Fractal

Μια ιστορία αγάπης σαν παραμυθία

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

Από τη ζωή της Βυζαντινής ποιήτριας Κασσιανής

 

Μιας κι η μοσχοβολούσα πασχαλιά μυρίζει Πάσχα, Λαμπρή, μα λαμπρή χωρίς Μεγάλη Σαρακοστή και Νυμφίο, χωρίς Μεγάλη Εβδομάδα  με «τροπάριο Κασιανής», ανθοστόλιστους Επιταφίους και Εγκώμια δεν γίνεται, σκέφτηκα να σας διηγηθώ μια ιστορία αγάπης που έχει σχέση με τη Μεγάλη Τρίτη και μοιάζει λίγο με παραμύθι. Πλέχτηκε γύρω από ένα «ιδιόμελο» τροπάριο, ένα θρησκευτικό ύμνο δηλαδή που ψέλνεται με δική του μελωδία. Το ακούμε στην εκκλησία κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ στον Εσπερινό. Είναι το περίφημο «τροπάριο της Κασσιανής». Έτσι το λέμε από το όνομα της Βυζαντινής ποιήτριας Κασσιανής που το έγραψε όταν ήταν μοναχή στο μοναστήρι. Άλλοι την αναφέρουν ως Κασσία και Κασία ή Εικασία. Η παράξενη όσο και πολύ συγκινητική ιστορία του τροπαρίου ξεφεύγει από τα καθημερινά δρώμενα. Μας πάει σε μια άλλη εποχή και μας μιλάει για κάποια …Καλλιστεία της εποχής εκείνης, που οργάνωσε μια πανούργα μητέρα βασιλιά του Βυζαντίου.

Η Κασσιανή, λένε οι παραδόσεις, ήταν  μια πολύ όμορφη, πολύ σεμνή, πολύ μορφωμένη και πολύ περήφανη αρχοντοπούλα που έζησε στο Βυζάντιο τον ένατο μ. Χ. αιώνα, τον καιρό του αυτοκράτορα Θεοφίλου, σύμφωνα με τις παραδόσεις. Μοιάζει κάπως με ρομαντικό μυθιστόρημα, με παραμύθι.

(Θυμίζει τον Πάρη και το «μήλο της Έριδας» που πρόσφερε ο γιος του Πριάμου στη θεά Αφροδίτη, την «ομορφότερη» από τις άλλες δυο θεές, την Αθηνά και την Ήρα. Κι αυτό γιατί η θεά του έρωτα υποσχέθηκε στο νεαρό βασιλόπουλο, το γιο του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας, πως θα τον βοηθούσε να παντρευτεί την  ομορφότερη γυναίκα του κόσμου, που δεν ήταν άλλη από τη βασίλισσα της Σπάρτης, την Ωραία Ελένη! Κι όπως μας λέει ο μύθος η «αρπαγή της Ωραίας Ελένης» έγινε αφορμή να ξεκινήσουν από την Ελλάδα στρατοί και καράβια με βασιλιάδες πολεμάρχους. Και να γίνει ένας από τους φοβερότερους πολέμους της ιστορίας μας, ο «Τρωικός πόλεμος»).

Στην περίπτωση όμως του Θεόφιλου και της Κασσιανής τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Ο πόλεμος δεν κηρύχτηκε ποτέ. Έμεινε κρυμμένος στην καρδιά των δυο ανθρώπων. Το χρυσό «μήλο’ έγινε αφορμή να γραφτεί ένα πολύ ωραίο ποίημα, που δεν είναι άλλο από το «τροπάριο της Κασσιανής»!

Λένε λοιπόν οι παραδόσεις πως όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί ο Βασιλιάς Θεόφιλος, η μητέρα του, η Ευφροσύνη, ανάλαβε να του βρει μια καλή και ωραία νύφη, για να γίνει βασίλισσα. Οργάνωσε λοιπόν ένα είδος «καλλιστείων», για να εκλέξει ο γιος της τη μέλλουσα βασίλισσα. Κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη τις πιο όμορφες αρχοντοπούλες του Βυζαντίου.

Από αυτές ξεχώριζαν δώδεκα, οι πιο όμορφες. Κι ανάμεσα στις καλλονές αυτές έλαμπαν δυο πανέμορφες, η Κασσιανή και η Θεοδώρα από την Παφλαγονία. Ποια να προτιμήσει ο βασιλιάς;

Τι να κάμει λοιπόν ο Θεόφιλος όταν βρέθηκε μπροστά στο αδιέξοδο; Ήταν ανάγκη να πάρει μια απόφαση. Σκέφτηκε να δοκιμάσει και την εξυπνάδα τους και να προτιμήσει εκείνη τη νέα που θα του έδινε την καλύτερη κατά τη γνώμη του απάντηση σε κάποια ερώτηση που θα έκανε στην κάθε μια. Και να τι σοφίστηκε:

Κρατώντας ένα χρυσό μήλο, που θα πρόσφερε στην «εκλεκτή» του, μπήκε στην αίθουσα «των καλλιστείων» και περνώντας μπροστά από τις νέες που περίμεναν με ανυπομονησία ποια θα είναι η τυχερή, της έλεγε μια φράση. Εκείνες ξαφνιασμένες απαντούσαν όπως μπορούσαν. Όταν ο βασιλιάς βρέθηκε μπροστά στην Κασσιανή της λέει δήθεν για να την πειράξει:

«Ώς άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα

Που απλά θέλει να πει:

«Άραγε, γιατί από τη γυναίκα ήρθαν τα κακά»,

εννοώντας την Εύα που με την παρακοή της στο θέλημα του Θεού έφερε στον κόσμο την αμαρτία και το κακό, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Και περίμενε την αντίδρασή της, σίγουρος πως θα την έφερνε σε δύσκολη θέση.

Πόσο λάθος όμως έκανε! Η Κασσιανή τότε, που ήταν πολύ μορφωμένη και έξυπνη, αυθόρμητα και θαρρετά, χωρίς κανένα δισταγμό, του απάντησε: \

«Και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω!»

Που θα πει:

        «Και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα!»,

εννοώντας προφανώς την Παναγία που έφερε στον κόσμο το Σωτήρα Ιησού Χριστό. Νόμιζε πως ο βασιλιάς θα ενθουσιαζόταν και θα την προτιμούσε για βασίλισσα του Βυζαντίου.

Ο Θεόφιλος δαγκώθηκε.

«Δε μου κάνεις εσύ, αν και είσαι πολύ όμορφη. Πολύ την έξυπνη κάνεις!» Είπε μέσα του.

Δεν της πρόσφερε το μήλο, αν και το προόριζε για κείνη. Την προσπέρασε χαμογελώντας και πρόσφερε το χρυσό μήλο στη Θεοδώρα, αλλά η Κασσιανή ήταν πολύ πιο όμορφη κι από τη Θεοδώρα, και ποιήτρια!

Θα νόμιζε κανείς πως δεν υπήρξε συνέχεια, αφού η Κασσιανή, αν και αδικήθηκε, δε διαμαρτυρήθηκε. Υποκλίθηκε ευγενικά στο βασιλιά και μαζεύοντας τα φορέματά της αποχώρησε περήφανη με το κεφάλι ψηλά. Όμως το θεώρησε μεγάλη προσβολή που ο βασιλιάς της φέρθηκε έτσι. Αποφάσισε να μην παντρευτεί κανέναν άντρα και να αφιερωθεί στο Θεό, να κερδίσει τη βασιλεία του ουρανού, αφού δεν έγινε βασίλισσα του Βυζαντίου. Έτσι λένε.

Από τότε δεν ξαναβγήκε στον κόσμο. Τον απαρνήθηκε. Φόρεσε το σχήμα και το ένδυμα της μοναχής και κλείστηκε σε μοναστήρι για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Αφοσιώθηκε στις προσευχές και στην ποίηση. Εκεί έγραψε πολλά και ωραία ποιήματα, ανάμεσα στα οποία και το ποίημα για την αμαρτωλή του Ευαγγελίου, η οποία άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρο λίγο προτού να οδηγηθεί στο σταυρό. Κι αυτό είναι το «τροπάριο της Κασσιανής».

 

 

Ο θρύλος όμως και η φαντασία του λαού δεν άφησε ήσυχη την άτυχη αρχοντοπούλα. Λένε, λοιπόν πως με τον καιρό μετάνιωσε ο Θεόφιλος που την πρόσβαλε και την έψαχνε σε γη και ουρανό. Ήταν βέβαια και πολύ περίεργος να δει τι απέγινε η Κασσιανή. Και ψάχνοντας, ψάχνοντας, βασιλιάς ήταν, έμαθε κάποτε πως η Κασσιανή έγινε εξαιτίας του μοναχή.

«Δε γίνεται! Θα πάω να τη βρω! Αφού έγινε μοναχή θα πει πως με αγαπάει ακόμα. Δε θα μπορέσει να αντισταθεί στη θέλησή μου ούτε να μου ξεφύγει με τα τεχνάσματά της. Θα τη βρω και θα της πω ότι την έχω  κλεισμένη στην καρδιά μου». Είπε.

Ο εγωισμός και η πίστη στη δύναμη του στέμματος που φορούσε οδήγησε τα φιλόδοξα βήματά του ίσαμε τις κλειστές θύρες του μοναστηριού.

Χτύπησε και όπως ήταν φυσικό οι μοναχές του άνοιξαν. Ο βασιλιάς μπήκε με όλη του τη μεγαλοπρέπεια και ζήτησε να δει το μοναστήρι. Οι μοναχές του άνοιξαν πάλι διάπλατα τις εσωτερικές θύρες. Και κείνος πήγαινε από κελί σε κελί χωρίς να φανερώσει το σκοπό της επίσκεψής του. Η Κασσιανή εκείνη την ώρα έγραφε το ποίημα για τη μετανοούσα αμαρτωλή του Ευαγγελίου που έλουσε τα πόδια του Ιησού με πανάκριβο μύρο και τα σκούπισε με τα πλούσια μαλλιά της.

Όταν ο Θεόφιλος έφτασε έξω από το κελί της, εκείνη άκουσε τα βήματά του και τα αναγνώρισε. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά για κείνον. ένα ρίγος σαν αιχμηρό βέλος διαπέρασε το κορμί της. Τα πόδια άρχισαν να τρεμουλιάζουν. Άφησε κάτω τη γραφίδα κι ήταν έτοιμη να τρέξει κοντά του. Αλλά την ίδια στιγμή θυμήθηκε τον όρκο που είχε δώσει στο Θεό, όταν φόρεσε στο όμορφο κορμί της το σχήμα και το ένδυμα της μοναχής και το χρέος που την υποχρέωνε να μην παραβεί τον όρκο.

Αντιστάθηκε στον πειρασμό. ‘Ηταν πλέον πολύ αργά για το Θεόφιλο. Η μοναχή είχε δοθεί στο Θεό με όλη της την ψυχή και την καρδιά. Παράτησε τρέμοντας από συγκίνηση και ταραχή μισοτελειωμένο το ποίημα και κρύφτηκε για να μην τον συναντήσει.

Ο Θεόφιλος άνοιξε τη θύρα και μπήκε. Η μοναχή έλειπε. Κατάλαβε πως δεν επιθυμούσε να τον δει. Πρόσεξε όμως το χειρόγραφό της. Πλησίασε ταραγμένος στο αναλόγιο της μοναχής, είδε το ποίημα που εκείνη έγραφε και διάβασε:

 

«Κύριε,

η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,

την σην αισθομένη θεότητα,

μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,

οδυρομένη μοίρα σοι προ του ενταφιασμού

   κομίζει.

Οίμοι, λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει,

οίστρος ακολασίας ζοφώδης τε

και ασέληνος έρως αμαρτίας.

Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,

ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ.

Κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της

   καρδίας,

ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.

Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,

αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής

   μου βοστρίχοις…

Εκεί σταματούσαν οι στίχοι της Κασιανής. Ο Θεόφιλος εννόησε το σκοπό της εξαφάνισής της, ότι δηλαδή της ήταν ανεπιθύμητος, πήρε τη γραφίδα και συμπλήρωσε τους δυο παρακάτω στίχους που είναι στην παρένθεση:

 

(ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν,

κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη)»

 

Και σεβόμενος την απόφασή της να μείνει μοναχή, γύρισε λυπημένος, βγήκε συγκλονισμένος και ταπεινωμένος από το μοναστήρι, πήδησε στο άλογό του, το σπιρούνισε κι απομακρύνθηκε καλπάζοντας. Και ποτέ ξανά δεν διανοήθηκε να ταράξει την ηρεμία και τη γαλήνη της μοναχής.

Η Κασιανή όταν εκείνος έφυγε γύρισε στο κελί και στη δουλειά της. Διάβασε της δυο στίχους του Θεόφιλου, της βρήκε ταιριαστούς στη θέση εκείνη και συνέχισε  το ποίημα για την αμαρτωλή του Ευαγγελίου:

 

«Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων μου

    αβύσσους

της εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;

Μη με την σην δούλην παρίδης

ο αμέτρητον έχων το έλεος».

 

Έτσι θέλουν την Κασσιανή οι παραδόσεις, οι μύθοι και οι θρύλοι της εποχής εκείνης. Υπάρχει της και η άλλη, η επίσημη και μάλλον η πιο σωστή εκδοχή. Ότι δηλαδή η Κασσιανή ήταν μια πολύ όμορφη και μορφωμένη, ενάρετη χριστιανή ποιήτρια και μοναχή που έζησε στην Κωνσταντινούπολη τον καιρό του Θεόφιλου, γύρω στα 829-842 μ. Χ. και στη συνέχεια του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Γ’, σε μοναστήρι που η ίδια ίδρυσε. Και πως έχει γράψει πολύ καλύτερους θρησκευτικούς ύμνους από αυτόν που αναφέρεται στην αμαρτωλή του Ευαγγελίου. Και γνωμικά έγραψε και επιγράμματα επιτύμβια και στίχους τρυφερούς και χαριτωμένους. Ήταν μια σπουδαία Βυζαντινή ποιήτρια.

Η Κάσος, το νησί της Δωδεκανήσου διεκδικεί την Κασσιανή, τη θέλει καταγόμενη από κει, εξαιτίας του ονόματός της. Αν και στα συναξάρια, της βίους δηλαδή των αγίων της εκκλησίας δεν αναφέρεται πουθενά η Κασσιανή, η μνήμη της γιορτάζεται της 7 Σεπτεμβρίου.

Καλύτερα βέβαια να μέναμε στην παράδοση που τη θέλει υποψήφια νύφη του βασιλιά Θεόφιλου και μετά μοναχή, προορισμένη να γίνει  βασίλισσα των ουρανών, της την ξέρει ο κόσμος. Είναι πιο τρυφερή και πιο ανθρώπινη η ιστορία της. Και να να αγαπήσουμε το ποίημα που έγραψε. Και αν μπορέσουμε να το ακούσουμε της το ψέλνουν οι ψάλτες το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης. Είναι τόσο απλό και ουσιαστικό και τόσο απαλά όμορφο! ΄Οσο όμορφη και μαγευτική είναι και η Ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών με το Νυμφίο, το Μυστικό Δείπνο, την προδοσία του Ιούδα και τη σύλληψη του Ιησού τη Μεγάλη Τετάρτη, την ολονύχτια διαδικασία της δίκης και την καταδίκη του τη Μεγάλη Πέμπτη, την πορεία της το Γολγοθά και τη Σταύρωση τη Μεγάλη Παρασκευή, της θαυμάσιους ύμνους των εγκωμίων με τα κεριά και την εωδία των λουλουδιών που στολίζουν της επιταφίους. Και μετά, το Μέγα Σάββατο τα μεσάνυχτα που χτυπούν οι καμπάνες χαρμόσυνα, όταν ακούγεται από τα χείλη του ιερέα το:

     «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός!»

Και όλα τα κεριά των πιστών ανάβουν ενώ γύρω επικρατεί απόλυτη σιγή, καθώς ο ιερέας με της ψάλτες βγαίνει από την εκκλησία κι ανεβαίνουν στην εξέδρα και ψέλνουν μεγαλοφώνως το παρήγορο:

 

   «Χριστός ανέστη εκ νεκρών                                                              

θανάτω θάνατον πατήσας

    και τοις εν τοις μνήμασι

    ζωήν χαρισάμενος»,

 

Και όλοι τότε ανασταίνονται, κι η πλάση όλη! Οι χριστιανοί ξεχνούν τα πάθη και της διαφορές της, αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Και κροτούν τρίγωνα και κροτίδες και φωτίζουν τον ουρανό τα  βεγγαλικά, και χαίρεται γη κι ουρανός, πανηγυρίζοντας το μέγα θαύμα: τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου μες στην πλημμύρα της ευωδίας των λεμονανθών, της πασχαλιάς, των κρίνων και των γιασεμιών.

Καλή Ανάσταση!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top