Fractal

Στο Παρίσι των Ζωντανών Νεκρών

Γράφει η Βερίνα Χωρεάνθη //

 

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ ΕΦΑΓΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

(THE NIGHT EATS THE WORLD / LA NUIT A DÉVORÉ LE MONDE, 2018)

Σενάριο: Ζερεμί Γκε, Γκιγιόμ Λεμάν, Ντομινίκ Ροσέ (από το ομώνυμο βιβλίο του Μαρτέν Παζ)

Σκηνοθεσία: Ντομινίκ Ροσέ

 

 

Σε κάποια γειτονιά του Παρισιού, ο Σαμ, νεαρός μουσικός, πηγαίνει στο διαμέρισμα της Φάνι, της πρώην κοπέλας του, για να πάρει κάποια πράγματα που είχε αφήσει εκεί από τον καιρό που οι δυο τους ήταν ακόμα μαζί. Εκείνο το βράδυ η Φάνι τυχαίνει να κάνει στο σπίτι της πάρτι με πάρα πολύ κόσμο και ο Σαμ, που δεν ξέρει κανέναν από τους καλεσμένους και θέλει απλώς να πάρει τα πράγματά του και να φύγει, αναγκάζεται να αποσυρθεί σ’ ένα απομονωμένο γραφείο του διαμερίσματος, μέχρι να αρχίσει να αραιώνει ο κόσμος για να μπορέσει να φύγει. Κλειδώνει την πόρτα του δωματίου για να μην τον ενοχλήσει κανείς, και όπως κάθεται μόνος του στο μισοσκόταδο, τον παίρνει ο ύπνος. Ξυπνάει αρκετές ώρες αργότερα για να διαπιστώσει πως στο σπίτι επικρατεί τώρα μια ύποπτη ησυχία. Βγαίνοντας από την κρυψώνα του, αντικρίζει μέσα στο διαμέρισμα ένα βομβαρδισμένο τοπίο: αναποδογυρισμένα έπιπλα, σπασμένα πράγματα και τζάμια, αίματα στους τοίχους και τα πατώματα. Πιστεύοντας πως κάποιος μανιακός επιτέθηκε στους καλεσμένους του πάρτι, αρπάζει το πρώτο πράγμα που βρίσκει μπροστά του και θα μπορούσε να χρησιμέψει για όπλο άμυνας (ένα τασάκι!) και κατευθύνεται προς την έξοδο. Αυτό ωστόσο που αντικρίζει στο διάδρομο της πολυκατοικίας είναι κάτι που δεν περίμενε ποτέ να δει: η Φάνι και κάποιοι από τους καλεσμένους της έχουν γίνει ζόμπι και μόλις αντιλαμβάνονται τον Σαμ, τρέχουν προς το μέρος του για να του επιτεθούν. Τρομοκρατημένος ο Σαμ ξαναγυρίζει στο διασμέρισμα της Φάνι και κλειδαμπαρώνεται μέσα. Ρίχοντας ματιές από τα παράθυρα του σπιτιού, διαπιστώνει ότι οι κάτοικοι της πόλης έχουν όλοι γίνει ζόμπι και περιφέρονται στους δρόμους όπου πλέον επικρατεί το χάος και η καταστροφή.

 

 

Διαπιστώνοντας γρήγορα ότι είναι πιο ασφαλής μέσα στο κτίριο όπου έχει παγιδευτεί, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να διατηρήσει την ασφάλεια μέσα σ’ αυτό το, έστω και προσωρινό, καταφύγιο. Αρχίζει να περιπλανιέται στην πολυκατοικία, μαζεύοντας προμήθειες και όπλα από τα εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα και εγκαθίσταται στο σπίτι του Άλφρεντ, ενός γιατρού, ο οποίος επίσης έχει γίνει ζόμπι και βρίσκεται παγιδευμένος μέσα στο σταματημένο ασανσέρ. Ο Σαμ φυλακίζει τον Άλφρεντ εκεί μέσα και, καθώς περνάει ο καιρός, αναπτύσσει έναν ιδιότυπο κώδικα επικοινωνίας μαζί του καθώς ο Άλφρεντ φαίνεται να διατηρείται σε μια σχετικά ήρεμη κατάσταση, προφανώς λόγω της απομόνωσής του – σε αντίθεση με τις ομάδες των ζόμπι έξω στο δρόμο, που η μαζική συνύπαρξή τους τα θέτει αναπόφευκτα σε μια φάση ανεξέλεγκτης αγέλης. Ένα βράδυ εμφανίζεται με επεισοδιακό τρόπο στην πολυκατοικία μια κοπέλα, η Σάρα, η οποία έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να επιβιώσει περνώντας από ταράτσα σε ταράτσα χάρις στον ορειβατικό εξοπλισμό που κουβαλάει μαζί της. Η εμφάνιση της Σάρα σηματοδοτεί και μια μεγάλη, σχεδόν σοκαριστική, ανατροπή που αλλάζει τα πάντα.

 

 

Ξεφεύγοντας από το πνεύμα των αμερικανικών ταινιών και σειρών με ζόμπι, όπου οι ήρωες παίρνουν τα όπλα και αντιμετωπίζουν τους νεκροζώντανους εχθρούς κατά πρόσωπο, η γαλλική παραγωγή “To Βράδυ Που Έφαγε Τον Κόσμο” παρουσιάζει μια διαφορετική πτυχή μιας μετα-αποκάλυψης, όπου ωστόσο ο καθένας από μας είναι πολύ πιο εύκολο να ταυτιστεί με τον ήρωα: ο Σαμ είναι ένας καθημερινός άνθρωπος που δεν έχει σχέση με τα όπλα και προφανώς δεν είχε ποτέ μέχρι τότε έρθει στη δυσάρεστη θέση να χρειαστεί να επιστρατεύσει μια ακραία επιθετική συμπεριφορά. Επιπλέον είναι καλλιτέχνης, άρα ευαίσθητη ψυχή, με φιλειρηνικές διαθέσεις. Μόλις συνειδητοποιεί τι συμβαίνει γύρω του, ψάχνει να βρει τρόπους για να επιβιώσει. Αυτή είναι η βασική του μέριμνα και ελάχιστα τον απασχολεί, σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, τι μπορεί να προκάλεσε αυτή την κατάσταση. Μας έχουν συνηθίσει οι γαλλικές ταινίες στις ατέλειωτες σιωπές και τα πλάνα χωρίς δράση, ωστόσο εδώ η σιωπή είναι όχι μόνο επιβεβλημένη αλλά και αναγκαία: ο παραμικρός ήχος μπορεί να προσελκύσει τα ζόμπι προς το καταφύγιο του ήρωα, απειλώντας, ίσως και μοιραία, την έτσι κι αλλιώς επισφαλή ασφάλειά του. Όσον αφορά τη δράση, γίνεται αθόρυβα σχεδόν – εκτός από τις φάσεις εκείνες όπου ο Σαμ, μην αντέχοντας άλλο την έλλειψη επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους, παίζει όσο πιο δυνατά μπορεί με τα ντραμς που βρίσκει σε κάποιο δωμάτιο του διαμερίσματος του γιατρού (προφανώς ανήκαν σε κάποιο παιδί του Άλφρεντ). Ο ιδιαίτερα δυνατός αυτός συνεχόμενος ήχος κάνει τα ζόμπι να τρέξουν προς την πολυκατοικία και να μαζευτούν απ’ έξω χτυπώντας τους τοίχους και επιχειρώντας να σκαρφαλώσουν στα μπαλκόνια, από τη μια δίνοντας στον Σαμ την ψευδαίσθηση ότι έχει γύρω του ανθρώπους, από την άλλη κάνοντάς τον να σκέφτεται ότι ίσως η ηθελημένη παράδοσή του στα ζόμπι θα ήταν προτιμότερη από τις συνθήκες αυτοφυλάκισης όπου ζει.

 

 

Λιγότερο οι κλασικές ταινίες με ζόμπι και περισσότερο η πρωτοποριακή νουβέλα του Ρίτσαρντ Μάθεσον “I am Legend” (1954) φαίνεται να ήταν κυρίως η επιρροή για τον Μαρτέν Παζ, τον συγγραφέα στο ομώνυμο βιβλίο του οποίου βασίστηκε το “Βράδυ Που Έφαγε Τον Κόσμο” του Ντομινίκ Ροσέ. Όπως ο Ρόμπερτ Νέβιλ, ο ήρωας του Μάθεσον, μένει μόνος του ως η τελευταία ανθρώπινη ύπαρξη σ’ έναν κόσμο που έχει καταληφθεί από βρικόλακες και προσπαθεί να επιβιώσει, παραμένοντας κλεισμένος στο σπίτι του τη νύχτα, όταν οι αιμοδιψείς εχθροί του ξυπνούν και περιφέρονται στην πόλη, και τριγυρίζοντας στους έρημους δρόμους την ημέρα αναζητώντας εφόδια και τρόφιμα και σκοτώνοντας όσους βρικόλακες τύχει να συναντήσει, καθώς είναι αδρανοποιημένοι στο φως της μέρας, κάπως έτσι και ο Σαμ βρίσκεται αντιμέτωπος με ορδές από ζόμπι και η μόνη του επιλογή είναι να μείνει ταμπουρωμένος στο καταφύγιό του. Ο Σαμ δεν μπορεί καν να ξεμυτίσει από το κτίριο, και η μόνη φορά που το τολμάει είναι όταν βλέπει μια γάτα να γυρίζει έξω στο δρόμο. Κάτι που επίσης παραπέμπει στη νουβέλα του Μάθεσον, καθώς κι εκεί ο ήρωας εντόπισε μια μέρα έναν σκύλο και προσπάθησε να τον φέρει κοντά του. Έτσι και ο Σαμ, απελπισμένος για μια ζωντανή παρουσία δίπλα του, παίρνει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο βγαίνοντας έξω στο δρόμο για βρει τη γάτα. Καταλήγει ωστόσο και πάλι να γυρίσει στην πολυκατοικία τρέχοντας μέσα στον πανικό, με τα ζόμπι σε απόσταση αναπνοής πίσω του.

 

 

Αν και το διαλογικό κομμάτι είναι εύλογα και δικαιολογημένα περιορισμένο, η φαινομενικά συγκρατημένη αλλά γεμάτη εσωτερική ένταση ερμηνεία του Νορβηγού ηθοποιού Άντερς Ντάνιελσεν Λίε στον ρόλο του Σαμ γεμίζει τις σιωπηλές σκηνές και τονίζει ακόμα περισσότερο την τραγικότητα της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο ήρωας. Στον ρόλο του Άλφρεντ, του ζόμπι που δείχνει να εξανθρωπίζεται ως ένα βαθμό χάρη στην συναναστροφή του με τον Σαμ, βλέπουμε τον Ντενί Λαβάν, τον αλλόκοτο κύριο Όσκαρ από το “Holy Motors” του Λεός Καράξ και στον σύντομο ρόλο – κλειδί της Σάρα την Ιρανή ηθοποιό Γκολσιφτέ Φαραχανί, ωστόσο η ταινία δικαιωματικά ανήκει στον πρωταγωνιστή της, ο οποίος ξεδιπλώνει καλοζυγισμένα όλα τα συναισθήματα και τις διαθέσεις που εναλλάσσονται στον χαρακτήρα του με το πέρασμα των ημερών: πανικός, απελπισία, τρόμος, παραίτηση, οργή, ελάχιστα διαλείμματα με μια υποψία αισιοδοξίας, και πάλι από την αρχή.

 

 

Το τέχνασμα με τον ήρωα που ξυπνάει μέσα σε μια μετα-αποκάλυψη όπου ο κόσμος έχει κυριευθεί από ζόμπι το έχουμε δει κι άλλες φορές στο παρελθόν – το είδαμε στο “28 Μέρες Αργότερα” του Ντάνι Μπόιλ, στο “Ξύπνημα των Νεκρών” του Ζακ Σνάιντερ, το είδαμε και στη σειρά “The Walking Dead”, μάλιστα σε μια από τις ωραιότερες εναρκτήριες σεκάνς. Αυτό το τέχνασμα έχουμε κι εδώ, και είναι ένας απλός μεν αλλά ιδιαίτερα έξυπνος τρόπος για να τονιστεί η αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει κάτι που ξεφεύγει δραματικά από την καθημερινότητά του. Αν αναλογιστούμε, για παράδειγμα,

τις διάφορες παγκόσμιες επιδημίες που εμφανίζονται κατά καιρούς, κανείς ποτέ δεν ξέρει με βεβαιότητα πώς ακριβώς προέκυψαν – ακόμα κι αν εντοπιστεί ο λεγόμενος “ασθενής μηδέν”, ο πρώτος δηλαδή που βρέθηκε να έχει μολυνθεί με τον εκάστοτε ιό, δεν γίνεται ποτέ γνωστό πώς γεννήθηκαν οι ασθένειες αυτές και πώς εισχώρησαν στις κοινωνίες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο κάθε άνθρωπος δυνητικά μπορεί να υπάρξει θύμα, και έχει να κάνει με έναν εχθρό που είναι αόρατος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ταινίες με ζόμπι, από μια πλευρά (γιατί αν καθίσει κανείς να τις αναλύσει, τουλάχιστον τις πιο ψαγμένες από αυτές, μπορεί να βρει πάρα πολλούς συμβολισμούς, αλληγορίες και παραλληλισμούς με τη σύγχρονη πραγματικότητα) κατά κάποιον τρόπο προσωποποιούν αυτόν τον αόρατο εχθρό και τον τρόμο του ανθρώπου μπροστά σε έναν κίνδυνο που μπορεί πάρα πολύ εύκολα να του αφαιρέσει τη ζωή ή, ακόμα χειρότερα, να μετατρέψει και τον ίδιο σε τέρας – είτε επειδή μπορεί να γίνει ζόμπι, είτε επειδή στον αγώνα για επιβίωση αναπόφευκτα θα έρθουν στην επιφάνεια τα πιο πρωτόγονα και επικίνδυνα ένστικτά του.

 

 

Το “Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο” είναι μια ιδιότυπη ταινία τρόμου που δεν πρέπει να τη δει κανείς επιφανειακά. Έχουμε δει πολλές μετα-αποκαλυπτικές ταινίες δράσης τα τελευταία χρόνια, αλλά όσο κι αν μας αρέσουν και όσο συναρπαστικές και αν είναι, έχει πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν έχουμε να κάνουμε με εναλλακτικές, τρόπον τινά, εκδοχές αυτού του είδους. Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτές προέρχονται από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο – ένα επιπλέον στοιχείο που κάνει τις συγκεκριμένες ταινίες, με τις όποιες τυχόν ατέλειές τους, ακόμα πιο ενδιαφέρουσες και σαν θέαμα αλλά και σαν αυτόνομα καλλιτεχνικά έργα.

Η αμερικανική κινηματογραφική παραγωγή έχει παράδοση σε ταινίες καταστροφής με μετα-αποκαλυπτική θεματολογία, και μας έχει δώσει αξέχαστα έργα, ωστόσο ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος είναι λογικό να το βλέπει το θέμα λίγο διαφορετικά, και λόγω καταβολών του είδους αλλά και λόγω της ανθρωπογεωγραφίας και του ιστορικού παρελθόντος της Γηραιάς Ηπείρου. Στην ταινία του, ο Ντομινίκ Ροσέ επιτυγχάνει μια υποβλητική ατμόσφαιρα μελαγχολίας στις εξωτερικές λήψεις, που συμπληρώνει ιδανικά το κλειστοφοβικό κλίμα που επικρατεί στις σκηνές μέσα σε κλειστούς χώρους. Ο μουντός ουρανός του Παρισιού, με τα εμβληματικά μνημεία να υπενθυμίζουν την παρουσία τους ακόμα και μέσα σε μια τέτοια καταστροφή, οι ρημαγμένοι δρόμοι με τα κτίρια υπό διάλυση γύρω τους, τα ζόμπι που περιφέρονται με αργούς ρυθμούς στην πόλη, έτοιμα ωστόσο να κατασπαράξουν κάθε ζωντανή ύπαρξη, και από την άλλη το καταφύγιο του Σαμ που όχι μόνο καταρρέει σιγά – σιγά αλλά όλα δείχνουν ότι με κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και λιγότερο ασφαλές – ένα εφιαλτικό σκηνικό όπου ο ήρωας προσπαθεί – αλλά φυσικά είναι αδύνατο – να προσαρμοστεί στις νέες, πρωτόγνωρες συνθήκες, και το οποίο ελάχιστες εξόδους διαφυγής έχει να προσφέρει, κι αυτές πάλι με σχεδόν μηδαμινές πιθανότητες σωτηρίας. Το τέλος φαίνεται ξεκάθαρο, αφήνει ωστόσο περιθώρια και για διαφορετικές ερμηνείες, ιδίως αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που έχουν προηγηθεί.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top