς παρακαλούσα να μη σχολιάζουν για να μη αποσυντονιζόμαστε και καταστρέφουμε αυτό που πήγαινε να δημιουργηθεί μεταξύ μας. Τελευταία, προτιμώ, όσο γίνεται, απλώς να συνεχίζω τη δουλειά μου, προσπαθώντας να ενισχύσω αυτό που γίνεται στην άσκηση για να μπορέσει να υπερκεράσει την μικρή «επίθεση» που δέχεται από τον ιό των σχολίων. (See what I did there?)

Αυτό που άρχισα να λέω πρόσφατα στους συμμετέχοντες στα εργαστήρια αυτά είναι το εξής:

 

Επιτρέψτε στον εαυτό σας, αυτές τις λίγες στιγμές της εβδομάδας που βρισκόμαστε, να μην έχει την ανάγκη να σχολιάσει. Να μη χρειάζεται να πει κάτι έξυπνο. Να μη χρειάζεται να πάρει απόσταση από τα γεγονότα για να εκφέρει άποψη. Μπείτε μέσα στο γεγονός και παρατηρήστε το εκ των έσω. Ξεκουράστε τον μυαλό σας από τη συνεχή πίεση να κάνει το πιο γρήγορο, το πιο έξυπνο, το πιο εύστοχο, το πιο πετυχημένο, το πιο αστείο, το πιο ανατρεπτικό σχόλιο. Επιτρέψτε στο μυαλό σας να σωπάσει για λίγο.

 

Σωπάστε λίγο.

Μόνο ακούστε και δράστε.

Μόνο που αν σωπάσουμε για λίγο, αν δεν κάνουμε τίποτα, θα νιώσουμε αμήχανοι.

Εδώ είμαστε.

Τα σχόλια έχουν στόχο να σκοτώνουν αυτήν ακριβώς την αμηχανία. Να μας γλυτώσουν από αυτήν.

Η περίοδος του εγκλεισμού που ζούμε, μου θυμίζει τη στιγμή που οδηγάω στην πόλη και ξαφνικά με πιάνει κόκκινο. Έχω δεκαπέντε δευτερόλεπτα αναμονής. Νεκρού χρόνου. Αμηχανίας. Συνήθως ανοίγω το κινητό μου σε αυτά τα δεκαπέντε δευτερόλεπτα για να σκοτώσω αυτή την αμηχανία. Γιατί δεν την αντέχω. Εκεί, στο κόκκινο φανάρι, μέσα σε αυτά τα δεκαπέντε δευτερόλεπτα νεκρού χρόνου που ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ, που ο φρενήρης ρυθμός μας έχει μπει σε pause, μπορεί απλώς να μας πιάσουν τα κλάματα και να καταρρεύσουμε. In an ordinary day. Γιατί αυτό που θα γεννηθεί από αυτή την αμηχανία δεν το ελέγχουμε. Κι ας είναι κάτι που γεννιέται από μέσα μας.

Όμως εμείς στο θέατρο θέλουμε να δούμε τι θα γεννηθεί από αυτή την αμηχανία, από αυτόν το νεκρό χρόνο.

Θέλουμε να προκύπτουν πράγματα που δεν έχουμε προβλέψει.

Τι σχέση έχει αυτό με αυτό που ζούμε τώρα και με τα ημερολόγια καραντίνας;

Έχω την αίσθηση ότι είναι μια καραντίνα με πολύ θόρυβο, πολλά σχόλια, πολλά λόγια.

Πολλά λόγια που χρησιμεύουν στο να κρύψουν, όχι στο να φανερώσουν.

Μια καραντίνα με πολλή ανάγκη να αποδείξουμε ότι υπάρχουμε ως καλλιτέχνες αλλά και γενικότερα. Πολλή ανάγκη να δείξουμε σε όλον τον κόσμο πώς περνάμε κλεισμένοι μέσα, πολλή ανάγκη να δείξουμε ότι είμαστε απαραίτητοι, ότι δεν έχει σταματήσει ο δημιουργικός μας οίστρος, ότι αξίζουμε ακόμα να υπάρχουμε ακόμα και όσο τα θέατρα είναι κλειστά, ότι δεν πρέπει να μας ξεχάσουν, πολλή ανάγκη να πείσουμε ότι αυτός ο χρόνος για μας δεν είναι νεκρός, αλλά συνεχίζουμε να παράγουμε αριστουργήματα για τους θεατές. Τους όποιους θεατές. Τους τηλεθεατές. Όπου κι αν βρίσκονται, και με όποιο μέσο κι αν μπορέσουμε να τους φτάσουμε.

Πολλή ανάγκη για πολύ θόρυβο

Ίσως επειδή η σιωπή έχει κάτι το τρομαχτικό, ή απλώς κάτι το ανοίκειο.

Δεν πειράζει όμως.

Θέλω να δω πού θα με πάει αυτός ο τρόμος, αυτή η έλλειψη οικειότητας.

Ασχολούμαι με μια παραστατική τέχνη και η δουλειά μου, εξ ορισμού, έχει πολλή επαφή, πολλή επικοινωνία, πολλή εξωστρέφεια. Κι αυτή η εξωστρέφεια μεταβάλλεται συχνά σε φασαρία και σκόρπισμα.

Ώρα να μαζέψω τα κομμάτια μου, να καθίσω λίγο να δω και να ακούσω τι συμβαίνει.

Τι συμβαίνει τόσο έξω, όσο και μέσα μου.

Χωρίς σχόλια.

Να απολαύσω αυτή την πολυτέλεια του ήσυχου χρόνου.

Ήσυχος είναι, δεν είναι νεκρός.

Ο χρόνος που χρειάζεται το μέσα μου για να ξεκουραστεί, να αδειάσει, να χωνέψει, να μετασχηματίσει και να ξαναμπεί στη φάση της δημιουργίας, όταν έρθει η ώρα. Είναι απαραίτητος αυτός ο χρόνος.

Να απολαύσω ακόμα και το χρόνο να δουλέψω τώρα μόνος  με τον εαυτό μου.

Αυτό είναι ίσως το βασικότερο εργαλείο ενός καλλιτέχνη.

Ας καθαρίσουμε τα μάτια μας, τα αυτιά μας, το μυαλό μας για να υποδεχτεί και να καταλάβει καλύτερα τον νέο κόσμο που θα συναντήσουμε όταν τελειώσει αυτός ο εγκλεισμός. Και να μπορέσουμε να δράσουμε μέσα σε αυτόν.

Γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, θα είναι ένας πολύ διαφορετικός κόσμος.

Και σε αυτόν τον διαφορετικό κόσμο, μάλλον θα χρειαστούμε κάτι πολύ περισσότερο και πολύ πιο οξυδερκές από απλά σχολιάκια, για να τη βγάλουμε καθαρή ως άνθρωποι, και να δημιουργήσουμε ως καλλιτέχνες.

 

 

 

 

Ο Δημήτρης Ντάσκας  είναι ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης, μουσικός, τραγουδοποιός με σπουδαίες συνεργασίες σε Ελλάδα και εξωτερικό σε θέατρο και κινηματογράφο. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και με σπουδές υποκριτικής στη δραματική σχολή «Μορφές» του θεάτρου Εμπρός, έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων και με τους: Δημήτρη Μαυρίκιο, στις παραστάσεις «Το Τερατώδες αριστούργημα» και «Ανδρομάχη»,  Βασίλη Χατζηνικολάου στα έργα «Ενός πουλιού, μόνο, η φωνή…» και «Press the button»,  Έφη Θεοδώρου στο «Ρομπέρτο Τσούκο», Δαμιανό Κωνσταντινίδη στο «Όπως σας αρέσει», Θέμη Μουμουλίδη στις παραστάσεις  «Φάουστ» και «Η όπερα της πεντάρας», Λευτέρη Βογιατζή στο έργο «Ο πρίγκηπας του Χόμπουργκ», Παναγιώτη Λάρκου στο «Ο αγλέορας και οι φίλοι της Ευριδίκης Μπόντι» και «Παράξενο δεν είναι;», Δημήτρη Λιγνάδη στο «Βάτρα-Χ», Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο στους «Αχαρνής», Νικαίτη Κοντούρη στο «Συρανό» και Χρύσα Σπηλιώτη στο «Αγκά –Σφι και Φι». Είναι ιδρυτικό μέλος της ομάδας «MANIART». Έχει επίσης ασχοληθεί με το ραδιόφωνο και τη μετάφραση αλλά και τον κινηματογράφο. Ήδη  κινείται και εκτός συνόρων και συγκεκριμένα στη Γαλλία, όπου έπαιξε στην παράσταση Ιθάκη του Μ. Στράους, σε σκηνοθεσία Ζαν-Λουί Μαρτινελί, στο θέατρο Ναντέρ-Αμαντιέ, στο Παρίσι, ενώ συνσκηνοθέτησε και έπαιξε στην παράσταση Χώρα γενέθλια,  βασισμένη στα κείμενα του Δ. Δημητριάδη Λήθη και Εμείς και οι Έλληνες, στο Θέατρο Λιμπερτέ, στην Τουλόν. Έχει συνεργαστεί με την Fanny Ardant, τον Charles Berling στο θέατρο Nanterre – Amandiers. Επίσης είναι σημαντική η παρουσία του στο Théâtre du Soleil.

 

 

 

Πηγή: https://documentarytheatre.com/

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top