Fractal

«Όσο πιο αληθινή είναι η ιστορία, τόσο πιο πολύ αγαπιέται»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Ερίκ Βυϊγιάρ «Ο πόλεμος των φτωχών», Μετάφραση: Γιώργος Φαρακλάς, Εκδ. «Πόλις»

 

Τον Ερίκ Βυϊγιάρ τον γνώρισα μέσα από τις σελίδες του εξαιρετικού βιβλίου του «Ημερήσια Διάταξη» και είχα πραγματικά εντυπωσιαστεί από την πυκνότητα, τον λυρισμό και την αιχμηρότητα του λόγου του. Όταν πήρα στα χέρια μου τον «Πόλεμο των Φτωχών», αναρωτήθηκα αν υπήρχε όριο βελτίωσης στην αρτιότητα. Δεν χρειάστηκε να διαβάσω παρά ελάχιστες σελίδες για να πάρω απάντηση: υπήρχε.

 

Ο Τόμας Μύντσερ, στην ευαίσθητη ηλικία των έντεκα ετών, βλέπει τον πατέρα του κρεμασμένο να «αιωρείται σαν ένας σάκκος γεμάτος σπόρους». Ζει μόνο με την μητέρα του φτωχικά και πλημμυρισμένος πικρία αλλά και με απέραντη αγάπη για τον Θεό και τους ανθρώπους. Στα δεκαπέντε, έχει ήδη ιδρύσει μυστική εταιρεία ενάντια στην εκκλησία της Ρώμης, έχοντας πάντα στο μυαλό του τη σορό του άδικα δολοφονημένου πατέρα του.

«Ζούσα μες στη χαρά αλλά μόνο μέσα από φοβερές οδύνες και από την απελπισία μπορείς να ενωθείς με τον Θεό», έλεγε διαρκώς. Σπουδάζει, γίνεται παπάς, αρχιερέας στη συνέχεια, και αφού ζυμώνεται με τον εκκλησιαστικό λόγο, τη Βίβλο και τον Λούθηρο, ορίζεται ιεροκήρυκας σ’ έναν τόπο μικρό, άγνωστο στους πολλούς, σε μια πόλη όπου υφαίνουν για όλο τον κόσμο αλλά κυρίως για μεγάλες πόλεις γερμανικές. Εκμεταλλεύονται και ορυχεία όμως, κι ύστερα από τη δουλειά, υφαντουργοί και εργάτες ορυχείων, μαζεύονται για να ακούσουν τα διαπρύσια κηρύγματα του Μύντσερ. Η πόλη είναι χωρισμένη στα δύο, όπως πάντα γίνεται, πατρίκιοι από την μία και πληβείοι από την άλλη και ο Τόμας δεν μπορεί παρά να κινείται ανάμεσα στους φτωχούς. Πιστεύει βαθιά στην αγνή και αυθεντική χριστιανοσύνη και στα Ευαγγέλια που προσφέρουν ό,τι κι αν ο άνθρωπος χρειάζεται, αυτό είναι που κηρύσσει:

 

«… Και τα πάθη αναμοχλεύονται, γιατί οι υφαντουργοί νιώθουν καλά ότι, αν τραβήξεις το νήμα, θα ξηλωθεί όλο το υφαντό, και οι μεταλλωρύχοι νιώθουν ότι, αν σκάψεις σε πολύ μεγάλο βάθος, όλη η σήραγγα θα καταρρεύσει. Τότε τους γεννιέται η ιδέα ότι τους έχουν πει ψέματα…. Δυσκολεύονταν να καταλάβουν γιατί ο Θεός, ο Θεός των ζητιάνων, που είχε σταυρωθεί ανάμεσα σε δυο ληστές, χρειαζόταν τόσα λούσα. Τι την ήθελαν τόση πολυτέλεια οι λειτουργοί του;»

 

Τον Μύντσερ τον έδιωξαν γρήγορα από την μικρή πόλη, σειρά είχε τώρα η Βοημία του αναβρασμού, αφού μόλις συνερχόταν από το Μεγάλο Σχίσμα. Η δίψα για καθαρότητα που διέπνεε όλες τις χώρες τότε, γύρω στα 1520, ενθουσίαζε τα πλήθη ακυρώνοντας τα όσα λέγονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και όλο και περισσότεροι ασπάζονταν τις «τρελές» ιδέες του Ουίκλιφ, ο οποίος δύο αιώνες πριν, στην Αγγλία, μιλούσε για την απευθείας σχέση του Θεού με τους ανθρώπους, χωρίς την μεσολάβηση των ιερέων και τις πολυτέλειες των καρδιναλίων, για την ισότητα, για την αμαρτία της δουλείας, για την ανύπαρκτη μετουσίωση.

 

«Παράτα τα όλα και ακολούθησέ με! Είπε , λένε, ο Χριστός· αυτή η εντολή δεν έχει τέλος, απαιτεί μια νέα ανθρωπότητα. Αινιγματική και γυμνή. Αψηφά τα μεγαλεία του κόσμου. Άλλη φτώχεια σε καταρρακώνει, άλλη σε αναπτερώνει. Υπάρχει ένα μεγάλο μυστήριο εδώ: Αγαπώ τους φτωχούς, σημαίνει αγαπώ την μισητή φτώχεια, δεν την περιφρονώ πια. Αγαπώ τον άνθρωπο. Γιατί ο άνθρωπος είναι πένης. Αμετάκλητα. Είμαστε η ένδεια, περιπλανιόμαστε μεταξύ επιθυμίας και αηδίας».

 

Αν και το εμμονικό μίσος της Ρώμης για τον Ουίκλιφ οδήγησε έως και στο κάψιμο των οστών του, τα λόγια του δεν ξεχάστηκαν. Μαθητές του μεταφέρουν τις ιδέες του και ξεσηκώνουν, διαφωνούν, αμφισβητούν τις ιεραρχίες και οδηγούν στη μεγάλη εξέγερση του Λονδίνου αλλά και στην εκτέλεση χιλιάδων χωρικών. Τόσο αίμα χυμένο άδικα, ψυχρά, χωρίς αποτέλεσμα. Η Ιστορία ωστόσο δεν τελειώνει και η καρδιά της αρχίζει εκ νέου να χτυπά δύο αιώνες μετά, στην Βοημία.

 

«Ορίστε λοιπόν. Οι λέξεις ειπώθηκαν πάλι: ούτε από το χρήμα ούτε από την εξουσία ούτε από τους ηγεμόνες, αυτές οι ίδιες λεξούλες που αλλάζουν μορφή, τόνο, όχι όμως στόχο, και οι οποίες, όταν επανακάμπτουν στον κόσμο, πάντα καταπολεμούν το χρήμα, τη δύναμη, την εξουσία».

 

Éric Vuillard

 

Με λόγο παρορμητικό και θυμωμένο, ο ανυπότακτος Μύντσερ θέλει να ξεκοιλιάσει τα καθάρματα, να λιανίσει την Εκκλησία, να απαλείψει το πομπώδες, την κακία και τον πλούτο. Με επιθετικό ύφος γράφει την «Διαμαρτυρία» του, απευθυνόμενος σε όλους. Κονταροχτυπιέται με το ισλάμ, τον ιουδαϊσμό, τον παγανισμό, γράφει και ποθεί όλους να τους προσηλυτίσει, να τους μεταστρέψει. Προκαλεί, με την λειτουργία που τελεί στην γερμανική γλώσσα, αμόρφωτοι και αστοί σπεύδουν να τον ακούσουν. Στέλνει δεκάδες επιστολές: στον εκλέκτορα, στον κόμη, στον δούκα, στον δήμαρχο. Τους ζητά να αποδοκιμάσουν την επιλογή των ηγεμόνων να εμπνέουν φόβο στον λαό αντί για αγάπη. Παραληρεί, ζητά με ζέση τώρα να έρθει η Βασιλεία των Ουρανών. Η εξέγερση είναι αναπόφευκτη. Ο πόλεμος των φτωχών, στους αγρούς και τις πόλεις, ξεκινά. Ο Μύνστερ ενθαρρύνει την στάση, βοηθά την οργάνωσή της, και

 

«…εκστράτευε σαν να ήταν μέσα στη Βίβλο, προσευχόμενος, αναγαλλιάζοντας, επιζητώντας ένα θαύμα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα τέλους του κόσμου».

 

Όπως ήταν αναμενόμενο, το θαύμα δεν ήρθε. Η Ιστορία διδάσκει πως η κατάληξη αυτού του σκληρού και όχι ιδιαίτερα γνωστού επεισοδίου στους πολλούς, δεν ήταν αίσια.

Ένας ιστορικός και λογοτεχνικός πλούτος συμπυκνωμένος σε λίγες σελίδες, αυτό είναι ο «Πόλεμος των φτωχών». Μια τρυφερά λυρική προσέγγιση, ακόμη και στις πολεμικές σκηνές. Με λόγο συχνά ασθματικό, οργισμένο και αποφθεγματικό,

 

«Λένε πως η αλήθεια έχει πολλά πρόσωπα και ότι το ένα τους είναι φρικτότερο από το ψέμα, αλλά πάντοτε κρυμμένο»

«Οι περί του επέκεινα διαμάχες αφορούν στην πραγματικότητα τα εγκόσμια»

«Η νεότητα δεν έχει τελειωμό, το μυστικό της ισότητάς μας είναι αθάνατο και η μοναξιά είναι μυθώδης»

«Οι άρχοντες φταίνε οι ίδιοι που ο φτωχός άνθρωπος τον εχθρεύεται»

 

απόλυτα συνδεδεμένο ωστόσο με την σημερινή πραγματικότητα, και ας μιλά για γεγονότα που συνέβησαν αιώνες πριν. Χωρίς να κρύβει την συμπάθειά του στο πρόσωπο του Μύντσερ, ο συγγραφέας, με υπέροχα λιτές και ακριβείς φράσεις, μακριά από κάθε είδους διδακτισμό ή νουθεσία, αφηγείται ιστορικά γεγονότα, με αμεσότητα καθηλωτική από την πρώτη σελίδα. Μια παθιασμένη καταγγελία της ανισότητας είναι το βιβλίο ετούτο, εντυπωσιακά επίκαιρη, ένα κείμενο σκληρό και ποιητικό ταυτόχρονα, του οποίου η ενέργεια σε αναγκάζει να το διαβάσεις απνευστί. Αν έπρεπε να δώσω μια τηλεγραφική περιγραφή για το κείμενο, θεωρώ απόλυτα ταιριαστή τη φράση του ίδιου του συγγραφέα:

 

«Όσο πιο αληθινή είναι η ιστορία, τόσο πιο πολύ αγαπιέται».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top