Fractal

6 ποιήματα του Γιάννη Πλαχούρη

 

poetry1

 

 

 

 

 

 

ΖΩΗ ΣΕ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΣΕ ΧΩΜΑ

Τις ήσυχες νύχτες η πόλη πλαγιάζει στο Λιμάνι

Tρέμια φώτα, εισπνοές – εκπνοές, πάνε έρχονται
αφήνουν μιαν ακαθόριστη θλίψη δίχως πόνο
όπως οι πέντε πρώτες συλλαβές του χαϊκού
Μυστήρια Ίχνη γραμμένα σε αχόρταγο νερό
Κι εγώ
βέλος εξακόντισα την καρδιά μου εδώ
που χάνεται η πλάνη, που γεννιέται η αρχή
το ψάρι τινάζει τη θάλασσα για να πέσουν ανθοί
κοράλλια χαράγματα στον ώμο της Κοπέλας

που φέρνει τον δίσκο με τους καφέδες μας
αμόλυντη διασχίζοντας τα μάτια και τις κουβέντες

Και πώς να καταλάβουμε εμείς οι στεριανοί
τις μεταμφιέσεις μιας γοργόνας;

Χυμένη αλλού ξεβγαίνει ρίγος στο εύθραυστο σκοτάδι
για να γνωρίζονται Γυναίκα με Γυναίκα κρεμά σημάδι
σκουλαρίκι στο αυτί
τους όρκους ενός πειρατή
που κούρσεψε την πρώτη, τόσες ζωές και κάτι αιώνες πριν
γνωρίζοντας από το πρώτο του φιλί πως θα πνιγεί
στην Άπατη ηδονή του έρωτά τους

Και τι να πει η δική μου ζωή
ρυθμισμένη αυλακιά σε κατάξερο χώμα;

ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Φτηνό κομπολόγι οι μέρες του
παντόφλες τηλεόραση σαλόνι

το Μεσημέρι βγαίνοντας για το ψωμί οι φοιτητές
Αέρας Άνοιξης Τον πήραν Τον έφεραν
μπροστά στον τοίχο με τα αυτόματα

δεν άκουσε ήξερε το παράγγελμα

Είναι όμορφα να νιώθεις τα φτερά να ανοίγουνε
Τη μέρα σου να απλώνει Να επιστρέφουνε τα χρόνια σου
Να διορθώνεις τα κουρέλια σου να Είσαι
Παρών τις ώρες που οι νεράιδες μοιράζουν τα ραβδιά τους

Είναι όμορφα

να περπατάς αντίθετα στον ίσκιο σου
στο πλάγιο μάτι του περιπτερά που αναφέρει την εφημερίδα σου
αντίθετα στον θυρωρό της γκαρσονιέρας άλφα- δύο
στον ξένο πράκτορα που ντύθηκε συνοδοιπόρος
στο όργανο της τάξης που υπογράφει για το φρόνημα
στη μυστική γραμμή επάνω στην ταυτότητα για να σε ξέρουν

Είναι όμορφα να σε σηκώνει Αέρας από την κάθε μέρα σου

να στέκεσαι ασήμαντος αντίθετα στο σύστημα
να αποδεικνύεις πως τώρα αυτοί απέναντι σκοτώνουνε στην τύχη

στην τύχη επειδή ψυχορραγούν.

ΦΙΛΙΑ ΠΟΥ ΕΣΠΕΡΝΕ Ο ΝΟΤΙΑΣ

Θεέ μου! τι εραστή απόκτησαν τα φύλλα

να μην τον βλέπουν όταν έρχεται
να τρέμουνε, να σπαρταρούν, να παραδίδονται,
να σβήνουν κίτρινα μέσα στην αγκαλιά του.

ΚΑΙ ΔΩΔΕΚΑ ΕΙΔΩΛΑ ΛΕΞΕΙΣ

Το ζευγάρι
ευλογώ
εγώ
ο
παρών και αόρατος
η
εσύ
ψάξε τι
θα σε πάρει

GALAXY

Η στενή σανίδα πίστευε τον διατηρούσε στον αφρό.
Τα μισά του χέρια
μιαν ασυνήθιστη γλώσσα καρφωμένη πάνω της.
Τα υπόλοιπα,
απελπισμένη κραυγή χούφτωναν ένα κρύσταλλο κόσμο.

Εσύ, κοίταζε τα πουλιά, μου είπε,
κοιμούνται στον ήρεμο κύκλο
υπάρχουν για να με ταξιδέψουν.

Εγώ, κοιτάζω μια σειρά χρόνια, ένα – ένα
όπως εγκαταλείπουν το σώμα μου, φοβάμαι,
άκουσα τον αρουραίο που απογυμνώνει τα μέλη,
το ροκάνισμά του ψίθυρος σαγήνης, ο κλέφτης
τον ψάχνω στο σκοτάδι και στους βυθούς κάτω από γέφυρες

Μικρό διάφανο ποτήρι, καταραμένη χύτρα μάγισσας.
Το πρόσωπο του φίλου μου
στον πάτο της θραύσματα φεγγαριού μισόκαιγε
έτσι που έριχνε το σπίρτο μες στο σώμα του,
το άναβε κι ανέβαινε πυρπολημένος, κάθυγρος
να συναντήσει τα καμένα με τις Αγγελικές
αυτού του κόσμου ή του άλλου.

ΤΥΧΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Την ματιά του μόνο θυμάμαι ακόμα
ούτε πρόσωπο ούτε σώμα
και τις παντόφλες του
απροσδιόριστο χρώμα τα σκαλιά ένα -ένα
από τον δεύτερο ως την εξώπορτα
με την σακούλα των σκουπιδιών.

«Στάζει, μην λερωθείτε»
«Όταν γυρίσω, θα καθαρίσω»
«Αφήνω ανοιχτά»
«Καληνύχτα»»
«Κλειδώστε όταν μπείτε»

Μάταιες λέξεις. Δεν γεμίζουν την αμηχανία της σχέσης.
Κάτοικοι της ίδιας καθέτου, τόσο κοντά μα τόσο μακριά
καθένας μα; βουλιαγμένος στην δική του άπατη μοναξιά,
στιγμή
γκρεμοί
που νομίζεις ρηχαίνουν οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις

άφησε και άφησα πάνω στο μάρμαρο τρεις κόκκους σκοτάδι
το «στάζει» μου, τα «θα γυρίσω» του και αυτός
ανύποπτος
βαδίζοντας από το κοινόχρηστο φως στο ατομικό του βράδυ

* Ο Γιάννης Πλαχούρης είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και ποιητής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top