Fractal

Τέσσερα ποιήματα

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

 

 

 

Άτιτλα

Τέσσερα ποιήματα

 

1

Είη το όνομα Κυρίου

 

Άνοιξαν οι ουρανοί

κι η γη καταπίνει την ορμή των υδάτων

Πότε σταμάτησαν να μας δέρνουν οι καταιγίδες

Κύριε της ειρήνης και των σφαγών

έως πότε

Κύριε των πολέμων και των χαλασμών

έως πότε

 

– Σταματήσαμε να δίνουμε το χέρι

κι ο λαβωμένος ξεψύχησε

αναστ΄’ηθηκαν οι ώρες στους καιρούς της προσμονής

και βλάστησαν τα λαγόνια της γης-

 

Κύριε του οίνου και της μέθης

τα φτερά της πεταλούδας με τις αιμάτινες κηλίδες

κι η ειρήνη ακροβατώντας στα δάχτυλα των σκοτωμένων

όπως αράχνη στο μετέωρον ιστό της

τα ελέη των οικτιρμών σου

 

Κύριε των ελπίδων και των στεναγμών

βρέχεις επί δικαίους και αδίκους

έωςπότε ανέξονταί σε

Κύριε της θαλάσσης και τωπεράτων της γης

Κύριε των όλων και της ευλογίας των όπλων

των κραταιών υπερασπιστής

βοήθησε τους ταπεινούς

να κρατήσουν την ευπρέπεια και την αρετή

ίνα φανερωθεί θα έργα του Κυρίου

 

Είη το όνομα Κυρίου εις τους αιώνας

 

*****

 

2

 

Και οργισθείς Μωυσής έρριψεν από των χειρών αυτού

τας δύο πλάκας και συνέτριψεν αυτάς υπό το όρος

(Έξοδος ΑΒ΄ 19)

 

 

Κύριε

χάθηκε από τα πρόσωπά μας η αισχύνη

καταμεσής του δρόμου θάψαμε την οδύνη

ξεκινήσαμε

Μετρήσαμε στα δάχτυλά μας δέκα χρόνια

μένοντας ς’ εξουθενωμένο τόπο

 

Το φθινόπωρο

ολόιδιο το παλιό ρολόι της εκκλησιάς

κουδουνίζει τα τρεμάμενα φύλλα

διώχνει τα τελευταία πουλιά

προμηνύοντας τις πρώιμες μπόρες

σκληραίνοντας τα γέρικα δέντρα

μακραίνοντας τις μέρες του αργοπορημένου Νοέμβρη

Μιλήσαμε για ιστορία κι ανοίχτηκαν οι φυλακές

βουβάθηκαν τα στόματα σημαίνοντας το θάνατό μας

ανοιχτομάτης ήλιος βαθαίνει το πέτρινο κρανίο

κι η χώρα ψηλαφεί

την αποτρόπαιη γύμνια στα στήθη

στα λαγόνια

στους μηρούς

κρύβοβτας το ασβεστωμένο της πρόσωπο

 

Σημάδεψαν

οι ψυχές των αστεριών τους καιρούς της υποταγής

κι οι ουρανοί αναθάρρεψαν

στην αργοπορημένη πνοή των αιώνων

γκρεμίζοντας τα τρόπαια των ναυαγισμένων θεών

το πρόσωπό

Κύριε

 

1973

 

*****

3

Είπεν άφρων εν καρδία αυτού

ουκ έστι Θεός

(Ψαλμός ΙΓ΄1)

 

Κύριε

εκέκραξα προς σε

μες τη βαθιά σιωπή των αιώνων

πίσω από τα βουνά των θλίψεων

κάτω από τον έναστρο θόλο των αφανισμών

 

Η σιωπή κυριάρχησε

στέρψαν οιρόές των ποταμών

περιοριστήκαμε στην καθημερινή αναγκαιότητα

φάγαμε ξερό ψωμί

μην προσδοκώντας τίποτα

λιγοστέψαμε

Μάταια τραγουδούν τα τζιτζίκια

το καλοκαίρι απόμεινε μισοτελειωμένο

μισόξερο

άκαρπο

 

Κύριε

εκέκραξα προς σε

κι η φωνή μου ξαναγύρισε τρομαγμένη

περνώντας τόπους καθημαγμένους

πικραίνοντας τον αγέρα

αδειάζοντας

 

Κύριε εκέκραξα

κι η κραυγή μου ξαναγύρισε στην ψυχή μου

σχηματίζοντας το μηδέν και το άπειρο

διαγράφοντας κύκλους κυμάτων

ξεμακραίνοντας

τους επτά και τους δώδεκα ουρανούς

Ένα βρέφος κίνησε τα φτερά

την ώρα που χανόταν η κραυγή

ξύπνησε την αίσθηση της παρουσίας

 

Υψωθήκαμε στο κενό απομόναχοι

αντικρίζοντας τη μοναξιά

δεηθήκαμε μυστικά στην ψυχή μας

κι η ψυχή μας

δέχτηκε τη φωνή της δεήσεώς μας

Υπήρχαμε

 

Φθινόπωρο 1975

 

*****

 

4

Επί τω Κυρίω πέποιθα

Ψαλμός, 11

 

Ώρες του ατέλειωτου καλοκαιριού

καρπόι στοιβαγμένοι στις μασχάλες του ανέμου

πουλιά κοιμισμένα στο ανατρίχιασμα του ανέμου

ουρανοί ανοιγμένοι στα ρόδα του νερού

 

“Επί τω Κυρίω πέποιθα”

καθώς στα τρυπημένα δάχτυλα της μέρας

λογαριάζοντας τη βία και τη σφαγή

μακραίνει των ανθρώπων η προσμονής

βαθαίνοντας οι ρυτίδες των βουνών

καταπίνουν τα νερά την πίκρα μας

 

Όταν νυχτώνει

συλλογίζομαι τα έργα των ανθρώπων

πληθαίνει το φαρμάκι στην ανάσα των δέντρων

 

1975

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top