Fractal

✩ Με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

 

 

 

Με αφορμή τη ημέρα της γυναίκας, ας στείλουμε τη σκέψη μας στη  γυναίκα – μάνα, σύζυγο, σύντροφο, κόρη, και αδελφή, όλων εκείνων που μάχονται για την ανεξαρτησία της πατρίδας τους, της Ουκρανίας. Αλλά και στις αντίστοιχες γυναίκες των Ρώσων στρατιωτών που χύνουν το αίμα τους για έναν άδικο σκοπό.

 

Ας ευχηθούμε να λήξει γρήγορα ο βάναυσος πόλεμος που πληγώνει βαθιά την ειρήνη, και να επιστρέψουν οι ξεριζωμένες γυναίκες με τα παιδιά τους στην πατρίδα, για να αναστήσουν τις κατεστραμμένες εστίες τους!

Ας κρατήσουμε γερές όλες τις γέφυρες πολιτισμού που ενώνουν τους ανθρώπους απανταχού της γης!

Δεν έχουν σχέση με τον ηγέτη, που βυθίζει στο ζόφο  έναν ολόκληρο ξένο λαό, αλλά και τον δικό του!

 

H ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ Η ΝΟΡΑ ΤΟΥ ΙΨΕΝ

 

Ο ρόλος της γυναίκας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες είναι ένας ρόλος αυξημένης δραστηριότητας και ευθύνης. Η γυναίκα του 21ου αιώνα, επωμίζεται καθημερινά το ρόλο της εργαζόμενης, της μητέρας, της κόρης, της συντρόφου και της συζύγου. Συνήθως μοιράζεται ίσως κάπως περισσότερο από ισότιμα τα βάρη του σύγχρονου βίου, χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα, αν λάβει κανείς υπόψη ότι οφείλει συγχρόνως σύμφωνα με τα επικρατούντα πρότυπα να είναι μορφωμένη, ενημερωμένη σχετικά με το τρέχον γίγνεσθαι και βέβαια να προσέχει την εμφάνισή της. Με δεδομένο ότι όλα αυτά τηρούνται στις χώρες του δυτικού πολιτισμού σ’ ένα μεγάλο βαθμό, είναι πραγματικά να διερωτάται κανείς τι ακριβώς συμβαίνει στις σχέσεις με το άλλο φύλο, και πως εξηγείται ο θυμός απέναντί της με συνέπεια την τόσο αυξημένη έκρηξη της βίας;

Ο εγκλεισμός λόγω της πανδημίας αποτελεί μία  παράμετρο που δημιούργησε μεγάλη κοινωνική πίεση, επιβάρυνε την ψυχολογία των ανθρώπων για μία παρατεταμένη περίοδο, υπήρξε πιθανώς, γεννεσιουργός αιτία πολλαπλασιασμού των δομικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την κατακόρυφη αύξηση της έμφυλης βίας.

Η υπερφόρτωση του κλάδου υγείας υπήρξε αιτία παραμέλησης  του τομέα της ψυχικής υγείας, τομέας που δυστυχώς παραμερίζεται και από τους ίδιους τους πολίτες από τον φόβο του στιγματισμού. Έτσι, συμπεριφορές πολιτών, ψυχασθενών ή όχι, που ενδεχομένως δημιουργούσαν φόβους για διάπραξη βιαιοτήτων υποβαθμίστηκαν, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Παρά την σ’ ένα βαθμό επιτευχθείσα ισότητα των φύλων, φαίνεται ότι η επιβολή του άντρα πάνω στη γυναίκα καλά κρατεί.

 

Είναι πισωγύρισμα, στον 21ο αιώνα, στη Δύση, να μας απασχολούν κατάλοιπα πατριαρχίας και έμφυλες ανισότητες. Ενθαρρυντικό ωστόσο είναι, ότι έχει ανοίξει ευρύς δημόσιος διάλογος για το ζήτημα της πιο ακραίας έκφανσης της έμφυλης βίας, το έγκλημα, με θύματα, στο πλείστο, γυναίκες. Το να σκοτώσεις τη σύντροφό σου, δεν είναι έγκλημα που διαπράττεται ξαφνικά από έναν μέχρι στιγμής φιλήσυχο άνθρωπο. Οι δολοφόνοι γυναικών, στο πλείστο, είχαν προηγουμένως εμφανίσει στοιχεία βίαιας συμπεριφοράς, υπήρξαν δράστες ηπιότερων ίσως εγκλημάτων που σχετίζονται με το σεξ, ή είχαν στείλει τη σύντροφό τους στο νοσοκομείο.

Η πολιτεία θα πρέπει με κάποιο τρόπο να ελέγχει τα βίαια άτομα που παραμένουν ελεύθερα μετά την έκτιση μιας μικρής ποινής για σεξιστικό ή άλλου είδους αδίκημα χρήσης βίας. Είναι μεγάλο το ποσοστό πιθανότητας ότι θα το επαναλάβουν.

Δεν θα αναφερθώ σε στατιστικές και αριθμούς, ούτε στις συμπεριφορές γυναικών που δέχονται κατ’ επανάληψη τη βία, αποσιωπώντας την, για κοινωνικούς ή λόγους φόβου μεγαλύτερης έξαρσής της, ακόμη και λόγους απώλειας προσωπικού γοήτρου.  Είναι σχεδόν πανομοιότυπη η συμπεριφορά και το ψυχολογικό υπόβαθρο που δημιουργούν οι δράστες στα θύματά τους.

Τα ΜΜΕ μας κατακλύζουν με επανειλημμένες αναφορές γύρω από τα ειδεχθή εγκλήματα αντρών κατά γυναικών. Δυστυχώς, χάριν της τηλεθέασης, δημοσιεύονται φωτογραφίες των γυναικών – θυμάτων, σε στάσεις ή περιβολές τέτοιες, ώστε να πλανάται αόριστα μεν, εκ προθέσεως δε, η υποτιθέμενα αθέλητη υποψία ότι υπήρξε πρόκληση από μέρους του θύματος για χρήση βίας εκ μέρους του θύτη. Καμία περιβολή και καμία πράξη δεν δικαιολογεί χρήση βίας, πολύ περισσότερο το έγκλημα. Αυτός που, υποτίθεται, θίγεται με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, απλά αποχωρεί από τη σχέση ή δέχεται το όχι, ως τετελεσμένο γεγονός, που επιδέχεται μόνο συζήτηση. 

   Η γυναίκα, γενικότερα ο κάθε γένους και ιδιαιτερότητας άνθρωπος, είναι ο ίδιος υπεύθυνος για κάθε προσωπική πράξη ή έκφραση, ήδη από τον καιρό της γαλλικής επανάστασης που έθεσε το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης του ατόμου, με το πρώτο άρθρο της διακήρυξης των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της 26ης Αυγούστου 1789.

 

     “Οι άνθρωποι γεννιούνται καί παραμένουν ελεύθεροι, με ίσα δικαιώματα.

          Κοινωνικές διακρίσεις γίνονται μόνο με γνώμονα το κοινό συμφέρον.” 

      

Από τον σπουδαίο 19ο αιώνα των μεγάλων ανακαλύψεων και των νέων επαναστατικών ιδεών, ο μέγας φιλόσοφος Νίτσε έλεγε, ότι Ελευθερία σημαίνει να έχεις τη θέληση και τη δύναμη να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου.

Ανάμεσα στους μεγάλους αυτού του ίδιου αιώνα, είναι  ο Χένρικ ΄Ιψεν, ο πατέρας του νεώτερου δράματος. Ο ΄Ιψεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους γίγαντες που τόλμησαν να διερευνήσουν το ανθρώπινο σκοτάδι διεισδύοντας σε όλες τις εκδοχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Σ’ αυτόν τον τομέα έχει θέση δίπλα στον Ντοστογιέφσκι. Πολλοί συγγραφείς τον μιμήθηκαν όμως κανείς δεν τον έφθασε, με εξαίρεση τον Τσέχωφ, στην αποκαλυπτική δύναμη της ψυχολογικής  διεισδυτικότητάς του.

Πυρήνας του Ιψενικού έργου, μεταξύ άλλων, είναι το:  

    “Να είσαι ο εαυτός σου”, πράγμα που σημαίνει να διεκδικείς την ελευθερία των επιλογών σου.

 

Ο Νορβηγός  Χένρικ ΄Ιψεν  γεννήθηκε στο Σην, ένα μικρό λιμάνι της Νορβηγίας την 20η Μαρτίου 1828. Ο πατέρας του έμπορος, χρεωκόπησε το 1835 και η οικογένεια μεταφέρθηκε σ’ ένα μικρό σπίτι έξω από το Σην. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής στο σπίτι τον έπνιγαν γι’ αυτό το 1843 το εγκαταλείπει, εγκαθίσταται στο Γρίμσταντ και εργάζεται ως μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο. Νέο παιδί ακόμη περνάει μια περίοδο μοναξιάς και ανέχειας. Διαβάζει όμως πολύ, Σαίξπηρ, Σίλλερ, και Γκαίτε. Με εξαίρεση μια σύντομη επίσκεψη, δεν επιστρέφει ποτέ στη γενέτειρά του. Πιθανή αιτία μία ανεπιβεβαίωτη φήμη που κυκλοφόρησε και άφησε σημάδια στην ψυχή του, ότι δεν ήταν γιος του Κνουντ ΄Ιψεν, αλλά ενός θαυμαστή της μητέρας του, του Τόρμοντ Κνούτσεν. Κατά μία άλλη εκδοχή ο νόθος γιος που απέκτησε στα 18 χρόνια του, υπήρξε θέμα τριβής με την οικογένειά του.

Είναι γεγονός ωστόσο ότι η χρεοκοπία και η νόθα καταγωγή είναι δύο θέματα που στοιχειώνουν τα έργα του.

Σε ηλικία 18 ετών πηγαίνει στο Όσλο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική, χωρίς τελικά να προχωρήσει στις σπουδές του. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία, ενώ συγχρόνως γράφει και ποίηση. Το πλούσιο έργο του διαπνέεται από ποιητικότητα, έντονη φιλοσοφική διάθεση, και τεράστια δραματική τεχνική.

Τα γνωστότερα στο ελληνικό θεατρόφιλο κοινό έργα του είναι:  Μπραντ (1866), Πέερ Γκυντ (1867) , Κουκλόσπιτο ή Νόρα (1879) Βρικόλακες (1881) Ένας εχθρός του λαού (1882) Η αγριόπαπια (1884) Η κυρά της θάλασσας (1888) Έντα Γκάμπλερ (1870) Ο αρχιμάστορας Σόλνες (1892) Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί (1899)

 

Ο ΄Ιψεν στο κοινωνικό-ψυχολογικό δράμα του, δημιουργεί ιδιαίτερους χαρακτήρες  γυναικών, την ΄Εντα Γκάμπλερ, στο ομώνυμο έργο, με την έντονη και τραγική ζωή της, την κυρία ΄Αλβινγκ στους Βρικόλακες, την Μπολέτ στην ” Κυρά της Θάλασσας” και τη Νόρα, στο Σπίτι της κούκλας, χαρακτήρα ο οποίος θα μας απασχολήσει. Όλες οι ηρωίδες του αισθάνονται βαθιά την ανάγκη για αληθινή ισότητα, σεβασμό, και έχουν στόχο την προσωπική ολοκλήρωση.

 

Το σπίτι τη κούκλας

 

Ο ΄Ιψεν γράφει τη Νόρα ή Κουκλόσπιτο, στο Αμάλφι της Ιταλίας.

Η Νόρα, είναι η πρώτη χειραφετημένη – ηρωίδα, που εμφανίστηκε  στη δραματουργία του 19ου αιώνα.  Το έργο προκαλεί αίσθηση στη Νορβηγία, τη Γερμανία και την Αγγλία το 1879. Το 1889 το έργο παίζεται αρχικά στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες, ενώ γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στην Πετρούπολη. Είναι το πιο πολυπαιγμένο έργο στις διεθνείς σκηνές και ο ρόλος, το όνειρο κάθε μεγάλης ηθοποιού. Έχει ήδη παιχθεί από τις πιο γνωστές πρωταγωνίστριες του θεάτρου.

Αρχικά θεωρήθηκε ότι βάλει κατά του θεσμού του γάμου, γεγονός που δεν ήταν μέσα στις προθέσεις του συγγραφέα. Ο ΄Ιψεν μετατοπίζει το φεμινιστικό κέντρο βάρους σ’ έναν πιο συλλογικό προβληματισμό, στην ανάγκη κάθε ανθρώπου να ανακαλύψει τον εαυτό του και να προσπαθήσει να γίνει αυτό που πραγματικά είναι ή επιθυμεί να είναι. Ο ΄Ιψεν πλάθει ανθρώπους που η κύρια δραματική τους σύγκρουση συντελείται μέσα τους, σε μιαν απεγνωσμένη πάλη με τη συνείδησή τους, με τον ίδιο τον εαυτό τους.

Το Κουκλόσπιτο, όπως καθιερώθηκε στην Ελλάδα, με τους ολοκληρωμένους χαρακτήρες, τον ρεαλισμό, την οικονομία αλλά και πυκνότητα  του λόγου, που απαιτεί το θεατρικό κείμενο, δικαιολογεί τη συγχρονία αλλά και την υπερχρονικότητά του. Το αριστούργημα του  Ίψεν διατηρεί αναλλοίωτη τη δύναμή του, χάρη στην ανατρεπτική του φύση και την δυναμική του ένταση. Το έργο προκάλεσε διεθνή σάλο, θεατρικό και κοινωνικό, καθιερώνοντας τον συγγραφέα ως πρωτοπόρο και αναμορφωτή στο τέλος του 19ου αιώνα. Τα πρόσωπα του, είναι πλασμένα από υλικό αλήθειας, και αυτό οφείλεται στον ιδιοφυή δημιουργό τους. Η σοφία με την οποία τα παρουσιάζει βαθμιαία, τα καθιστούν σαφή και οικεία, ο θεατής συναισθάνεται την ψυχολογία και κατανοεί το δράμα τους.

Η Νόρα ορφανή από μητέρα, ανατρέφεται από τον πατέρα της σαν  κούκλα. Πατέρας της είναι ένας διεφθαρμένος, τραπεζικός που κινδυνεύει να διασυρθεί και να απολυθεί.

Ο νεαρός νομικός Τόρβαλντ Χέλμερ που αναλαμβάνει τη διαλεύκανση της διαφθοράς ερωτεύεται τη Νόρα, την παντρεύεται και σώζει τον πεθερό.

Η Νόρα άβουλη, ακολουθεί τις επιθυμίες του συζύγου της, που επίσης, όπως ο πατέρας της, τη μεταχειρίζεται σαν ένα ζωντανό διακοσμητικό αντικείμενο. Είναι καθήκον της να αγαπάει, να υπακούει, να είναι πλήρως αφοσιωμένη στον άντρα της, και να συντείνει στην καλή παρουσία του στην κοινωνία. Ο ίδιος δείχνει ότι την αγαπάει, μάλιστα κάποιες φορές ότι της έχει αδυναμία. Οι ελευθερίες της Νόρας είναι περιορισμένες ακόμη και όσον αφορά την ανατροφή των τριών μικρών παιδιών τους, που έχει ανατεθεί στην γκουβερνάντα που μεγάλωσε και την ίδια τη Νόρα, μακριά από τη δική της κόρη, η οποία παρά τούτο την αγαπά, όπως βεβαιώνει η ίδια την κυρία της.

Ο σύζυγος ασκεί αυστηρό έλεγχο για κάθε δεκάρα που ξοδεύει, για κάθε γλυκό που της αρέσει να καταναλώνει.

Στο σπιτικό τους συχνός επισκέπτης είναι ο μοναχικός γιατρός Ρανκ.  φίλος του συζύγου της που πάσχει από μία ανίατη αρρώστια, αποτέλεσμα, υποτίθεται, της έκφυλης ζωής του πατέρα του. Ο δρ Ρανκ είναι πάντα πρόθυμος να συντροφεύσει τη Νόρα, θεωρώντας την κι εκείνος μία άβουλη κούκλα, χωρίς πνευματικό υπόβαθρο, αν και ερωτευμένος μαζί της. Η Νόρα απολαμβάνει τη φιλική συντροφιά του, δηλώνοντάς του με λύπη, πως μπόρεσε να είναι τόσο αδέξιος στη συμπεριφορά του απέναντί της, όταν της αποκάλυψε τα αισθήματά του.

 

Το έργο διαδραματίζεται σε κάποια πόλη της Νορβηγίας, παραμονή Χριστουγέννων. Η Νόρα εμφανίζεται με πακέτα δώρων, είναι χαρούμενη γιατί ο άντρας της έχει διοριστεί Διευθυντής σε μία Μετοχική Τράπεζα και δεν θα έχουν πλέον οικονομικά προβλήματα.

Το όνομα του συζύγου έχει το συμβολικό όνομα Τόρβαλντ, που σημαίνει δύναμη του κεραυνού στη νορβηγική γλώσσα.

Στη σκηνή εμφανίζεται ο σύζυγος, κορδωμένος, περήφανος για το αξίωμα, εκθειάζοντας τη σταθερή θέση που εξασφαλίζει σταθερό εισόδημα – ως άτομο χωρίς αναζητήσεις-  κι ενώ την αποκαλεί κούκλα του, της κάνει παρατηρήσεις για σπατάλες, με τρόπο σαν να απευθύνεται σε πεντάχρονο. Της ζητά να του χορέψει, κι εκείνη με ψεύτικα χαμόγελα και νάζια που δεν συνάδουν με το σοβαρό άτομο, το οποίο αποδεικνύεται ότι θα μπορούσε να είναι, προσπαθεί, χαμογελώντας για να μην τον στενοχωρήσει, να το αποφύγει.

Η Νόρα δέχεται την επίσκεψη της παλιάς φίλης Κριστίνε Λίντε, που έμεινε χήρα χωρίς εισοδήματα. Ζητάει από τη Νόρα να τη βοηθήσει να  βρει μία θέση στην Τράπεζα. Η θέση παραχωρείται στην Κριστίνε, σε αντικατάσταση του Κρόγκσταντ που την κατείχε, στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από το αμαρτωλό παρελθόν του τοκογλύφου.

Η οικειότητα μεταξύ των δύο γυναικών, όταν ο σύζυγος αποσύρθηκε,  προκαλεί μια εξομολόγηση από μέρους της Νόρας, όταν η Κριστίνε της είπε: “είσαι παιδί ακόμη Νόρα!”. Η Νόρα ένιωσε την ανάγκη να προβάλει μία πράξη γενναιότητας, για την οποία ήταν περήφανη, προκειμένου να αντικρούσει τη γνώμη της για την ίδια.

Η Νόρα αναγκάστηκε να δανειστεί χρήματα από τον τοκογλύφο Κρόγκσταντ, λέγοντας ψέμματα στον Τόρβαλντ ότι της τα έδωσε ο πατέρας της, ο οποίος από σύμπτωση πέθανε την επομένη του δανεισμού. Τα χρησιμοποίησε για την ανάγκη διαμονής τους στη Ρώμη, σύμφωνα με τις οδηγίες των γιατρών, προκειμένου να θεραπευθεί ο άντρας της από βαριά κατάθλιψη και υπερκόπωση.

Η υγεία του συζύγου αποκαταστάθηκε, όμως το χρέος έπρεπε να εξοφληθεί.

Η Νόρα  εξομολογείται στην Κριστίνε ότι κάνει τρομερές οικονομίες, μάλιστα τις νύχτες εργάζεται κρυφά γράφοντας αντίγραφα, για να το καταφέρει, όμως έχει ακόμη το άγχος της τελευταίας δόσης, για την οποία ο Κρόγκσταντ την εκβιάζει, μετά την πληροφορία ότι έχασε τη θέση του στην Τράπεζα. Πρόσθετη κατηγορία του, η οποία εκπλήσσει και συγκλονίζει τη Νόρα, είναι, ότι πλαστογράφησε την υπογραφή του πατέρα της, από αβλεψία, τρεις ημέρες μετά τον θάνατό του.

Ο Κρόγκσταντ γράφει μία επιστολή στον Τόρβαλντ για να τον ενημερώσει για την παράνομη πράξη της γυναίκας του.

Η Κριστίνε, που υπήρξε παλιά αγαπημένη του Κρόγκσταντ, όταν αυτός ήταν ένας φτωχός νομικός, πριν καταλήξει τοκογλύφος, τον συναντά και τον παρακαλεί να επιστρέψει το ένοχο γραμμάτιο. Εκείνος,  που διακατέχεται ακόμη από το μένος της εγκατάλειψης του από την Κριστίνε αρνείται, και απαιτεί να του παραχωρήσει τη θέση της στην Τράπεζα.

 

Εδώ, ο ΄Ιψεν παρουσιάζει την Κριστίνε ως έναν ολοκληρωμένο, δυνατό γυναικείο χαρακτήρα, με ορθή σκέψη, αφοσιωμένη σ’ ένα ανώτερο καθήκον. Είναι η αναβαθμισμένη γυναίκα του μέλλοντος σε αντίθεση με την μέχρι εκείνη τη στιγμή Νόρα.

 

Η Κριστίνε  παντρεύτηκε έναν πλούσιο άντρα, για να περιθάλψει την ηλικιωμένη άρρωστη μητέρα της και τα δύο μικρά αδέλφια της, παραμερίζοντας τα αισθήματά για τον αγαπημένο της.

Στο διαδραματιζόμενο παρόν του έργου είναι και οι δύο Κριστίνε και Κρόγκσταντ καραβοτσακισμένοι, γι’ αυτό εκείνη του προτείνει το χέρι της, εξακολουθώντας να αρνείται την παραχώρηση της θέσης στην Τράπεζα, που θα της εξασφάλιζε μια αξιοπρεπή ζωή.

Ο Κρόγκσταντ μαλακώνει, αναβιώνουν μέσα του τα παλιά αισθήματα για την Κριστίνε. Της υπόσχεται να αποσύρει την επιστολή προς τον Τορβαλντ. Όμως η Κριστίνε, ως ακέραιος χαρακτήρας, γυναίκα με ορθολογισμό, πιστεύει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν μυστικά ανάμεσα στο ζευγάρι.

    Το ζήτημα του δανεισμού πρέπει να γίνει γνωστό στον Τόρβαλντ για να μπει η σχέση τους σε σωστή βάση, του λέει.

Ο αρχικός φόβος της Νόρας για τις αντιδράσεις του άντρα της μετατρέπεται σε αποφασιστικότητα. Εκείνος διαβάζει την επιστολή γίνεται έξαλλος από τον φόβο της προσωπικής του διαπόμπευσης, από την βέβαιη απώλεια της θέσης του στην Τράπεζα και επιτίθεται λεκτικά στη Νόρα χαρακτηρίζοντάς την υποκρίτρια, ψεύτρα ακόμη και εγκληματία. “Μου γκρέμισες όλη την ευτυχία μου. Πως τιμωρούμαι για τα όσα έκανα για σένα και τον πατέρα σου…Όλο το μέλλον μου το έχεις καταστρέψει”.

      Η Νόρα που ήδη είχε αποφασίσει να θυσιάσει τη ζωή της μέσα στα μαύρα νερά των φιόρδ του απαντά, ότι αν εκείνη βγει από τη μέση όλα θα λήξουν. Αλλά  δεν αρκεί ο θάνατός της. Ο Τόρβαλντ σκέφτεται ότι αν κοινολογηθεί η πράξη της θα πιστέψουν όλοι ότι κρύβεται ο ίδιος πίσω από την εγκληματική πράξη της πλαστογραφίας. Η Νόρα παραδέχεται την πράξη της και θέλει να φύγει μακριά του.

Όμως ο άντρας της δεν θέλει τον διασυρμό από την εγκατάλειψη.

Θα μείνεις στο σπίτι για τα μάτια του κόσμου, δεν θα έχεις όμως το δικαίωμα να ανακατεύεσαι με την ανατροφή των παιδιών. Δεν μπορώ να σου τα εμπιστευτώ.

     Ο Τόρβαλντ είχε τη βαθιά πεποίθηση ότι όλοι οι διεφθαρμένοι, είχαν μανάδες ψεύτρες. Μια τέτοια πράξη φέρνει το ψέμα και την ανομία σ’ ολόκληρη την οικογένεια, δηλώνει.

Κι ενώ κοιτάζει με απέχθεια την πριν από λίγο αγαπημένη γυναίκα του, καταφθάνει η νέα επιστολή του Κρογκσταντ, με την οποία επιστρέφει το επίμαχο γραμμάτιο. Η στάση του υποκριτή Τόρβαλντ αυτόματα αλλάζει. Γλίτωσα Νόρα! Γλιτώσαμε!. 

      Όταν η Νόρα του λέει ότι πάλεψε μια σκληρή πάλη τις τρεις τελευταίες μέρες, εκείνος απορεί γιατί στέκεται έτσι, παγερή. Γιατί δεν εύρισκες άλλη διέξοδο πέρα από τον θάνατο; αναρωτιέται, και καταλήγει: Αυτό δείχνει τη μεγάλη αγάπη που μου έχεις! Αυτό είναι σωστό, απαντά η Νόρα και παίρνει τα λίγα προσωπικά της υπάρχοντα, τίποτα δικό του, για να φύγει. Όμως δεν φεύγει ακριβώς τότε. Του  λέει να καθίσει για να κάνουν για πρώτη φορά μία ισότιμη συζήτηση σαν ζευγάρι.

Δεν με καταλαβαίνεις Τόρβαλντ, του λέει, ούτε εγώ σε καταλαβαίνω. Δεν σου κάνει εντύπωση που πρώτη φορά στα οκτώ χρόνια γάμου συζητούμε σοβαρά; Μου έχει γίνει μεγάλο άδικο πρώτα από τον μπαμπά και μετά από σένα. Ποτέ δεν με αγαπήσατε. Το βρίσκατε ευχάριστο να μου έχετε λατρεία. Όταν ήμουν σπίτι ο μπαμπάς μού ‘λεγε διάφορες αντιλήψεις του κι έτσι είχα κι εγώ τις ίδιες αντιλήψεις μ’ εκείνον, κι αν συνέβαινε να έχω διαφορετικές το έκρυβα γιατί αυτό δεν θα του άρεσε. Έπαιζε μαζί μου όπως εγώ με τις κούκλες μου. Έπειτα βρέθηκα στο δικό σου σπίτι. Εσύ ρύθμιζες τα πάντα κατά τα γούστα σου. Μου φαίνεται πως έζησα εδώ μέσα σαν ψωμοζήτης, έζησα κάνοντας παιδιαρίσματα. Μα εσύ το ήθελες έτσι. Εσείς είστε η αιτία που δεν έγινα ποτέ άξια για κάτι. Ποτέ δεν ήμουν ευτυχισμένη. Εύθυμη ήμουν, όμως το σπίτι μας δεν ήταν τίποτε άλλο από δωμάτιο που παίζουν παιδιά. Να τι υπήρξε ο γάμος μας…

     Στις αιτιάσεις της ο Τόρβαλντ απαντά, ότι πιθανόν να υπήρχε κάποια αλήθεια, αλλά τώρα πια ήρθε ο καιρός της διαπαιδαγώγησης, της δικής της και των παιδιών.

Δεν είσαι του λέει, εσύ, ο κατάλληλος άνθρωπος για να με διαπαιδαγωγήσεις και να με κάνεις μία κατάλληλη σύζυγο. Κι έπειτα πια είναι η καταλληλότητά μου για διαπαιδαγώγηση των παιδιών, αφού προηγουμένως είπες ότι δεν μπορείς να με εμπιστευτείς. Η αποστολή αυτή είναι ανώτερη από τις δυνάμεις μου και υπάρχει μία άλλη αποστολή που πρέπει πρώτα να εκπληρώσω. Οφείλω να διαπαιδαγωγήσω εμένα την ίδια, γι αυτό θα φύγω αμέσως! Θα πάω εκεί που γεννήθηκα, θα μου είναι ευκολότερο να βρω μια δουλειά, θα κοιτάξω ν’ αποκτήσω πείρα και δεν θα λογαριάσω τι θα πει ο κόσμος για μένα. Έχω καθήκοντα ιερά απέναντι στον εαυτό μου. Έπαψα να πιστεύω σε άλλες ιδιότητες, είμαι πάνω απ’ όλα άνθρωπος ή τουλάχιστον πρέπει να γίνω. Ο κόσμος θα δώσει σ’ εσένα δίκιο, το ξέρω. Δεν μπορώ όμως να μένω ικανοποιημένη με αυτά που λεν οι περισσότεροι κι αυτά που γράψουν τα βιβλία. Πρέπει μόνη μου να σκεφθώ να μπορέσω να τα ξεδιαλύνω. Δεν ξέρω ακριβώς τι θα πει θρησκεία, ούτε συνείδηση. Έχω πλήρη σύγχυση γι’ αυτά τα ζητήματα. Έχω διαφορετική αντίληψη και για σένα αφού τώρα μαθαίνω ότι όλα είναι τελείως διαφορετικά από ό,τι φανταζόμουνα. Δεν έχει δικαίωμα μια γυναίκα να απαλλάξει τον ετοιμοθάνατο πατέρα της από σκοτούρες, ούτε να σώσει τη ζωή του άντρα της, δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν καταλαβαίνω ούτε τους νόμους ούτε την κοινωνία, όμως τώρα θα κατατοπιστώ και θα μάθω ποιος έχει δίκιο, η κοινωνία ή εγώ!

Η Νόρα ασκεί κριτική στο δίκαιο της εποχής της, διευρύνοντας το φάσμα της δυναμικής του έργου. Ζητάει να συγκεράσει την ηθική άποψή της σχετικά με τη συμβίωση με την ηθική της αγάπης. Γιατί να είναι ο νόμος εναντίον μου αφού το έκανα από αγάπη, σκέφτεται με την αφέλεια της αδαούς, για να δικαιολογήσει την πράξη της πλαστογραφίας.

Και συνεχίζει να εκφράζει με θάρρος τα συναισθήματά της στον Τόρβαλντ.

Δεν σ’ αγαπώ πια κι αυτό συνέβη απόψε, όταν είδα ότι δεν έγινε αυτό που περίμενα. Δεν υπήρξες ο άνθρωπος που είχα βάλει με το νου μου. Δεν το είχα καταλάβει τα οκτώ χρόνια, αλλά τα θαύματα δεν είναι κάτι καθημερινό. Περίμενα ότι θα το έπαιρνες όλο επάνω σου, θα έλεγες ότι εγώ είμαι ο ένοχος, εγώ βέβαια δεν θα δεχόμουν τέτοια θυσία από μέρους σου, όμως τι αξία θα είχαν τα λόγια μου μπροστά στα δικά σου. Αυτό ήταν το θαύμα που περίμενα, και για να το εμποδίσω είχα αποφασίσει να δώσω τέλος στη ζωή μου. Μπορεί εσύ να λες ότι μιλάω σαν μικρό παιδί, όμως εσύ δεν μιλάς σαν τον άνθρωπο που θα μπορούσα να συνδέσω τη ζωή μου μαζί του. Μόλις σου πέρασε ο φόβος ήταν σαν να μη συνέβη τίποτα. Ήμουνα και πάλι η κούκλα σου, όμως ακόμη πιο εύθραυστη. Έζησα μ’ έναν ξένο με τον οποίο έκανα τρία παιδιά. Ήθελα να ξεσκίσω το κορμί μου, να το κάνω κομμάτια.

Κι ενώ η Νόρα ανοίγει την πόρτα να φύγει εκείνος της κάνει την πρόταση να μείνει για τα μάτια του κόσμου, έστω να ζήσουν σαν αδελφός και αδελφή.

Το ξέρεις ότι αυτό δεν θα βαστούσε, του λέει, τα παιδιά δεν θέλω να τα ξαναδώ, ξέρω πως είναι καλύτερα σε άλλα χέρια παρά στα δικά μου, και φεύγει αφήνοντας τη βέρα και τα κλειδιά του σπιτιού πάνω στο τραπέζι.

 

        Η φυγή της Νόρας στο τέλος του έργου δεν είναι πράξη μιας ανήθικης ή ελαφρόμυαλης γυναίκας που εγκαταλείπει το σπίτι και τα παιδιά της. Είναι η δύσκολη συνέπεια του να έχεις ένα ισχυρό ιδανικό. Το βάρος του έργου επικεντρώνεται στις σχέσεις του ζευγαριού. Η ζωή διυλίζεται στον μεγεθυντικό φακό της φιλοσοφικής σκέψης του ΄Ιψεν για να δημιουργηθεί αυτό το ανατρεπτικό δράμα. Ο Ίψεν θέτει το κοινωνικό ζήτημα των ρόλων των δύο φύλων, με έναν κραυγαλέο για την εποχή του πρωτοποριακό τρόπο. Κατά τον Ίψεν, για να υπάρξει συμβίωση πρέπει να διασφαλίζεται η προϋπόθεση ενός υψηλού ανθρώπινου περιεχόμενου, όπου  είναι ζητούμενα ο αλληλοσεβασμός, η ειλικρίνεια, η ψυχική επικοινωνία. Πιθανώς γι αυτό εμπνεύστηκε την ακραία λύση της εγκατάλειψης εστίας και κυρίως των παιδιών, (για την οποία κατηγορήθηκε)  για να δώσει σαφώς βάρος στη σημασία της αυτογνωσίας και στην άνευ όρων απαίτηση αλληλοσεβασμού, ως προϋποθέσεις μιας υγιούς σχέσης.

 

Αν σήμερα αναλογιστούμε πόσο προηγμένη ήταν η σκέψη του για τη γυναίκα του 19ου αιώνα, θα δούμε με λύπη ότι οι ακρότητες που συμβαίνουν σήμερα στις σχέσεις των ζευγαριών, με θύματα στο πολύ μεγάλο ποσοστό γυναίκες, που καταλήγουν σφαγιασμένες, έχουν να κάνουν κυρίως με την έλλειψη των προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν, αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις που απουσιάζει ο παράγων ψυχική υγεία.

Οι σημερινές γυναίκες προοδεύουν δυναμικά και όπως ακριβώς στην περίπτωση της Νόρας, τίποτα δεν πρέπει να βάζει φρένο στην απαίτηση αλληλοσεβασμού στις σχέσεις της. Πρέπει να δημιουργηθεί  χώρος να κινούνται οι δυναμικές, αποφασιστικές γυναίκες γιατί κουβαλάνε μαζί τους τις ελπίδες για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο !

     

 

ΥΓ  Η χρήση πρώτου προσώπου στον                             

      μονόλογο της Νόρας έγινε για λόγους

      έμφασης, δεν πρόκειται για 

     το αυθεντικό κείμενο του έργου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top