Fractal

Σαν γνωριμία με την πρωτεύουσα Γιανγκόν (Ρανγκούν) της Βιρμανίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

‘Στην τροπική πόλη, όπου οι νεαροί στρατιώτες με τα μελαψά πρόσωπα και τις πρασινωπές σαν του χρώματος της ζούγκλας στολές τους στέκουν με τα αυτόματά τους στις σκοπιές, στην πόλη των ολόχρυσων βουδικών ναών, που υψώνονται στον ουρανό σαν θημωνιές με κιτρινοκόκκινες ανταύγειες, στην πόλη που η νύχτα πάνω της πέφτει απαλά και πολύ νωρίς και στο σκοτάδι του παλατιού, λες και βγήκε από τα παραμύθια της Σεχραζάντ, ξαφνικά φάνηκε ένα πρόσωπο με όμορφη κατατομή σαν δακτυλιδόπετρα και στη σκηνή, που λάμπει από την υπέροχη ανατολίτικη πλαστικότητα, τα χέρια των χορευτριών τραγουδούν, πλέκουν το τραγούδι της αγάπης κάτω από τους ήχους ενός θαυμάσιου οργάνου (που δεν μπορέσαμε να μάθουμε την ονομασία του). Σ’ αυτήν την παγερή, τροπική, υγρή βραδιά της πόλης Ρανγκούν, γεμάτη από μαγικές μελωδίες, ομορφιές και ακατάσχετα όνειρα, θυμήθηκα άγνωστο γιατί αυτή την παλιά ιστορία, ιστορία διαφορετικού γεωγραφικού πλάτους…’

Όλες Γκόντσαρ: Ρανγκούν

 

Το Δημαρχείο της Γιανγκόν.

 

Μολονότι απαιτείται  πολύωρη και στην πλειονότητα των περιπτώσεων νυχτερινή πτήση για να φτάσει κάποιος έως εδώ, ακόμα θυμάται πως Γιανγκόν, επίσης γνωστή ως Ρανγκούν, στην κυριολεξία σημαίνει το  ‘Τέλος της διαμάχης’. Είναι η πρώην πρωτεύουσα της Μπούρμα και η πρωτεύουσα της περιφέρειας της Γιανγκόν. Παρά το γεγονός ότι η στρατιωτική κυβέρνηση μετέφερε επίσημα την πρωτεύουσα της χώρας στη νεόχτιστη και αραιοκατοικημένη Νάι Πι Τάου (Naypyidaw), από τον Μάρτιο του 2006, η Γιανγκόν, με πληθυσμό άνω των πέντε περίπου εκατομμυρίων, συνεχίζει να είναι η μεγαλύτερη πόλη και το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο ετούτης της χώρας. Οι υποδομές της Γιανγκόν μπορεί να βρίσκονται ακόμα πολύ πίσω, σε σύγκριση με εκείνες των άλλων μεγάλων πόλεων της Νοτιοανατολικής Ασίας, αλλά δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι έχει τον μεγαλύτερο αριθμό γραφικών αποικιακών κτιρίων στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας, σήμερα. Αν και πολλές πολυώροφες κατοικίες και εμπορικά κτίρια κατασκευάστηκαν ή ανακαινίστηκαν σ’ ολόκληρο το κέντρο της πόλης και της ευρύτερης Γιανγκόν κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι παρυφές της πόλης και του ευρύτερου δακτυλίου, σηματοδοτούν τη διάχυτη φτώχεια που επικρατεί και που επηρεάζει δυσμενώς και ποικιλοτρόπως ένα σεβαστό ποσοστό των κατοίκων της.

Η Γιανγκόν ιδρύθηκε ως  Dagon,  ένα μικρό ψαροχώρι γύρω από την παγόδα Σβενταγκόν (Shwedagon), στις αρχές του ενδέκατου αιώνα από τον Mon, ο οποίος εκείνη την εποχή κυριαρχούσε στην κάτω Μπούρμα. Το 1755, o βασιλιάς Alaungpaya  κατέκτησε τη Dagon, τη μετονόμασε ‘Γιανγκόν’ και πρόσθεσε καινούργιους οικισμούς γύρω απ’ αυτή. Οι Βρεττανοί κατέλαβαν την Γιανγκόν κατά τη διάρκεια του πρώτου αγγλοβιρμανικού πολέμου (1824-1826), αλλά την επέστρεψαν στη βιρμανική διοίκηση μετά τον πόλεμο. Η πόλη καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1841.

 

Μια άποψη των Cantonment Gardens (τώρα Πάρκο του Λαού και πλατεία), στην Ρανγκούν (Γιανγκόν) του 1868. Φωτογραφία του J. Jackson. Οι κήποι Cantonment υπήρχαν ακριβώς στα νοτιοδυτικά της παγόδας Shwedagon μέσα σε στρατιωτικούς καταυλισμούς. Είχαν προγραμματισθεί στα 1854-1856, από τον William Scott των Βοτανικών κήπων της Καλκούτας, και υλοποιήθηκαν από το Τμήμα Δημοσίων Έργων της πόλης. Διακρίνονται ένα εξοχικό στ’ αριστερά, μια ξύλινη γέφυρα προς τα δεξιά, και το κωδωνοστάσιο της παγόδας Shwedagon στο κέντρο.

 

Οι Βρεττανοί πήραν την  Γιανγκόν και το σύνολο της κάτω Μπούρμα  στο δεύτερο αγγλοβιρμανικό πόλεμο του 1852, και στη συνέχεια μετέτρεψαν τη  Γιανγκόν σε εμπορικό και πολιτικό κέντρο της βρεττανικής πλέον Μπούρμα. Με βάση μια στρατιωτική  μελέτη, οι Βρεττανοί κατασκεύασαν μια νέα πόλη στην περιοχή του δέλτα, κι’ έτσι η  Γιανγκόν έγινε η πρωτεύουσα του συνόλου της βρεττανικής Μπούρμα  όταν πια οι Βρεττανοί κατέλαβαν και την Άνω Μπούρμα, στον τρίτο αγγλοβιρμανικό πόλεμο, του 1885.

 

Το αποικιακό κτίριο του Ταχυδρομείου.

 

Μέχρι το 1890, ο  πληθυσμός της Γιανγκόν αυξήθηκε αισθητά, και το εμπόριο  βοήθησε στη δημιουργία ευημερούντων κατοικημένων προαστίων. Οι Βρεττανοί ανέγειραν Νοσοκομεία, όπως το Γενικό Νοσοκομείο της Ρανγκούν  και κολέγια, συμπεριλαμβανομένου του Πανεπιστημίου της Ρανγκούν. Η αποικιακή Γιανγκόν με τα ευρύχωρα πάρκα και τις λίμνες της, σε συνδυασμό με τα μοντέρνα κτίρια και την παραδοσιακή ξύλινη αρχιτεκτονική, ήταν γνωστή ως ‘η πόλη-κήπος της Ανατολής’. Μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, η Γιανγκόν είχε δίκτυο δημόσιων υπηρεσιών και υποδομών, στο ίδιο περίπου επίπεδο με το Λονδίνο. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, περίπου το 55% του πληθυσμού της Γιανγκόν του μισού περίπου εκατομμυρίων κατοίκων, ήταν Ινδοί ή νοτιοασιάτες, και μόνο το ένα τρίτο περίπου ήταν γηγενείς, ή ανήκαν σε άλλες μικρότερες ομάδες.

 

Συνηθισμένη εικόνα με άφθονα καταπράσινα τροπικά δέντρα της πόλης Γιανγκόν.

 

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γιανγκόν έγινε το επίκεντρο του κινήματος ανεξαρτησίας της Βιρμανίας, με τους αριστερούς φοιτητές του Πανεπιστημίου Ρανγκούν πρωτοπόρους. Τρεις εθνικές απεργίες εναντίον της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας το 1920, 1936 και 1938, ξεκίνησαν όλες εδώ στη Γιανγκόν.  Η πόλη βρισκόταν υπό ιαπωνική κατοχή την περίοδο 1942-1945, και υπέστη σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανακαταλήφθηκε από τους Συμμάχους, τον Μάιο του 1945, και έγινε πρωτεύουσα στις 4 Ιανουαρίου 1948, όταν η χώρα ανέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρεττανική Αυτοκρατορία. Λίγο μετά την ανεξαρτησία της Μπούρμα το 1948, πολλά αποικιακά ονόματα δρόμων και πάρκων άλλαξαν σε πιο εθνικιστικά ονόματα. Το 1989, η στρατιωτική χούντα  άλλαξε το αγγλικό όνομα της πόλης σε ‘Γιανγκόν’, μαζί με πολλές άλλες αλλαγές στα βιρμανικά ονόματα. Οι αλλαγές όμως αυτές, δεν δεκτές από πολλούς Βιρμανούς που θεωρούν τη χούντα ακατάλληλη για τέτοιες αλλαγές, ούτε και από άλλους εκτός της χώρας.

 

 

Το τέμπλο Chaukhtatgyi με τον μισοξαπλωμένο Βούδα. Ένα από τα μεγαλύτερα και ομορφότερα της νοτιοανατολικής Ασίας.

 

Από την ανεξαρτησία, η Γιανγκόν επεκτάθηκε προς τα έξω, και σήμερα η ευρύτερη περιοχή της καλύπτει περιοχή περίπου εξακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων.   Κατά τη διάρκεια του απομονωτισμού που επιβλήθηκε απ’ τον Ne Win (1962-1988), οι υποδομές της επιδεινώθηκαν λόγω της κακής συντήρησης, κάτι που δεν συμβάδιζε βεβαίως παράλληλα με την παρατηρούμενη αύξηση του πληθυσμού της. Στη δεκαετία του 1990, η στρατιωτική κυβέρνηση είχε  περισσότερο ανοικτές πολιτικές για τις αγορές, και προσέλκυσε κάποιες εγχώριες και ξένες επενδύσεις, φέρνοντας καινούργιο αέρα στις υποδομές της πόλης.  Ένα ποσοστό των κατοίκων  της, όμως, μεταφέρθηκε βίαια σε νέες πόλεις δορυφόρους. Πολλά κτίρια της  αποικιακής περιόδου κατεδαφίστηκαν για να πάρουν τη θέση τους μοντέρνα πολυώροφα ξενοδοχεία, κτίρια γραφείων και εμπορικά κέντρα, γεγονός που οδήγησε τους κυβερνήτες της πόλης να θέσουν περίπου διακόσια αξιοσημείωτα κτίρια της αποικιακής περιόδου στον κατάλογο της Πολιτιστικής Κληρονομιάς της πόλης. Παρά τα σημαντικά προγράμματα ανοικοδόμησης και ανάπτυξης, ένα μεγάλο μέρος της Γιανγκόν παραμένει χωρίς βασικές δημοτικές υπηρεσίες, όπως η εικοσιτετράωρη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και η τακτική συλλογή σκουπιδιών απ’ τους δρόμους.

 

Υπαίθριο βιβλιοπωλείο. Τέτοια υπάρχουν αρκετά στους δρόμους, δίπλα στα πεζοδρόμια.

 

Η Γιανγκόν με την ανεξαρτησία της, έγινε  πιο αυτόχθονη στην εθνοτική της σύνθεση, αφού πολλοί νοτιοασιάτες και αγγλοβιρμανοί εγκατέλειψαν τη χώρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, λόγω της ξενοφοβικής κυβέρνησης του Ne Win, αλλά παρ’ όλα αυτά, σήμερα υφίστανται και δραστηριοποιούνται αρκετές κοινότητες της Νότιας Ασίας και της Κίνας. Οι αγγλοβιρμανοί ουσιαστικά εξαφανίστηκαν, ή εγκατέλειψαν τη χώρα ή  προχώρησαν σε γάμους με τις άλλες ομάδες της Βιρμανίας και τελικώς απορροφήθηκαν σταδιακά. Η Γιανγκόν υπήρξε το κέντρο σοβαρών αντικυβερνητικών διαδηλώσεων  το 1974, 1988 και 2007. Οι δρόμοι  της πόλης υπήρξαν μάρτυρες δραματικών αιματοχυσιών  κάθε φορά, καθώς οι διαδηλωτές πυροβολούνταν από τους  κυβερνητικούς. Τον Μάιο του 2008,  έπληξε αλύπητα την Γιανγκόν, ο κυκλώνας Ναργκίς.  Ενώ η πόλη είχε λίγες ανθρώπινες απώλειες, το μεγαλύτερο μέρος  των βιομηχανικών υποδομών της καταστράφηκε ή υπέστη σοβαρότατες ζημιές, με απώλειες που εκτιμήθηκαν σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια  δολάρια ΗΠΑ. Τον Νοέμβριο του 2005, η στρατιωτική κυβέρνηση όρισε την πόλη Νάι Πι Τάου  (Naypyidaw), διακόσια μίλια  (322 χλμ.) βόρεια της Γιανγκόν, ως νέα διοικητική πρωτεύουσα, στην οποία  μετακινήθηκε σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Γιανγκόν παραμένει και στις μέρες μας η μεγαλύτερη πόλη και το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της Μπούρμα. Οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της βιώνουν κατάσαρκα στην κυριολεξία ένα  τροπικό κλίμα μουσώνων με μακρά περίοδο βροχών, από τον Απρίλιο έως το Νοέμβριο, και μία σχετικά σύντομη και ξηρή περίοδο από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Μάρτιο, με λίγες βροχοπτώσεις.

Περιδιαβαίνοντας το   κέντρο της Γιανγκόν βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες φυλλώδεις λεωφόρους, με μεγάλο αριθμό αποικιακών κτιρίων, πολλά από τα οποία είναι ξεφλουδισμένα και σάπια στην όψη, αποπνέοντας μια εικόνα έκδηλης αδιαφορίας και εγκατάλειψης. Το πρώην Ανώτατο Δικαστήριο, το Κτίριο της Γραμματείας, το πρώην αγγλικό Γυμνάσιο του Αγίου Παύλου και το ξενοδοχείο Strand, είναι άριστα  δείγματα μιας άλλης εποχής. Τα περισσότερα κτίρια στο κέντρο της πόλης αυτής της εποχής είναι τετραώροφα μεικτής χρήσεως, τουτέστιν για κατοικίες και εμπορικά καταστήματα, ταυτόχρονα. Παρά τις όχι και τόσο ιδανικές συνθήκες τους, οι χώροι αυτών των κτιρίων παραμένουν περιζήτητοι και είναι οι ακριβότεροι στην αγορά ακινήτων της πόλης. Η αποικιοκρατική Ρανγκούν ορίζεται σε ένα πλέγμα γύρω από την αρχαία βουδιστική στούπα Sule και χρονολογείται από το 1852, όταν τα βρεττανικά στρατεύματα κατέλαβαν ένα χωριό κοντά στις εκβολές του ποταμού Ιραγουάντι στη διάρκεια του δεύτερου αγγλο-βιρμανικού πολέμου. Ωστόσο τα περισσότερα από τα δημόσια κτίρια της πόλης χτίστηκαν στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Αυτά περιλαμβάνουν το Ανώτατο Δικαστήριο, ένα εντυπωσιακό κόκκινο τούβλινο κτίριο του οποίου η κατασκευή άρχισε το 1905 και ολοκληρώθηκε  το 1911, από τον αρχιτέκτονα James Ransome. Το εντυπωσιακό κτίριο στεγάζει ένα ρολόι του οποίου οι τέσσερις επιφάνειες που φωτίζονται τη νύχτα, φαίνονται σαν να αιωρούνται πάνω από το κέντρο της πόλης.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Γιανγκόν.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, που σήμερα περιλαμβάνεται στον κατάλογο της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης, στεγαζόταν εδώ στο κέντρο της Γιανγκόν, μεταξύ των οδών Maha Bandula Garden και Pansodan, κοντά στο δημαρχείο της και απέναντι από το Μνημείο της Ανεξαρτησίας και το Πάρκο Bandula. Από το 2006, όμως, η συγκεκριμένη υπηρεσία μεταφέρθηκε μαζί με την πρωτεύουσα της χώρας στην Νάι Πι Τάου. Ενώ οι επισκέπτες ίσως να γοητεύονται από τις ελκυστικές ομολογουμένως προσόψεις, από την άλλη μεριά, οι κάτοικοι αυτών των παλαιών κτιρίων έχουν πολλούς λόγους για να δυσφορούν και αγανακτούν. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, και τα τελευταίων δεκαετιών κτίσματα δεν είναι άμοιρα προβλημάτων, ειδικά στο ευαίσθητο θέμα της μη συνεχούς παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και της έλλειψης ανελκυστήρων.

 

Μια κλασσική αποικιακή δομή (Accountant General Building) στο κέντρο της Γιανγκόν, στην οδό Pansodan. Ένα κτίριο που χρειάζεται ταχύτατα κάποιου είδους ανακαίνιση. Μέρος του καταστράφηκε σε βομβιστικές επιθέσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα είναι η έδρα του γενικού ελεγκτή της Μυανμάρ.

 

Η Γιανγκόν, σήμερα, συγκεντρώνει όλα τα πλεονεκτήματα για να αποτελεί  το κύριο κέντρο της χώρας στο εμπόριο, τη βιομηχανία, τα ακίνητα, τα μέσα ενημέρωσης, την ψυχαγωγία και βεβαίως τον τουρισμό. Ο τελευταίος αποτελεί σημαντική πηγή συναλλάγματος για την πόλη, αν και για περίεργο λόγο ο πραγματικός αριθμός των ξένων επισκεπτών στην Γιανγκόν ήταν πάντοτε  πολύ χαμηλός. Η αγορά ακινήτων στη Γιανγκόν είναι από τις πιο ακριβές στη χώρα και υπερβαίνουν τις οικονομικές δυνατότητες των περισσότερων κατοίκων.  Οι περισσότεροι ζουν έξω από το κέντρο της πόλης και λίγοι από αυτούς μπορούν να νοικιάσουν διαμερίσματα στα κεντρικά σημεία της. Στην Γιανγκόν λαμβάνουν χώρα και  πολλά φεστιβάλ της παγόδας, κατά τη διάρκεια της εποχής των ξηρών μηνών, δηλαδή από το  Νοέμβριο έως τον Μάρτιο. Τα Μουσεία της Γιανγκόν, είναι μάλλον υπόθεση των επισκεπτών και σπάνια τα επισκέπτονται οι ντόπιοι. Τα περισσότερα μεγάλα ξενοδοχεία στη Γιανγκόν προσφέρουν κάποιο είδος νυχτερινής ζωής, με στόχο τους τουρίστες και τους ευκατάστατους  της Βιρμανίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top