Fractal

Βισάρ Ζίτι : Έξι Ποιήματα

του Γιάννη Θηβαίου //

 

Visar ZhitiΟ Βισάρ Ζίτι γεννήθηκε στο Δυρράχιο της Αλβανίας στις 2 Δεκεμβρίου 1952 και είναι γιος του ηθοποιού και ποιητή Χεκουράν Ζίτι (1911-1989). Μεγάλωσε στη Λούσνια και σπούδασε παιδαγωγικά στο ανώτατο Ινστιτούτο της Σκόδρα και εργάστηκε πέντε χρόνια ως δάσκαλος.

Η ποίησή του, που κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα, του στοίχισε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα που τα πέρασε στα μεταλλεία του Σπάτσι και μετά στο εργοστάσιο κατασκευής τούβλων στη Λούσνια. Στη συνέχεια εργάστηκε ως δημοσιογράφος και εκδότης. Το 1996 εξελέγη βουλευτής, αλλά πολύ γρήγορα παραιτήθηκε και διορίστηκε μορφωτικός ακόλουθος στην αλβανική πρεσβεία της Ρώμης. Για την ποίησή του και τα πεζά του έχει τιμηθεί με διάφορα διεθνή βραβεία.

Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι από τη συλλογή του «Η μνήμη του αγέρα», που εκδόθηκε στα Τίρανα το 1993.

Μετάφραση από τα αλβανικά: Γιάννης Θηβαίος

 

ΧΡΟΝΟΣ

Πώς γλιστράει μέσ’ απ’ τα δάχτυλά μου
το δαχτυλίδι σου
πριν ακόμα μου το φορέσεις

κι εγώ μένω μόνος, ο ερωτευμένος.

 

ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ

Όσο τα έχουμε στο κεφάλι
τα χτενίζουμε όπως είναι η μόδα,
τα ομορφαίνουμε.
τα φουσκώνουμε στον καθρέφτη,
τα αρωματίζουμε
τους κάνουμε ανταύγειες,

όμως όταν τα κόβουμε
και πέφτουν χάμω
τα μαζεύουμε με τη σκούπα
σαν σκουπίδια
σαν εξουσιαστές…

 

ΠΟΣΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ

Ω Θεέ μου, πόσα πράγματα με περιμένουν
Θέλω τόσα να κάνω
Και μια ζωή δεν φτάνει.
Μου χρειάζεται ένα δάσος
και δεν έχω ούτε δέντρο.
Μου χρειάζεται δρόμος να περπατήσω
κι εγώ, δυστυχώς, έφτασα νωρίς.

Θέλω να σμιλέψω
το πρόσωπό μου
με τα χέρια σου
όμως δεν είσαι εδώ.
Θέλω να ξεκουραστώ
και δεν έχω κοπιάσει.

Θα ’θελα να στείλω ένα χαμόγελο
στον αέρα, μόνο ένα
όμως εμείς αδυνατούμε να καταλάβουμε
τη μνήμη του αγέρα.

 

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Όταν χτυπάει η πόρτα της
όποιος και να ’ναι
ο ήλιος
ή καταιγίδα
σκιά της νύχτας
άγγελος
ή στρατιώτης
γυναίκα του δρόμου, ορφανός
δάσος παλλόμενο
ή ποτάμι,
Ποτέ δε ρωτά:
«Ποιος είναι;»
Καθώς την πόρτα ανοίγει
χαρούμενη
αμέσως,
νιώθεις πως ποτέ δεν έχει υπάρξει
αυτή η πόρτα.

 

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

Πάω συχνά
στην ακροθαλασσιά
και πετώ τα παπούτσια στο νερό.

Δεν ξέρω πώς γίνεται
και τα παπούτσια μου
μεγαλώνουν και μεγαλώνουν
γίνονται πλοία
να φέρουν τους Οδυσσείς στα σπίτια τους.

Ξυπόλυτος βγαίνω μπροστά τους
να τους καλωσορίσω.

Μ’ αρέσει να περπατάω στα βάθη της νύχτας
μόνος, χωρίς εμένα.
Να είμαι αγέρας, χωρίς τον αγέρα
που σπάει την ησυχία των δένδρων
που στέκουν σαν άνθρωποι από φύλλα.
Να είμαι δρόμος, όχι σαν δρόμος
που τον πατούν με τα πόδια τους οι άλλοι.
Να φύγω μακριά και να ’μαι εδώ.
Να είμαι κοντά σας
χωρίς να ’μαι εδώ.
Στα μυστήρια της νύχτας να χωθώ
χωρίς μυστήριο να υπάρχει. Κι από κει την αυγή να βγω.
Χωρίς τον εαυτό μου, σας είπα.
Αυτός ας μείνει ανάμεσά σας
σαν ένα τίποτα που στράγγιξε
στο φως.

 

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

Οι ρίζες της βροχής είναι στη θάλασσα.

Το προφίλ μου, το ξέρετε, είναι ο αγέρας.

Δε θέλω να είμαι μόνος
θέλω να περπατώ.

Εγώ δεν είμαι δέντρο ηλίθιο
με κλαδιά ανοιχτά.
Και μηλιά να ήμουνα
μόνο μήλα θα ’κανα.

Θέλω να πάω στο ποτάμι.

Τα χέρια μου είναι από πέτρα.

Όμως δεν είμαι βάθρο πέτρινο
που πάνω του στήνουν αγάλματα.
Πάνω μου δε σηκώνω άγαλμα κανένα.

Τώρα στο χώρο μου
μπρούμυτα ξάπλωσα,
τον καλπασμό του φλογισμένου αλόγου ακούω
με μάτια υγρά και χαίτη αέρινη. Στάσου!
Σαν να ψιθυρίζουν οι πεθαμένοι με τα φυτά
…οι πεθαμένοι σαν να μην πέθαναν
έτσι καθώς δεν έζησαν.

Το ξέρετε, εμείς είμαστε ένα με τη φύση.
Το δίκιο του ανθρώπου σαν τα κύματα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top