Fractal

Πέντε ποιήματα

Του Πρίαμου Ραμπότα // *

 

 

 

 

 

1.Αναπνοή

1.6.2021

 

Ανάσα η πρώτη.

 

Το ρολόι απέναντι στον τοίχο μόλις άρχισε να γυρίζει κι εγώ

με τα μάτια πελώρια έβλεπα

• γυναίκες ραγισμένες, με τον φόβο να ξεπηδά απ’ τις ρωγμές, για να συναντήσει

την αδιαφορία, την καχυποψία και την άρνηση.

• παιδιά της ερήμου, να τριγυρνάνε ανάμεσα στο πλήθος αναζητώντας μάταια

μια ζεστή αγκαλιά.

• άνδρες αρπακτικά, ν’ αναζητούν επιβεβαίωση, να ψάχνουν απεγνωσμένα για

τα κλειδιά και να γεμίζουν στενόχωρα δωμάτια με πόνο και λυγμούς

• κακοποιημένα αγάλματα, να αναρωτιούνται πώς φτάσαμε μέχρι εδώ και το κρυφό

τους δάκρυ να γίνεται αντιληπτό μονάχα από τα παιδιά και τους ποιητές.

 

Πόλεμοι, φτώχεια, πείνα, αρρώστια…

Τι θέλω εγώ σ’ αυτό το σφαγείο… συλλογίστηκα.

Έβαλα τα κλάματα.

Η γιαγιά Ρόζα, μού χαμογελούσε,

έβλεπε την ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο, να γεννιέται…

 

 

 

2.Παιχνίδι

1.6.2021

 

 

Όσο για την παιδική μου ηλικία, όλα μοιάζουν μ’ ένα όνειρο.

Πετροπόλεμοι, κρυφτό, μακριά γαϊδούρα, σκοινάκι, εξερευνήσεις

και μόνο η επίμονη αγωνιώδης φωνή της μητέρας, αργά το βράδυ

έχει μείνει

σαν γλυκιά ανάμνηση, που μας φώναζε για το δείπνο,

λες και βιαζόταν ν’ αφήσουμε την αθωότητα και να γνωρίσουμε

σημαίες και θούρια και σύνορα.

 

Μα εμείς γαντζωμένοι στο όνειρο αρνιόμασταν να γυρίσουμε.

Σχεδιάζαμε κάστρα και ανεμόμυλους και τρέχαμε ανέμελοι

στους κάμπους και τους τριγύρω λόφους.

Ανακαλύπταμε νέα χρώματα στο ηλιοβασίλεμα, νέες μουσικές

του ανέμου, των δένδρων και των πουλιών,

νέες γεύσεις από τα κλεμμένα φρούτα της Άνοιξης και του Καλοκαιριού.

 

Αργά το βράδυ σαν χωρίζαμε, ανταλλάσσαμε όρκους παντοτινής φιλίας

και υποσχέσεις για νέες ανακαλύψεις και περιπέτειες.

Ο χρόνος γινόταν μελαγχολικός μα ένα περίεργο θάμπος φώλιαζε

μες στις καρδιές μας, αυτό της καινούριας μέρας,

μια αίσθηση πως τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει…

 

Και μετά μεγαλώσαμε…

 

 

 

3.Εργασία

3.6.2021

 

 

Κάθε πρωί σηκώνομαι νωρίς,

πλένω τα δόντια μου, πίνω τον καφέ μου

και φοράω το καινούργιο μου πρόσωπο.

Κάτω από το πανωφόρι μου κρύβονται αμέτρητες αγιάτρευτες πληγές

και μέσα στο πλατύγυρο καπέλο μου φωλιάζουν χιλιάδες ανομολόγητες ελπίδες.

 

Η διαδρομή γίνεται αντανακλαστικά από τους ίδιους δρόμους

και συναντώ συχνά τους ίδιους φόβους και τις ίδιες προσδοκίες.

Για οκτώ ώρες στέκομαι στο ίδιο μέρος

και με πυροβολούν, με λιθοβολούν και με φτύνουν δεκάδες ασθενοφόρα

που μεταφέρουν ανεκπλήρωτα πληγωμένα όνειρα.

 

Το απόγευμα μεταφέρουν το κορμί μου σκυθρωποί τραυματιοφορείς

σε άθλια καταγώγια.

Πολλοί από σας θα τα γνωρίζουν καθώς εκεί ανταμώνουμε για να γιατρέψουμε

την άνοια με την ανία,

τον πόνο με την λησμονιά

και την πικρή αλήθεια με μύθους και παραμύθια.

Κι ύστερα, αργά το βράδυ επιστρέφουμε στο σπίτι, δυο ξένοι,

απλώς περαστικοί,

αδειάζουμε τις τσέπες μας στο άδειο τραπέζι από τις ασήμαντες

κοινότυπες ιδέες και υποχρεώσεις,

κοιμόμαστε γυμνοί από αισθήματα στο πάτωμα μιας στείρας συμβατικότητας.

Αυτό που έγινε θα ξαναγίνει πάλι κι ο χρόνος, το μέγιστο μυστήριο,

θα σκεπάσει με συγκατάνευση τα μύχια ερωτηματικά μας…

 

Σπάνια,

η μυρωδιά ενός γιασεμιού ξυπνά την ανάμνηση της πραγματικής ζωής…

 

 

 

4.Χριστιανοί

24.7.04 – 8.10.21

 

 

Είμαστε

μια φυλή που τα ίχνη της σιγά σιγά χάνονται…

“Όμως ο Υιός του ανθρώπου όταν έλθει θα βρει άραγε την πίστη επί της γης;”

Τώρα μαθαίνουμε πάλι την υπομονή, την στέρηση και την εγκατάλειψη.

Πρόσωπα γεμάτα ρυτίδες και ρήγματα όπου χωρούν χιλιάδες ενοχές

και αυταπάτες.

Αγκαλιάσαμε την εξουσία και γίναμε εργαλεία καταπίεσης και διαφθοράς,

ξεχάσαμε να αποδίδουμε “Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.”

 

Θεέ μου πως καταντήσαμε έτσι…

 

Βαδίζουμε

σε λεωφόρους και στενά μονοπάτια

κουβαλώντας αμέτρητα λάθη, πάθη, παραλείψεις και ψευδαισθήσεις.

Αδιάφοροι για τον πόνο που σπέρνουμε στο διάβα μας,

ανιστόρητοι, υπερφίαλοι και αγνώμονες,

θεωρούμε ακόμα πως κατέχουμε την απόλυτη και ύψιστη αλήθεια,

χαμένοι μέσα σε τυπολατρίες, δοξασίες και εντάλματα ανθρώπων,

ποτέ δεν βιώσαμε τον νόμο της ελευθερίας.

 

Θεέ μου ποτέ δεν κάναμε “έργα άξια της μετανοίας…”

Προσμένουμε

με τα ρολόγια μας σταματημένα εκεί στην αιωνιότητα,

να συναντήσουμε τον γιό του Ανθρώπου και αδιαφορούμε για τα λόγια του,

“Ποτέ δεν σας γνώρισα, φύγετε από μένα εσείς οι εργάτες της ανομίας’’

Ομφαλοσκοπούμε και στριφογυρίζουμε αμήχανοι, μένοντας στο γράμμα

του νόμου, ξεχνώντας ότι “όπου είναι το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί ελευθερία”.

 

Θεέ μου γίναμε άλλη μια φορά οι πόνοι της ψυχής σου…

 

Μα εμείς,

ένα μικρό ποίμνιο, εξακολουθούμε να επιζητούμε την παρουσία σου,

γαντζωμένοι στα λόγια σου…

σπίτια δεν έχουμε, παρεκτός τον έναστρο ουρανό,

τα υπάρχοντά μας, έγιναν δώρα στα χέρια των φτωχών,

κοιμόμαστε, ντυμένοι την υπόσχεσή σου,

ειρήνη, έλεος και αγάπη είναι κρυμμένα κάτω από το πανωφόρι μας,

κάτω από το πλατύγυρο καπέλο φωλιάζουν μονάχα τα λόγια σου

και χιλιάδες πληγωμένα περιστέρια

 

Και σαν ανατριχιάσουν τα γιασεμιά και οι αγριοτριανταφυλλιές

στους φράχτες του δρόμου,

ανθίζει ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη μας κι ένα παράξενο θάμπος

καλύπτει τα μάτια μας.

Ξαναγυρίζουμε με βήμα σταθερό εκεί που μας είχανε διώξει…

 

είμαστε, μαθητές εκ της οδού ταύτης…

 

 

 

5.Εικόνα απροσκύνητη (Έρωτας και χωρισμός)

 

 

Κάθε κουδούνι έχει την σημειολογία του.

Δεν περιμένεις να ακούσεις στο σχολείο κουδούνι εξώπορτας.

Κάθε βήμα δεν αρκεί να γίνεται σωστά και βαριεστημένα,

πρέπει να έχει χάρη και ομορφιά.

Κάθε μουσική δεν αρκεί να γραφτεί σε κάποιο χαρτί,

θέλει ερμηνεία, την δική της φωνή και χαρακτήρα.

Κάθε σχέση δεν μπορεί να γίνεται από ανάγκη μόνο,

θέλει λαχτάρα, συμμερισμό, την σεμνή τέχνη του αυθεντικού.

 

Αλλιώς, παραμένει εικόνα απροσκύνητη στο μοναστήρι

της αρχικής σου ιδέας…

 

Μα όπως οι δύο δεν γίνονται ένα, έτσι και στους δύο απομένει ο ένας.

Ο κοινόχρηστος χώρος σύντομα καταλήγει ιδιόκτητο κενό.

Ο καθένας έρημος στο σπαραγμό του και τα λόγια, χαρτιά που σκορπίζουν

και κυματίζουν μες στη βροχή.

Και έρχεται η τελευταία συνάντηση με ύφος μόνιμα διάφωνο*,

αντίστιξη* δύο υπάρξεων που κινούνται σε παράλληλα σύμπαντα.

Τώρα ποια φωνή να γεφυρώσει τις άκτιστες σιωπές;

Πιο φορτίσιμο* να φτάσει σε βουβά αυτιά;

Και ποια καρδιά μπορεί συνέχεια να κινείται σε υψηλές οκτάβες;*

Έγινες εικόνα απροσκύνητη στο μοναστήρι της καρδιάς μου.

Τώρα πια μόνοι,

γιατί για μεγάλο διάστημα κανένας, δεν ημέρωσε κανέναν…

Και όταν ο γιός του μαραγκού έλεγε…

“Σας δίνω μια νέα εντολή: Ν’ αγαπάτε ο ένας τον άλλον.

Όπως σας αγάπησα εγώ, έτσι ν’ αγαπάτε κι εσείς ο ένας τον άλλον”

Εσύ γέλαγες ειρωνικά και προσπέρναγες αδιάφορος,

 

εικόνα απροσκύνητη…

 

 

 

* Ο Πρίαμος Ραμπότας γεννήθηκε στη Νιγρίτα το 1957, ζει στη Θεσσαλονίκη από το1971. Είναι πτυχιούχος Τεχνολόγος Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Όσο θυμάται τον εαυτό του διαβάζει και γράφει. Εργάστηκε για 24 χρόνια στην ΑΒΒ. Συνταξιοδοτήθηκε το 2020 και είναι συγγραφέας της ποιητικής συλλογής Άνθρωπος θλίψεων(2021) και ο γιος του μαραγκού (2022).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top