Fractal

✩ Ο «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ στο «Αριστοτέλειον», σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη

Γράφει ο Παύλος Λεμοντζής //

 

 

 

 

Πρόλογος

Ο Αμπιγιέρ του Ρόναλντ Χάργουντ ανέβηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας τη σεζόν 1989 -90 στο θέατρο Αθήναιον – νυν Τζένη Καρέζη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, με Σερ τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Νόρμαν τον Νικήτα Τσακίρογλου και Λαίδη την Ελένη Χατζηαργύρη. Σημείωσε τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία και η παράσταση έμεινε στην ιστορία του θεάτρου.

 

 

Το έργο έγινε κινηματογραφική ταινία το 1983 σε σκηνοθεσία Peter Yates με τον Albert Finney και τον Tom Courtenay, ενώ το 2015 το BBC πρόβαλε και την τηλεοπτική μεταφορά της σε σκηνοθεσία Richard Eyre με τον Ian McKellen στο ρόλο του Αμπιγιέρ, τον Anthony Hopkins στο ρόλο του Σερ και την Emily Watson στο ρόλο της Λαίδης. Ο ίδιος ο Harwood κέρδισε το Όσκαρ Σεναρίου για τον «Πιανίστα» του Roman Polanski, ενώ ήταν επίσης υποψήφιος για τον «Αμπιγιέρ» και «Το Σκάφανδρο και η Πεταλούδα».

 

Υπόθεση

Ο «Αμπιγιέρ» είναι ένα καλογραμμένο ψυχολογικό δράμα, με τέσσερις βασικούς χαρακτήρες, σαφείς, αληθινούς και, ξεκάθαρα, ψυχογραφημένους. Ο γέρος θεατρίνος, καλλιτέχνης τρίτης κλάσης, ταγμένος στους μεγάλους σαιξπηρικούς ρόλους, πιστεύει ότι η αξία του παραγκωνίστηκε και έχει απονείμει ο ίδιος στον εαυτό του τον τίτλο του Σερ. Κοντά του είναι χρόνια η Ματζ, μια έρημη ύπαρξη, αφοσιωμένη και μυστικά ερωτευμένη. Τρίτο πρόσωπο η «Λαίδη», η γυναίκα που τον ακολούθησε, κάποτε συνεπαρμένη από τη μεγαλοσχημοσύνη του, απογοητεύθηκε στη συνέχεια αλλά δεν τόλμησε να τον εγκαταλείψει. Τέταρτο πρόσωπο, ο Νόρμαν, ο αμπιγιέρ, ένα πιστό «σκυλί» που υπομένει τις παραξενιές και τις προσβολές, κρυφά κι αυτός «ερωτευμένος» με τον Σερ. Προδίδεται σκληρά στο τέλος.

Αυτό είναι το κουαρτέτο των ηρώων.

Το έργο διαδραματίζεται στη δίνη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, σε ένα ετοιμόρροπο θέατρο της αγγλικής επαρχίας. Λίγο πριν από την 227η παράσταση του «Βασιλιά Ληρ», ο Σερ καταρρέει και κυριεύεται από τις ανασφάλειές του. Ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο μπορεί να βασιστεί, είναι ο αμπιγιέρ του, ο Νόρμαν, που προσπαθεί να τον εμψυχώσει και να του τονώσει την αυτοπεποίθηση, ώστε να μη ματαιωθεί η παράσταση. Ταυτόχρονα, η Λαίδη και η διευθύντρια σκηνής Ματζ πασχίζουν να πείσουν τον Σερ ότι ίσως έχει έρθει η ώρα να αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Και όλα αυτά, ενώ το κοινό στην πλατεία του θεάτρου περιμένει και οι σειρήνες δεν αφήνουν κανέναν να ξεχάσει ότι ο κίνδυνος των αεροπορικών βομβαρδισμών τούς απειλεί ανά πάσα στιγμή.

 

Ανάγνωση

 

 

Στον «Αμπιγιέρ» (1981) ο Ronald Harwood σκιαγραφεί την ιδιόμορφη συναισθηματική σχέση του Σερ, ενός σαιξπηρικού ηθοποιού που τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του είναι πια παρελθόν, και του Νόρμαν, του αφοσιωμένου αμπιγιέρ του, δημιουργώντας έτσι ένα από τα ουσιαστικότερα έργα για τη ζωή στο θέατρο και για τους ανθρώπους του θεάτρου.

Συγγραφέας θεατρικών έργων, μυθιστορημάτων και κινηματογραφικών σεναρίων, ο Ρόναλντ Χάργουντ, που γεννήθηκε στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής το 1934, σημειώνει διεθνή επιτυχία με τον αυτοβιογραφικό «Αμπιγιέρ».

Στο θέμα του εστιάζει στην ιδιόμορφη συναισθηματική σχέση του Σερ, ενός τριτοκλασάτου πρωταγωνιστή που ηγείται γερασμένων μπουλουκιών, και του Νόρμαν, του αφοσιωμένου αμπιγιέρ του. Ένας πιστός, υπάκουος και υπομονετικός βοηθός, που επί δεκαέξι συναπτά έτη τον ντύνει, τον μακιγιάρει, τον φροντίζει ανελλιπώς, γνωρίζει απταίστως τις συνήθειες, τα προτερήματα αλλά και τις ιδιοτροπίες του, ενώ δεν παραλείπει να κατευνάζει όσο μπορεί τις αγωνίες του, τους φόβους και τις ανασφάλειές του.

Βαρύ καθήκον να έρχεται κανείς καθημερινά αντιμέτωπος με τη ματαιοδοξία του τύραννου Νάρκισσου, που κατοικοεδρεύει- ούτως ή άλλως – στο «εγώ» των ηθοποιών.

Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε την υπόθεση από την δική του εμπειρία, ως αμπιγιέρ, του σπουδαίου Άγγλου ηθοποιού Ντόναλντ Γούλφιτ.

Το έργο ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα. Είναι μια ιστορία για τη φιλία, την αφοσίωση, τις φιλοδοξίες και τα προδομένα όνειρα των ανθρώπων. Είναι και μια σάτιρα του θεατρικού κόσμου, όπου οι θεατές καλούνται να κρυφοκοιτάξουν μέσα από την κλειδαρότρυπα των παρασκηνίων του θεάτρου και να γίνουν μάρτυρες των κωμικοτραγικών καταστάσεων που εξελίσσονται στα καμαρίνια και στις κουΐντες, την ώρα της παράστασης.

 

 

Η παράσταση

 

 

Ο Κώστας Γάκης, σκηνοθέτης και υπεύθυνος για τα ηχητικά τοπία, κινείται με μαεστρία γύρω από εύλογα ερωτήματα, που προβληματίζουν τους αφοσιωμένους στη δράση θεατές. Για ποιο λόγο οι τρεις υποτελείς ανέχονται τον δεσποτισμό του Σερ; Γιατί προσφέρονται για μεταχείριση και συγχωρούν τις ταπεινώσεις που υφίστανται; Μήπως είναι το δέος που τους προκαλεί η αφοσίωση του Σερ στην τέχνη του, ή είναι, τάχα, η κάλυψη των υπαρξιακών τους αναγκών; Ίσως, ναι. Σε πρώτο επίπεδο προβάλλονται αυτά με την αγάπη, τον ανεκδήλωτο έρωτα, μπορεί και τη συνήθεια.

Πιστεύω, πως αν παρακάμψουμε όλα τα εύκολα, τα επιφανειακά, όλα τα παραπλανητικά περί τέχνης, τότε το καθαρό εξαγόμενο από την καθοδήγηση του Κώστα Γάκη είναι η ρήση του Έριχ Φρομ: «φόβος μπροστά στην ελευθερία».

Ο φόβος αυτός εξηγεί την ανοχή στην καταπίεση, εξηγεί την υποταγή σε μια τυραννική σχέση, τη λατρεία προς έναν εξουσιαστή ηγέτη, δικτάτορα, αρχηγό. Είναι το βασικό ψυχολογικό αίτιο της ένταξης σε μια απάνθρωπη, ανελεύθερη, παράλογη, αντιφατική ιδεολογία. Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία δεν επιτρέπει κανένα γνήσιο αίσθημα, πάρα μόνο ψευδαισθήσεις και πλάνες.

Αυτός είναι ο πυρήνας του έργου στην παράσταση που βλέπουμε. Και γι’ αυτό, πέρα από την ενδιαφέρουσα δραματική του πλευρά, τις κάποιες χιουμοριστικές σκηνές, τους σμιλεμένους χαρακτήρες και τους ευφυείς διαλόγους, έχει και μια ιδιαιτέρως σημαντική προέκταση. Με τέτοιες προοπτικές συλλογισμών, κάποια έργα πέρα από καλά κι ευχάριστα, είναι και σπουδαία.

Η διαύγεια της γλώσσας του ποιητή και μεταφραστή Γιώργου Μπλάνα, μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε τη λειτουργία του έργου και η καθαρότητα της σκηνοθεσίας, μας προσφέρει μια παράσταση με σαφήνεια, τακτική, εύρυθμη, σωστά τονισμένη σε καίρια σημεία της, με ρόλους προσεγμένους στις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων τους.

Παρακολουθούμε τον κόσμο του θεάτρου μέσα από την σχέση εξάρτησης που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στους τέσσερις, έντονη δε, ανάμεσα στους δυο άνδρες. Γινόμαστε μάρτυρες καταστάσεων που κατακλύζονται από έντονα συναισθήματα: αφοσίωση, εγωισμός, αχαριστία, απόρριψη, εγκατάλειψη, μοναξιά.

Το προσκήνιο γίνεται «παρασκήνια», το καμαρίνι του Σερ, χάρις στα εύστοχα σκηνικά του Κέννυ Μακλέλαν και τους εξαιρετικούς φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα, καθοριστικούς στην εξέλιξη της σκηνοθετικής άποψης.

Ένας κόκκινος καναπές, ένα μικρό μπουντουάρ και πίσω στον ξύλινο τοίχο, δύο ανισοϋψείς οριζόντιες ράβδους, πάνω στις οποίες κρέμονται κοστούμια σε γήινους τόνους, εισάγουν τον θεατή στον κόσμο των παρασκηνίων, «αναδύοντας» τη μυρωδιά του ξύλου ανακατεμένη με αυτές της σκόνης και της ναφθαλίνης. Αυτό είναι το καμαρίνι του Σερ.

 

 

 

Η πεμπτουσία του έργου βρίσκεται πίσω από την αυλαία, όπου στο ημίφως παρατηρούμε τον Νόρμαν να αναζητά τον Σερ.

Ο σημαντικός ηθοποιός Γεράσιμος Σκιαδαρέσης είναι ένας εξαιρετικός Νόρμαν. Φέρει όλα τα λεπτά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που ζει στη σκιά του πρωταγωνιστή, με την απόλυτη επίγνωση της αναγκαιότητας της παρουσίας του.

Τα λόγια του, οι ιστορίες των φίλων του που αφορούν τον ίδιο, η σχεδόν ομοφυλοφιλική χροιά του, οι εναλλαγές κωμικού και τραγικού φανερώνονται μέσα από αυτή τη φιγούρα του πιστού υπηρέτη του θεάτρου, που, εκούσια, προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Σερ. Ο Νόρμαν του Σκιαδαρέση είναι απολύτως συνεπής στην κλιμάκωση των καταστάσεων, συγκινητικός, έως σπαρακτικός στην τελευταία του σκηνή.

Οι σκηνές, όπου αλληλοεπιδρά ο υπηρέτης με τον Σερ είναι ξεχωριστές, καθώς ο καθένας τους αφήνεται σ’ αυτή την παράξενη διελκυστίνδα ανάγκης και υποστήριξης.

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, πιστός σε όλα τα κλισέ ενός πρώην γοητευτικού ηθοποιού, ακριβής και αληθινός στις ψυχολογικές μεταπτώσεις του κενόδοξου και με την σφραγίδα του κύρους του θιασάρχη πια, είναι συγκινητικά αυθεντικός στις σκηνές και με την ευνοούμενή του Λαίδη (Μάρω Παπαδοπούλου) αλλά και με την αυστηρή Ματζ (Τζένη Κόλλια). Ειδικά η Μάτζ και ο Νόρμαν είναι ένα παράξενο δίδυμο που ζει στην σκιά του Σερ, αρκούμενο στα όρια που του επιτρέπονται.

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Απόστολος Πελεκάνος, Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Άγγελος Νεράντζης, Γιώργος Γιατζιτζάκη, Ορφέας Τσαρέκας), πλαισιώνουν ταιριαστά, σε σωστούς τόνους, τη πινακοθήκη χαρακτήρων που κινούνται στα παρασκήνια και στη σκηνή του θεατρικού θιάσου.

Δεν υπάρχουν πολλά έργα που να επιτρέπουν στον θεατή να δει μέσα από την «κλειδαρότρυπα» του καμαρινιού. «Ο Αμπιγιέρ» του Χάργουντ και «Μια Ζωή Θέατρο» του Μάμετ είναι, θεωρώ , τα πλέον αδιαφιλονίκητα έργα για την ζωή των ανθρώπων του θεάτρου, με μια διάθεση βαθιά ψυχαναλυτική αλλά και σαρκαστική. Η παράσταση διαθέτει μια αυθεντικότητα που υπογραμμίζεται από τους εξαιρετικούς συντελεστές της.

 

 

Επίλογος

 

 

Γιατί να δει κανείς τον «Αμπιγιέρ»; Πρώτον, γιατί είναι ένα βαρυσήμαντο έργο της βρετανικής δραματουργίας ανεβασμένο με σοβαρότητα και καλλιτεχνική αρτιότητα. Και δεύτερον, γιατί υπογραμμίζει εύστοχα τη διφυΐα της θεατρικής τέχνης: από τη μία η σκηνική πράξη κι από την άλλη το κείμενο, η λογοτεχνία. Ο Νόρμαν, ένας απλός αμπιγιέρ, παίζει στα δάχτυλα τον Σαίξπηρ. Οι απαντήσεις και η στάση του απέναντι στα πράγματα στηρίζονται στα έργα του.

Έτσι είναι, αφού το θέατρο διαμορφώνει συνειδήσεις και διαπλάθει χαρακτήρες.

 

 

Συντελεστές:

  • Συγγραφέας: Ρόναλντ Χάργουντ
  • Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
  • Σκηνοθεσία: Κώστας Γάκης
  • Σκηνικά – Κοστούμια: Κέννυ Μακλέλαν
  • Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας
  • Μουσική – Σχεδιασμός ήχων: Κώστας Γάκης
  • Οργάνωση παραγωγής: Κατερίνα Σπάρταλη
  • Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Σπάρταλη
  • Βοηθός σκηνοθέτη B’: Νατάσα – Φαίη Κοσμίδου
  • Βοηθός σκηνογράφου: Καλύδημη Μούρτζη
  • Φωτογραφίες: Μάνος Γεωργίου
  • Video: Μιχάλης Μαυρομούστακος
  • Creative Team at Visual Arts & Graphics: CReatures CReative Studio
  • Μακιγιάζ: Παύλος Κατσιμίχας
  • Social Media: Μάριος Ζδράγκας, Κάλλη Μαυρογένη
  • Επικοινωνία – προβολή παράστασης: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble, Ελένη Λιλή

 

Παίζουν οι ηθοποιοί: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Τζένη Κόλλια, Μάρω Παπαδοπούλου, Απόστολος Πελεκάνος, Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Άγγελος Νεράντζης, Γιώργος Γιατζιτζάκης, Ορφέας Τσαρέκας

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράσταση θα ταξιδέψει στην Κύπρο τον Μάρτιο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top