Fractal

Ο Ενλίλ, οι πόλεις και η καθημερινότητα των ανθρώπων

Γράφει ο Χρήστος Ντικμπασάνης // *

 

 

 

 

(Απόσπασμα απ’ τη διδακτορική διατριβή μου με τον τίτλο Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΣΟΥΜΕΡΙΩΝ)

 

Ένας απ’ τους σπουδαιότερους θεούς των Σουμερίων, ο Ενλίλ ως «κύριος του πεπρωμένου», όπως θεωρούταν δίπλα στη θεά Νάμμου, είχε ουσιαστικά όλη τη δύναμη να δώσει τέλος στην ανθρώπινη ζωή. Όπως κάποτε δημιούργησε τον κόσμο – ένα διδακτικό έπος των Σουμερίων αποδίδει σε αυτόν την ανακάλυψη της αξίνας – έτσι αποφάσισε την εξολόθρευση των ανθρώπων, όταν εκείνοι σταμάτησαν να τον υπακούν.

Οι ηθικοί λόγοι που αναφέρει η Βίβλος ως αιτίες του κατακλυσμού δεν φαίνεται πάντως να τον επηρέασαν. Εξάλλου ο ίδιος ήταν ένας θεός, ο οποίος στεκόταν πολύ μακριά από όλα όσα εμείς οι άνθρωποι αναγνωρίζουμε ως ηθικές αξίες, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία και όχι μόνο.

Ο κατάλογος με τις αμαρτίες του Ενλίλ αρχίζει εκείνη τη μυθολογική περίοδο, όταν στην ιερή πόλη Νιππούρ κατοικούσαν ακόμη οι θεοί. Τότε συνάντησε ο γιος του θεού του ουρανού την όμορφη κόρη Νινλίλ, η οποία παράκουσε τη μητέρα της και λουζόταν γυμνή. Ο Ενλίλ, μαγεμένος από την ομορφιά της, προσπάθησε να την κερδίσει. Η Νινλίλ όμως έμεινε πιστή στα λόγια της μητέρας της και δεν ενέδωσε. Τότε ο Ενλίλ την πήρε με τη βία και από την ένωσή τους γεννήθηκε ο θεός της Σελήνης, ο Σιν. Οι θεοί έμαθαν για τον βιασμό της κόρης και καταδίκασαν τον Ενλίλ σε εξορία. Έπρεπε να φύγει για τον Κάτω Κόσμο. Φαίνεται όμως ότι η τιμωρία αυτή αποτέλεσε απλά την αφετηρία στον δρόμο του Ενλίλ προς την εξουσία.

Η Νινλίλ ακολούθησε τον Ενλίλ στον Κάτω Κόσμο. Εκεί συνάντησε τον θεό, που στο μεταξύ είχε πάρει τη μορφή του φύλακα του Κάτω Κόσμου. Χωρίς να τον αναγνωρίσει, του είπε ότι θα γεννούσε τον θεό της σελήνης. Ο Ενλίλ ταράχτηκε, γιατί φοβήθηκε ότι ο θεός της Σελήνης μπορεί να γεννιόταν στον Κάτω Κόσμο. Από αυτό το σημείο αρχίζουν κάποιες ασάφειες του σουμερικού μύθου, όπως ότι ο Ενλίλ άφησε για δεύτερη φορά έγκυο τη Νινλίλ, αργότερα μια τρίτη και μια τέταρτη φορά στον ποταμό του Κάτω Κόσμου, που στην αρχή εμφανίστηκε ως θεός του ποταμού και στη συνέχεια ως πορθμέας. Η Νινλίλ του χάρισε τέσσερις γιους: τον θεό της Σελήνης και τρεις θεούς του Κάτω Κόσμου. Με αυτούς ο Ενλίλ συνειδητοποίησε πόσο πολύ δεμένοι ήταν οι προπάτορές του με τον πάντα σκοτεινό και πανίσχυρο Κάτω Κόσμο και μάλιστα με κάποιον μυστικιστικό τρόπο.

Η αλήθεια είναι ότι, στη Μεσοποταμία γίνεται λόγος για τους θεούς πολύ πριν γίνει κάποια αναφορά στην ύπαρξη ανθρώπων. Και όμως είναι αυτοί οι άνθρωποι που μιλούν για τους θεούς σαν να ήταν τα μοναδικά ζωντανά πλάσματα . Ενδεχομένως, να είχαν συνηθίσει να βλέπουν τους εαυτούς τους και όσα έκαναν σαν τον καθρέφτη αυτών των θεών. Σίγουρα πάντως πίστευαν ότι, στον Κάτω Κόσμο υπήρχαν ψυχές και πολλά θεϊκά πλάσματα, πράγμα που γι’αυτούς σήμαινε ότι, μιλώντας για τους θεούς μιλούσαν βασικά για τη ζωή.

Με την ιδέα του θεού και του θεϊκού συνδέεται στην αντίληψη των Σουμερίων καθετί που ζει. Και καθετί που ζει είναι γι’αυτούς εκείνο που βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια, όπως ο ουρανός, η γη, το νερό, τα ζώα, οι πέτρες, τα φυτά. Αυτά είναι όλα πλάσματα που έχουν σχέση με τον άνθρωπο και επηρεάζουν τη ζωή του. Μέσα σε κάθε πράγμα κρύβεται το μυστικό της ζωής. Καθένα έχει τη δική του ιστορία, τις δικές του εμπειρίες, τις δικές του λειτουργίες. Είναι σε θέση να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά τον άνθρωπο. Πολλές φορές και το πιο μικρό πράγμα κρύβει μέσα του τη δύναμη και τη δυνατότητα να αφανίσει τους ανθρώπους. Δύναμη είναι δυνατόν να κρύβεται σ’ένα κομμάτι ξύλου που εύκολα μετατρέπεται σε ακόντιο ή σε μια πέτρα που μετατρέπεται σε μύτη βέλους. Ακόμη και στη φαινομενικά ακίνδυνη τσακμακόπετρα μπορεί να παραμονεύει ο κίνδυνος, αφού έχει τη δύναμη να κάψει μια αχυρένια καλύβα.

Για τους Σουμέριους όλα αυτά τα πράγματα εκφράζουν τις επιθυμίες τους, επομένως και την προσωπικότητά τους. Μπορεί όμως ορισμένα πράγματα να γίνονταν και χωρίς τη θέλησή τους. Όπως, για παράδειγμα, να ήταν η συνέπεια μιας τιμωρίας στην οποία είχε καταδικαστεί ένα αντικείμενο. Η τσακμακόπετρα για τους Σουμέριους ήταν καταραμένη από τους θεούς και καταδικασμένη να πετάει σπίθες, εξαιτίας του ότι κάποτε είχε εναντιωθεί στον Νινούρτα, τον θεό της γης, έναν από τους γιους του Ενλίλ.

Η σχέση των ανθρώπων με τα φυτά είναι μεγάλη και πολυποίκιλη. Το καλάμι, για παράδειγμα, δεν θυμίζει στους ανθρώπους απλά μια φλογέρα, αλλά και τον ήχο που προκαλεί. Το φτερό που εξέχει από το καλάμι φέρνει στο νου λέξεις, ήχους, ποίηση. Το καλάμι θυμίζει με την ποικιλομορφία του μια θεά – τη Νιδάβα – η οποία δεν αναφέρεται συχνά με την άλλη της ιδιότητα, ως θεά της γεωργίας.

Ακόμη και το αλάτι είναι ζωντανό για τους Σουμέριους, που το βλέπουν να κρύβει μέσα του μαγικές δυνάμεις. Έτσι, οι άνθρωποι αναφέρονται στο αλάτι σαν να είναι θεός ή δαίμονας και ικετεύουν να λύσει τα μάγια που τους έχουν κάνει:

 

Ω! Αλάτι, εσύ που υπάρχεις στον αγνό τόπο,

εσύ που ο Ενλίλ σε όρισε για τροφή των θεών.

Εσύ που δεν λείπεις ποτέ από το τραπέζι,

κανένας θεός ή βασιλιάς, άρχοντας και αρχηγός

δεν μυρίζει το λιβάνι χωρίς να υπάρχεις εσύ.

Είμαι ο Ν. Ν., ο γιος του Ν. Ν.,

δεμένος με μάγια,

καίγομαι από πυρετό που προκάλεσαν τα μάγια.

Ω! Αλάτι, λύσε μου τα μάγια, ελευθέρωσέ με.

Πάρε από επάνω μου τα μάγια!

Και θα σε προσκυνώ όπως τον Δημιουργό μου.

Παρατηρούμε ότι, πίσω από τέτοιες προσευχές και ικεσίες κρύβεται αφέλεια ή οπορτουνισμός. Σίγουρα πάντως αποτυπώνεται και μια εντελώς διαφορετική από τη δική μας άποψη της πραγματικότητας, όπως πιστεύει ο ποιητής, ο οποίος θέλει να βλέπει ότι τα πράγματα και η δύναμή τους δεν υπάρχουν στον κόσμο που ζούμε χωρίς να ασκούν επιρροές γύρω τους. Εξάλλου ακόμη και στην σύγχρονη εποχή μας αλάτι δεν χρησιμοποιούν και όσοι ισχυρίζονται ότι ξέρουν να ξεματιάζουν;

 

 

Πολλοί από τους παραπάνω θεούς έχουν συνδέσει το όνομά τους με την αρχαιότερη πόλη της Σουμερίας, το Εριντού. Αν και ερειπωμένο και καλυμμένο με άμμο το πανάρχαιο αυτό αστικό κέντρο παραμένει ο δημιουργός της ανθρώπινης ιστορίας μαζί με τις άλλες πόλεις που βρίσκονται τριγύρω του.

Δεν είναι γνωστό πότε έσβησαν οι πρώιμοι οικισμοί και δημιουργήθηκαν οι πόλεις της Νότιας Μεσοποταμίας ως κέντρα πόλεων-κρατών. Ίσως είχε ξεκινήσει ήδη πριν από την άφιξη των Σουμερίων, όπως στο Εριντού. Είναι γνωστές όμως οι προϋποθέσεις για την ίδρυση μιας πόλης. Κεντρικό πρόσωπο ήταν ο κοινός θεός-προστάτης, προς τιμήν του οποίου ήδη οι άνθρωποι «Ομπέντ» έφτιαχναν μέσα σε απλές πλίνθινες καλύβες έναν βωμό για θυσίες.

Η δύναμη, λοιπόν, του θεού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ασκούσε επιρροή και κέρδισε την αποδοχή και όσων κατοικούσαν και πέρα των ορίων του οικισμού. Αυτό το στοιχείο αποτελούσε μια πολύ καλή προϋπόθεση για να γεννηθεί και να αναπτυχθεί κάτι κοινό μεταξύ τους. Άρχισαν να δουλεύουν μαζί στα έργα για την καλλιέργεια και την άρδευση των χωραφιών, ο οικισμός άρχισε να ευημερεί και ο πλούτος έπρεπε να μοιραστεί δίκαια. Τα έργα δεν γίνονται από μεμονωμένα άτομα, αλλά από ομάδες ανθρώπων, τα μέλη των οποίων είχαν ίσα δικαιώματα και ίσες υποχρεώσεις. Οι ανάγκες όμως μεγάλωσαν και οι εργασίες άρχισαν να γίνονται πιο συγκεκριμένες. Ύστερα από λίγο καιρό οι άνθρωποι δεν έκαναν όλοι την ίδια δουλειά, είχαν όμως ίσο μερίδιο από τα κέρδη της κοινής σοδειάς.

Η μετάβαση από το χωριό στην πόλη έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη και ο πληθυσμός έπαψε να αποτελεί μια αγροτική κοινωνία. Εκτός από το βασικό πλεονέκτημα της ασφάλειας που τους παρείχε το πλήθος, αυτό επέτρεπε επίσης την κεντρική οργάνωση και τη συντήρηση ενός δικτύου από κανάλια τεχνητής άρδευσης και αποχέτευσης σε μια χώρα όπου οι βροχοπτώσεις ήταν εξαιρετικά σπάνιες (1). Παρά το ξηρό κλίμα η γη μπορούσε να αποδειχθεί πολύ εύφορη και, εφόσον ποτιζόταν κανονικά, μπορούσε να παράγει περισσότερες σοδειές το χρόνο. Τα κυριότερα προϊόντα ήταν τα δημητριακά και οι χουρμάδες. Εκτρέφονταν πρόβατα, γίδες και βοοειδή, και το έδαφος ήταν πλούσιο σε άργιλο, που, όταν στέγνωνε, χρησιμοποιούταν όχι μόνο στις πήλινες πινακίδες, αλλά και στην κατασκευή κάθε είδους κτιρίου.

Οι πρώτες πόλεις παρουσίαζαν ένα πολεοδομικό σχέδιο που επαναλαμβανόταν σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Μεσοποταμίας. Αποτελούνταν από τρία βασικά τμήματα. Το πρώτο ήταν μια τειχισμένη εσωτερική περιοχή όπου βρίσκονταν ο ναός, το ανάκτορο, τα σπίτια των βασιλικών αξιωματούχων και των πολιτών. Το δεύτερο περιλάμβανε τα γύρω από την πόλη αγροκτήματα, αγρούς, δάση και άλση με χουρμαδιές. Το τρίτο ήταν η περιοχή του λιμανιού, που ήταν το κέντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων. Επίσης, κάθε πόλη είχε πύλες στο εξωτερικό τείχος, και ο χώρος μπροστά από τις πύλες χρησιμοποιούταν τόσο ως τόπος συγκέντρωσης των πολιτών όσο και για εμπορικές συναλλαγές, απονομή δικαιοσύνης και χρηματικές συναλλαγές. Επίσης, οι γραφείς εκεί πουλούσαν την τέχνη τους.

Οι πόλεις γνώριζαν κατά περιόδους καλές και κακές εποχές, μερικές φορές ως αποτέλεσμα της αλλαγής της πορείας του νερού. Ακόμα και η μεγαλοπρέπεια μιας πόλης όπως η Ουρ δεν ήταν αιώνια. Ήδη από την Μέση Βαβυλωνιακή περίοδο ήταν μισοερειπωμένη. Η Λάρσα και η Ασσούρ καταστράφηκαν, αν και η τελευταία αναβίωσε στην εποχή των Πάρθων, και η σημαντική πόλη Ακκάδ κυριολεκτικά εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Η αλήθεια είναι ότι, οι περισσότερες πόλεις αποκτούσαν πλούτο και φήμη μόνο σε νικηφόρες περιόδους, όταν τους δινόταν η δυνατότητα να ξοδεύουν αφειδώς, εξαιτίας των λαφύρων του πολέμου και επειδή έφθαναν στα χέρια τους είδη πολυτελείας, όπως μπαχαρικά, αρώματα, κρασί, ωραία ρούχα και εξωτικά ζώα.

Οι κάτοικοι των πόλεων χωρίζονταν άνετα σε δύο ομάδες: α) στους ελάχιστους που επωφελούνταν από τις διασυνδέσεις τους με την αυλή ή το ιερατείο και αποκτούσαν τα δικά τους μέσα παραγωγής, και β) σε αυτούς που ήταν ολοκληρωτικά εξαρτημένοι από το ναό και τα ανάκτορα.

Τα περισσότερα μέσα παραγωγής υπόκεινταν στον έλεγχο των τεράστιων ναϊκών συγκροτημάτων και των βασιλικών ανακτόρων, και υπήρχαν και ιδιώτες, οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες γης. Τα έσοδα του ναού και των ανακτόρων προέρχονταν κυρίως από τη γεωργία, είτε απευθείας είτε μέσω της πληρωμής εισφορών και φόρων. Η κεντρική διοίκηση έπαιρνε το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος και το αναδιένεμε. Και οι δύο οργανισμοί συντηρούσαν ένα μεγάλο αριθμό προσωπικού που πληρωνόταν με είδη διατροφής, ένδυσης κ.ά.

Αυτοί που ήταν εξαρτημένοι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, από το ναό και τα ανάκτορα χωρίζονται σε κατηγορίες: σε χωρικούς, τεχνίτες, εμπόρους και δούλους, των οποίων η ακριβής κατάσταση διέφερε κατά περιόδους. Μια ακόμα πολύ σημαντική τάξη αυτής της κοινωνίας ήταν οι γραφείς, των οποίων το επάγγελμα είχε πάντα κύρος. Δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία που να μας λέει πως γινόταν η επιλογή των υποψηφίων γι’αυτήν την ομάδα. Συχνά όμως αυτοί ήταν γιοι και συγγενείς των αρχόντων και κυβερνητών της πόλης. Μόνο μία γνωστή περίπτωση γυναικών γραφέων υπάρχει και συγκεκριμένα στο Μάρι, όπου μαρτυρία από καταλόγους συσσιτίου, που διανεμόταν στους εργάτες του ανακτόρου, αναφέρει κάπου εννέα γυναικεία ονόματα. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για την κοινωνική τους θέση, την εκπαίδευση ή το είδος της εργασίας που έκαναν.

Οι χωρικοί ασχολούνταν με αρκετές δουλειές, κυρίως αγροτικές. Έσπερναν, θέριζαν, αλώνιζαν κριθάρι, κάποτε μάλιστα αρκετές φορές το χρόνο, όταν η γη μπορούσε να το αντέξει. Επίσης, έβοσκαν κοπάδια, κυρίως πρόβατα και γίδες διαφόρων ειδών. Άρμεγαν αγελάδες, προβατίνες και γίδες και έφτιαχναν βούτυρο και τυρί. Συνήθως στα αγροκτήματα είχαν πάπιες και χήνες. Οι κότες εισήχθησαν σε μεταγενέστερες εποχές. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός χωρικών ήταν εποχιακοί νομάδες.

Οι ασχολίες των τεχνιτών παρουσίαζαν μεγαλύτερη ποικιλομορφία και πολλές από αυτές ήταν κληρονομικές, καθώς η τέχνη περνούσε από τον πατέρα στο γιο. Μερικοί ασχολούνταν με το εμπόριο υφασμάτων: λεύκανση, ύφανση και βαφή. Υπάρχει αρχαιολογική μαρτυρία για την ύπαρξη υφαντικών σφονδύλων σε όλους τους πρώιμους οικισμούς. Άλλοι τεχνίτες ήταν βυρσοδέψες. Δέρματα και τομάρια χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή ασπίδων και πανοπλιών, μικρών βαρκών, ασκών, σάκων για γάλα και βούτυρο και σανδαλιών. Επίσης, τα τομάρια τα φούσκωναν και τα χρησιμοποιούσαν για να διασχίζουν ποτάμια.

Ως τεχνίτες μπορεί ακόμα να ήταν αγγειοπλάστες, αν και αυτή η απασχόληση θεωρούταν ταπεινή. Ήδη από την 6η χιλιετία κατασκευαζόταν σε όλη τη Μεσοποταμία μεγάλη ποικιλία αγγείων. Ο κεραμικός τροχός χρησιμοποιήθηκε ευρέως μετά το 4000 π.Χ. Πιο σημαντικό ήταν το έργο των μεταλλοτεχνιτών. Προγενέστερα του 7000 π.Χ. υπάρχουν μαρτυρίες ότι χρησιμοποιούσαν ντόπιο χαλκό για την κατασκευή απλών εργαλείων και ήδη από το 6000 π.Χ. παρήγαν μολύβι και χαλκό με τήξη. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι έχυναν μέταλλο σε καλούπια κατά το δεύτερο μισό της 5ης χιλιετίας π.Χ. Οι ξυλουργοί κατασκεύαζαν άρματα, βαρειές και άροτρα. Επίσης, υπήρχαν λιθοξόοι, ποτοποιοί, κοσμηματοπώλες, αρωματοποιοί, ζαχαροπλάστες, αρτοποιοί και καλαθοποιοί.

Οι έμποροι κατείχαν σημαντική θέση στην μεσοποταμιακή κοινωνία, επειδή η Μεσοποταμία ήταν φτωχή σε ορυκτό πλούτο. Δεν διέθετε πέτρα κατάλληλη για κτίσιμο ή λάξευση και δεν είχε χρυσό, ασήμι, χαλκό, ξυλεία, ή άλλα πολύτιμα είδη, όπως λάπις λάζουλι, καρνεόλιο, ορεία κρύσταλλο και τυρκουάζ. Έτσι ήταν αναγκασμένη να τα προμηθεύεται μέσω του εμπορίου. Γι’αυτόν το λόγο το εμπόριο ήταν αποφασιστικής σημασίας και τα ποτάμια ανάμεσα στα οποία βρίσκεται η Μεσοποταμία, ο Τίγρης και ο Ευφράτης, χρησίμευαν ως μείζονες εμπορικοί δρόμοι. Οι έμποροι ασχολούνταν με δύο διαφορετικά είδη εμπορίου. Αφενός εντός της πόλης και μεταξύ των πόλεων, και αφετέρου με το εξωτερικό, κατά το οποίο υφάσματα και τρόφιμα, όπως οι χουρμάδες, ανταλλάσσονταν με είδη που έλειπαν από τη Μεσοποταμία, κυρίως μέταλλα.

Κείμενα από το Μάρι αποκαλύπτουν δρόμους, που ένωναν τη Μεσόγειο και την Ανατολία με τον Περσικό Κόλπο. Εκείνη την περίοδο τα εμπορικά καραβάνια είχαν βασιλική προστασία και οι ξένοι έμποροι, που ταξίδευαν από αυλή σε αυλή, γίνονταν δεκτοί με τιμές. Πάντως η κατάσταση αυτή δεν γενικεύτηκε στη Μεσοποταμία παρά στα χρόνια του Σαργών Β΄ (721-705 π.Χ.). Το εμπόριο όχι μόνο ανέβασε το βιοτικό επίπεδο, αλλά συντέλεσε και στην εξάπλωση της επιρροής του πολιτισμού της Μεσοποταμίας. Μαζί με την ανταλλαγή αγαθών σίγουρα συντελέστηκε και ανταλλαγή ιδεών και μύθων.

Οι δούλοι χονδρικά χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ανήκαν σε ιδιώτες και σε αυτούς που ανήκαν στους ναούς ή στα ανάκτορα. Οι πρώτοι συχνά γεννιόντουσαν μέσα στο σπίτι του κυρίου τους ή υιοθετούνταν από αυτόν. Ο περίφημος Κώδικας του Χαμμουραμπί, ο οποίος ήταν βασιλιάς της Βαβυλώνας από το 1792 έως το 1750 π.Χ., δείχνει ότι, οπωσδήποτε στην Παλαιά Βαβυλωνιακή περίοδο, αλλά και προγενέστερα, οι δούλοι απολάμβαναν ιδιαίτερο νομικό καθεστώς. Επίσης, ο Κώδικας αναφέρει ότι, πολλές φορές οι άνθρωποι πουλούσαν τον εαυτό τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους ως δούλους, εάν δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν κάποιο χρέος. Εφόσον το χρέος εξοφλούνταν, επανακτούσαν και πάλι την προηγούμενη θέση τους. Όσο ήταν δούλοι, η θέση τους προστατευόταν σε κάποιο βαθμό από τον Κώδικα και η σχέση τους με τον αφέντη τους βασιζόταν στην αμοιβαία υποχρέωση.

Πολλοί δούλοι έφθαναν στη χώρα ως αιχμάλωτοι πολέμου. Ασσυριακά ανάγλυφα απεικονίζουν τέτοιους ανθρώπους να οδηγούνται στην πρωτεύουσα, συχνά μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Οι ξένοι δούλοι έπαιρναν ειδική αμοιβή για τις καλλιτεχνικές τους ικανότητες, αλλά και συχνά για την ομορφιά των γυναικών τους. Η δουλειά τους όμως ήταν κυρίως οικιακή και βοηθούσαν στους αγρούς την εποχή του θερισμού.

Τα θρησκευτικά καθήκοντα στους ναούς εκτελούσαν οι ιερείς  και οι βοηθοί τους. Για τη λατρεία των θεών απαραίτητα στοιχεία ήταν οι ναοί, τα ειδώλια, οι θυσίες και τα τελετουργικά αντικείμενα. Αυτά που στο παρελθόν έκαναν οι αγρότες παράλληλα με τις άλλες εργασίες τους, αποτελούσαν τώρα αντικείμενο ενασχόλησης μιας νέας τάξης: των τεχνιτών.

Από την εξέλιξη της θρησκείας και των καθηκόντων των ιερέων γεννήθηκαν οι αρχές της εξουσίας. Η εργατική κοινωνία είχε γεννηθεί. Ο τόπος όπου ζούσαν και εργάζονταν οι άνθρωποι ήταν η πόλη, η ιερή πόλη. Ο ιερέας ως εκπρόσωπος του θεού-προστάτη ήταν και ο πολιτικός ηγέτης της πόλης, ο ανώτατος άρχοντας.

Όλα όσα ανήκαν στην πόλη – γη, χωράφια, κοπάδια, νερά – ανήκαν στον θεό, επομένως και στο ναό. Ιδιωτική περιουσία σχεδόν δεν υπήρχε. Ακόμη και ο ιερέας ήταν απλώς ο εκπρόσωπος του θεού στου οποίου την προστασία βρισκόταν η πόλη. Με μία διαφορά: οι ιερείς μαζί με τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και οι πολίτες που διέθεταν κάποια περιουσία, την οποία απέκτησαν μετά από σπουδές και τη φιλοδοξία για πλούτο, ήταν οι τρεις κοινωνικές ομάδες που είχαν κάποια περιουσία και προσπαθούσαν να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη (2). Υπήρχαν όμως και αυτοί που δεν είχαν περιουσία, εκτός από τους σκλάβους. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, όπως οι εργάτες στα χωράφια και οι βοσκοί, οι οποίοι είχαν μόλις τα πιο αναγκαία για να ζήσουν.

Η αιτία ήταν η σπάταλη ζωή του βασιλιά και των ιερέων και οι συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις τους, που είχαν ως αποτέλεσμα την συνεχώς αυξανόμενη φορολογία των πολιτών, που κάποιες φορές έφθανε σε πολύ υψηλά επίπεδα, καθώς και η αλόγιστη συμπεριφορά των ιερέων και των δημοσίων υπαλλήλων. Το ψάρεμα φορολογούταν, όπως και η κτηνοτροφία και το εμπόριο αγαθών. Ο ναός χρειαζόταν μεγάλα ποσά για κάθε τελετή, όπως για γάμους, διαζύγια ή κηδείες. Εκτός από αυτά όμως υπήρχαν και οι επίσημοι φόροι για τη συντήρηση του ναού, τους οποίους μεμονωμένοι ιερείς ανέβαζαν όλο και περισσότερο, σε σημείο που πολλοί από τους πολίτες δεν ήταν σε θέση να τους πληρώσουν.

Εξάλλου στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., όταν η οικονομία της χώρας βρισκόταν σε ανάκαμψη, ξεκίνησε μια ανοιχτή ρήξη ανάμεσα στους ηγεμόνες που συνέχιζαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους εκπροσώπους του θεού-προστάτη της πόλης, χωρίς όμως να αναλαμβάνουν εξολοκλήρου όλα τα θρησκευτικά καθήκοντα, και στους ιερείς που εξασκούσαν αυτά τα καθήκοντα, χωρίς να έχουν από πριν αυτήν την εξουσία.

Παρατηρούμε ότι, αυτή η διαμάχη είχε ξεσπάσει κυρίως στη Λαγκάς, όπου ο βασιλιάς Εντεμένα έπρεπε να ανέχεται να βλέπει κάτω από τα έγγραφα δίπλα στο όνομά του και το όνομα του αρχιερέα του θεού-προστάτη Νινγκίρσου. Ο Εντεμένα όμως φαίνεται ότι, γνώριζε πώς να διαφυλάττει τη δύναμη και το κύρος της βασιλείας του.

Από τις γραπτές πηγές, που έχουν ανακαλυφθεί προσφάτως, φαίνεται ότι ο βασιλιάς ενδιαφερόταν για το συμφέρον του λαού του, πράγμα που οι ιερείς δέχονταν με δυσκολία. Μάλιστα, επί της βασιλείας του γιου του Εντεμένα οι ιερείς κατόρθωσαν να εκθρονίσουν τον βασιλιά. Ένας από τους ανώτατους ιερείς ανέβηκε στην αρχή στον θρόνο, ενώ ο διάδοχός του κατάφερε να ανεβάσει στον θρόνο τον γιο του.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι εκείνη την εποχή δημιουργήθηκε η πρώτη δυναστεία των ιερέων στη Λαγκάς. Ο γιος όμως του ιδρυτή της, ο Λουγκαλάντα, ο οποίος αποκαλούσε τον εαυτό του ηγέτη (ensi) της Λαγκάς, παρέμεινε τελικά ο μοναδικός εκπρόσωπος της δυναστείας. Αν οι προηγούμενοι από αυτόν ήθελαν να ανέβουν στην εξουσία για να επαναφέρουν τη δύναμη του κλήρου και να περιορίσουν τις αυθαιρεσίες του βασιλιά, ο Λουγκαλάντα είχε αποδεσμευτεί πριν από πολύ καιρό από αυτόν τον σκοπό. Τον ενδιέφερε μόνο το δικό του συμφέρον και σε αυτό τον στήριζε με όλη της την επιρροή και η σύζυγός του Μπαραναμτάρρα, η φιλόδοξη κόρη ενός πλούσιου γαιοκτήμονα.

Έτσι, αν οι ιερείς αισθάνονταν καταπιεσμένοι την εποχή του Εντεμένα και έβλεπαν την επιρροή τους να κινδυνεύει, την περίοδο που βασίλευε ο Λουγκαλάντα σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλύτερα. Μόνον οι ανώτατοι ιερείς συμμετείχαν στα εγωιστικά σχέδια του Λουγκαλάντα και εκείνη την περίοδο στη Σουμερία τα πολιτικά και οικονομικά θέματα είχαν χάσει κάθε ηθική αξία. Ο βασιλιάς είχε υιοθετήσει μια οικονομική πολιτική με μοναδικό σκοπό το δικό του όφελος και την αύξηση της προσωπικής περιουσίας του. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για την έλλειψη της δικαιοσύνης στη χώρα, αφού ο καθένας έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να έχει την εύνοια του βασιλιά. Ακόμη και οι ιερείς αφέθηκαν να τους παρασύρει αυτό το ρεύμα, όταν είδαν που οδηγούσε η πολιτική του Λουγκαλάντα. Με έξυπνα τεχνάσματα κατόρθωσαν να συμμετέχουν στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση του λαού, που γινόταν από τον βασιλιά, την αυλή του και τους ανώτατους ιερείς.

Δεν γνωρίζουμε πολλά για τις συνθήκες, που επικρατούσαν την ίδια περίοδο στις άλλες πόλεις της Σουμερίας, μπορούμε να υποθέσουμε όμως ότι, δεν διέφεραν και πάρα πολύ από την κατάσταση, που επικρατούσε στη Λαγκάς. Οι διαμάχες ανάμεσα στον βασιλιά και στον κλήρο είχαν εξαπλωθεί τελικά σε ολόκληρη την περιοχή, με σκοπό την απόλυτη επικράτηση του ενός ή του άλλου.

Όλες οι πληροφορίες που έχουμε από τη βασιλεία του Λουγκαλάντα, που κράτησε εννέα χρόνια, είναι πειστήρια αδικίας. Οι συνθήκες που είχαν οδηγήσει ήδη μια φορά, επί βασιλείας του Εαννάτουμ, σε πληθωρισμό και στην εξαθλίωση της λαϊκής μάζας, επικρατούσαν και πάλι και από παντού ακούγονταν παράπονα. Μέσα σε διάστημα λίγων γενεών ο λαός, που δημιούργησε τον πρώτο ανεπτυγμένο πολιτισμό, έγινε ένας λαός χωρίς δικαιώματα. Κανείς δεν πίστευε πια, όπως συμπεραίνουμε από τις σύγχρονες πηγές, ότι τα πράγματα μπορούσαν να καλυτερεύσουν. Έτσι, ο καθένας έβλεπε την περιουσία του να εξανεμίζεται. Οι τοκογλύφοι είχαν διπλασιάσει ή ακόμα και τριπλασιάσει τους τόκους, με αποτέλεσμα να καρπώνονται όλο το πλεόνασμα. Εκείνοι που είχαν γη ανάγκαζαν τους φτωχότερους γείτονές τους να τους πουλήσουν το χωράφι τους σε εξευτελιστική τιμή. Αν ο γείτονας δεν ήθελε να ενδώσει στις απαιτήσεις του πιο δυνατού, εκείνος γνώριζε πολύ καλά τον τρόπο να τον εξαναγκάσει στο τέλος να συμφωνήσει με «νόμιμα» μέσα. Μια μικρή δωροδοκία έκανε κάθε ιερέα ή αξιωματούχο πρόθυμο να συνεργαστεί. Η περιουσία του ναού δεν ήταν ασφαλής στα χέρια των φιλόδοξων ιερέων. Όποιος είχε ακόμη κάποια περιουσία ήταν αναγκασμένος να την κρύψει. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν ούτε τον καλύτερό τους φίλο, αφού το μόνο που επεδίωκε ο καθένας ήταν να του συμβεί το μικρότερο κακό. Οι βοσκοί έσφαζαν τα ζώα τους και ισχυρίζονταν ότι, τα είχαν κατασπαράξει τα άγρια θηρία ή ότι τους τα είχαν κλέψει. Οι επιστάτες δεν τολμούσαν να μεταφέρουν μια τέτοια πληροφορία στον κύριό τους. Προτιμούσαν να δίνουν κάποιο μικρό ποσό στους βοσκούς, για να κλέψουν ζώα από άλλα κοπάδια. Έτσι, ο επιστάτης και ο βοσκός κρατούσαν ο ένας τον άλλον στο χέρι. Οι εκβιασμοί ήταν τόσο συχνοί και πουθενά δεν βρισκόταν ένας δικαστής. Και να υπήρχε όμως, αυτός αναμφίβολα θα υποστήριζε το δίκαιο του ισχυρού σε βάρος του αδύναμου και του απροστάτευτου.   

Μέσα από τις αυξανόμενες φορολογικές απαιτήσεις και τους υψηλούς τόκους, που έπρεπε να πληρώνουν και οι φτωχοί δημιουργήθηκε ένα νέο επάγγελμα, του τραπεζίτη. Στην πραγματικότητα δεν διέφερε από εκείνο του τοκογλύφου. Έδιναν δάνεια με υποθήκη ελάχιστη περιουσία, τις περισσότερες φορές όμως ανέβαζαν τόσο  πολύ τους τόκους ώστε ξεπερνούσαν το ποσό του δανείου. Συνήθως λίγο πριν από την εποχή της σοδειάς, οι τιμές έφθαναν στο ανώτατο σημείο και κανείς δεν μπορούσε να πληρώσει. Με αυτόν τον τρόπο οι πρώτοι τραπεζίτες καρπώνονταν χωρίς κόπο τις περιουσίες των πελατών τους και ιδιαίτερα των φτωχών. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μεγάλο κοινωνικό περιθώριο, το οποίο αύξαινε όσο αύξαιναν και οι τιμές.

Έτσι δημιουργήθηκε ο πρώτος πληθωρισμός, με τον οποίο πλούτιζαν οι πλούσιοι, ενώ οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι και πολλές φορές έχαναν και την προσωπική τους ελευθερία. Έγιναν μεροκαματιάρηδες στα ανάκτορα ή στα σπίτια των ιερέων. Έτσι, με τα παρακλάδια του καπιταλιστικού συστήματος η μάζα των Σουμερίων έφθασε πάλι στο σημείο απ’όπου είχε ξεκινήσει. Έχασαν τις περιουσίες τους. Οι πλούσιοι αντίθετα γνώριζαν τους τρόπους προστασίας τους από το βασιλιά και τους ιερείς και κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ανάμεσα στον Ινδό ποταμό και στη Μεσόγειο και ανάμεσα στην Αίγυπτο και στα βορειοανατολικά βουνά το πρώτο παγκόσμιο εμπορικό δίκτυο με αξιόλογα κέρδη.

Ωστόσο, εκείνη την περίοδο της αδικίας και του εγκλήματος συνέβη κάτι που κανείς δεν το περίμενε. Ο Λουγκαλάντα εκθρονίστηκε και ένας νέος ηγεμόνας ανέβηκε στον θρόνο της Λαγκάς: ο Ουρουκαγκίνα. Τα ιστορικά βιβλία τον χαρακτηρίζουν σφετεριστή. Πολλοί όμως υποστηρίζουν ότι υπήρξε μεταρρυθμιστής. Αν αποφάσισε μόνος του να αναλάβει τον ρόλο του σωτήρα τη δύσκολη εκείνη στιγμή ή αν ήταν οι ιερείς, που δεν ανέχονταν πλέον τη συμπεριφορά του Λουγκαλάντα, εκείνοι που τον ανέδειξαν ως ηγέτη (ensi), είναι κάτι που δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Πάντως από την αρχή κιόλας οι πράξεις του έδειξαν ότι, ήταν μαχητικός και αγωνιζόταν για τη δικαιοσύνη. Στο διάταγμά του για την αποκατάσταση του δικαίου στη Λαγκάς επικαλείται τον Νινγκίρσου, τον θεό-προστάτη της πόλης, ως εκείνον που του έδωσε εντολή για τις μεταρρυθμίσεις. Στην αρχή αναφέρεται στη δυστυχία, που είχε πέσει στη χώρα. Κατόπιν ακολουθούν οι μεταρρυθμίσεις του και το έργο του, που θεωρείται η πρώτη νομοθεσία στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι νόμοι παρουσιάζονται ως επιθυμίες του θεού Νινγκίρσου:

 

«Έτσι, λοιπόν, ρύθμισε ο θεός τα πράγματα, για να είναι οι άνθρωποι της Λαγκάς ευχαριστημένοι και να μην κινδυνεύουν από φτώχεια, κλοπές και εγκλήματα. Αποκατέστησε την ελευθερία. Οι χήρες και τα ορφανά δεν θα απειλούνται πια από τις αυθαιρεσίες των πλουσίων. Ο Ουρουκαγκίνα έκλεισε αυτήν την συμφωνία με τον θεό Νινγκίρσου».

 

Η επίκληση του θεού Νινγκίρσου δείχνει ότι, ο λαός εξακολουθούσε να σέβεται και να υπολογίζει τους θεούς. Ακόμη και οι ιερείς δεν μπορούσαν να φέρουν αντιρρήσεις σε μια τόσο έξυπνη μεταρρύθμιση. Το θαύμα που τόσο πολύ περίμενε ο λαός, επιτέλους συνέβη. Κάποιος που είχε αποκτήσει χωράφια με δόλιο τρόπο ήταν αναγκασμένος τώρα να τα επιστρέψει και να γίνει αναδασμός από την αρχή. Ακόμη έγιναν μεταρρυθμίσεις και στον κλήρο σχετικά με τη δικαιοδοσία, που είχαν οι ιερείς στην περιουσία και στη γη των πολιτών. Η διοίκηση του ναού φρόντιζε να γίνεται δίκαιη μοιρασιά στα τρόφιμα. Οι υπάλληλοι του Ουρουκαγκίνα είχαν καθήκον να επιβλέπουν, μήπως κάποιοι έπαιρναν περισσότερα από εκείνα που δικαιούνταν. Οι τιμές των αγαθών σταθεροποιήθηκαν. Κανείς δεν επιτρεπόταν να γίνει πλούσιος από τις εισαγωγές προϊόντων. Φαίνεται ότι τουλάχιστον ο λαός της Λαγκάς ζούσε τη χρυσή εποχή στην ιστορία της Σουμερίας, την οποία μέχρι πρότινος απολάμβαναν μόνον οι πλούσιοι και οι ισχυροί της χώρας. Ο Ουρουκαγκίνα ήταν ένας βασιλιάς, που σεβόταν τον λαό του. Αυτό τον βοήθησε να πετυχαίνει σε όλα τα σχέδιά του. Μόνο στο εσωτερικό της χώρας όμως. Στο εξωτερικό ο εχθρός καιροφυλακτούσε για να πετύχει κάποια στιγμή αδυναμίας. Στην πόλη Ούμμα είχε ανέβει στον θρόνο ένας άνδρας, που ήταν το εντελώς αντίθετο του φιλειρηνικού και δίκαιου Ουρουκαγκίνα, ο Λουγκαλζαγκέσι.

 

 

* Ο Χρήστος Ντικμπασάνης είναι ποιητής, συγγραφέας και μελετητής των θρησκειών.

 

_______________

(1). McCall, Henrietta (1996), Μύθοι της Μεσοποταμίας, Αθήνα: Δημ. Ν. Παπαδήμα, σελ. 35.

(2). Uhlig, Helmut, (2003), Οι Σουμέριοι – Ένας λαός στις απαρχές της Ιστορίας, (μεφρ. Μαρούλα Κόντη), Αθήνα: Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ & ΣΙΑ Ε.Ε., σελ. 201.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top