Fractal

Ρινίσματα ‘μαύρης’ ιστορίας της Μεγάλης Βρεττανίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Δεν υπάρχει άλλο έθνος που να έστειλε περισσότερους σκλάβους Αφρικανούς στην Αμερική από τους Βρεττανούς κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα. Περίπου δύο με τρία εκατομμύρια αιχμάλωτοι απεστάλησαν  από τη Δυτική Αφρική πάνω σε βρετανικά πλοία για μια ζωή ατελείωτης σκληρής ολοήμερης εργασίας στις εταιρείες φυτειών της Βόρειας Αμερικής και της Καραϊβικής.

Οι οικονομικές συνέπειες και τα κέρδη απ’ το δουλεμπόριο επέφεραν ένα ισχυρό αντίκτυπο στην βρεττανική αυτοκρατορία του 18ου αιώνα. Ενέπνευσαν την ταχεία αστική ανάπτυξη σε λιμάνια όπως το Λίβερπουλ και το Μπρίστολ, και τη Φιλαδέλφεια και τη Βοστώνη στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού Ωκεανού. Άνοιξαν νέες αγορές για βρεττανικές εξαγωγές στην Αφρική, την Καραϊβική και τη Βόρεια Αμερική και έκαναν ευρέως διαθέσιμο και δημοφιλή τον καπνό και τη ζάχαρη, προωθώντας συγχρόνως νέες καταναλωτικές τάσεις. Το εμπόριο σκλάβων, έτσι,  βοήθησε τα μέγιστα για να βρίσκεται σε ισχύ η αυτοκρατορία του Ατλαντικού Ωκεανού. Για τους περισσότερους, ο μεγάλος αριθμός πλοίων για μεταφορά σκλάβων που έφευγαν απ’ τα βρεττανικά λιμάνια για την Αφρική κάθε χρόνο αντιπροσώπευαν κι’ έναν φόρο τιμής στη βρεττανική επιχείρηση και την οικονομική ελευθερία των βρεττανών πολιτών. Μέχρι την άνοιξη του 1788, ωστόσο, το εμπόριο σκλάβων είχε αρχίσει να αποκτά και να προσδίδει διαφορετική οντότητα στους περισσότερους άνδρες και γυναίκες σε όλη την Αγγλία και τη Σκωτία. Γρήγορα, πολλοί άρχισαν να βλέπουν το εμπόριο αυτό ως απάνθρωπο, σπάταλο, φρικτό και επαίσχυντο, παρά ως πηγή εθνικής υπερηφάνειας, με αποτέλεσμα να καταφτάνουν στη Βουλή των Κοινοτήτων αιτήματα που ζητούσαν δράση κατά του βρεττανικού εμπορίου σκλάβων από κάθε γωνιά της χώρας. Αυτή η ταχεία μετατόπιση της κοινής γνώμης έχει προσελκύσει εδώ και καιρό την προσοχή των ιστορικών, οι οποίοι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, είχαν την τάση να τονίζουν τις θρησκευτικές και πνευματικές τάσεις και παραμέτρους στη Βρεττανία στα τέλη του 18ου αιώνα, ή τις πολιτιστικές συνέπειες της οικονομικής αλλαγής στην πρώιμη Βιομηχανική Επανάσταση. Όμως, τα τελευταία χρόνια, μαθαίνουμε περισσότερα για το πώς η άνοδος των λαϊκών συναισθημάτων κατά της δουλείας συνδέθηκε με τη μετατόπιση των αντιλήψεων περί της εθνικής ταυτότητας των πολιτών της Βρεττανίας. Γνώμες και απόψεις κατά της δουλείας κυκλοφορούσαν, πάντως, στη Βρεττανική Αυτοκρατορία πολλά χρόνια πριν από το σχηματισμό κάποιου κινήματος εναντίον της δουλείας στη δεκαετία του 1780, θεωρώντας ότι το εμπόριο μαύρων αποτελεί μια βάρβαρη, απάνθρωπη, παράνομη κίνηση για μια χριστιανική χώρα, όπως η Μεγάλη Βρεττανία. Παρ’ όλα αυτά, τέτοιες αντίθετες φωνές και αντιρρήσεις αποτύγχαναν να εμπνεύσουν και να δρομολογήσουν μια συνεχή κριτική του δουλεμπορίου ή της αποικιακής δουλείας για μεγάλο μέρος του 18ου αιώνα και λίγοι διαισθάνονταν πώς το έθνος ή οι έμποροί του θα μπορούσαν να συνεχίσουν να πορεύονται χωρίς αυτή την πρακτική. Και προφανώς, θα ήταν αδιανόητο από κάθε άποψη να πιστέψουμε ότι οι ιδιοκτήτες σκλάβων θα μπορούσαν να πεισθούν να παραδώσουν την ‘περιουσία τους’ σε σκλαβωμένους άνδρες και γυναίκες, ή ότι η βρεττανική κυβέρνηση είχε την εξουσία ή και την ικανότητα, ακόμα, να πάρει αυτή την  περιουσία από τα χέρια των υπηκόων της. Οι πιο δυνατές και αιχμηρές διαμαρτυρίες, αντίθετα,   προήλθαν από τους αντιπάλους της δουλείας στις αποικίες της Βόρειας Αμερικής και των Δυτικών Ινδιών, οι οποίοι όχι μόνο περιφρονούσαν  την αδικία της σκληρής και απάνθρωπης εργασίας από μεριάς των δούλων, αλλά φοβόντουσαν ότι θα κατέστρεφε τα ήθη της αποικιακής κοινωνίας και με ορατό κίνδυνο την προοπτική μιας αιματηρής εξέγερσης με άγνωστες και αχαρτογράφητες συνέπειες για όλους. Για τους περισσότερους που κατοικούσαν στα βρεττανικά νησιά, ωστόσο, η  φρίκη του δουλεμπορίου και οι κίνδυνοι της εκμετάλλευσης σκλάβων δεν υπήρχαν ως οντότητες στο μυαλό τους, επειδή αυτοί βρίσκονταν μακρυά απ’ όλα  αυτά.

* * * * *

Ο αυξανόμενος αριθμός σκλαβωμένων ανδρών και γυναικών στο Λονδίνο μετά το πέρας του Επταετούς Πολέμου (1756-1763), άρχισε να παρουσιάζει και  αποκτά διαφορετική προοπτική για τους Άγγλους παρατηρητές. Έτσι πολλά ερωτηματικά ήρθαν αναγκαστικά στην επικαιρότητα, όπως για παράδειγμα, οι σκλάβοι των αποικιών θα  παρέμειναν σκλάβοι εάν και όταν μεταφέρονταν στην Αγγλία από τους ιδιοκτήτες τους, ή θα μπορούσε να υφίσταται  η έννοια της δουλείας σε μια κοινωνία που δεν διέθετε νόμους σχετικά με τους σκλάβους;

Αυτά τα ερωτήματα βρίσκονταν στην καρδιά της σοβαρής υπόθεσης ‘Somerset v Steuart’ που δικάστηκε και της απόφασης που στη συνέχεια εκδόθηκε από τον Λόρδο Μάνσφιλντ στο Court of King’s Bench, το 1772, σχετικά με το δικαίωμα ενός δούλου στα Αγγλικά χώματα που δεν πρέπει να απομακρυνθεί βίαια από τη χώρα και να σταλεί στην Τζαμάικα για πώληση. Η δουλεία, αποφάσισε και κατέληξε, δεν είχε εγκριθεί ποτέ από τους σχετικούς θεσμούς στην Αγγλία και την Ουαλία, και ο Λόρδος Μάνσφιλντ βρήκε επίσης ότι δεν υποστηρίζεται στην Αγγλία από το δίκαιο, αν και δεν έκανε κανένα σχόλιο για την κατάσταση που επικρατούσε στα υπερπόντια εδάφη της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας. Η απόφαση του Λόρδου Μάνσφιλντ εκφραζόταν σκόπιμα με στενούς όρους και οι μελετητές και οι μεταγενέστεροι δικαστές πολλάκις διαφώνησαν εάν και κατά πόσο αποτέλεσε κάποιο νομικό προηγούμενο η σοβαρή εκείνη υπόθεση. Ο Γκράνβιλ Σαρπ (Granville Sharp, 1735-1813) συνήγορος του σκλάβου Σώμερσετ, είχε περάσει έξι χρόνια προσπαθώντας να αποδείξει ότι η εκμετάλλευση σκλάβων ήταν παράνομη στην Αγγλία, και ότι παραβίαζε τις θεμελιώδεις αρχές του Κοινού Δικαίου της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος συμμετείχε επίσης στην προσπάθεια διόρθωσης και άλλων κοινωνικών αδικιών. Ήταν εκείνος που διατύπωσε το σχέδιο εγκατάστασης των μαύρων στη Σιέρα Λεόνε και ίδρυσε ένα είδος αγγλοσαξονικής δομής, την αποκαλούμενη Φρήταουν, πρόδρομο της Σιέρα Λεόνε. Το πιο σημαντικό, όμως, που δημιούργησε η ιστορική ετυμηγορία του Λόρδου Μάνσφιλντ, είναι ότι ενθάρρυνε την γενικότερη άποψη ότι η δουλεία ήταν αποτρεπτική κατάσταση για  τους αγγλικούς νόμους. Περισσότεροι από εκείνους που ήταν εχθρικοί με την Αμερικανική Επανάσταση, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αμερικανική δουλεία όχι μόνο εξέθεσε την αμερικανική υποκρισία, αλλά έδειξε επίσης μια πιο ενάρετη Αγγλία να αποτελεί την πραγματική γη της ελευθερίας. Αυτή η ερμηνεία της υπόθεσης Σώμερσετ,  αποδείχθηκε χρήσιμη για τους βρεττανούς υπερασπιστές της αυτοκρατορίας την εποχή της Αμερικανικής Επανάστασης, για τον απλούστατο λόγο ότι η   απόφαση του Λόρδου Μάνσφιλντ διαβεβαίωσε τους Άγγλους ότι ζούσαν πράγματι σε μια χώρα ελευθερίας. Επιπλέον, μετέφερε αυτό το παρηγορητικό μήνυμα ακριβώς την ώρα που ορισμένοι άποικοι στη Βόρεια Αμερική είχαν αρχίσει να επιμένουν ότι η αποικιακή υποταγή σε ένα βρεττανικό κοινοβούλιο, σχεδόν εξ ορισμού, σήμαινε την υποδούλωσή τους σε μια άλλη τυραννική εξουσία.

Αυτή η κατάσταση φαινόταν να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις συνθήκες στις αποικίες, όπου η εκμετάλλευση των σκλάβων ήταν σχεδόν πανταχού παρούσα, ακόμη και όταν οι άποικοι επέμεναν στην ιερότητα της φυσικής ελευθερίας. Οι Αμερικανοί πατριώτες από πλευράς τους αντιστάθηκαν σε αυτά τα συμπεράσματα, όπως ήταν φυσικά αναμενόμενο, και με τη σειρά τους επέστησαν την προσοχή στους βρεττανούς  στο διατλαντικό εμπόριο σκλάβων. Στα χρόνια πριν από τον ‘Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας’ (1775-1783), να τονίσουμε, οι μεμονωμένες αποικίες προσπάθησαν να εξαλείψουν ή να περιορίσουν την εισαγωγή των σκλάβων από την Αφρική στη Βόρεια Αμερική. Υπήρχαν σκλάβοι στις αποικίες και οι ακραιφνείς Αμερικανοί πατριώτες άρχισαν να αντιδρούν, επειδή τους είχαν στείλει εκεί οι Βρεττανοί έμποροι. Και υπήρχαν κάποιοι άλλοι, όπως ο Τόμας Τζέφερσον, που υπονοούσαν ότι η αμερικανική δουλεία θα μπορούσε ακόμη και να καταργηθεί εάν οι δεκατρείς αποικίες θα κατάφερναν να απελευθερωθούν από την Βρεττανική Αυτοκρατορία. Αλλά αυτή η ηθική στάση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δεν συνεπαγόταν, απαραίτητα και κάποια ιδιαίτερη ανησυχία για τη μοίρα των υποδουλωμένων Αφρικανών.

* * * * *

Οι περισσότεροι στη Μεγάλη Βρεττανία αντιστάθηκαν στην πρόταση ότι η αμερικανική δουλεία ήταν ταυτόχρονα και βρεττανικό πρόβλημα, τουλάχιστον στην αρχή. Αυτοί που ήταν υπέρμαχοι της Αμερικανικής Επανάστασης, φυσικά, αντηχούσαν μερικές φορές την προπαγάνδα των πατριωτών. Αρκετοί, ωστόσο, συνέχισαν να θεωρούν τις υπερπόντιες επιχειρήσεις ως πηγή πλούτου και ελευθερίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1770. Και όταν προέκυψαν επιφυλάξεις σχετικά με την ηθική της αυτοκρατορικής επέκτασης, οι περισσότεροι Βρεττανοί σχολιαστές ανησυχούσαν λιγότερο για το τι έκαναν οι Βρετανοί στην αυτοκρατορία από ότι έκανε η αυτοκρατορία στη Βρετανία. Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν, ωστόσο, με το τέλος του αμερικανικού πολέμου. Η ήττα ενέπνευσε μια εκ βάθρων εξεταστική ματιά της βρεττανικής συμπεριφοράς σε όλο τον κόσμο. Ο Γκράνβιλ Σαρπ πίστευε από καιρό ότι η αμερικανική εξέγερση αντιπροσώπευε τη θεία τιμωρία για την ανεκτικότητα της δουλείας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και κάποιοι ήρθαν να συμφωνήσουν μαζί του στα χρόνια που ακολούθησαν. Μέσα από τα συντρίμμια του Αμερικανικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας αναδύθηκαν και  οι πρώτες ανησυχίες σχετικά με την ηθική εικόνα της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας. Οι Ευαγγελικοί στην Εκκλησία της Αγγλίας έψαχναν τρόπους για να προωθήσουν τον  χριστιανικό προσηλυτισμό  των σκλάβων στις Βρεττανικές Δυτικές Ινδίες, ενώ οι στρατιωτικοί που επέστρεφαν προέτρεπαν τη βρεττανική κυβέρνηση να παράσχει σεβαστή και αποτελεσματική βοήθεια στους χιλιάδες αμερικανούς σκλάβους που διέφυγαν και που βοήθησαν γενναία τον βρεττανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Αυτό το νέο ενδιαφέρον για φιλανθρωπικούς σκοπούς για τους Αφρικανούς έδωσε ένα άνοιγμα στους Κουάκερους στη Βρεττανία, στους οποίους δεν άρεσε το εμπόριο σκλάβων, αλλά παρουσιάζονταν  μέχρι τότε απρόθυμοι να πιέσουν αρκετά και σθεναρά για την κατάργησή του. Το 1783 υπέβαλαν αναφορά στη Βουλή των Κοινοτήτων για τον τερματισμό του δουλεμπορίου της Βρεττανίας και συνέχισαν με μια προπαγανδιστική εκστρατεία για την κινητοποίηση της κοινής γνώμης. Η ‘Εταιρεία για την Επιβολή της Κατάργησης του Δουλεμπορίου’ (Society for Effecting the Abolition of Slave Trade), αποσαφήνισε ικανοποιητικά αυτές τις παρορμήσεις. Η ίδρυσή της, το 1787, έδειξε την αυξανόμενη εμπιστοσύνη των πρώην ετερόκλιτων αγωνιστών, ενός ασυνήθιστου συνδυασμού από Κουάκερους και Ευαγγελικούς, όπως ο Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς και η Χάνα Μορ και φυσικά Αγγλικανικούς εκκλησιαστές, όπως  ο Τόμας Κλάρκσον. Αυτή η εμπιστοσύνη εμπνεύστηκε από την πεποίθηση ότι το βρεττανικό κοινό είχε θεωρήσει το εμπόριο σκλάβων ως εθνική αμηχανία και από τη δοξασία ότι πολλοί άνδρες και γυναίκες στη Βρεττανία ήθελαν να δουν το έθνος τους στο πλευρό της ελευθερίας και της αρετής, και όχι δίπλα στο δουλεμπόριο. Εάν αυτές οι επιθυμίες μπορούσαν να  ομογενοποιηθούν και κινητοποιηθούν σαν ένα πολιτικό κίνημα, τότε θα ήταν δυνατόν να αναγκάσουν το Κοινοβούλιο να κάνει αυτό που διαφορετικά δεν θα μπορούσε, τουτέστιν να περιορίσει έναν κρίσιμο κλάδο του βρεττανικού εμπορίου για χάρη της δικαιοσύνης και της ηθικής φήμης του έθνους.

* * * * *

Όσοι ήταν υπέρ της κατάργησης της δουλείας, προσπάθησαν με διάφορα υπομνήματα να φτάσουν στη Βουλή των Κοινοτήτων μέχρι το κλείσιμο της κοινοβουλευτικής περιόδου του 1788. Μέχρι το 1792, η κατάργηση του δουλεμπορίου είχε γίνει  σκοπός ενός έθνους. Κάπου μισό εκατομμύριο άνδρες και γυναίκες σε ολόκληρη τη χώρα αρνήθηκαν να καταναλώνουν ζάχαρη προερχόμενη από τις Δυτικές Ινδίες για να δείξουν την εχθρότητά τους στο εμπόριο και στην εργασία των σκλάβων. Η καινούργια εκστρατεία του 1792 επισκιάζει την ήδη εντυπωσιακή προσπάθεια αναφοράς του 1788. Σε λίγες εβδομάδες, πάνω από πεντακόσιες  αναφορές με περίπου τετρακόσιες χιλιάδες υπογραφές έφτασαν στη Βουλή των Κοινοτήτων, ενώ από την πλευρά του δουλεμπορίου υπήρχαν μόνο τέσσερις. Εάν η κοινή γνώμη μπορούσε να αποφασίσει και να απαντήσει στο επίμαχο ερώτημα, το βρεττανικό εμπόριο σκλάβων θα είχε φυσικά καταργηθεί το 1792.

Αλλά την ίδια στιγμή πολλοί βουλευτές συνέχιζαν να φοβούνται ότι η κατάργηση του δουλεμπορίου θα οδηγούσε επίσης σε τρομακτικές απώλειες αυτοκρατορικού πλούτου και εξουσίας και δεν πίστευαν επ’ ουδενί ότι  η κατάργηση της δουλείας θα ανάγκαζε τους καλλιεργητές των Δυτικών Ινδιών να μεταχειρίζονται με καλύτερο τρόπο τους  σκλάβους τους ή ότι ένα άλλο εμπόριο  αφρικανικών βασικών τροφών θα μπορούσε να αντικαταστήσει το εμπόριο σκλάβων. Η Βουλή των Κοινοτήτων αποφάσισε το 1792 να καταργήσει το δουλεμπόριο, αλλά με σταδιακά βήματα, από το 1796. Ωστόσο, η Βουλή των Λόρδων αρνήθηκε τη συγκατάθεσή της και ζήτησε περισσότερο χρόνο για να μελετήσει καλύτερα το θέμα. Οι επαναστάσεις στη Γαλλία και στο Σαιν-Ντομένγκ το 1790 που κατέστρεψαν μια πολιτική τάξη και έπειτα κατέστρεψαν την πιο παραγωγική οικονομία των φυτειών στην Αμερική, ανάγκασαν το βρεττανικό κίνημα κατά της δουλείας να σταματήσει τη δράση του για περισσότερο από μια δεκαετία. Η κήρυξη πολέμου κατά της Γαλλίας το 1793 οδήγησε στην καταστολή της εσωτερικής διαφωνίας, που επέδρασε σοβαρά την πολιτική κατά της δουλείας. Η βρεττανική κυβέρνηση προσπάθησε να αποκαταστήσει τη δουλεία στο Σαιν-Ντομένγκ αντί να υποστηρίξει την ανατροπή της, αλλά κάπου σαράντα πέντε χιλιάδες Βρεττανοί στρατιώτες πέθαναν μεταξύ 1793 και 1801 στην προσπάθεια καταστολής της εξέγερσης σκλάβων και στην υπεράσπιση των βρεττανικών αποικιών ζάχαρης. Στα τέλη του 18ου αιώνα, η διατήρηση της οικονομίας των φυτειών παρέμεινε στρατηγική και οικονομική προτεραιότητα, αλλά και η άποψη εναντίον της δουλείας είχε επίσης καθιερωθεί ως η αιτία ηθικής, δικαιοσύνης και  ανθρωπιάς στα βρεττανικά νησιά και, για μια στιγμή, είχε γίνει πηγή εθνικής υπερηφάνειας. Μια αλλαγή στις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες θα επέτρεπε σε αυτές τις παρορμήσεις να διεκδικήσουν ξανά σημαντικό ρόλο  στην  κεντρική σκηνή.

 * * * * *

Όταν ξέσπασε η αμερικανική επανάσταση, ή πόλεμος ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής,  οι Βρεττανοί αναζήτησαν   συμμάχους μέσα στην αμερικανική ήπειρο και στη μεγάλη κοινωνία των μαύρων σκλάβων. Ούτε λίγο ούτε πολύ διεμήνυσαν σε αυτούς ότι εάν συντάσσονταν στις γραμμές τους θα τους βοηθούσαν στη συνέχεια δίνοντάς τους την πολυπόθητη ελευθερία. Το κακό όμως άρχισε με την ήττα των βρετανικών δυνάμεων στο Γιόρκταουν  τον Οκτώβριο του 1871, με την οποία βεβαίως παραχωρούσε τα εδάφη της στις ΗΠΑ. Τότε οι μαύροι σκλάβοι βρέθηκαν σε τρομερά δυσάρεστη κατάσταση γιατί οι ιδιοκτήτες τους περίμεναν την αποχώρηση των βρεττανών για να διεκδικήσουν εκ νέου τους δούλους τους. Στα 1783, την παραμονή αναχώρησης και των τελευταίων βρεττανικών στρατευμάτων, οι Βρεττανοί δημιούργησαν έναν κατάλογο, γνωστό ως το «Βιβλίο των νέγρων» όπου γράφτηκαν όλα τα ονόματα των μαύρων εθελοντών που τους βοήθησαν και οι οποίοι εστάλησαν στη Νέα Σκωτία, στον Καναδά,  που τότε βρισκόταν υπό βρεττανική κατοχή.

 

 

Κάποιοι άλλοι εστάλησαν στο Λονδίνο άποροι, νηστικοί, εξαθλιωμένοι που αποτελούσαν κυριολεκτικά σκάνδαλο για τη χώρα για την οποία πολέμησαν προηγουμένως στην μακρυνή Αμερικανική ήπειρο.   Τότε ελήφθη η απόφαση να σταλούν στις ακτές της Σιέρα Λεόνε, όπως και έγινε, μια επικίνδυνη από πολλές πλευρές τοποθεσία, όπου δημιούργησαν την Φρήταουν, σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του υπέρμαχου της κατάργησης της δουλείας, Γκράνβιλ Σαρπ, που προαναφέραμε. Ήταν στην πραγματικότητα, η πρώτη βρεττανική αποικία στη μαύρη ήπειρο!

«Υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά στη βρεττανική ιστορία, λέει ο καθηγητής της Δημόσιας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, Ντέιβιντ Ολουσόγκα (1970- ), με ρίζες βρεττανικές και νιγηριανές, στο βιβλίο του ‘Black and British: A Forgotten History’ (Macmillan, 2016). Όμως, όπως αποδεικνύει ο συγγραφέας τόσο δυνατά στο αξιοθαύμαστο βιβλίο του, αυτή είναι μια κοινή ιστορία και μια ανάκτηση ενός χαμένου παρελθόντος που βασίστηκε στην ανάγκη που ένιωθε τη δεκαετία του 1980 για μια επείγουσα αποκάλυψη της μαύρης βρεττανικής ιστορίας… γιατί το παρόν αμφισβητήθηκε τόσο πολύ. Υπάρχουν κεφάλαια για τα γνωστά θέματα, όπως η έλευση και το τέλος του δουλεμπορίου του Ατλαντικού, αλλά επικεντρώνονται εκ νέου σε ηρωικές μορφές, όπως οι καταργητές της δουλείας Γκράνβιλ Σαρπ και Ολόντα Εκουϊάνο και ορισμένες δηκτικές σκέψεις και αναφορές για τα στρατεύματα της Κοινοπολιτείας που πολέμησαν στους δύο παγκόσμιους πολέμους, σε μια συναρπαστική ιστορία ανασκαφής.

 

 

Στο βιβλίο του παρουσιάζει μια αποκαλυπτική εξερεύνηση της εξαιρετικά μακράς σχέσης μεταξύ των βρεττανικών νησιών και του λαού της Αφρικής, πάνω στην οποία βασίστηκε και η ομώνυμη  σειρά του BBC και αποτίει φόρο τιμής στα πρωτοποριακά έργα της μαύρης βρεττανικής ιστορίας που τον ενέπνευσαν στη συγγραφή. Επισκέφτηκε τους τάφους, όπως εξομολογείται, των μαύρων βρεττανών, διάβασε τις επιστολές και τα απομνημονεύματα τους, αναζητώντας μερικές από τις αναρίθμητες  πρωτογενείς πηγές, τα οποία έγιναν αναπόσπαστο μέρος της βρεττανικής ιστορίας και σε ορισμένες περιπτώσεις μέρος του εθνικού προγράμματος σπουδών. Τα βιβλία που βγήκαν από όλες τις νέες έρευνες, ισχυρίζεται, ήταν εν μέρει μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν τις αποτυχίες και τη μυωπία του ως τότε κυρίαρχου ρεύματος, της λεγόμενης  συμβατικής  ιστορίας, στα βιβλία της οποίας δεν αναφέρονταν λεπτομέρειες για τη δουλεία και το εμπόριο σκλάβων ή επικεντρώνονταν μόνο στην κατάργηση αυτών των θεσμών. Η παρουσία και ο ρόλος των μαύρων στη βρεττανική ιστορία αγνοήθηκαν πολύ συχνά εντελώς ή περιορίστηκαν σε υποσημειώσεις και όπου  εμφανίστηκαν μαύρες φιγούρες ήταν συχνά σιωπηλές και παθητικές. Χάρη στη δουλειά πολλών άλλων, λέει, είναι σήμερα καλά κατανοητό και τεκμηριωμένο ότι οι άνθρωποι αφρικανικής καταγωγής είναι παρόντες στη Βρεττανία από πολύ παλιά, ενώ υπήρξαν μαύρες κοινότητες ήδη από το 1500.

 

Ντέιβιντ Ολουσόγκα (1970- )

 

Γι’ αυτόν, η μαύρη ιστορία της Βρεττανίας είναι από τη φύση της παγκόσμια ιστορία, ωστόσο  πολύ συχνά θεωρείται ότι είναι μόνο η ιστορία της μετανάστευσης, εγκατάστασης και του σχηματισμού συγκεκριμένης κοινότητας στη Βρεττανία. Η μαύρη βρεττανική ιστορία είναι τόσο παγκόσμια όσο ήταν κάποτε και η ομώνυμη αυτοκρατορία. Όμως το εμπόριο σκλάβων της Βρετανίας, είναι μια τριγωνική ιστορία, που ακουμπάει τις ρίζες της στη Βρεττανία, την Αφρική και την Αμερική, γιατί και στις τρεις αυτές ηπείρους υπάρχουν ερείπια και λείψανα που το μαρτυρούν και κυρίως κατά μήκος των ακτών της Δυτικής Αφρικής και στις παλιές φυτείες της χαμένης βρεττανικής αυτοκρατορίας της Βόρειας Αμερικής. Και φυσικά σε παλιά αρχοντικά σπίτια, ονόματα δρόμων, αγάλματα και μνημεία σε ολόκληρη τη χώρα της Βρεττανίας, όπου όλα  συνδέονται με τις πολιτιστικές και οικονομικές ιστορίες της. Αυτό το βιβλίο είναι στην πραγματικότητα πρωτοποριακό όσον αφορά το περιεχόμενό του. Ο συγγραφέας του δεν παύει στιγμή να τονίζει πως γράφοντας το βιβλίο, βασίστηκε πάνω σε έργα, κείμενα, παρατηρήσεις, έρευνες και ιδέες πολλών άλλων που ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο θέμα πριν απ’ αυτόν, με την πεποίθηση ότι το έθνος της Βρεττανίας είναι απόλυτα ικανό να αντιμετωπίσει όλες τις πτυχές εκείνες που σημάδεψαν με τον ένα ή άλλο τρόπο κάποιες δηκτικές και επώδυνες εκφάνσεις του παρελθόντος.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top