Fractal

«Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο Εθνικό

Γράφει η Ελένη Αναγνωστοπούλου //

 

Κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή… αυτοσχεδιάζουμε. Εναλλακτικά: Δεν έχει πρόβα αυτή η ζωή και χάνεις καιρό. «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο Εθνικό Θέατρο.

 

Η κεντρική σκηνή του Εθνικού θεάτρου, φιλοξενεί για λίγες μόνο παραστάσεις, το έργο «σταθμός» του Λουίτζι Πιραντέλλο, με τίτλο: «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Όλα μπερδεύονται γλυκά αναμεταξύ τους: το όνειρο με τη φαντασία και την πραγματικότητα. Και ιδού!Το έργο που κραυγάζει οδυνηρές αλήθειες για τις ανθρώπινες σχέσεις. Εξαιρετικά πολύπλοκο, τόσο σε τεχνική όσο και σε υποκριτική και σκηνοθετική απόδοση. Το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε ως έργο, περνάει το μήνυμα ότι στην καθημερινότητα, η ζωή τρέχει και επομένως δεν υπάρχει χώρος για πρόβα και οποιαδήποτε είδους δοκιμή. Κάθε δοκιμή ενέχει μέσα της τη μορφή του πειράματος που συνήθως έχει καταστροφικές συνέπειες σε ότι αφορά τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

Αυτοσχεδιασμός ως τρόπος μηχανιστικός με στόχο την επιβίωση ή την επικράτηση;

Με μια πρώτη επιφανειακή αντίληψη θα έλεγα ότι ίσως το εν λόγω έργο είναι αποτέλεσμα κονστρουκτιβιστικού έργου τέχνης και αυτό γιατί, ο συγγραφέας διακηρύσσει την άποψη ότι η θεατρική παράσταση μπορεί να γεννηθεί με όρους κατασκευαστικούς. Σενάριο δεν υφίσταται. Οι ηθοποιοί ως ήρωες καλούνται να προσαρμοστούν στη σκηνική πραγματικότητα. Αυτή η ενέργεια συνοδεύεται με ατομική δουλειά του ηθοποιού προκειμένου να καταλάβει την ιδιοσυγκρασία του ήρωα που θα υποδυθεί. Ο Πιραντέλλο ως μαέστρος της θεατρικής γραφής, κάνει τα πράγματα περισσότερο απαιτητικά για τους ερμηνευτές διότι τους θέλει να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, αναπτύσσοντας παράλληλα τη συναισθηματική μνήμη τους διαμέσου της υποκριτικής.  Μια λεπτή αδιόρατη και ακαθόριστη γραμμή χωρίζει την πραγματικότητα από την τρέλα. Αυτή η γραμμή θα μπορούσε να οριστεί ως το χωροταξικό σκηνικό επίπεδο όπου ο ηθοποιός πρέπει να βρει, να χτίσει βήμα βήμα το χαρακτήρα που του έχει ανατεθεί να ενσαρκώσει. Το tabularasaγεμίζει με ανθρώπους και καταστάσεις που εξυφαίνουν μια ιστορία σκοτεινή με έμφαση στο κρεσέντο το οποίο έχει ήδη υποβάλλει ο συγγραφέας σαν ρητή σκηνοθετική οδηγία. Ο ίδιος ο ερμηνευτής δημιουργεί τη μοίρα του εκάστοτε προσώπου και ευθύς ρίχνεται στη μάχη προκειμένου να παλέψει στοχεύοντας είτε στην επιβίωση του είτε στην ολοκληρωτική επικράτηση του. Καθόλου μοιρολατρικό έργο το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, κάθε άλλο. Είναι έργο για δυνατούς θεατές και δυνατούς ηθοποιούς.

Και έρχεται μια στιγμή στο έργο όπου οι ρόλοι βγαίνουν από τη θεατρική ψευδαισθητική σύμβαση και ζητούν να ζήσουν όπως εκείνοι επιθυμούν. Κατά πόσο είναι εφικτή μια τέτοια ενέργεια;

 

 

Στη διασκευή που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Μαυρίκιος, οι χαρακτήρες του Απόψε διατυπώνουν με θάρρος τις απόψεις τους περί θεάτρου και ζωής και πολλές φορές εκρήγνυνται. Όλα είναι μέρος του σχεδίου: οι δευτερεύουσες ιστορίες των αξιωματικών (Βέρι-Σαλιέρι- Νάρντι) με τις κοπέλες (Μομίνα-Τοτίνα-Ντορίνα) περνούν σε δεύτερη μοίρα και σχεδόν εξαφανίζονται ενώ στο πρωτότυπο κείμενο του Πιραντέλλο στοιχειοθετούν την παράλληλη δράση. Αυτό που προανέφερα συμβαίνει γιατί ευστόχως δίνεται έμφαση στα ζευγάρια των: Ιγκνάτσια- Παλμίρο και Μομίνα- Βέρι. Το κειμενικό πεδίο αποτυπώνεται στη σκηνική πραγματικότητα με αίσθηση ανοιχτότητας. Ακόμα και αν κάποιος δεν γνωρίζει το αρχικό κείμενο, αν παρατηρήσει προσεκτικά, μπαίνει στον κόσμο του θεάτρου και καταλήγει να ονειρεύεται και γιατί όχι; Μπαίνει σε διαδικασία ταύτισης αυτού που ονομάζουμε ορατά απτή πραγματικότητα με την ψευδαισθητική πραγματικότητα που επιτάσσει το θεατρικό γίγνεσθαι. Ο κύριος Μαυρίκιος ερμηνεύει το ρόλο του σκηνοθέτη με σοβαρότητα. Δίνει χώρο και χρόνο στους ηθοποιούς να κατανοήσουν τους κανόνες αυτού του θεατρικού παιχνιδιού, αποφεύγοντας να δώσει έτοιμη τροφή. Με τη ζεστή του φωνή μας εισάγει σε 4 πραγματικότητες: σε αυτήν της θεατρικής υπόθεσης, σε αυτή που αφορά τη διαδικασία γένεσης μιας πρόβας με όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια που ενδέχεται να προκύψουν. Στη συνέχεια, παρακολουθούμε λεπτό προς λεπτό τη σταδιακή απόσυρση του ανθρώπινου ψυχισμού όπου στη θέση του αντικαθίσταται ο ψυχισμός της θεατρικής περσόνας.  Δεν θα κρύψω ότι στην αρχή ένιωσα εκνευρισμό διότι είχα επηρεαστεί από τις αναγνώσεις μου επάνω στο πρωτότυπο κείμενο, όμως αμέσως σκέφτηκα ότι έτσι έπρεπε να γίνει, αυτή η γρήγορη εναλλαγή των σκηνών. Με βοήθησε να ταυτίσω τις σκηνές ανοιχτότητας με τις πρωτότυπες και να καταλάβω εν τω βάθει την ευθραυστότητα της ψυχοσύνθεσης των ηρώων.                        Η επιλογή της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι προσέθεσε μια μελαγχολική θεατρικότητα, άκρως ταιριαστή με την υπόθεση, τύλιξε σαν πέπλο ονειρικό την οικογένεια Λα Κρότσε. Τα σκηνικά του Δημήτρη Πολυχρονιάδη ήταν πιστές μεταφορές ανθρώπινων ομοιωμάτων, θεατών που έμοιαζαν με ανδρείκελα. Θεατές στην ίδια τη ζωή τους;  Αυτό μένει να απαντηθεί από τους ανθρώπους που θα δουν την παράσταση. Τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού έδιναν έμφαση στη λάμψη και το χρώμα. Ο Λευτέρης Παυλόπουλος φώτισε την παράσταση με υποβλητικό φως, κάπως ψυχρό, ούτως ώστε να ξεχωρίσουμε ότι πρόκειται για φανταστική αποτύπωση της πολυεπίπεδης πιραντελλικής δράσης. Η Βάλια Παπαχρήστου εστιάζει σε ένα βασικό κομμάτι όσον αφορά την κινησιολογία: διατηρεί και εξωτερικεύει το γκροτέσκο που χαρακτηρίζει τους ήρωες.

 

Ο Νεκτάριος Φαρμάκης απέδωσε έναν Βέρι τόσο ζηλότυπο, τόσο φθονερό, τόσο εκδικητικό. Σε τρόμαζε το μέγεθος των αρνητικών συναισθημάτων. Στον αντίποδα, στάθηκε επάξια η Γιούλικα Σκαφιδά στο ρόλο της άβουλης και χωρίς φωνή, Μομίνας. Δυνατά της σημεία: η εκφραστική του πρόσωπου και η ευκαμψία του σώματος.

Ο Γιάννης Βογιατζής απέδωσε με πλήρη αυτοκυριαρχία και εσωτερικότητα, τον στυλοβάτη της οικογένειας, τον γλυκά αφελή, Παλμίρο Λα Κρότσε.  Σε κερδίζει με την καθαρή του άρθρωση.  Η Λυδία Φωτοπούλου απέδωσε μια Ιγκνάτσια Λα Κρότσε με φινέτσα, υπήρξε πραγματική στρατηγίνα που λέει και ο Πιραντέλλο χωρίς περιττές φωνασκίες.

Η Ράνια Οικονομίδου είχε περισσότερο δυνατές στιγμές ως Σκηνοθέτης παρά ως Σαντέζα. Όχι γιατί υπολείπεται σε ικανότητες αλλά ίσως πιστεύω ότι δεν τη βοήθησε η διασκευή να αναδείξει περισσότερο το χαρακτήρα της τραγουδίστριας. Μολαταύτα ήταν κωμική φιγούρα και άκρως αξιοπρεπής στο ρόλο της Σκηνοθέτιδος.

Η Λιλή Νταλανίκα εντυπωσίασε με την κρυστάλλινη φωνή της. Όταν τραγουδούσε ακουγόταν σαν γάργαρο νερό. Ως Ντορίνα τραγούδησε το Φέρτε μου ένα μαντολίνο και μας καθήλωσε με την κλιμάκωση του συγκινησιακού φορτίου, το τραγούδι «χτύπησε» σαν αντίδοτο και ταρακούνησε ακόμα και τον πιο παθητικό θεατή.

Η Εύα Οικονόμου- Βαμβακά υποδύθηκε την Τοτίνα Λα Κρότσε . Η καλύτερη της στιγμή ήταν αναμφισβήτητα, όταν τη βλέπαμε να θριαμβεύει στο θεατρικό στερέωμα της υπάρχουσας σκηνικής πραγματικότητας και να μεταμορφώνεται σε μεγάλη ηθοποιό πρόζας.          Ο Στέφανος Παπατρέχας  ήταν κωμική οντότητα  στο ρόλου της Μεμέ . Η Κατερίνα Βαρδάκα υποδύθηκε πειστικά μια floormanagerθεατρολόγο- συντονίστρια της παράστασης. Υπήρξε φιγούρα ορόσημο που συνδέει τον κόσμο της πραγματικότητας των θεατρικών δοκιμών με τον κόσμο που φιλοξενεί τη θεατρική συνύπαρξη των ατόμων. Ο Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, είχε ευλυγισία επί σκηνής. Τέλος θα ήταν παράλειψη μου αν δεν έγραφα για τον μικρό της παρέας, τον Βαγγέλη Λυκούδη.  Ο τελευταίος υπήρξε δραματική φιγούρα, οι λίγες ατάκες του πέρασαν με νόημα στο κοινό, μιλούσαν οι εκφράσεις του, εντέλει δεν χρειάζονταν περαιτέρω λέξεις.

 

Οι «μαριονέτες» του Πιραντέλλο σπάνε τα δεσμά τους και έρχονται αντιμέτωποι με το οδυνηρό τέλος, ωστόσο δεν μετανιώνουν για όσα έχουν ζήσει. Αυτή είναι η κληρονομιά τους, οι θύμησες που τους συνθέτουν το προσωπικό τους παζλ.

.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top