Fractal

Πέντε μικρά πεζά

Της Μαργαρίτας Μανώλη // *

 

 

 

 

ΜΑΝΑ

Tην πάντρεψαν στα 25 με έναν ξενομερίτη, αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της, είχε βλέπεις ένα μικρό κουσούρι, φορούσε γυαλιά, κι οι νέοι του τόπου της δεν της έστελναν προξενιά, εκείνος ήταν μάστορας, συχνά έλειπε από το σπίτι, όταν γύριζε έσπερνε κι από ένα παιδί, 8 παιδιά τα ανάστησε όπως μπόρεσε, έτρωγε και ξύλο κάπου κάπου, στον καιρό της αυτό δεν ήταν πρωτόγνωρο, όταν εκείνος πέθανε, ανάπνευσε λίγο, 8 παιδιά και κανένα δεν τη συντρόφευε στα γεράματά της, ο ένας ξενιτεύτηκε στη Γερμανία στα πέτρινα χρόνια της φτώχειας και της ερήμωσης της επαρχίας, δεν ξαναγύρισε ποτέ, ο άλλος εσωτερικός μετανάστης στη μεγάλη πόλη, έχασε το χέρι του σ’ ένα εργατικό ατύχημα και ψωμοζούσε με την αποζημίωση, περήφανος να επιστρέψει στο πατρικό, η μία κόρη πέθανε στη γέννα, η άλλη πέτρα είχε ρίξει πίσω κι ούτε στην κηδεία του πατέρα της δεν πάτησε κι οι υπόλοιποι σκόρπιοι εδώ και κει να βολοδέρνουν, εκείνη μαραίνονταν μονάχη της, τα βράδια αγριεύονταν λίγο, μιλούσε του σχωρεμένου, 30 χρόνια φευγάτος κι αυτός, προσκύναγε τις φωτογραφίες σαν να ‘ταν εικονίσματα, νεκροί και ζωντανοί παραταγμένοι όλοι πάνω στο μπαουλάκι της προίκας της…

 

 

ΤΑΞΙΜΟ

Χρόνια μόνη, ο άνδρας της καπετάνιος σε γκαζάδικο, εικοσιεφτά χρόνια αδειανό το κρεβάτι της, μόνο σκόρπια σμιξίματα και συχνούς αποχωρισμούς, ώσπου πνίγηκε στο μεγάλο ναυάγιο έξω από τις Αζόρες.

Και το παιδί μόνη το μεγάλωσε, τώρα εκείνος φευγάτος για σπουδές κάπου στο Βορρά, σπουδές μακροχρόνιες, δεν έχει καιρό

για τη μάνα του, η ζωή και η καριέρα σου πάνω απ’ όλα, έτσι του είπαν όλοι. Έξι χρόνια έχει να τον δει, σε αεροπλάνο εκείνη δε μπαίνει, τάξε μου πριν πεθάνω να σε δω, του είπε πριν φύγει. Μάνα, τι λόγια είναι αυτά, τη μαλώνει, στην ανάγκη σου θα ‘ρθω οπωσδήποτε.

Η μάνα, στερημένη από προσδοκίες, πηγαίνει συχνά στο αεροδρόμιο, παρακολουθεί το πήγαινε έλα, μετράει αναχωρήσεις και αφίξεις. Εκεί πετρώνει το σάλιο της στο στόμα, στο λαιμό της χρόνια μοναξιάς, η πίκρα ξεχύνεται απ’ τα μάτια της, κατηφορίζει στα χέρια της, φτάνει μέχρι των ποδιών τα δάκτυλα κι εξατμίζεται ψηλά.

Αυτό το καλοκαίρι ο γιος γυρίζει να την εκπλήξει απροετοίμαστη, έχει μαζί του και μια ξανθιά με σπασμένα ελληνικά, μετανάστρια δεύτερης γενιάς. Το χειμώνα θα παντρευτούνε.

Βράδιαζε. Το κηπάκι –το καμάρι της μάνας του-χορταριασμένο, η πόρτα κλειδωμένη. Πάνε δυο βδομάδες που τη θάψαμε, τον κουβεντιάζει μια γειτόνισσα. Δεν ξέραμε ποιον να ειδοποιήσουμε…

 

 

ΕΡΗΜΙΑ

Στο μικρό του χωριό τα τελευταία χρόνια βλέπει με πόνο τα κλειστά σπίτια να πληθαίνουν, έρημα σοκάκια κι αυλές, μοναχικούς γέροντες που “φυλάνε Θερμοπύλες”, την τρελή του χωριού που παράτησε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα και τώρα περιθάλπει όλα τα αδέσποτα, το μεσήλικο ζευγάρι που μετά από μία ταραχώδη ζωή στράφηκε στη θρησκεία και λειτουργεί όλα τα ερημικά ξωκλήσια, τον αλαφροΐσκιωτο που πετροβολάει τα παιδιά, γιατί θαρρεί πως του κλέβουν τα σύκα, τη μαυροφορεμένη μάνα του παλικαριού που χάθηκε κάπου στην Αμερική και τον καρτερεί ακόμα ριζωμένη στο κατώφλι και τα μνήματα στο κοιμητήρι όλο και πιο πολλά, όλο και πιο πολλά…

Και τα άδεια σπίτια ποιον περιμένουν για να ζήσουν, ξεφτισμένα και ξασπρισμένα, ποιον προσμένουν οι άδειες κάμαρες, ποια σώματα να τα κατοικήσουν, να γεμίσουν μυρωδιές κι ιδρώτα, να φωλιάσουν γέλια και χτυποκάρδια, να λιάζεται μια γάτα στο παραγώνι, να ευωδιάζει ζεστό καρβέλι στο τραπέζι κι ένα ποτήρι κρασί, αποκούμπι στον κάματο της ζωής, να κουρνιάσουν όνειρα στο προσκέφαλο της

μέρας, να φουντώσουν κατιφέδες και βασιλικά στα πορτοπαράθυρα, να αξιωθούν γεννητούρια και γάμους, παιδικές σκανταλιές κι αντρίκιες προσταγές, να τραντάζονται συθέμελα από καλέσματα και μουσικές…

Κι οι πόρτες διάπλατα ανοιχτές να μπαινοβγαίνει η ζωή…

 

 

ΟΙ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΕΣ

Οχτώ παιδιά, εφτά αγόρια κι ένα κορίτσι. Η μάνα όλη μέρα στα χωράφια. Τα μεγαλύτερα βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Ο πατέρας τις περισσότερες μέρες στην κοντινή πόλη να πουλήσει στην αγορά τα λιγοστά περισσευούμενα ανάλογα με την εποχή. Τα βράδια περιμένανε τον πατέρα να γυρίσει με καλούδια. Τα μικρά ήθελαν καραμέλες ή και πορτοκάλια, είδος εξωτικό και δυσεύρετο. Τα μεγαλύτερα ήθελαν κανένα ρούχο, κανένα παπούτσι, γιατί και τα αποφόρια, μπαλωμένα και χιλιοφορεμένα, κάποτε λιώνανε κι αυτά.

Εκείνη δεν την πείραζαν τα τραχιά ρούχα ούτε τα χοντροκομμένα παλιοπάπουτσα, ωραίες κάλτσες λαχταρούσε, όχι τις μεταξωτές που φορούσαν τα μεγαλύτερα κορίτσια, όπως διάβαζε στα βιβλία, χνουδωτές και πολύχρωμες ήθελε, σαν αυτές που φορούσαν οι ψηλομύτες ξαδέρφες της, όταν έρχονταν τα καλοκαίρια από την πόλη και η ζήλεια τής στεκόταν στο λαιμό σαν κακοχωνεμένο φαγητό.

Ήταν οχτώ χρονών, όταν ο πατέρας γυρνώντας βράδυ από την αγορά, τής έφερε ένα ζευγάρι καινούριες κάλτσες, πόσο απρόσμενη χαρά, τις χάιδευε, τις κανάκευε, χόρευε μαζί τους, μια Σταχτοπούτα με κάλτσες, κοιμήθηκε μ’ αυτές, η ευτυχία του κόσμου στο μαξιλάρι της.

Στο σκληρό φως της μέρας συνειδητοποίησε ότι ήταν αταίριαστες μεταξύ τους, δεν έκλαψε, στάθηκε καταμεσής στη λύπη της και με την οχτάχρονη σοφία της έμαθε να χωρίζει τη ζωή στο πριν και στο μετά.

Από τότε γέμισαν τα συρτάρια της ζωής της «αταίριαστες κάλτσες»…

 

 

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Ένας ταπεινός γραφιάς, η μέρα του πρωτόκολλο, εισερχόμενα, εξερχόμενα, τα στοιχεία σας, υπογράψτε παρακαλώ, ναι κ. διευθυντά, με ένα βουβό σώμα έτοιμο να εκραγεί, με την παρηκμασμένη ομορφιά ενός έκπτωτου αγγέλου, σκοτωμένες περνούν οι μέρες του σαν στενάχωρο κολάρο που σφίγγει το λαιμό. Αλλά τις νύχτες μεταμορφώνεται, βγάζει τη φορεσιά της μέρας και την ακουμπά στην καρέκλα, και τα βράδια, όταν οι άλλοι κοιμούνται, αναπνέει τη σιωπή, οι σκέψεις του φαγούρα που δε λέει να περάσει, και το σπίτι μια έρημος όπου περιπλανιέται άσκοπα, μια φυλακή…

Ναι, τις μικρές ώρες της νύχτας μεταμορφώνεται, συλλέγει λέξεις, θραύσματα από ναυάγια, υφαίνει ένα χαλί, να τυλιχτεί μέσα του, αν είχε τη στεντόρεια του ρήτορα κραυγή, θα τον επευφημούσαν τα πλήθη, έπη αν ιστορούσε, ανδριάντες θα του ‘στηναν στους αιώνες, κι αν κέρδιζε βραβεία, δάφνες θα σκόρπαγαν στο πέρασμά του, μόνο που δεν γράφει αριστουργήματα κι έχει μια φωνούλα ασθενική κι οι λέξεις του μικρές ρωγμές στον τοίχο της σιωπής, ένα βοτσαλάκι στη θάλασσα της απελπισίας…

Ο καθείς και τα όπλα του.

 

 

 

Η Μαργαρίτα Μανώλη είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Κλασικό). Υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση και εργάστηκε κυρίως σε λύκεια της Αττικής. Κατά τη διετία 1989-91 υπήρξε ενεργό μέλος της ομάδας αναθεώρησης των διδακτικών βιβλίων της Νεοελληνικής Γλώσσας. Αργότερα έλαβε, κατόπιν εξετάσεων, υποτροφία από το ΙΚΥ, για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα τον ελληνικό ρομαντισμό και εκπόνησε μία ολοκληρωμένη μελέτη για τη ζωή και το έργο του ποιητή Αχιλλέα Παράσχου. Η μελέτη αυτή-κατόπιν σχετικής προκήρυξης -βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το Δεκέμβριο του 2014. Τώρα ετοιμάζει μία παρόμοια μελέτη για τη ζωή και το έργο του Ιωάννη Πολέμη. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στον ηλεκτρονικό τύπο. Ασχολείται επίσης με επιμέλεια κειμένων. margaritamanoli@gmail.com

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top