Fractal

✔ Χριστόδουλος Χάλαρης: πέρασε απέναντι με τους «Δροσουλίτες» του

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

 

«Του θάνατου παράγγειλα/ Του χάρου παραγγέλνω/Ανάθεμά σε χάροντα/ Και μια κατάρα στέλνω/ Και λέω της χαρόντισσας/ Στα χαροπαίδια λέω// Ρούχο ‘χω πράσινο, είναι αφόρεγο/ Φορώ το και γελώ σε/ Άρτος στο χέρι μου είναι επτάζυμος/Τρώγω τον και θωρώ σε// Και λέω της χαρόντισσας/ Στα χαροπαίδια λέω/Ανάθεμά σας όφιδες/Και άλλο πια δεν κλαίω….»

Έφυγε από την ζωή σε ηλικία 72 ετών και ο Έλληνας συνθέτης και μουσικολόγος Χριστόδουλος Χάλαρης, ο τέταρτος συντελεστής του τραγουδιού. Νίκος Ξυλούρης, Χρύσανθος και Γιάννης Κακουλίδης, είναι ήδη απέναντι για να τον περιμένουν.

 

 

Ο Χριστόδουλος Χάλαρης, παιδί κρητικής οικογενείας μουσικών και με πρώτη και παντοτινή αγάπη του τη βυζαντινή μουσική, γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1946, μεγάλωσε στην Κρήτη και έκανε μαθήματα βυζαντινής μουσικής με τον Απόστολο Βαλληνδρά. Από το 1964 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και σπούδασε μαθηματικά, κυβερνητική και μουσικό αυτοματισμό.

Το 1969 επέστρεψε και άρχισε να ερευνά τη βυζαντινή μουσική. Η διδακτορική του διατριβή είχε ως θέμα τη δομική ανάλυση της βυζαντινής μουσικής. Από το 1970 υπήρξε μέλος του Παρισινού «Κέντρου Μαθηματικών Σπουδών Μουσικού Αυτοματισμού». Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ίδρυσε την «Ορχήστρα παλαιών παραδοσιακών και πρωτότυπων Οργάνων» (κατασκευάζοντας πολλά από αυτά τα όργανα μόνος του) και παρουσίασε την «Κοσμική βυζαντινή μουσική».

 

 

Η 17μελής ορχήστρα του, μετονομασμένη σε «Ορχήστρα λεπτών οργάνων αρχαίου και βυζαντινού ρεπερτορίου», λειτούργησε για αρκετό διάστημα υπό την αιγίδα της Τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης. Ενώ, παράλληλα, στη δεκαετία του 1980 δημιούργησε τη δισκογραφική Εταιρεία «Οrata», η οποία έχει στον Κατάλογό της σημαντικά έργα της βυζαντινής περιόδου, που ηχογραφήθηκαν υπό την εποπτεία του και συνάντησαν διεθνή αποδοχή.

Ο ίδιος διέθεσε μεγάλο μέρος του χρόνου και των χρημάτων του για να ανακαλύψει και να αποκρυπτογραφήσει – ως έργο ζωής – χειρόγραφα μεσαιωνικής βυζαντινής μουσικής, που βρίσκονται στην κατοχή του. Επίσης, δημιούργησε το Μουσείο αρχαίων και βυζαντινών οργάνων στη Θεσσαλονίκη.

 

 

Ο Χριστόδουλος Χάλαρης υπήρξε επί δεκαετίες και ένας εναργέστατος ερευνητής μουσικολόγος με σχεδόν αποκλειστικό αντικείμενο τη βυζαντινή μουσική. Καρπός αυτής της μακράς και επίπονης έρευνάς του είναι το τρίτομο σύγγραμμα «Η ιστορία της αρχαίας ελληνικής και της βυζαντινής μουσικής».

Οι μουσικοί κύκλοι «Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία», «Δροσουλίτες», «Ερωτόκριτος» υπήρξαν δικά του παιδιά.

Σποραδικά ο Χριστόδουλος Χάλαρης καταπιάστηκε και με τη μουσική για εικόνα, γράφοντας soundtrack για κινηματογραφικές ταινίες ή ντοκιμαντέρ. Η πρώτη μεγάλη στιγμή του στον τομέα αυτό ήρθε το 1980 με τη μουσική που έγραψε για την ταινία «Ο Μεγαλέξαντρος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

 

 

Η συμβολή του Χριστόδουλου Χάλαρη στη δισκογραφία:

Τροπικός της Παρθένου (1973), Ακολουθία (1974), Τα Παιδικά (1974), Δροσουλίτες (1975), Ερωτόκριτος (1976), O Μεγαλέξαντρος (1980, η μουσική της ταινίας). Πάθη απόκρυφα (1986, 2 LP), Οι Μελωδοί του πάθους (1986, 2LP), Φωτογραφία (1986, η μουσική της ταινίας), Δήμων ωδές, Αρχαία, Βυζ. Μουσική (1988, 5LP), Πανδώρα: Αστική μεταβυζαντινή κοσμική μουσική (Ι,ΙΙ,ΙΙΙ- 1990,91,93, 3CDs), Κοσμική βυζαντινή μουσική (1989-92, 5 CDs), Συμποτικά (1990-91, 2 CDs), Ακριτικά (4 CDs, 1990-91), Βυζαντινοί μαΐστορες (6 CDs, 1991), Ελλήνων ωδές, Ι (1992, 3 CDs), Γαμήλια» (1992, 2 CDs), Μουσική της αρχαίας Ελλάδος (1992, 3CDs), Μουσικές του Αιγαίου Πελάγους (1992-93, 3 CDs), Κλέφτικα (1993, 2 CDs), Ελληνικές ελεγείες (1993, CD), Μουσικές του Έρωτα (1993, CD), Ανθολογία μεσαιωνικής βυζαντινής μουσικής, Ι-ΙΙ (1993, 2 CDs), Ελληνικά μεσαιωνικά τραγούδια, Ι (1993, CD), Ενόργανα, Ι (1994, CD), την όπερα “Πουλολόγος, οι Γάμοι του Κόκορα” (1993, CD, από σατιρικό βυζαντινό κείμενο του 13ου αι.).

Έγραψε επίσης μουσική για 8 αρχαία έργα (τραγωδίες και κωμωδίες) και για το μεσαιωνικό δράμα «Η θυσία του Αβραάμ».

Τιμήθηκε για το έργο του «Ρωμανός ο Μελωδός» με το βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1978).

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top