Fractal

Αρχαίο τού μέλλοντος κουπί

Γράφει η Χριστίνα Καραντώνη //

 

 

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Νώε, εκδ. Κίχλη 2024

 

Το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, η νουβέλα Νώε, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη, τόσο με τον τίτλο καθαυτόν όσο και με τη φωτογραφία εξωφύλλου, προκαλεί στον «επίδοξο» αναγνώστη ποικίλους συνειρμούς αλλά και ερωτηματικά. Νώε = κατακλυσμός. Νωπές οι εικόνες των πλημμυρών στη Θεσσαλία, βγαίνουν στην επιφάνεια. Ο Νώε αρχέτυπο του διασωθέντος από μια καταστροφή (βιβλική εν προκειμένω), ο Νώε σύμβολο του ανθρώπου που βγαίνει νικητής από μια δοκιμασία Θεού και Φύσης. Αλλά όχι μόνος. Εκτός από διασωθείς είναι και αυτός που διασώζει τη ζωή, μεριμνώντας (μετά από την θεϊκή προτροπή) για την σωτηρία των εμβίων όντων. Πρόκειται, άραγε, για μια νουβέλα που συνεχίζει και προεκτείνει τον βιβλικό μύθο; Έπειτα, ό,τι αναφέρεται στη Γένεση στο πρώτο δηλαδή βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης είναι μύθος ή πραγματική ιστορία; Η νουβέλα κινείται γύρω από πραγματικά γεγονότα ή λειτουργεί με συμβολισμούς;

Σύμφωνα, πάντως, με τους επιστήμονες, και βάσει επιχειρημάτων που δεν είναι της παρούσης να αναφερθούν, ποτέ δεν έλαβε χώρα μια γενική πλημμύρα, ένας κατακλυσμός, έτσι τουλάχιστον όπως περιγράφεται στη Γένεση. Ούτε, επίσης, θα ήταν πρακτικά εφικτό, να εξευρεθεί από έναν άνθρωπο, και να διασωθεί άρα, ένα ζευγάρι από όλα τα επί γης έμβια όντα. Πρόκειται, συνεπώς, για ένα μύθο, με κυρίαρχο το συμβολικό χαρακτήρα, και ως τέτοιον θα πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε, όπως τον αντιμετωπίζει εξάλλου και ο συγγραφέας του Νώε. Που στηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, και σε άλλα όμως παλαιότερα αυτής έργα, για να μας αφηγηθεί μια ιστορία, μια δυστοπία για την ακρίβεια, κρούοντας (εκ παραλλήλου με τους επιστήμονες) τον κώδωνα του κινδύνου, πως κάπως έτσι θα διαγραφεί το μέλλον της γης.

Μέσα στην νουβέλα του Χατζημωυσιάδη, η ιστορία του Νώε ξετυλίγεται δια στόματος του κεντρικού (ανώνυμου) ήρωα κατ’ επάγγελμα αφηγητή-ιστορητή και συνάμα πρωτοπρόσωπου αφηγητή της δυστοπίας, προς τον επώνυμο σκύλο, τον Παρασκευά. Τον ακούμε:

Στα πολύ παλιά τα χρόνια, όταν οι άνθρωποι ήταν βουτηγ-

μένοι στην αμαρτία, αποφάσισε ο Θεός να τους αφανίσει

με κατακλυσμό, πλην του ενάρετου Νώε, ώστε να προέλθει

απ’ αυτόν μια νέα, πιο αγαθή γενιά. Τον ειδοποίησε λοιπόν

να κατασκευάσει μέσα σε εφτά μέρες ένα τεράστιο πλοίο

που θα χωρούσε την οικογένειά του κι ένα ζευγάρι απ’ όλα

τα είδη των ζώων που υπάρχουν στη Γη κι ύστερα άνοιξε

για σαράντα μέρες τους ουρανούς· καταρράκτες ξεχύθηκαν

καταποντίζοντας τα πάντα. Ο Νώε, η οικογένειά του και

όσα ζωντανά κατάφερε να μαζέψει έπλεαν με ασφάλεια για

εκατόν πενήντα μέρες και την εκατοστή πεντηκοστή πρώ-

τη η Κιβωτός προσάραξε στην κορυφή του όρους Αραράτ.

Εκεί παρέμειναν για πολλές βδομάδες, μέχρι να επιστρέψει

το περιστέρι που ελευθέρωσε ο Νώε μ’ ένα κλαρί ελιάς στο

ράμφος, σημάδι ότι τα νερά είχαν υποχωρήσει και η γη μπο-

ρούσε να κατοικηθεί ξανά. Έβγαλαν μετά τα ζώα, κι αφού

αποβιβάστηκαν κι οι ίδιοι, έκαναν αμέσως θυσία στον Θεό.

«Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και

κατακυριεύσατε αυτής» η εντολή που τους έδωσε.

 

Γιατί όμως αυτήν κυρίως την ιστορία επιλέγει να αφηγηθεί ο ήρωάς μας (κατά δήλωσίν του, κυρίως, αφηγείται και άλλες, βιβλικές, για τη γυναίκα του Λωτ και τις πληγές του Φαραώ) και γιατί στον σκύλο; Μα γιατί είναι ο ίδιος ένας άλλος Νώε, που βιώνει τον κατακλυσμό μέσα από τη βάρκα την οποία προνόησε να κατασκευάσει ο ίδιος (δεν υπήρξε θεϊκή περί αυτού παρέμβαση) όταν η στάθμη των υδάτων προμήνυε τα χειρότερα ενώ οι επιστήμονες διαβεβαίωναν πως η πορεία της θα ήταν καθοδική. Σε αντίθεση με τον βιβλικό Νώε, ο ήρωάς μας δεν έχει ‒τουλάχιστον δική του, με την έννοια του πατριάρχη‒ οικογένεια, ο ναυαγός σκύλος ονόματι Παρασκευάς διεκδικεί και γίνεται η μόνη του οικογένεια, αυτός και το μόνο ζώο της κιβωτού-βάρκας και ο μοναδικός συνεπώς ακροατής του σ’ αυτό το ταξίδι της επιβίωσης. Ο σύγχρονος Νώε δεν έχει κανένα θεϊκό χρίσμα, δεν ερμηνεύει τον κατακλυσμό ως θεϊκή τιμωρία προς τους άσωτους και αμαρτωλούς ανθρώπους, αφήνει όμως ανοιχτό το ενδεχόμενο η φύση εκδικούμενη το ανθρώπινο γένος για τις οδύνες που προκάλεσε στη μνήμη τού σύμπαντος με τους πολέμους, τα βασανιστήρια, τις γενοκτονίες, τη δουλεία, τον φανατισμό, το μίσος, την αδικία, τους θανάτους, τις διώξεις, τις αρρώστιες, την απληστία και την καταστροφή να επιχειρεί την αποκατάσταση της διαταραχθείσας τάξης. Πιο κοντά λοιπόν, στην αρχαιοελληνική αντίληψη περί ύβρεως και τίσεως, ειδικότερα στην Αναξιμάνδρεια και την Ηρακλείτεια, θα έλεγα, παρά στην Χριστιανική, βρίσκεται ο ήρωάς μας, απηχών άλλωστε και του «δημιουργού του» Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη την οπτική. Καθόλου τυχαία, άλλωστε, η απαγγελία του Συμβόλου της δικής του Πίστης:

Πιστεύω εις έναν άνθρωπον άνευ εξουσίας και παντοκρα-

τορίας, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και

ιδίως αοράτων.

Κι εις τα τέκνα αυτού, τα διγενή, τα εκ μητρός και πατρός

γεννηθέντα εις πάντας τους αιώνας· φώτα εκ φώτων, αν-

θρώπων αληθινών εξ ανθρώπων αληθινών, γεννηθέντα και

ποιηθέντα, μη ομοούσια τη μητρί και τω πατρί, δι’ ων ου-

δέν αιώνιον εγένετο.

Τα δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτη-

ρίαν σαρκωθέντα και τεχθέντα ψυχής τε και σώματος καρ-

πός συνουσίας.

Καθ’ ημέραν τε σταυρωθέντα υπέρ ημών επί Ποντίων Πι-

λάτων και παθόντα και ταφέντα.

Και αναστάντα εκάστη τη ημέρα κατά τας Γραφάς.

Και περιφερόμενα επί της γης και καθεζόμενα εξ ευωνύ-

μων της μητρός.

Και πάλιν ερχόμενα μετά ταπεινότητος ουχί κρίναι ζώντας

και νεκρούς· ουδέ τους βασιλέας προσκυνείν μέχρι τέλους.

Και εις την πίστην την μίαν, την λυτρωτικήν, την βλάσφη-

μον, την εκ της οδύνης εκπορευομένην, την ουδένα πατέρα

και υιόν συμπροσκυνουμένην και συνδοξαζομένην, την λα-

λήσασα διά των μεγίστων ποιητών.

Εις καμίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν.

Ομολογώ εν βάπτισμα εις κληροδότημα αμαρτιών.

Προσδοκώ ανάστασιν ζωντανών.

Και ζωήν του παρόντος χρόνου. Αμήν.

Το σύμβολο αυτό πίστης στον Άνθρωπο, εξηγεί γιατί ο ομολογητής του, που δεν είναι αναμάρτητος, αντίθετα, εμβαπτίζεται στην αμαρτία μέσω της μνήμης κυρίως, αξίζει να διασωθεί, προκειμένου, αφουγκραζόμενος του ρυθμούς και τα μυστικά της φύσης, να εργασθεί για την δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, κατά (και όχι παρά) φύσιν. Ο Χατζημωυσιάδης επιλέγει αυτόν, ως σύγχρονο Νώε, κατ’ αρχάς γιατί ενθυμείται. Τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων όπως μεταδόθηκαν στις επόμενες γενεές διά των γραφών. Όχι κατ’ ανάγκη ιερών. Γραφών όμως που ανέδειξαν την ανθρώπινη φύση και υποκλίθηκαν σε δυνάμεις φυσικές και υπερφυσικές. Που στιγμάτισαν ύβριν και αδικία. Δεν είναι τυχαία ιστορητής-αφηγητής ο ήρωάς μας, αφού ως ήδη εκπαιδευμένος, θα μπορέσει την δυστοπική κατάσταση που βιώνει πρώτα να κατανοήσει και στη συνέχεια να αφηγηθεί, άλλες παρεμφερείς ιστορίες να ενθυμηθεί και να ερμηνεύσει, νέες να συνθέσει ιστορίες-παραμυθίες, όχι για ανακουφίσει τις συνειδήσεις αποκοιμίζοντάς τες, αλλά για να τις αφυπνίσει, να τις ενεργοποιήσει. Επιλέγει αυτόν, γιατί υπηρετεί τον λόγο, λόγο ως σκέψη και λογική, φωνούμενο λόγο της άμεσης έκφρασης και επικοινωνίας, γραπτό λόγο της συγγραφής, παρακαταθήκη στο παρόν και το μέλλον. Αυτός, λοιπόν, αφού έχει καταγράψει-αφηγηθεί την δυστοπία που ζει, θα ξεκινήσει απ’ την αρχή μια νέα ιστορία, την ου-τοπία, αυτός ο ανώνυμος, πέρα από κάθε φιλοδοξία και εγωισμό, θα βαφτιστεί «ούτις», η ιστορία του ΝΩΕ και ο Παρασκευάς θα παραμείνει Παρασκευάς. Δεν πρόκειται απλώς για εύρημα, που βέβαια ως τέτοιο να είναι σπουδαίο, αλλά για την βαθιά πεποίθηση του Παναγιώτη πως αυτός είναι ο ρόλος και το αυτό το χρέος του συγγραφέα: η ανασκαφή της μνήμης, η καταγραφή-βίωση σε βάθος τού παρόντος χωρίς εξωραϊσμούς, κυρίως όμως ο οραματισμός ενός ανθρώπινου, έστω και εάν ουτοπικού μέλλοντος.

Μια ιστορία εξελίσσεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, χρόνο που ονομάζουμε «χρόνο της ιστορίας» και αντιδιαστέλλουμε ή έστω διαχωρίζουμε από τον «χρόνο της αφήγησης». Στην περίπτωση της νουβέλας μας, οι δύο χρόνοι συμπλέκονται και διαπλέκονται κατά τέτοιον τρόπο που δύσκολα γίνεται ο διαχωρισμός. Έχει τη σημασία του που εξ αρχής ο ήρωάς μας διευκρινίζει πως

Ο χρόνος εδώ είναι διαφορετικός. Εδώ δεν υπάρ-

χουν ημερομηνίες, λεπτοδείκτες, χρονόμετρα και ξυ-

πνητήρια, ο χρόνος ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, σαν τα

καρδιογραφήματα του θανάτου, είναι κενός από έγνοιες,

βιασύνες, προγραμματισμένα ραντεβού, θρησκευτικές γιορ –

τές και εθνικές επετείους. Ξημερώνει, μεσημεριάζει, βρα-

διάζει κι έρχεται πάλι το ξημέρωμα δίχως να συμβαίνει τί –

ποτα το αξιομνημόνευτο. Ο χρόνος εδώ δεν έχει χρόνο.

Ο χρόνος εκεί ξεκινά στις 14 Αυγούστου. Τότε είναι που υπερχειλίζει για πρώτη φορά το φράγμα της παραθαλάσσιας πόλης που δεν κατονομάζεται, κάτοικος της οποίας είναι ο ανώνυμος ήρωας-αφηγητής μας, ημέρα που χωρίζει τον χρόνο σε προ και μετά τον καταποντισμό εποχή. Ο χρόνος, λοιπόν, της μετά τον καταποντισμό εποχής, σφραγίζεται από την μονοτονία της συνεχούς κωπηλάτησης προς αναζήτηση στέρεου εδάφους, ακάλυπτου από το νερό, τη φρίκη πνιγμένων, επιπλεόντων σωμάτων, τόνων σκουπιδιών, το μείγμα ελπίδας και απόγνωσης για την έξωθεν βοήθεια, μικρές ανάπαυλες κάτω από τον καυτό ήλιο ή τα αστέρια, πολλές μα πολλές αναμνήσεις, όνειρα, σκέψεις και αφηγήσεις παραμυθιών στον βουβό ακροατή-σκύλο Παρασκευά. Σ’ αυτή την διαρκή προσπάθεια επιβίωσης, το συναίσθημα, παρότι έχει εξ υπαρχής συνειδητά εξοβελιστεί, αφού ο χειρότερος σύμβουλος, στη θέα μιας γυναίκας με το μωρό της που κινδυνεύουν να πνιγούν, βρίσκει χώρο, εισχωρεί, την χείρα κινεί βοηθείας.

Παρά την αιωρούμενη απορία εάν η συνύπαρξη για λίγο των τριών ανθρωπίνων πλασμάτων (και τεσσάρων εμβίων) επισυνέβη ή υπήρξε αποκύημα της φαντασίας του ήρωα-αφηγητή, πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα κορυφαία σημεία τής νουβέλας, όπου συμπλέκονται, ο ρεαλισμός μιας αποτρόπαιης πραγματικότητας, ο συμβολισμός των Βιβλικών μύθων αφενός (του Μωυσή να διασχίζει την Ερυθρά θάλασσα και του πύργου της Βαβέλ), και αφετέρου των αρχαιοελληνικών, του έλληνα Νώε, του μυθικού Δευκαλίωνα δηλαδή, που σηματοδοτεί την αναγέννηση του ανθρωπίνου γένους, του Οιδίποδα, επίσης, αποδιωγμένου βρέφους που χαριστικά σώθηκε για να βιώσει την εκ της άγνοιάς του τραγωδία, με την τρυφερότητα ενός ανθρωποκεντρικού ρομαντισμού, όπου ο έρωτας συμπορεύεται με την αγνότητα, την ελπίδα, το όραμα ενός καλύτερου κόσμου και η γλώσσα, ο λόγος, ακόμα και όταν βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με την πραγματικότητα, ανακουφίζει, παρηγορεί, εμπνέει.

Ο χρόνος εκεί, μετά τον καταποντισμό, καλύπτει ένα διάστημα 62 ημερών. Παρεμβάλλονται, ωστόσο, πέραν των γνωστών μύθων που ανακαλεί και των παραμυθιών που εξ αρχής συνθέτει ο αφηγητής μας, ανάδρομες αφηγήσεις από την προ του καταποντισμού περίοδο. Μνήμες εμποτισμένες από την κριτική ματιά, εμπλουτισμένη από την πρωτόγνωρη νέα εμπειρία. Στιγμές ανεμελιάς αλλά και στιγμές ανούσιας συμβατικότητας. Στιγμές προνοητικότητας από τη μια, αλλά και ανοήτου εφησυχασμού από την άλλη. Όλα θα πρέπει να επανεξαταστούν, να αξιολογηθούν εκ νέου. Γιατί αν μια συνταρακτική εμπειρία, όπως ο αγώνας για την επιβίωση μεσούντος του καταποντισμού, δεν οδηγεί σε αναθεωρήσεις, τότε αυτομάτως ακυρώνεται, ως άσκοπη και μάταια. Αυτό που πάντως παραμένει σταθερό, είναι η πίστη στον Άνθρωπο, στη δυνατότητά του να αλλάξει ο ίδιος, μαζί του και ο κόσμος. Ο λόγος, η γραφή και η συγγραφή συνακόλουθα είναι στα χέρια του αφηγητή-ιστορητή, το μέσον για την αλλαγή του κόσμου. Ο λόγος όταν αληθινός, απαλλαγμένος από ρητορικά σχήματα, την αλαζονεία ότι αυτός ο φορέας της μίας μόνης και αποκλειστικής αλήθειας, τη ματαιοδοξία του εντυπωσιασμού, αποδεικνύεται δύναμη αλλαγής.

Ο ήρωάς μας, πλησιάζοντας μια νησίδα, βλέπει, από απόσταση μεν αλλά καθαρά, έναν Ναπολέοντα, έναν Μέγα Αλέξανδρο, έναν Αϊνστάιν, μια Μάργκαρετ Θάτσερ, έναν Τσάρλι Τσάπλιν κι έναν Σέρλοκ Χολμς να σεργιανίζουν αμέριμνοι στην παραλία, κάποιους να λιάζονται γυμνοί παρά την ψύχρα και παραδίπλα κάποιους άλλους να παίζουνε ποδόσφαιρο, όλοι τους τρόφιμοι του εκεί ψυχιατρείου, όπου στο παρελθόν είχε, προσκληθείς, αφηγηθεί την Ελένη του Ευριπίδη, τις Χίλιες και μια νύχτες με «ενσωματωμένη» την Κοκκινοσκουφίτσα και είχε αναγνωρίσει σ’ αυτούς, τους ψυχικά ασθενείς ότι αποτελούν καλύτερο κοινό αφού «οι λέξεις δεν μένουν μόνο λέξεις, σωματοποιούνται, γίνονται γκριμάτσες, φωνές, βλέμματα και κυρίως ειλικρινείς χειρονομίες επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας όσων βλέπουν και ακούνε». Αποφεύγει την προσέγγιση, από τον φόβο της επιβίβασης όλων αυτών στη βάρκα του, όχι όμως και το βλέμμα τους, γεμάτο οίκτο, που του βαραίνει την πλάτη. Τότε είναι που :

Ήρθε στον νου μου ο Οιδίποδας, ο ήρωας του Σοφοκλή,

που σκότωσε τον πατέρα του, έσμιξε με τη μητέρα του

και έκανε τέσσερα παιδιά μαζί της. Απ’ όσο θυμάμαι η

τραγωδία κλείνει με την αυτοτύφλωση του Οιδίποδα, με

τη φυγή και την εξορία του από τη Θήβα. Τον φαντάζομαι

μετά την τελευταία λέξη να κατεβαίνει από τη σκηνή και

να βγαίνει από το κείμενο·τυφλός, ρακένδυτος και μόνος

να περιφέρεται ανά τους αιώνες από ήπειρο σε ήπειρο και

από χώρα σε χώρα, για να δείξει στην ανθρωπότητα τις

συνέπειες της ύβρεως.

Έζησα χρόνους πολλούς τις αλαζονείες και τις μεγα-

λομανίες, τις μικρές και τις μεγάλες ύβρεις, των άλλων και

τις δικές μου, των σύγχρονων και των παλιών, του πρό-

σφατου και του απώτερου παρελθόντος, μα δεν φανταζό-

μουν ποτέ ότι σε τούτη δω τη βάρκα, που μονάχος κατα-

σκεύασα μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή, θα ’χα

για συνεπιβάτη μαζί μ’ όλους τους λοιπούς και τον ημί-

τρελο βασιλιά των αρχαίων χρόνων με τα βγαλμένα μάτια

και τα ξεσκισμένα ρούχα, που δεν έχει πάψει ούτε για μια

στιγμή να επαναλαμβάνει μονότονα τα δυσοίωνα λόγια

του μάντη Τειρεσία –τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’

όμματ’ ει–, χωρίς καν να αντιλαμβάνεται ότι χιλιετίες τώ-

ρα κανείς δεν του ’χει δώσει σημασία και ότι τώρα πλέον

είναι πολύ αργά για να ακούσουμε το μήνυμά του.

Ο χρόνος, λοιπόν, εκεί, κατ’ αυτή την έννοια καταργείται, οι 62 μέρες μεταλλάσσονται στη διαρκή, συνεχή δοκιμασία στην οποία οφείλει να υποβάλλεται ο καθένας από εμάς, το παρελθόν επανέρχεται ως διαρκώς παρόν για να υπενθυμίσει ότι το μέλλον αβέβαιον.

Το εκεί, επίσης, ο τόπος δηλαδή, σκοπίμως δεν προσδιορίζεται σαφέστερα, παρότι δίνονται οι χωροταξικές πληροφορίες και περιγραφές που είναι αναγκαίες για να καταστεί σαφής η διαφορά ανάμεσα στο πριν και το μετά. Παραλιακό αστικό τοπίο, με την σχετική άναρχη δόμηση, αλλά και τα περίχωρα, με τους ορεινούς όγκους. Θα μπορούσε να είναι η Θεσσαλονίκη ‒άλλωστε ο συγγραφέας την γνωρίζει καλά έχοντας ζήσει (και) εκεί‒ η κάποια ανάλογης δόμησης πόλη, υπάρχει ωστόσο λόγος να παραμείνει ανώνυμη. Και τούτο γιατί τα όσα εξιστορούνται θα μπορούσαν να λάβουν χώρα οπουδήποτε. Και οποτεδήποτε, επίσης.

Κωπηλατώντας, πάντως, ο ήρωάς μας την 62η ημέρα, εξαντλημένος, στα πρόθυρα του θανάτου, φαντάζεται :

Φαντάζομαι τις αναρτήσεις που θα κάνουνε και για τη

δική μου την περίπτωση, αν βέβαια υπάρχει ακόμη διαδί-

κτυο, όταν επιστρέψουν στις μη ποντισμένες χώρες τους

με τις φωτογραφίες και τα βίντεο: εγώ στη μέση του που-

θενά πάνω σε μια βάρκα αγκαλιά μ’ ένα σκυλί. Κι από κά –

τω βροχή τα λάικ, οι καρδούλες και τα σχόλια θαυμασμού,

συμπάθειας ή ακόμη και χαιρεκακίας για την κατάσταση

του τόπου μου. Την επόμενη μάλιστα φορά που θα ’ρθουν

σκέφτομαι να κάνω κάτι πιο εντυπωσιακό για να κεντρί-

σω το ενδιαφέρον τους. Για χάρη τους θα γίνω άγριο θη-

ρίο, λιοντάρι, τίγρης, κροκόδειλος, ανακόντα, δράκος του

Κομόντο, και εκεί μπροστά στις κάμερες με τα δυο μου

χέρια θα αρπάξω τον Παρασκευά απ’ τον λαιμό και μες

στα αίματα θα τον καταβροχθίσω.

Μπορεί ο καταποντισμός να είναι ένας, μα στην πραγ-

ματικότητα είναι πολλοί οι καταποντισμοί – πριν, κατά

τη διάρκεια και κυρίως μετά. θα ’πρεπε να το καταλάβω

όταν άρχισαν να σηκώνουν το φράγμα στην παραλία, όταν

έβλεπα τις οικογένειες να πνίγονται μέσα στα διαμερί-

σματά τους κι όταν εγκατέλειπα τους ναυαγούς στη νησί-

δα που βυθίστηκε λάμνοντας σαν να ’μουν ο βαρκάρης της

Αχερουσίας. δυο μήνες τώρα συνεχίζω ασταμάτητα να

λάμνω πάνω από την πνιγμένη πόλη ανάμεσα σε σκουπί-

δια, μνήμες, μύθους, παραμύθια και βιβλικές γραφές. Ένας

οβολός ψεύτικης ελπίδας η ανταμοιβή μου.

Γράφει, κλείνει σε μπουκάλι, πετά μακριά το τελευταίο του μήνυμα:

Μέρα 62η, αν δεν κάνω λάθος, μετά καταποντισμόν: Τρι-

γύρω άνθρωποι πνίγονται, πολεμούν, αυτοκτονούν, σκο-

τώνουν, σκοτώνονται, κάνουν τουρισμό, τραβάνε φωτο-

γραφίες, τρώνε άλλους ανθρώπους. Κάποτε πίστευα στην

επιστήμη, στην παιδεία, στην τέχνη, ακόμη και στην επα –

νάσταση. Τώρα πια δεν ξέρω πού να εναποθέσω τις ελ-

πίδες μου. Κάθε νέα μέρα επιβιώνω ποντιζόμενος βαθύ-

τερα. δεν έχω πια κουράγιο, ξέμεινα κι από ψευδαισθή-

σεις. Μια και καλή λιγόστεψε εντός μου η ανθρωπότης.

Απόκαμα τελείως.

Όμως, μετά από μια αιφνίδια, καθαρτική, αναζωογονητική βροχή, αφού έχει αντικρίσει όλες τις μεταμορφώσεις της θάλασσας,

τη θάλασσα τη γαλήνια, τη ρυτιδιασμένη,

την ήρεμη, τη λίγο ταραγμένη, την ταραγμένη, την κυμα-

τώδη, την τρικυμιώδη, τη θάλασσα τη μαινομένη ή πα –

ράφορο – την παράφορο οργή, την παράφορο δύναμη, την

παράφορο αγριότητα της θάλασσας με τα κύματα να γί-

νονται κορφές, γκρεμοί, χαράδρες, ύστερα οροπέδια και

μετά ξανά κορφές, γκρεμοί, χαράδρες.

με την 5η έμπροθέν του νησίδα, ο αφηγητής μας είναι πλέον αποφασισμένος να παλέψει για τη ζωή, ακόμα και στο ενδεχόμενο η νησίδα αυτή να είναι ένας άδεντρος βραχότοπος. Δεν αρκείται, βέβαια, στην επιβίωσή του, ας είναι η πρώτη προτεραιότητα. Αισθάνεται ως χρέος του την εξερεύνηση των ενδότερων σκοταδιών, των πρωτόγονων ανθρωπίνων φυλών, κυρίως όμως τη σύσταση ενός άλλου ρεαλισμού, δίχως στυγνούς ρεαλισμούς και μιας άλλης ανθρωπότητας δίχως βαρβαρότητες, Μεσαίωνες και κρεματόρια. Πώς όμως; Μέσω της αφήγησης, αυτής που καλά γνωρίζει.

Ένας άλλος ρεαλισμός, λοιπόν, αυτός του Νώε, ούτε στυγνός, ούτε μαγικός, ούτε υπερβατικός, ούτε υπερ-ρεαλιστικός. Ειλικρινά δεν γνωρίζω το επίθετο που του ταιριάζει. Ο Χατζημωυσιάδης, πάντως, έχει επιτύχει μ’ αυτή του τη νουβέλα, να καταλύσει τους περιορισμούς του τόπου, να υπερβεί όλες τις βαθμίδες τού χρόνου, αλλά και τις συμβατικές ειδολογικές και υφολογικές διακρίσεις. Επιτυγχάνει, επίσης, τον συγκερασμό του γίγνεσθαι με το δυνατόν γενέσθαι, εκ παραλλήλου δε τον φωτισμό του δέοντος γενέσθαι, χωρίς τίποτα το αφ’ υψηλού, το υπεράνω. Την αρμονική, σχεδόν φυσική, συνύπαρξη μύθων του παρελθόντος που δηλούν, σημαίνουν, προειδοποιούν, αλλά και επαληθεύονται από την σύγχρονη πραγματικότητα αφενός και αφετέρου μύθων εξ αρχής επινοημένων με τον οραματισμό μιας άλλης μελλοντικής πραγματικότητας που καλείται να τους επαληθεύσει. Όλα αυτά με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, με τη φυσικότητα του προφορικού λόγου ή της ελεύθερης σκέψης, που κινείται αβίαστα μπρος-πίσω, παρατηρεί, κρίνει, αγωνιά, φαντάζεται, ονειρεύεται και τολμά να εκφραστεί, να κοινοποιηθεί. Όλα εν μέτρω, με το πάθος, ωστόσο, τόσο του πάσχοντος όσο και του παθιασμένου όντος. Ένα έργο εν τω βάθει πολιτικό και ανθρώπινο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top