Fractal

«Η αγάπη βλέπεις, δεν επιβάλλεται, παρά μόνο αναβλύζει»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Ισίδωρος Ζουργός «Οι ρετσίνες του βασιλιά», εκδ. Πατάκη, σελ. 456

 

Το χωριό, μισοκοιμισμένο μέσα στη ραστώνη ενός καλοκαιριού που φτάνει αργά προς το τέλος του, απολαμβάνει τη μεσημεριανή γαλήνη όταν εμφανίζεται ο μηχανικός γερο – Έξαρχος για να εγκατασταθεί στο πετρωμένο από τα χρόνια καστρόσπιτο του πεθερού του. Ολομόναχος, αφού η γυναίκα του έχει από καιρό πεθάνει και οι τρεις του κόρες ζουν τη δική τους ζωή μακριά του. Η μελαγχολία της μοναξιάς, του δημιουργεί την ανάγκη μιας άτυπης επικοινωνίας με την νεκρή του σύντροφο. Της γράφει καθημερινά, γράμματα χωρίς παραλήπτη, αφηγούμενος τη νέα συνθήκη, αναπολώντας τα παλιά και ερμηνεύοντας σχέσεις και συμπεριφορές.

 

«Σήμερα βιάστηκε να νυχτώσει, θέλεις από τα σύννεφα, θέλεις από την επερχόμενη διαστολή της φθινοπωρινής νύχτας. Αν ήσουν ζωντανή, θα καθόσουν τώρα στο ανοιχτό παράθυρο της σάλας… θα γκρίνιαζες, φαντάζομαι, πως χάσαμε τη μέρα μας με τις καλημέρες και τις καλησπέρες. Χωριό σου είναι, κορίτσι μου, θα σου απαντούσα… Ήσουν η Ουρανία, η μοναχοκόρη του δράκου… Το χωριό σου ερήμωσε… Ποτέ όμως δεν ήταν το χωριό σου αυτό που λέμε πολυσύχναστο….»

 

Ο Φώτης ο καφετζής, ο τρελο-Μασούρης, ο μάστορας, ο παπα-Γιώργης, η μικρή κοινωνία του χωριού, η παρέα του πλέον κι εκείνος, να γράφει διαρκώς στη γυναίκα του «κάτι αναζητώ σ’ αυτόν τον τόπο, όμως δεν ξέρω τι…».

Οι φήμες για τον πλούτο και την επιρροή τού Έξαρχου αιωρούνται επάνω απ’ το χωριό και τον καταδικάζουν σε ακούσια μοναξιά. Πίνοντας την τοπική ρετσίνα, αποφασίζει να λύσει τη γλώσσα του για να του αποδειχτεί πως οι «συγκρατημένοι» οικογενειάρχες αλλά και  οι αποκλίνοντες «λεκέδες», ακούν με προσοχή τον ασυνήθιστο γι’ αυτούς τρόπο ομιλίας και τις γνώσεις του. Τους μιλά για την κατάρα της ρετσίνας τους, που «όλα τα κουκούλωνε και υποβάθμιζε την παραγωγή ολόκληρης της περιοχής». Οι σχέσεις του με τους κατοίκους αλλάζει σχεδόν εν μία νυκτί. Γέλια μέχρι δακρύων συνοδεία ρετσίνας στο καφενείο ή κάτω από την καρυδιά της πλατείας, συζητήσεις παραινετικές και η ανάγκη για ανθρώπινη επικοινωνία, καθισμένη αναπαυτικά στο θρόνο της. Ο ήρωας, που επέλεξε να ζήσει εκούσια «στον κόσμο του χώματος και της χωριάτικης απόλαυσης, της εξέγερσης σε κάθε κομψευόμενη κοινωνική θεωρία και ορθότητα»,  μετατρέπεται σε έναν γέρο που κάνει παράξενα αστεία και δεν έχει κανένα λόγο να κρύψει τη χαρά του. Μέσα από τις αφηγήσεις του, ξεδιπλώνονται οι άθλιες οικογενειακές του σχέσεις – κυρίως με τις κόρες του –  τα ταμπού, οι παράλληλες διαδρομές. Σιγά σιγά γίνεται σαφής η πραγματική αιτία που τον οδήγησε στην απομόνωση του χωριού, μακριά από την πολύβουη Αθήνα και την φαινομενικά γεμάτη ζωή του.

Η ανάγκη να επινοήσει έναν σκοπό τον κατατρύχει, ο χρόνος κουτσαίνει εναντίον του και τον υποχρεώνει να εξομολογείται φόβους και υποψίες, ψάχνοντας αυτό το κάτι που θα παίξει τον ρόλο του διαλύτη μέσα σ’ έναν πύργο γεμάτο εστεμμένα φαντάσματα, αλλά και καλά κρυμμένα μυστικά.

Η χειμωνιάτικη θυμηδία διαφοροποιείται θλιβερά με τον ερχομό της Άνοιξης, «θαρρείς κι ένας σιγαστήρας είχε βίαια επιβληθεί, έτσι που οι πιο γνωστοί βροντόφωνοι τώρα μιλούσαν χωρίς εξάρσεις, χαμηλόφωνα, μα πιο πολύ σιωπούσαν…» Για τον Έξαρχο, συνταξιούχο «βασιλιά» και πατέρα άνευ χαρτοφυλακίου, η Άνοιξη εγκυμονεί μια αλλαγή που δεν την περιμένει και τον αναγκάζει με τον τρόπο της να αφήσει όλη την πίκρα του να ξεχειλίσει, γράφοντας διαρκώς ανεπίδοτες επιστολές, και στις κόρες του αυτή τη φορά.

 

«Χαμογελάω ειρωνικά αυτή τη στιγμή, γιατί στην άκρη της πένας μου δεν υπάρχεις πραγματικά, γιατί όλα αυτά είναι λόγια αποκλειστικά από μένα στον εαυτό μου. Πώς θα μπορούσα να σου τηλεφωνήσω ή να σου στείλω γράμμα, ύστερα από έναν χρόνο μόνιμης σιωπής; Προφανώς θα έχετε την αίσθηση της απουσίας μου – σαν να έχω πεθάνει κι απλώς δεν παραβρεθήκατε στην κηδεία μου…»

 

Ισίδωρος Ζουργός

 

Ο Ισίδωρος Ζουργός εμπνέεται από τον Βασιλιά Ληρ και τις αχάριστες κόρες του και αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη με την γνωστή αφηγηματική του δεινότητα, που αυτή τη φορά κινείται ανάμεσα σε τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη, δίνοντας έτσι τις εντάσεις αλλά και την ζωντάνια που απαιτείται. Προβληματίζει ο συγγραφέας, τόσο για τις συνθήκες που επικρατούν πλέον στην ελληνική επαρχία η οποία μοιάζει να εγκαταλείπεται στο έλεος της παρακμής, όσο και για την πολυπαραγοντική μοναξιά, αλλά και την αέναη πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, το Σωστό και το Λάθος. Διεισδυτική πραγματικά η ηθογραφία της ελληνικής επαρχίας, καυστική η στηλίτευση στα «νέα τζάκια» της πρωτεύουσας μα και της τεχνολογίας που όσο κι αν εξελίσσεται δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη επαφή.

 

«Έχω ανοιχτό κινητό κι αυτό γράφει. Είναι ατάραχο και αδιάφορο στις διακυμάνσεις της ψυχής, ένα μονότονο σιωπηλό ζώο που μηρυκάζει. Όταν το μυαλό μου στομώνει, το κλείνω για λίγο κι ύστερα με την αφή το ενεργοποιώ. Τότε, όλα συνεχίζουν να γράφονται στην αιωνιότητα τόσο καλά! Οι κόρες μας θα ζήσουν πολλά τέτοια, για τα εγγόνια μας δεν μπορώ να φανταστώ τι ακριβώς. Αλλάζουν όμως πραγματικά οι άνθρωποι, όσα κουμπιά και αυτοματισμοί κι αν στηθούν μπροστά στα μάτια τους;»

 

Οι ήρωές του αγαπιούνται, το ανατρεπτικό τέλος σοκάρει, ο άκρατος λυρισμός συγκινεί, η ευρηματικότητα των συμβολισμών εκπλήσσει και δημιουργεί αναρωτήσεις. Ένα βιβλίο διαφορετικό, μακριά από την συνηθισμένη θεματολογία του συγγραφέα, που καταπιάνεται με θέματα καθημερινά, όπως η διαχείριση του πένθους, η απώλεια, η αλαζονεία, τα γηρατειά, η λύτρωση. Και ο σκοπός, το νόημα στη ζωή που ψάχνει ο κεντρικός ήρωας, να δηλώνεται σαφώς  μέσα από τις επιστολές του.

 

«Ήρθα εδώ να ξαναμυρίσω το χώμα. Ήρθα να ξαναβρώ την ηδονή της απλής ζωής που την είχα ξεχάσει και την κρατάνε λίγες λέξεις: φαγητό, ποτό, γέλια και πλάκες, έρωτας όσο μου επιτρέπεται ακόμα».

 

Ένα βιβλίο απολαυστικό, δομημένο αριστοτεχνικά, ένα εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου δείγμα ελληνικής λογοτεχνίας. Αν έπρεπε να διαλέξω μόνο μια φράση που να χαρακτηρίζει αυτό το μυθιστόρημα, θα ήταν του γέρο – Έξαρχου τα λόγια:

 

«Η αγάπη βλέπεις, δεν επιβάλλεται, παρά μόνο αναβλύζει».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top