Fractal

Σκηνές καθημερινής σχιζοφρένειας εν κινήσει

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη // 

 

550: Μια Κοινωνική Κωμωδία

Κείμενο & Σκηνοθεσία: Σταμάτης Πακάκης

στο Faust Bar-Theatre-Arts

 

Το 550 είναι “διπλό” λεωφορείο – όπως και το “5” στον αριθμό του, μα και στο σύνολο των στάσεων (55) κατά τη διαδρομή του: μια μάλλον συμπτωματική αριθμητική σημειολογία, η οποία, ωστόσο, δεν παύει να έχει το ενδιαφέρον της. Πρόκειται για όχημα μαζικής μεταφοράς αποτελούμενο από δυο λεωφορεία (ενωμένα με το γνωστό “ακορντεόν”, που βοηθά στους ελιγμούς και τις στροφές), το οποίο διανύει μια απόσταση 30 περίπου χιλιομέτρων, διασχίζοντας το αττικό λεκανοπέδιο απ’ το Παλαιό Φάληρο ως την Κηφισιά. Διπλό, λοιπόν, το όχημα, μεγάλη η διαδρομή του, μεγάλο και το πλήθος των επιβατών. Μέσα σ’ αυτό το πλήθος, υπάρχουν πρόσωπα που επανακάμπτουν λόγω της τακτικότητας στις μετακινήσεις τους. Όποιος χρησιμοποιεί τις δημόσιες συγκοινωνίες, γίνεται θεατής μιας καθημερινότητας κάθε άλλο παρά βαρετής μέσα στην επανάληψή της. Αν και στις μέρες μας η άμεση αλληλεπίδραση ανάμεσα στους επιβάτες κοντεύει να εκλείψει εξαιτίας των κινητών τηλεφώνων και του εθισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν είναι πάντα δυνατή η αποφυγή της επικοινωνίας – ιδίως μέσα σ’ έναν χώρο τόσο περιορισμένο, που όχι σπάνια γεμίζει ασφυκτικά με κόσμο.

Έχοντας παρατηρήσει εμβριθώς τα τεκταινόμενα μέσα στο συγκεκριμένο λεωφορείο, με το οποίο και ο ίδιος πραγματοποιεί εδώ και χρόνια τις μετακινήσεις του, ο συγγραφέας, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του 550 Σταμάτης Πακάκης μας τοποθετεί (σχεδόν) κυριολεκτικά μέσα στο όχημα, κατευθύνοντας την προσοχή μας σε ανθρώπινους τύπους που μας είναι λίγο πολύ οικείοι και αναγκάζοντάς μας να τους απομονώσουμε, έναν προς έναν, απ’ την απρόσωπη μάζα. Πριν καν ξεκινήσει η παράσταση, εξάλλου, και ενώ οι θεατές προσέρχονται στην αίθουσα, οι ηθοποιοί τους βάζουν κατευθείαν στο παιχνίδι, αντιμετωπίζοντάς τους σαν συνεπιβάτες τους, σχολιάζοντάς τους μεγαλόφωνα ή/και πιάνοντας κουβέντα μαζί τους. Ήταν, μάλιστα, ωραία και πρωτότυπη η ιδέα να αναλάβει, τεχνηέντως, την ταξιθεσία ο ηθοποιός (Βασίλης Φακανάς) που υποδύεται, μεταξύ άλλων, τον ελεγκτή των εισιτηρίων. Το τολμηρό – και ριψοκίνδυνο, διότι οι αντιδράσεις του κοινού είναι πολυποίκιλες και αστάθμητες – σπάσιμο του “τέταρτου τοίχου”, δηλαδή του νοητού, κατά συνθήκην “διαχωριστικού” ανάμεσα στο έργο και τους θεατές, έδωσε και το στίγμα της παράστασης: στη θέση του καθενός από τους πρωταγωνιστές της θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοσδήποτε από μας, μαζί με το φορτίο του καθημερινού του μόχθου, με τις ιδέες, τις εμμονές, τα κρυφά χαρίσματα και τα ανομολόγητα βάσανά του.

Παρόλο που αυτοπροσδιορίζεται ως κωμωδία – και όντως περιέχει πλήθος ξεκαρδιστικών σκηνών – το 550 αντλεί τα κωμικά του στοιχεία από ένα τραγικό, στην ουσία, υπόστρωμα κοινωνικού και υπαρξιακού προβληματισμού. Οι ίδιες εκείνες καταστάσεις που βγάζουν γέλιο μέσα σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, κάτω από διαφορετικό φως θα προξενούσαν τη θλίψη, τη συμπόνια και σε μερικές περιπτώσεις, τον θυμό μας. Οι παράδοξες, υπερβολικές, ενίοτε ακατανόητες συμπεριφορές των άλλων μπορεί να παρακινούνται από προσωπικά δράματα (και τραύματα) τα οποία δεν είναι, φυσικά, γραμμένα στο κούτελό τους. Κι εμείς, που από απόσταση ασφαλείας τους βρίσκουμε διασκεδαστικούς ή και ενοχλητικούς καμιά φορά, κοροϊδεύοντας και χαρακτηρίζοντάς τους με ευκολία “περίεργους” ή “ψώνια”, δεν μπαίνουμε καν στη διαδικασία να σκεφτούμε πως και η δική μας παρουσία ίσως δίνει παρόμοια εντύπωση. Ο καθένας μας είναι ανά πάσα στιγμή δυνάμει “αξιοθέατο” για τον διπλανό του. Και η αμφίδρομη αυτή σχέση του παρατηρητή με τα έμβια και νοήμονα αντικείμενα της παρατήρησής του αποτελεί άλλο ένα θεμελιώδες ιδεολογικό συστατικό της παράστασης.

 

 

Η πλοκή του 550 εξελίσσεται σπονδυλωτά, σχηματίζοντας ένα είδος παζλ το οποίο σταδιακά συμπληρώνεται, αποτελούμενο απ’ τις ατομικές ιστορίες των προσώπων, που συνδέονται με την “απ’ έξω προς τα μέσα” ματιά ενός “παντογνώστη αφηγητή” (omniscient narrator). Επωμιζόμενος τον αντίστοιχο ρόλο, ο Σταμάτης Πακάκης κινεί τους ήρωές του με διακριτικό αλλά σίγουρο χέρι και νήματα αόρατα, ανεβασμένος στην κορφή μιας πτυσσόμενης σκάλας – έχοντας φύσει και θέσει τη δυνατότητα να ακολουθήσει τα ίχνη τους ακόμα και εκτός λεωφορείου, να γίνει οδηγός και αυτόπτης μάρτυρας της αθέατης ζωής τους, να μας τη δείξει καθώς ξεδιπλώνεται “ζωντανά” στους δικούς της παράλληλους χωροχρόνους. Απρόσκοπτα ενταγμένες στα δρώμενα, οι παρεμβάσεις του κατακυρώνουν το έντονα – και ευπρόσδεκτα – παρόν “μετα-στοιχείο” της παράστασης, αξιοποιώντας, συγχρόνως, τις φωνητικές ικανότητες του ίδιου αλλά και όλης της ερμηνευτικής ομάδας, σε όμορφα πρωτότυπα τραγούδια που γράφτηκαν ειδικά για το έργο.

Γνώριμοι και σκιαγραφημένοι με οξυδερκή επιδεξιότητα, οι χαρακτήρες προβάλλουν ανάγλυφοι μπροστά μας: η Κατερίνα (Κωνσταντίνα Αλεξανδράτου), “οργισμένη” φοιτήτρια που αρνείται να πληρώσει ως και μειωμένο εισιτήριο, ενώ άθελά της μπλέκει σε μια άβολη κατάσταση που την εκθέτει στην καλύτερή της φίλη. Η μεσόκοπη Θεώνη (Ειρήνη Μελά), της οποίας η “γραφική” θρησκοληψία πηγάζει απ’ τα μαρτύρια που τράβηξε από τον βίαιο άντρα της και την ανάγκη της για ψυχολογική στήριξη. Η σπιρτόζα, πληθωρική Ντέμπορα (Φανή Παλιούρα), “περίπου” διάσημη ηθοποιός της οποίας η υπερπροστατευτική μάνα(τζερ) πιθανότατα ευθύνεται για τα παιδιόθεν παραπανίσια κιλά και τις ενδόμυχες ανασφάλειές της. Η “αραχνοΰφαντη” Ελένη (Φαίη Βέβη) με τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες, που τυχαία ανακαλύπτει ότι είναι οροθετική εξαιτίας των εθισμών και του αυτοκαταστροφικού τρόπου ζωής της. Ο ρατσιστής Μάκης (Βλάσης Πασιούδης), που με υπερβάλλοντα ζήλο αναμασά κληροδοτημένες αντιλήψεις τις οποίες ουδέποτε διανοήθηκε να αμφισβητήσει. Ο Αντώνης (Αλέξανδρος Ζουριδάκης), καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος που καταλήγει να λυγίσει κάτω απ’ το βάρος των επιλογών του. Ο φιλόδοξος, πλην άτυχος επαγγελματικά Γιώργος (Βαγγέλης Φακανάς), πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης, καλόκαρδος παρά τα ελαττώματά του. Κανείς τους δεν είναι άγιος, μα ούτε και τέρας. Παραπλανημένοι, παρεξηγημένοι απ’ τους γύρω τους, με λάθος ανατροφή, σκουριασμένα μυαλά, ανώδυνες μικρότητες ή επικίνδυνα πάθη, έρμαια των στερεοτύπων, θύματα της κοινωνικής αναλγησίας και ισοπέδωσης. Άλλοι θα επανεξετάσουν τις προτεραιότητές τους και θα βρουν – έστω και στα τυφλά, έστω και αργοπορημένα – τον εαυτό και τον δρόμο τους. Άλλοι θα τον χάσουν νομίζοντας πως τον έχουν βρει, με μοιραία αποτελέσματα. Άλλοι, πάλι, θα συνεχίσουν όπως έμαθαν, όπως τους βόλεψε και τους συμφέρει, ζηλότυπα προσκολλημένοι στις παρωπίδες τους.

 

 

Περνώντας με άνεση και μαεστρία απ’ τη φωτεινή στη σκοτεινή (και αντίστροφα) πλευρά των ρόλων τους, οι ερμηνευτές αιχμαλωτίζουν το κοινό με τον αμείωτο δυναμισμό και το σαρωτικό τους κέφι. Η κινησιολογία και οι χορογραφίες της Εύης Τσακλάνου αναδεικνύουν τον εξαιρετικό τους συντονισμό, ενώ η θαυμάσια πρωτότυπη μουσική του Γιώργου Καλογερόπουλου, τα μινιμαλιστικά όσο και πολυχρηστικά σκηνικά στοιχεία και τα εύστοχα επιμελημένα κοστούμια του Νίκου Παπάζογλου, καθώς και οι φωτισμοί της Αναστασίας Λουκρέζη με τη δομική λειτουργικότητα και την περιγραφική ευελιξία τους, συμβάλλουν καίρια στη ζωντάνια και το “χρώμα” της σκηνικής δράσης.

Την παράσταση παρακολουθήσαμε στον διαμορφωμένο σε θεατρική αίθουσα δεύτερο όροφο του πολυχώρου Faust, ο οποίος στεγάζεται σε τριώροφο διατηρητέο νεοκλασικό επί της οδού Καλαμιώτου, στην πλατεία Καπνικαρέας – ενός χώρου ιδιάζουσας ωραιότητας, με διαρρύθμιση και διακόσμηση που ο προσεγμένος τους υφολογικός συγκρητισμός θυμίζει ταινία του Λιντς ή του Αρτζέντο, ή ακόμα και στιλάτο βιντεοπαιχνίδι. Σε άκρως ενδιαφέρουσα διαλεκτική σχέση με το περιβάλλον που το φιλοξενεί, το 550 μιλά τη σημερινή μας γλώσσα – και όχι μονάχα κυριολεκτικά, σε επίπεδο θέματος ή/και λεξιλογίου. Χαρακτηριστική είναι η μη απαγόρευση της λήψης φωτογραφιών και βίντεο στη διάρκεια της παράστασης, με τον (λογικό) όρο να αναρτηθούν δημόσια σε κάποιο μέσο δικτύωσης. Δεν θα μπορούσε να λείπει και μια φιλοσοφική αναφορά σε διαδικτυακές “υποκουλτούρες” (το “υπό” εδώ δεν έχει αρνητική έννοια – δηλώνει καθαρά την “υποκατηγορία”, σε μια απόπειρα απόδοσης του αγγλικού “subculture”), όπως εκείνη της λατρείας του “αόρατου, ιπτάμενου ροζ μονόκερου” – μιας πλασματικής θρησκείας που παρωδεί τις κυρίαρχες υπάρχουσες, εκφράζοντας μέσω της σάτιρας τον σκεπτικισμό των άθεων ή/και των αγνωστικιστών απέναντι σ’ αυτές.

 

 

Στο βάθος, μάλιστα, της σκηνής και σ’ όλη τη διάρκεια του έργου, δεσπόζει αινιγματικά μια ροζ μάσκα (κατασκευή της Δανάης Σταματίου) που παριστάνει κεφάλι μονόκερου και της οποίας ο πολυδιάστατος ρόλος αποκαλύπτεται, με απολαυστικά σουρεαλιστικό τρόπο, προς το τέλος. Πέρα απ’ τις προαναφερθείσες προεκτάσεις της, η μάσκα συμβολίζει επίσης το παραμύθι, την αθωότητα, την παιχνιδιάρικα ρομαντική κοριτσίστικη ονειροπόληση, καταδεικνύοντας, μέσα απ’ την οπτική και σημειολογική αντίθεση με τη μαυρίλα της ζωής, τη ματαιότητα κάθε στενοχώριας, κάθε φανατισμού, κάθε στείρας ιδεοληψίας που μας κατατρύχει και μας κατατρώει.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top