Fractal

Περιπέτεια σε ανεξερεύνητους προορισμούς

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

«Με το ίδιο βλέμμα» του Πάνου Αντωνόπουλου, εκδόσεις Πνοή

 

[…] Ανασηκώνει το βλέμμα του. Νοσταλγικό κοίταγμα στο κενό. Εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη. Χρόνια ανεμελιάς, γέλια, παιχνίδι, αγκαλιές. Τα χρόνια πέρασαν, και οι επιλογές καθόρισαν τη ζωή του. Νοσταλγία, που αν την πολυσκεφτεί, δεν τη αντέχει. Ακολουθεί την ιστορία. Ακολουθεί σαν να είναι θεατής, σαν τρίτος, σαν κοινός αναγνώστης. Πλέκει το παρελθόν με το παρόν για να αισθάνεται πλήρης, για να μην νιώθει μόνος. Αλλά τα άτιμα χρόνια περνούν και οι λέξεις δίνουν τη θέση τους στη σιωπή.

«Με το ίδιο βλέμμα» του Πάνου Αντωνόπουλου (εκδόσεις Πνοή) ή αλλιώς πως μπορεί ένα μυθιστόρημα να αλλάξει τον τρόπο που βλέπεις μια πόλη, μια εποχή, τη ζωή δυο ανθρώπων και μέσα από αυτή το ιστορικό στίγμα της μεταπολιτευτικής πραγματικότητας. Κι όμως. Όταν ο συγγραφέας γνωρίζει καλά τις δυνατότητες της γλώσσας, την τέχνη της ποιητικής και την τεχνική της αφήγησης, ο αναγνώστης απλώς αφήνεται στη σαρωτική εμπειρία του ταξιδιού.

Από την Κρυσταλλία του Βόλου στο Παρίσι και πάλι πίσω, η Χριστίνα και ο Γιώργος  ανεβαίνουν στη φωτεινή σκηνή της ζωής, νέοι και δυνατοί, γεμάτοι όνειρα, σχεδόν αλώβητοι από τον ανελέητο χρόνο και μετά από εικοσιένα σύντομα κεφάλαια μας εγκαταλείπουν  κουρασμένοι αλλά ευτυχείς κι αποχωρούν αθόρυβα σαν σκιές πίσω από τους προβολείς της ιστορίας. Τα πρόσωπα γρήγορα γίνονται φίλοι, και συγγενείς μας, καταλήγουμε όλη  μια παρέα που απλώς θυμάται μια ζωή που κάποτε έμοιαζε ανεξάντλητη. Η δικτατορία, οι πολιτικές διώξεις, η πάλη για επιβίωση, οι κοινωνικές ανισότητες, τα ιδανικά και οι ιδεολογίες που καθόρισαν γενιές, κινήματα, λαούς παρουσιάζονται οργανωμένα σε μια καλοδουλεμένη χωρογραφία αναμνήσεων και απειλητικής λήθης

Οι πρωταγωνιστές του Πάνου Αντωνόπουλου, δεν είναι ούτε ηττημένοι «δηλωσίες» της ζωής, αλλά ούτε και ηρωικοί νικητές της πρώτης γραμμής. Δεν παραιτούνται αλλά και δεν υποχωρούν. Θέλουν απλώς να ζήσουν. Και αυτό κάνουν ως το τέλος που έρχεται γαλήνια, αφήνοντας  μια γλυκόπικρη επίγευση στα χείλη, όπως ο έρωτας κι ο θάνατος στη μνήμη.

Οι σύγχρονοι κυρίως-Έλληνες- μυθιστοριογράφοι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων ακολουθούν τη «σίγουρη» γραμμική ανάλυση των χαρακτήρων και ανάπτυξη της πλοκής. Με λιγοστή τόλμη, ρεαλισμό κα πλαστικότητα, παρουσιάζουν αφ’ υψηλού πρόσωπα και γεγονότα που συνήθως έχουν μια προβλεπόμενη εξέλιξη, διανθισμένα με τα απαραίτητα λογοτεχνικά κλισέ. Ο Πάνος Αντωνόπουλος αντίθετα, ήδη σε αυτό το πρώτο του έργο, εμφανίζει όλα εκείνα τα «σημάδια» που μας ειδοποιούν, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με τη γραφή ενός «κρίσιμου» λογοτέχνη.

Δεν αποτυπώνει απλώς σκέψεις, στιγμιότυπα και βιογραφικές αφηγήσεις. Σκηνοθετεί, τοποθετεί δηλαδή στη σκηνή της ζωής τα πρόσωπα, προτείνοντας έναν νέο τρόπο μυθιστορίας, σύγχρονο και ζωηρό.  Αν και για τα τεχνικά χαρακτηριστικά της γραφής του, έχουν  ήδη τοποθετηθεί άλλοι περισσότερο ειδήμονες, και θα συνεχίσουν να το κάνουν και στο μέλλον, δεν μπορώ να μην υποκύψω στον πειρασμό να αναφερθώ σε τρία σημαντικά -κατά την άποψή μου-σημεία που καθιστούν την γραφή του Πάνου Αντωνόπουλου, ευχάριστα πρωτότυπη.

Πρώτον οι χαρακτήρες του βιβλίου απηχούν μια ολόκληρη εποχή με μια όμως ανεπιτήδευτη αυθεντικότητα. Δεν περιφέρονται άχρωμοι και άνευροι ανάμεσα στις σελίδες, αλλά ούτε και χαρακτηρίζονται κατ’ ανάγκην πολιτικά. Δεν κατευθύνουν τον αναγνώστη, υπάρχουν χωρίς να παίρνουν θέση, παρότι το κοινωνικό τους στίγμα είναι ξεκάθαρο. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας αποφεύγει να «χαρακτηρίσει» τους ήρωές του-σε ιδεολογικό επίπεδο- είναι αριστοτεχνικός, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του, το ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα της εποχής.

Ένα δεύτερο στοιχείο εξίσου σημαντικό, είναι η ισορροπημένη και δίκαιη αναφορά στην σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας, με ακρίβεια περίπου ιστοριογράφου, χωρίς όμως ο συγγραφέας να παρασύρεται σε αναλύσεις που ενδεχομένως να ήταν παρακινδυνευμένες, αποκαλύπτοντας μια αδέσμευτη δημοσιογραφική ματιά που τοποθετείται απέναντι στα πρόσωπα και τη ζωή τους, με την απαραίτητη απόσταση του έμπειρου και προσεχτικού παρατηρητή.

Το τρίτο καθοριστικό στοιχείο του βιβλίου που ίσως ξαφνιάζει, είναι η υψηλή «ποιητική» της αισθητικής του. Ο Πάνος Αντωνόπουλος στο τέλος κάθε κεφαλαίου «ανατινάζει» την αφήγηση, με μια συγκλονιστική κάθε φορά ποιητική έκρηξη, που αν και στα πρώτα κεφάλαια προσδίδει μια σκοτεινή εσωτερικότητα, στη συνέχεια γίνεται απαραίτητη στον αναγνώστη, ο οποίος την αναζητά σχεδόν επίμονα, ως το τέλος του βιβλίου.

 

Πάνος Αντωνόπουλος

 

Ας μου επιτραπεί εδώ πριν παραθέσω μερικά σχετικά αποσπάσματα, κινδυνεύοντας να απομειώσω τη δυναμική του λόγου του συγγραφέα, να ευχηθώ ο  να μας δώσει σύντομα και ένα δείγμα της αδιαμφισβήτητης ποιητικής του φλέβας.

 

Έτσι νιώθει την απώλεια. Μια απότομη αλλαγή, μια παράλογη κίνηση που οδηγεί σ’ ένα δυσδιάκριτο σύμπαν.[…]Οι άνθρωποι είναι μαζί από φόβο. Οι μόνοι είναι οι τολμηροί.[1]

 

«Υπάρχουν άνθρωποι που φέρουν το σκοτάδι μέσα τους» σκέφτεται και βρίσκει το φως[2].

 

«Με το ίδιο βλέμμα» λοιπόν ξεκινάμε μια περιπέτεια σε ανεξερεύνητους προορισμούς που μας θυμίζουν πως είναι να ξαφνιάζεται κανείς ανακαλύπτοντας -επιτέλους- μια νέα δυνατή συγγραφική φωνή και μια αυθεντική λογοτεχνική ματιά.  KM

 

_________

[1] Σελ 19

[2] Σελ. 35

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top