Fractal

✔ Ραϋμόνδος Αλβανός: «Όταν ήμουν μαθητής αντιπαθούσα την Ιστορία»

Συνέντευξη στη Γεωργία Χάρδα //*

 

 

«Ενώ αντιπαθούσα την Ιστορία στο σχολείο και στο τέλος της τρίτης λυκείου υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα διαβάσω ποτέ ξανά Ιστορία, τελικά έγινα ερευνητής και μελετητής της Ιστορίας. Άλλαξα τη στάση μου απέναντι στην Ιστορία γιατί σταδιακά συνειδητοποίησα ότι μόνο μέσω της γνώσης του παρελθόντος θα καταλάβω πώς διαμορφώνεται η πραγματικότητα γύρω μου και τελικά ποιος είμαι εγώ και γιατί σκέφτομαι με τον τρόπο που σκέφτομαι. Νομίζω όλοι καθώς μεγαλώνουμε κάποια στιγμή αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για πληρέστερη κατανόηση του παρελθόντος και άρα την κατανόηση της δικής μας ταυτότητας. Η ανάγκη για γνώση του παρελθόντος γίνεται επιτακτική, όταν συνειδητοποιούμε ότι στο σχολείο είναι πολλά αυτά που δεν διδάσκονται ενώ θα έπρεπε να διδάσκονται ή ότι κάποια από αυτά που διδάσκονται είναι διαστρεβλωμένα. Το κακό είναι ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που προτιμούν να βρίσκουν απαντήσεις όχι στην επιστήμη αλλά σε πηγές που περισσότερο παραπληροφορούν για να πετύχουν τους δικούς τους σκοπούς παρά σε μαθαίνουν αυτά που δεν έμαθες.»

 

 

Όποτε γίνεται λόγος για ένα βιβλίο ιστορίας με σφαιρική προσέγγιση, θεραπευτικές ιδιότητες και λογοτεχνικές αρετές, «ο ελληνικός εμφύλιος» του Ραϋμόνδου Αλβανού, έρχεται στη σκέψη μου.

Ο αφηγητής, ένας νεαρός ιστορικός, ο ίδιος ο συγγραφέας, καλείται από την Βουλή των Ελλήνων να αναλάβει επιστημονικός υπεύθυνος στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης και κατά την διάρκεια της θητείας του διαπιστώνει πως έχει ταλέντο ως ξεναγός.

Ο συγγραφέας μιλάει στο Fractal για την αγάπη του για την ιστορία, τον ελληνικό εμφύλιο και τις ξεναγήσεις στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης όπου σαν ένας γνήσιος χρονοταξιδιώτης εξηγούσε στους επισκέπτες που κρέμονταν από τα χείλη του ότι τα νομίσματα έχουν πάντοτε δυο όψεις και η κατανόηση είναι προτιμότερη από τη σύγκρουση.

Εκείνοι τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Σειρά μου…

 

 

 

– Ραϋμόνδος λοιπόν. Και μάλιστα Ραϋμόνδος Αλβανός. Τι παράξενο όνομα. Θα θέλατε να μας διηγηθείτε την ιστορία του;

Πραγματικά έχω πολύ περίεργο όνομα. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι είμαι ξένος. Όμως εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα, ο πατέρας μου στη Μυτιλήνη και η μητέρα μου στους Πετσάκους, ένα χωριό κοντά στα Καλάβρυτα. Το όνομα Ραϋμόνδος προέρχεται από το γαλλικό όνομα Ρεμόν. Οι γονείς μου ήθελαν να με βγάλουν έτσι γιατί αυτό ήταν το όνομα του πατέρα του πατέρα μου. Ο παππούς μου γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή Λέσβου στις αρχές του 20ου αιώνα. Τον έβγαλαν Ρεμόν γιατί τον βάφτισε ένα ζευγάρι Γάλλων που ήθελε να τον ονομάσει με αυτό το γαλλικό όνομα. Και έτσι το πήρα και εγώ και όπως καταλαβαίνετε έχω πει χιλιάδες φορές αυτή την ιστορία αφού από μικρό παιδί όλοι με ρωτάνε γιατί έχω αυτό το παράξενο όνομα.

 

– Αντιγράφω ένα από τα ερωτήματα που θέτει το οπισθόφυλλο του βιβλίου σας: «Τι συνέβη κατά την δεκαετία του 40 και γιατί οι δύο αντίθετες παρατάξεις του Εμφυλίου κλιμάκωσαν την αντιπαράθεσή τους, που εξελίχθηκε σε ένοπλη και αιματηρή σύγκρουση»;

Το ξέρω πως είναι δύσκολο και απαιτούνται σελίδες πολλές, αλλά θα ήθελα να σας παρακαλέσω να συνοψίσετε την απάντηση, για να βάλουμε τους αναγνώστες στο κλίμα.

Όπως λέτε και εσείς είναι αδύνατον να απαντηθεί εδώ αυτό το ερώτημα. Γι’ αυτό άλλωστε έγραψα το βιβλίο. Όμως αξίζει νομίζω να τονιστεί ότι δεν γίνεται να κατανοήσουμε τα γεγονότα του Εμφυλίου αν δεν μελετήσουμε σε βάθος την ελληνική κοινωνία τόσο κατά την Κατοχή όσο και κατά τον Μεσοπόλεμο. Οι αντιθέσεις που εκφράστηκαν με τόσο αιματηρό τρόπο στον Εμφύλιο προϋπήρχαν. Όμως για να προσπαθήσω να δώσω μια πολύ σύντομη απάντηση στο ερώτημά σας νομίζω ότι ο Εμφύλιος ήταν ένας αγώνας για εξουσία και ταυτόχρονα ένας αγώνας για επιβίωση. Στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν κατά τα δεκαετία του ’40 πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα και πολλοί από αυτούς σε ηγετικές θέσεις αισθάνθηκαν ότι η σύγκρουση ήταν μονόδρομος και η επιβίωσή τους περνούσε από την εξόντωση του αντιπάλου.

 

– Μου έκανε ωστόσο εντύπωση η γλαφυρότητά, η αμεσότητα και η προφορικότητα του λόγου σας. Όταν σας διάβαζα είχα την αίσθηση πως σας άκουγα να μιλάτε. Ήταν συνειδητή η επιλογή αυτού του τρόπου γραφής, και αν ναι για ποιο λόγο την επιλέξατε;

Ναι ήταν απολύτως συνειδητή. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που θα ρέει αβίαστα και δεν θα δυσκολέψει τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια. Άλλωστε αυτό που μεταφέρεται στο βιβλίο είναι η ξενάγηση που έκανα στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης. Στόχος μου ήταν να γίνει το βιβλίο κατανοητό ακόμη και από μαθητές και μαθήτριες, ακόμη και από ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει ποτέ βιβλίο σχετικό με Ιστορία. Ταυτόχρονα όμως νομίζω πως δεν έχω γράψει ένα παραδοσιακό βιβλίο Ιστορίας. Κι’ αυτό γιατί δεν κάνω μόνο προσπάθεια να αναπαραστήσω σε όσο το δυνατόν λιγότερες σελίδες το παρελθόν της δεκαετίας του 40 (καθώς και του Μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου) αλλά ταυτόχρονα επιχειρώ να δείξω πως αυτό το παρελθόν συνδέεται με το σήμερα και επηρεάζει την ζωή μας. Η πρωτοτυπία δηλαδή του βιβλίου είναι ότι παρουσιάζει τις διαφορετικές μνήμες που αναπτύχθηκαν για εκείνη την εποχή σε άμεση συσχέτιση με τις σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες.

 

– Τι αποκομίσατε από την εμπειρία σας ως ξεναγός στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης στο Γράμμο. Μπορείτε να μας διηγηθείτε κάποια ευτράπελα περιστατικά που σας έτυχαν; Κάποια συγκινητικά περιστατικά; Κάποια περιστατικά που αξίζει κανένας να τα θυμάται;

Πολλοί με αποκαλούσαν ξεναγό αλλά στην πραγματικότητα δεν ήμουν ξεναγός. Έκανα όμως κατά κάποιο τρόπο ξεναγήσεις. Με βάση τις φωτογραφίες της έκθεσης του Πάρκου ταξίδευα μαζί με τους επισκέπτες και τις επισκέπτριες στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας. Μου λείπει πολύ αυτή η επαφή μαζί τους. Υπήρξαν πολλά ενδιαφέροντα περιστατικά. Το πιο συγκινητικό ήταν όταν έρχονταν άνθρωποι που έζησαν τον Εμφύλιο και μιλούσαν για τη δική τους εμπειρία. Εκεί αισθανόμουν αμήχανα αλλά και κάποιο δέος καθώς αυτά που εγώ διηγούμουν ως ιστορία αυτοί οι άνθρωποι τα είχαν ζήσει από πρώτο χέρι. Πάντως το πιο αστείο περιστατικό νομίζω ήταν όταν ένας επισκέπτης με ρώτησε: «Κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση, αλλάζουν και αυτά που λες;». Βέβαια η αλήθεια είναι ότι ποτέ κάποιος από το Ίδρυμα της Βουλής ή την ίδια τη Βουλή δεν μου είπε, πρέπει να λες αυτό ή δεν πρέπει να λες το άλλο. Ό,τι έλεγα στο Πάρκο και ό,τι θα διαβάσετε στο βιβλίο είναι καθαρά αποτέλεσμα της δικής μου μελέτης, έρευνας και κρίσης.

 

– Ποια είναι η σχέση της λήθης με την αλήθεια; Γιατί είναι χρήσιμη η ιστορία;

Άλλο ένα τεράστιο ζήτημα. Αυτό άλλωστε ήταν και το ερώτημα που απαντάω σε μια από τις ενότητες του βιβλίου που «έπεσε» ως βασικό κείμενο στις πανελλαδικές εξετάσεις στο μάθημα της γλώσσας το 2022. Εκεί περιγράφω και την προσωπική μου μεταστροφή: Πώς ενώ αντιπαθούσα την Ιστορία στο σχολείο και στο τέλος της τρίτης λυκείου υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα διαβάσω ποτέ ξανά Ιστορία, τελικά έγινα ερευνητής και μελετητής της Ιστορίας. Άλλαξα τη στάση μου απέναντι στην Ιστορία γιατί σταδιακά συνειδητοποίησα ότι μόνο μέσω της γνώσης του παρελθόντος θα καταλάβω πώς διαμορφώνεται η πραγματικότητα γύρω μου και τελικά ποιος είμαι εγώ και γιατί σκέφτομαι με τον τρόπο που σκέφτομαι. Νομίζω όλοι καθώς μεγαλώνουμε κάποια στιγμή αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για πληρέστερη κατανόηση του παρελθόντος και άρα την κατανόηση της δικής μας ταυτότητας. Η ανάγκη για γνώση του παρελθόντος γίνεται επιτακτική, όταν συνειδητοποιούμε ότι στο σχολείο είναι πολλά αυτά που δεν διδάσκονται ενώ θα έπρεπε να διδάσκονται ή ότι κάποια από αυτά που διδάσκονται είναι διαστρεβλωμένα. Το κακό είναι ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που προτιμούν να βρίσκουν απαντήσεις όχι στην επιστήμη αλλά σε πηγές που περισσότερο παραπληροφορούν για να πετύχουν τους δικούς τους σκοπούς παρά σε μαθαίνουν αυτά που δεν έμαθες.

 

 

– Πόσο δύσκολη είναι η αντικειμενικότητα στην παρουσίαση ενός θέματος τόσο φορτισμένου όσο ο ελληνικός εμφύλιος;

Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα. Όχι μόνο στη μελέτη του Εμφυλίου αλλά για οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός. Αναπόφευκτα η έρευνα για το παρελθόν επηρεάζεται από τις αξίες μας, από τον τρόπο που βλέπουμε σήμερα τα πράγματα, τόσο υποκειμενικά δηλαδή από τις δικές μας αξίες όσο και από τις κυρίαρχες αξίες που υπάρχουν σε κάθε δεδομένη στιγμή σε μια κοινωνία. Ακόμη και η επιλογή των γεγονότων που θα εξιστορήσουμε εμπεριέχει μια αυθαιρεσία και μπορεί να οδηγήσει σε συγκεκριμένες στάσεις απέναντι σε κάποιο ιστορικό γεγονός ή κάποιο ιστορικό πρόσωπο. Προσοχή όμως! Δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα ενός μεταμοντέρνου σχετικισμού. Δεν είναι όλες οι ερμηνείες για το παρελθόν ισάξιες. Και κάποιες είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από κάποιες άλλες. Ιδίως ο επιστήμονας που έχει κάνει συστηματική έρευνα με τα εργαλεία και τη μέθοδο της επιστήμης, έχει κατακτήσει μια γνώση πιο κοντά στην πραγματικότητα από κάποιον που απλά εκφράζει μια άποψη. Συνεπώς ναι μεν δεν υπάρχει αντικειμενική ιστορία που καταφέρνει να αναπαραστήσει πλήρως το παρελθόν αλλά μπορεί να υπάρχει η προσπάθεια για αυτήν. Μπορούμε και αξίζει να προσπαθήσουμε χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της επιστήμης για να πλησιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την (για πάντα άπιαστη) αντικειμενικότητα.

 

– Εσείς σπουδάσατε Πολιτικές Επιστήμες και εμβαθύνετε στην ιστορία. Τι σας ώθησε να ακολουθήσετε αυτό το μονοπάτι;

Με ώθησε η ανάγκη να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου και την πραγματικότητα που με περιβάλλει. Πιο συγκεκριμένα όταν ήμουν φοιτητής με ενδιέφερε πολύ το ζήτημα του εθνικισμού και της εθνικής ταυτότητας. Γι’ αυτό και επέλεξα να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία. Πήγα σε τμήμα Ιστορίας γιατί τα σχετικά με τον εθνικισμό ζητήματα τα ήξεραν καλύτερα οι ιστορικοί. Από την άλλη νιώθω πολύ τυχερός που το πρώτο μου πτυχίο ήταν στις πολιτικές επιστήμες γιατί εκεί εκπαιδεύτηκα σε σημαντικά νοητικά εργαλεία για να μπορέσω στη συνέχεια να κατανοήσω καλύτερα το παρελθόν και ιδίως τις πολιτικές πτυχές και διαστάσεις του. Αυτό το πάντρεμα πολιτικής επιστήμης και Ιστορίας αποτυπώθηκε στο προηγούμενο βιβλίο μου Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες. Κράτος και πολιτικές ταυτότητες στη Μακεδονία του Μεσοπολέμου.

 

– Πώς μας επηρεάζει σήμερα ο Εμφύλιος;

Μας επηρεάζει με πάρα πολλούς τρόπους και τις περισσότερες φορές μας επηρεάζει ασυνείδητα. Ιδίως ο τρόπος που βλέπουμε την πολιτική και τους πολιτικούς έχει επηρεαστεί από το πού μεγαλώσαμε, από τι ιστορίες ακούγαμε όταν ήμασταν μικροί. Ιστορίες για ήρωες και για εγκληματίες, για θετικά και αρνητικά πρότυπα που στη συνέχεια ως ένα βαθμό καθόρισαν την πολιτική μας ταυτότητα. Και επειδή όλοι θέλουμε να είμαστε με τους καλούς μάθαμε να επιλέγουμε από το παρελθόν εκείνα τα γεγονότα που δικαιώνουν την δική μας πολιτική παράταξη και ταυτόχρονα εκείνα τα γεγονότα που αποδεικνύουν το πόσο «κακοί» ήταν οι άλλοι οι αντίπαλοι μας. Πάντως αν μελετήσετε όλη την μεταπολεμική πολιτική ιστορία θα δείτε ότι ο Εμφύλιος (αν και συνήθως δεν αναφέρεται) είναι έντονα παρών και έχει δημιουργήσει ισχυρές πολιτικές ταυτότητες.

 

«Γιατί δεν αγαπάνε οι μαθητές την ιστορία;Οι απαντήσεις είναι γνωστές. Γιατί συνήθως πρέπει να τη μάθουν παπαγαλία, γιατί συνήθως μαθαίνουν για προσωπικότητες και όχι για την κοινωνία, γιατί μαθαίνουν κυρίως για την παλαιότερη ιστορία και όχι τη νεότερη. Ο σημαντικότερος όμως λόγος που η ιστορία είναι απωθητική για τους μαθητές, είναι ότι το σχολείο δεν καταφέρνει να συνδέσει τη ζωή των μαθητών με το παρελθόν. Δεν καταλαβαίνουν γιατί να πρέπει να τα μάθουν όλα αυτά. Όπως μου έλεγαν κάποιοι φοιτητές μου: «Γιατί, κύριε, να πρέπει να μαθαίνουμε ιστορία; Εμείς κοιτάμε μπροστά. Κοιτάμε στο μέλλον». Αυτό που δεν καταλάβαιναν οι φοιτητές μου και δεν καταλαβαίνουν όσοι δεν εκτιμούν την αξία της γνώσης του παρελθόντος, είναι ότι τελικά όλοι μας είμαστε προϊόντα της ιστορίας. Ό,τι έχουμε στο μυαλό μας έρχεται από τους προηγούμενους από εμάς. Ακόμη και οι λέξεις που χρησιμοποιώ για να γράψω αυτές τις γραμμές, δεν είναι δικές μου. Έρχονται από τους προηγούμενους από μένα. Και βέβαια το πιο σημαντικό δεν είναι οι λέξεις. Είναι οι πεποιθήσεις, οι αξίες, οι γνώσεις ακόμη και οι κανόνες. Εμείς αποφασίζουμε για τους κανόνες που ρυθμίζουν τη ζωή μας; Όχι βέβαια. Οι προηγούμενοι από εμάς αποφασίζουν. Εμείς γεννιόμαστε μέσα σε ένα πολιτισμό, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που όλα αυτά έχουν ήδη διαμορφωθεί. Είναι τόσο μεγάλο το βάρος του παρελθόντος πάνω στο παρόν, που ένας ιστορικός έχει ισχυριστεί κάτι που όταν το είχα πρωτοακούσει είχα εντυπωσιαστεί: «Οι νεκροί μάς κυβερνούν». Βαριά κουβέντα. Δεν συμφωνώ εντελώς όμως, καθώς και εμείς επιδρούμε στον τρόπο που εξελίσσεται η ιστορία και έχουμε ευθύνη απέναντι στις μελλοντικές γενιές ως μελλοντικοί νεκροί που αναπόφευκτα είμαστε όλοι μας. Αξίζει να μαθαίνουμε για αυτούς τους νεκρούς. Αξίζει να γνωρίζουμε τι έκαναν, πώς σκέφτονταν, πώς ζούσαν. Αξίζει γιατί αυτοί είναι που διαμόρφωσαν τον κόσμο που μας περιβάλλει. Η γνώση του παρελθόντος είναι απαραίτητη για την κατανόηση του παρόντος. Ή, για να το πούμε με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να καταλάβουμε το σήμερα αν δεν ξέρουμε σε βάθος το χθες. Η ιστορία είναι μια πράξη αυτογνωσίας, μια πράξη γνώσης για τον συλλογικό μας εαυτό, απαραίτητη για να καταλάβουμε τον πολιτισμό μας. Δεν μαθαίνουμε ιστορία για χάρη των προηγουμένων. Όντως αυτοί έφυγαν και δεν έχει πια καμία σημασία για αυτούς. Μαθαίνουμε ιστορία για εμάς, για να μάθουμε από τα λάθη των προηγουμένων, να δούμε τι λειτούργησε καλύτερα για εκείνους και τι όχι. Μαθαίνουμε ιστορία για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και να σκεφτούμε πού θέλουμε να πάμε»

 

– Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο σας και έπεσε ως θέμα νεοελληνικής γλώσσας το καλοκαίρι του 2022 στις Πανελλήνιες. Πως αισθανθήκατε τότε γι’ αυτό και πως αισθάνεστε τώρα;

Ήταν ένα μεγάλο σοκ για μένα. Αισθάνθηκα μάλιστα την ανάγκη να γράψω ένα επίμετρο στο βιβλίο μου (το οποίο μπήκε στην τρίτη έκδοση στην οποία έκανα και αρκετές διορθώσεις και φυσικά υπάρχει και στις επόμενες εκδόσεις του βιβλίου) όπου περιγράφω ακριβώς το πώς ένιωσα και πώς κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε η Ιστορία να γίνει ελκυστικό και αγαπημένο μάθημα. Πάντως είχα μεικτά αισθήματα όταν το έμαθα. Και χαρά αλλά και προβληματισμός καθώς γνωρίζω από προσωπική πείρα πόσο επώδυνη εμπειρία είναι οι πανελλαδικές εξετάσεις. Και φοβήθηκα ότι για χιλιάδες ανθρώπους το όνομά μου θα συνδεόταν με μια πολύ δύσκολη εμπειρία της ζωής τους. Ήταν πάνω από 75.000 οι μαθητές που εκείνη την ημέρα έπρεπε να περάσουν αυτή την δοκιμασία οπότε καταλαβαίνετε πόσο περίεργα αισθανόμουν. Ευτυχώς στην πορεία μίλησα με πολλούς μαθητές και γονείς που είχαν μαθητές που έδιναν εκείνη την ημέρα που μου είπαν ότι τους βοήθησε πολύ το κείμενο γιατί ήταν πολύ κατανοητό και ξεκάθαρο. Πήρα και πάρα πολλά μηνύματα από μαθητές που ήθελαν να με ευχαριστήσουν γιατί εξαιτίας του κειμένου μου, στο οποίο βρήκαν και πολλές δικές τους σκέψεις, έγραψαν καλά και πέτυχαν τον στόχο τους, να μπουν δηλαδή στη σχολή που ήθελαν.

 

– Πώς αισθανθήκατε όταν μάθατε ότι το βιβλίο σας φιγουράρει στη λίστα με τα αγαπημένα βιβλία του Κυριάκου Μητσοτάκη το τρέχον έτος;. Το διάβασε όντως; Σας μίλησε γι αυτό;

Όχι δεν μου μίλησε ούτε είχα ποτέ κάποια επικοινωνία μαζί του. Δεν μπορώ να ξέρω και αν όντως το διάβασε. Πάντως μου φάνηκε πολύ γενναιόδωρη πράξη καθώς συνέστησε το βιβλίο κάποιου που γνωρίζει πως δεν τον ψηφίζει. Ίσως να το έκανε γιατί ήθελε να αποταυτιστεί από την σκληρή Δεξιά που νίκησε στον Εμφύλιο στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειάς του (που είδαμε ότι απέδωσε τελικά) να κερδίσει τον λεγόμενο κεντρώο χώρο. Μακάρι πάντως όλοι οι πρωθυπουργοί και γενικά οι άνθρωποι που έχουν εξουσία να διαβάζουν βιβλία και να συζητούν δημόσια για αυτά. Να πω όμως ότι για μένα αυτό το γεγονός ήταν ένα ακόμη σοκ μετά τις πανελλαδικές και είχα πάλι αντιφατικά συναισθήματα. Σίγουρα χάρηκα πάντως. Δεν είναι λίγο ο εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας να αναφέρεται με με τόσο καλά λόγια στο βιβλίο σου.

 

– Εσείς τελικά πως αυτοπροσδιορίζεστε πολιτικά: ως δεξιός ή ως αριστερός; Ή ως κεντρώος; Ή ως κάτι άλλο;

Στο βιβλίο μου μιλάω και για τη δική μου πολιτική ταυτότητα. Νομίζω πως όφειλα να το κάνω. Ιδίως όταν πρόκειται για ένα βιβλίο που ασχολείται με ένα θέμα που έχει τόσο έντονα πολιτικό χρώμα όπως ο Εμφύλιος, νομίζω πρέπει να ξέρει ο αναγνώστης την πολιτική ιδεολογία του συγγραφέα του. Όπως είπα και πριν, αναπόφευκτα επηρεαζόμαστε από την πολιτική ταυτότητα μας όταν γράφουμε. Εγώ ήδη από φοιτητής είμαι πιο κοντά στην σοσιαλδημοκρατική Αριστερά. Βέβαια όταν ξεκίνησα τη δουλειά στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης κατάλαβα ότι για να μπορέσω να γίνω χρήσιμος στους επισκέπτες του θα έπρεπε όσο μπορώ να μπω στη θέση και αυτών που είχαν διαφορετική πολιτική ταυτότητα από εμένα. Θα έπρεπε να προσπαθήσω όσο μπορώ να αναφερθώ στα θύματα και στους ήρωες και των δύο πλευρών, στα λάθη αλλά και στα σωστά τους. Το βιβλίο είναι τελικά η εξέλιξη εκατοντάδων ξεναγήσεων που έκανα στα 8 χρόνια που ήμουν στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης. Βέβαια είναι αδύνατον (ιδίως όταν μιλάς για ένα θέμα όπως ο Εμφύλιος) να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Και τότε αλλά και τώρα που βγήκε το βιβλίο πολλοί εκφράζουν το παράπονο ότι «τα λέω πολύ δεξιά» ή ότι «τα λέω πολύ αριστερά». Όμως, πραγματικά δεν με ενδιέφερε να δικαιώσω κανέναν ούτε να καταδικάσω κανέναν. Με ενδιέφερε να καταλάβω τι έγινε τότε και πώς αυτό που έγινε τότε επηρεάζει τη ζωή μας σήμερα. Και ήθελα να δείξω και κάτι άλλο: πως είμαστε εντελώς διαφορετικοί από τους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Μπορεί πολλοί να αναζητούν την ιδεολογική τους συνέχεια στον Εμφύλιο αλλά στην πραγματικότητα η Ελλάδα της δεκαετίας του 40 ήταν μια «ξένη χώρα», με μια κουλτούρα πολύ διαφορετική από την δική μας σήμερα.

 

 

 

 

Ο Ραϋμόνδος Αλβανός γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Συγκριτικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Έσσεξ και είναι διδάκτωρ του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Δίδαξε για πολλά χρόνια στο τμήμα Επικοινωνίας και Ψηφιακών Μέσων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στην Καστοριά. Από το 2012 μέχρι το 2020 ήταν επιστημονικός υπεύθυνος του Πάρκου Εθνικής Συμφιλίωσης στον Γράμμο. Τα τελευταία χρόνια διδάσκει στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες», «Ο ελληνικός εμφύλιος» και «Δημόσιες Σχέσεις».

 

 

 

Γεωργία Χάρδα είναι βιβλιόφιλη δημοσιογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top