Fractal

Μάνταμπα!

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Μόλις τριάντα χιλιόμετρα μακρυά, νοτιοδυτικά από το Αμμάν, κατά μήκος της βασιλικής Οδού, συναντάμε ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα μέρη στους Αγίους Τόπους. Πρόκειται για την  Μάνταμπα, γνωστή ως Πόλη των Ψηφιδωτών,  πρωτεύουσα σήμερα του Κυβερνείου της Μάνταμπα στην κεντρική Ιορδανία, με πληθυσμό πάνω από εκατό χιλιάδες κατοίκους. Μια αρχαία πόλη του ιορδανικού οροπεδίου, η οποία τώρα κατοικείται από χριστιανούς και μουσουλμάνους. Η Μάνταμπα έχει μακρά ιστορία, καθώς αναφέρεται για πρώτη φορά στη Βίβλο την εποχή της Εξόδου, περίπου το 1200 π.Χ., δηλαδή της φυγής των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο στην οποία οι ίδιοι προηγουμένως και αυτοβούλως είχαν επιλέξει να μετοικήσουν. Όπως και οι περισσότερες από τις άλλες πόλεις της Ιορδανίας, φυσικά, έχει πλούσια προχριστιανική ιστορία.

 

 

Δρόμος της σημερινής πόλης της Μάνταμπα. 

 

Τα επιγραφικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η Μάνταμπα παρέμεινε στη σφαίρα επιρροής των Ναβαταίων, έως ότου η περιοχή ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Αραβίας το 106 μ.Χ. Οι Ρωμαίοι την μετέτρεψαν σε μια τυπική επαρχιακή πόλη, με δρόμους με κιονοστοιχίες, ωραίους ναούς και άλλα κτίρια, μεγάλες δεξαμενές νερού και ένα τείχος γύρω από την πόλη. Η πόλη συνέχισε να ακμάζει κατά τον 8ο αιώνα και μετά. Τα ίχνη της ρωμαϊκής πόλης φαίνονται στις μεγάλες εκτάσεις του πλακόστρωτου δρόμου στο Αρχαιολογικό Πάρκο της Μάνταμπα. Το κύριο αξιοθέατο της πόλης, βέβαια,  βρίσκεται στη σύγχρονη ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Με δύο εκατομμύρια κομμάτια έγχρωμης πέτρας και σε πλήρη ανάπτυξη 25 x 5 μέτρα, στην αρχική του βέβαια κατάσταση,  τα περισσότερα από τα οποία φαίνονται ακόμη σήμερα,  ο χάρτης εκεί μέσα, απεικονίζει λόφους και κοιλάδες, χωριά και πόλεις, τόσο μακρυά όσο και το Δέλτα του Νείλου. Αυτό το αριστούργημα είναι απαράμιλλο στην Ιορδανία, αλλά να τονίσουμε πως υπάρχουν κυριολεκτικά δεκάδες άλλα ψηφιδωτά από τον 5ο έως τον 7ο αιώνα, διάσπαρτα στις εκκλησίες και τα κτίρια της Μάνταμπα.

* * * * *  

Είναι περισσότερο γνωστή για τα βυζαντινά και τα μωσαϊκά των Ομεϊάδων, ειδικά για έναν μεγάλο ψηφιδωτό χάρτη της βυζαντινής εποχής των Αγίων Τόπων. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της από τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή αυτοκρατορία από τον 2ο έως τον 7ο αιώνα, η πόλη αποτελούσε μέρος της Πετραίας Αραβίας (Provincia Arabia) που ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Τραϊανό για να αντικαταστήσει το βασίλειο των Ναβαταίων της Πέτρας. Το 1880, ενενήντα  αραβικές χριστιανικές οικογένειες από το Αλ Καράκ εγκαταστάθηκαν στα ερείπια της Μάνταμπα, με επικεφαλής δύο Ιταλούς ιερείς από το Λατινικό Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ. Τα πρώτα ψηφιδωτά ανακαλύφθηκαν κατά την κατασκευή νέων σπιτιών με την χρήση τούβλων από παλαιότερα κτίρια. Οι νέοι κάτοικοι της Μάνταμπα, συνειδητοποιώντας τη μεγάλη ιστορική σημασία των ψηφιδωτών από τους ιερείς τους, φρόντισαν και συντήρησαν όλα τα ψηφιδωτά που ήρθαν στο φως. Το βόρειο τμήμα της πόλης αποδείχθηκε ότι ήταν η περιοχή που περιείχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ψηφιδωτών. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, λοιπόν, και εκείνη της δυναστείας των Ομεϊάδων,  αυτή η βόρεια περιοχή, που την διέσχιζε  ένας ρωμαϊκός δρόμος με κιονοστοιχία, έγινε μάρτυρας σπουδαίων οικοδομημάτων. 

 

Η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Μάνταμπα της Ιορδανίας. 

 

Ο ψηφιδωτός χάρτης της Μάνταμπα, ανακαλύφθηκε το 1896 και τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν ένα χρόνο αργότερα. Η συγκεκριμένη ανακάλυψη προσέλκυσε  την προσοχή των μελετητών σε όλο τον κόσμο. Επίσης, επηρέασε θετικά τους κατοίκους, οι οποίοι συμμερίστηκαν το μεταδοτικό πάθος του Τζουζέπε Μανφρέντι (Giuseppe Manfredi), στον οποίο οφείλεται η εκ νέου ανακάλυψη των περισσότερων ψηφιδωτών της πόλης. Η Μάνταμπα έγινε, πλέον,  γνωστή ως η «Πόλη των Μωσαϊκών» στην Ιορδανία. Ο Μωσαϊκός Χάρτης της Μάνταμπα, είναι ένας χάρτης της περιοχής που χρονολογείται από τον 6ο αιώνα και σώζεται ‘απλωμένος’ πάνω στο δάπεδο της ελληνορθόδοξης βασιλικής του Αγίου Γεωργίου, η οποία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο  μερικές φορές αποκαλείται και «Εκκλησία του Χάρτη». Με δύο εκατομμύρια μικρά κομματάκια έγχρωμης πέτρας, ο χάρτης απεικονίζει λόφους και κοιλάδες, χωριά και πόλεις στην Παλαιστίνη και το Δέλτα του Νείλου. Το ψηφιδωτό περιέχει την παλαιότερη σωζόμενη αναπαράσταση της βυζαντινής Ιερουσαλήμ, με την ένδειξη «Ιερά Πόλη». Ο χάρτης παρέχει σημαντικές λεπτομέρειες για τα ορόσημα του 6ου αιώνα, με το ‘cardo’, όπως ονομαζόταν ο  κεντρικός δρόμος με την κιονοστοιχία, και την εκκλησία του Παναγίου Τάφου να είναι ευδιάκριτα σημεία. Όπως είναι ευνόητο  ο χάρτης αποτελεί κλειδί για την ανάπτυξη επιστημονικής γνώσης σχετικά με τη φυσική διάταξη της Ιερουσαλήμ μετά την καταστροφή και την ανοικοδόμησή της, το 70 μ.Χ.

 

 

Άλλα ψηφιδωτά αριστουργήματα που βρέθηκαν στην Εκκλησία της Παναγίας και των Αποστόλων και στο Αρχαιολογικό Μουσείο, απεικονίζουν πληθώρα λουλουδιών και φυτών, πουλιά και ψάρια, ζώα και εξωτικά θηρία, καθώς και σκηνές από τη μυθολογία και τις καθημερινές αναζητήσεις κυνηγιού, ψαρέματος και γεωργίας. Εκατοντάδες άλλα ψηφιδωτά από τον 5ο έως τον 7ο αιώνα είναι διάσπαρτα σε όλη την πόλη της  Μάνταμπα. Το Πανεπιστήμιο του Τορόντο πραγματοποιεί ανασκαφές στην πόλη από το 1996 μέχρι σήμερα. Οι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν κυρίως στη δυτική ακρόπολη, όπου ένα ανοιχτό χωράφι επέτρεψε την πρόσβαση για να αποκαλύψει ολόκληρη την ακολουθία της κατοχής στη Μάνταμπα από την σύγχρονη περίοδο μέχρι τα επίπεδα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Το πιο ορατό χαρακτηριστικό αυτής της περιοχής είναι ένα οχυρωματικό τείχος πλάτους 7,5 μέτρων, που χτίστηκε κάποια στιγμή τον 9ο αιώνα π.Χ., με επακόλουθες ανακατασκευές σε όλη την ιστορία του. Στη βάση του οχυρωματικού τείχους,  υπάρχουν επίσης τα ερείπια ενός καλοδιατηρημένου σπιτιού της βυζαντινής εποχής. Το 2010, ένας ναός 3.000 ετών της Εποχής του Σιδήρου που περιείχε πολλά ειδώλια αρχαίων θεοτήτων και κυκλικά πήλινα αγγεία που χρησιμοποιήθηκαν σε θρησκευτικές τελετουργίες των Μωαβιτών ανακαλύφθηκε σε μια περιοχή κοντά στη Μάνταμπα.

* * * * *  

Τα κύρια σημεία ενδιαφέροντος της Μάνταμπα, σήμερα, είναι αναμφίβολα τα βυζαντινά ψηφιδωτά της. Ο ψηφιδωτός χάρτης της Μάνταμπα, προσελκύει επισκέπτες στην Ιορδανία και προκαλεί αμηχανία στους ιστορικούς τέχνης από τότε που αποκαλύφθηκε τη δεκαετία του 1890. Το μεγαλύτερο σωζόμενο θραύσμα του χάρτη περιλαμβάνει τη σύγχρονη Ιορδανία, το Ισραήλ, τα παλαιστινιακά εδάφη, τον Λίβανο και μερικά τμήματα της Αιγύπτου. Απεικονίζει και παριστάνει ποτάμια, βουνά και ερήμους, χωριά και πόλεις και έχει περισσότερες από εκατόν πενήντα  επιγραφές που τα αναφέρουν. Προηγούμενες αναλύσεις του ψηφιδωτού βασίστηκαν στις υποθέσεις ότι σχεδιάστηκε για μια πρώιμη βυζαντινή εκκλησία και ότι αυτή η υποτιθέμενη εκκλησία ήταν περίπου παρόμοια σε μορφή με την εκκλησία του δέκατου ένατου αιώνα που σήμερα φιλοξενεί το ψηφιδωτό. Με βάση αυτό το υποτιθέμενο εκκλησιαστικό πλαίσιο, ο χάρτης έχει ερμηνευτεί είτε ως οδηγός ιερού προσκυνήματος, είτε ως μοναδική έκφραση μιας χριστιανικής κοσμοθεωρίας, η οποία παρουσιάζει όλους τις ιερές θέσεις των Αγίων Τόπων με την Ιερουσαλήμ στο κέντρο. Ωστόσο, οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι το ψηφιδωτό δεν ταιριάζει απόλυτα  σε ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον, είτε από φυσική άποψη, είτε από άποψη περιεχομένου. Περιέχει ελάχιστες εμφανώς χριστιανικές εικόνες και δεν ομοιάζει με άλλα δάπεδα εκκλησιών της Ιορδανίας όσον αφορά  τη σύνθεση, την διάταξη, την επιλογή των μοτίβων ή τη χρήση των επιγραφών. Επιπλέον, φαίνεται να έχει σχεδιαστεί για μια αίθουσα με άξονα βορρά-νότου και όχι ανατολής-δύσης. Υπάρχουν γνώμες πως ο χάρτης σχεδιάστηκε μάλλον για μια κοσμική αίθουσα, πιθανότατα για νομικές ακροάσεις, και όχι για δάπεδο εκκλησίας.

 

 

Η Ιερουσαλήμ στον χάρτη της Μάνταμπα, η οποία αποτελεί  το μεγαλύτερο και λεπτομερέστερο στοιχείο της τοπογραφικής απεικόνισης στο κέντρο του χάρτη.

 

Μεταξύ των ψηφιδωτών της ύστερης αρχαιότητας στην ανατολική Μεσόγειο, τα εκκλησιαστικά δάπεδα της Ιορδανίας είναι τα πολυπληθέστερα και πιο γνωστά, με την πόλη ετούτη να αποτελεί έναν  από τους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους. Τα τελευταία εκατό χρόνια έχουν ανασκαφεί εδώ δώδεκα εκκλησίες ή παρεκκλήσια και ένας αριθμός μεγαλοπρεπών ιδιωτικών κατοικιών, οι περισσότερες με σωζόμενα ψηφιδωτά δάπεδα και λιθόστρωτα της βυζαντινής και της πρώιμης ισλαμικής περιόδου. Το ψηφιδωτό που είναι γνωστό ως χάρτης της Μάνταμπα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, γιατί είναι μοναδικό όχι μόνο μεταξύ των δαπέδων της Ιορδανίας, αλλά και μεταξύ των παραστάσεων της ύστερης αρχαιότητας σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Ο χάρτης αποκαλύφθηκε, εντελώς τυχαία, κατά την διάρκεια οικοδομικών εργασιών το 1896 και αποτελεί σήμερα, όπως είπαμε, ένα από τα κυριότερα τουριστικά αξιοθέατα της Ιορδανίας. Το σωζόμενο τμήμα του ψηφιδωτού απεικονίζει τους λεγόμενους Αγίους Τόπους, με λεπτομερείς τοπογραφικές αναπαραστάσεις πόλεων και χωριών, βουνών, ερήμων και θαλασσών μαζί με περισσότερες από εκατόν πενήντα  επιγραφές που παρέχουν πληροφορίες για αυτά. Πολλά έχουν γραφτεί για το ψηφιδωτό στα χρόνια που ακολούθησαν την ανακάλυψή του, αλλά παρά το ενδιαφέρον όλων των εμπλεκομένων και τη φήμη που σταδιακά απέκτησε, ο χάρτης εξακολουθεί να παραμένει γρίφος. Η σχέση μεταξύ του ψηφιδωτού και του δομημένου περιβάλλοντος παραμένει επίσης ένα αδιευκρίνιστο ζήτημα.

 Οι ερμηνείες του χάρτη έχουν επηρεαστεί έντονα από την παραδοχή ότι το ψηφιδωτό έγινε με σκοπό να τοποθετηθεί μέσα σε έναν θρησκευτικό χώρο και  η τρέχουσα συναίνεση είναι ότι το ψηφιδωτό σχεδιάστηκε για να διακοσμήσει το ανατολικό άκρο μιας εκκλησίας είτε πανομοιότυπης, είτε παρόμοιας μορφής με την ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του 19ου αιώνα που το φιλοξενεί στο δάπεδό του σήμερα. Ωστόσο, το ψηφιδωτό δεν ταιριάζει εύκολα, είτε φυσικά, είτε εικονογραφικά, σε ένα τέτοιο περιβάλλον. 

 

 

Η Μάνταμπα, στις μέρες μας,  είναι μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Ιορδανίας και φιλοξενεί μεγάλο μέρος των χριστιανών της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία των πλούσια διακοσμημένων αρχοντικών και εκκλησιών που αποκαλύφθηκαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές, η πόλη ήταν επίσης και ένα ακμάζον θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Είναι γνωστά, επίσης, τα ονόματα των επισκόπων της Μάνταμπα μεταξύ του πέμπτου και του όγδοου αιώνα. Προήδρευαν μιας επισκοπής περίπου είκοσι τετραγωνικών μιλίων, που εκτεινόταν από τη Νεκρά Θάλασσα στα δυτικά μέχρι  την άκρη της στέπας στα ανατολικά. Χάρη στον τάφο του Μωυσή στο κοντινό όρος Νέμπο, η Μάνταμπα αποτελούσε σημαντικό προορισμό για προσκύνημα. Μπορεί επίσης να αποτελούσε σημείο στάσης για τους εμπόρους που ταξίδευαν από το λιμάνι της Άκαμπα, στην Ερυθρά Θάλασσα στα νότια, είτε προς την Ιερουσαλήμ ή προς πόλεις όπως το Αμμάν και τη Γέρασα, βορειότερα. Η Μάνταμπα περιβαλλόταν από τείχη με πύργους και τουλάχιστον ένας από τους κύριους δρόμους της είχε κιονοστοιχίες. Ο ψηφιδωτός χάρτης βρισκόταν ακριβώς μέσα στα τείχη κοντά στη βόρεια πύλη, ευανάγνωστος από την κατεύθυνση του δρόμου που πλησιάζει από την πόλη Εσεβών και το όρος Νέμπο και οδηγεί στο κέντρο της πόλης. Αυτή η βόρεια περιοχή της πόλης περιείχε επίσης δύο πρώιμα βυζαντινά αρχοντικά, γνωστά ως το Μέγαρο του Ιππολύτου και το Καμμένο Παλάτι, μαζί με έναν αριθμό εκκλησιών.

Η διερεύνηση του ψηφιδωτού στο αρχιτεκτονικό του περιβάλλον είναι δύσκολη επειδή το αρχικό κτίριο που το φιλοξενούσε δεν υφίσταται πλέον. Το ψηφιδωτό βρέθηκε όταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ανεγέρθηκε πάνω στα ερείπια ενός βυζαντινού οικοδομήματος, από το οποίο ελάχιστα λείψανα είναι πλέον ορατά. Ο Αμερικανός αρχαιολόγος Φρέντερικ Τζόουνς Μπλίς (Frederick Bliss, 1859-1937) και ο, επίσης Αμερικανός, αλλά γερμανικής καταγωγής Γκότλιμπ Σουμάχερ (Gottlieb Schumacher,1857-1925) προχώρησαν σε κάποια σχέδια της δομής πριν από την ανακάλυψη του ψηφιδωτού, κάτι που έκαναν ο καθολικός ιερέας Μαρί-Ζοζέφ Λαγκράνζ (Marie-Joseph Lagrange, 1855-1938) και ο νομικός και πολιτικός Τζουζέπε Μανφρέντι (Giuseppe Manfredi, 1828-1918) λίγο αργότερα. Όλα τα σχέδια καταγράφουν ορατά ή υποθετικά χαρακτηριστικά του βυζαντινού κτιρίου. Φυσικά αργότερα παρουσιάστηκαν και άλλα σχέδια της πρώτης δομής που φιλοξένησε τον χάρτη. 

Ο ψηφιδωτός χάρτης τοποθετείται προς το ανατολικό άκρο του σημερινού ναού και  εκτείνεται προς το μέσον περίπου  του κυρίως ναού. Το μεγαλύτερο μέρος του σωζόμενου ψηφιδωτού βρίσκεται στη νότια πλευρά του κτιρίου, ενώ μόνο θραύσματα παραμένουν στο βόρειο κλίτος. Πρόσθετα ψηφιδωτά πεζοδρόμια βρέθηκαν στους χώρους γύρω από το αίθριο και τον πρόναο.

Το κύριο σωζόμενο τμήμα του ψηφιδωτού περιλαμβάνει την περιοχή από ακριβώς νότια της Θάλασσας της Γαλιλαίας στα βόρεια, έως το δέλτα του Νείλου στα νότια, την άκρη της ιορδανικής στέπας στα ανατολικά και την ακτή της Μεσογείου Θάλασσας στα δυτικά, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα τουλάχιστον ενός πλοίου στα νερά της. Άλλα σωζόμενα θραύσματα δείχνουν ότι ο χάρτης επεκτεινόταν βόρεια για να συμπεριλάβει την ακτή του Λιβάνου, ενώ παλαιότερα περιλαμβάνονταν ακόμη περισσότερα. Διαβάζοντας κάποια κείμενα του Γερμανο-Αμερικανού θεολόγου Κάσπαρ Γκρέγκορυ (Caspar René Gregory) (1846–1917) που έγραψε το 1898, μαθαίνουμε πως «…Παρ’ όλο που ένας παλιός κάτοικος, ο Σουλεϊμάν Σούννα, και κάποιοι από τους γείτονες που καταλαβαίνουν ελληνικά λένε ότι διάβασαν τα ονόματα της Εφέσου και της Σμύρνης στο χάρτη πριν από χρόνια, οι οικοδόμοι και όποιος επέβλεψε την οικοδόμηση της εκκλησίας έδωσαν τόση προσοχή στον χάρτη σε ψηφιδωτό από χρωματιστές πέτρες, όση και αν ήταν ένα έρημο χωράφι με πατάτες. Κατέστρεψαν μεγάλο μέρος του χάρτη και κάλυψαν τμήματα του με τσιμέντο, για να φτιάξουν ένα νέο λιθόστρωτο…».

Το κέντρο του κύριου σωζόμενου θραύσματος καταλαμβάνεται από τη Νεκρά Θάλασσα, με δύο βάρκες που μεταφέρουν φορτίο κατά μήκος της. Ο Ιορδάνης ποταμός τρέχει βόρεια από τη λίμνη, και πιθανώς η Θάλασσα της Γαλιλαίας απεικονιζόταν πιο βόρεια, δίνοντας στη σύνθεση έναν υδάτινο οριζόντιο άξονα. Ο Νείλος αναπαρίσταται στο νότιο άκρο του ψηφιδωτού, λοξά, ώστε να φαίνεται ότι ρέει από τα ανατολικά. Εκτάσεις λόφων και κοιλάδων απεικονίζονται ως πολύχρωμα υψώματα, με το μεγαλύτερο να εκτείνεται κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Ιορδάνη. Ανάμεσα σε αυτά τα φυσικά ορόσημα, βρίσκονται διάσπαρτες απεικονίσεις και εκτός από την αλλοίωση του χάρτη της Αιγύπτου, οι σχετικές θέσεις των πόλεων και των χωριών είναι σε μεγάλο βαθμό ακριβείς. Η μεγαλύτερη από τις ορατές πόλεις είναι η Ιερουσαλήμ, η οποία απεικονίζεται σε κάτοψη ως ένα οβάλ έγκλειστο μέρος που διχοτομείται από έναν δρόμο με στοές και κτίρια εκατέρωθεν. Αν και η Μάνταμπα δεν περιλαμβάνεται στη σωζόμενη περιοχή του ψηφιδωτού, μπορεί να συναχθεί η κατά προσέγγιση θέση της, ανατολικά της Ιερουσαλήμ και αρκετοί συγγραφείς έχουν εγείρει την πιθανότητα η εικόνα της Μάνταμπα να είναι ίση ή να υπερβαίνει σε μέγεθος εκείνης της Ιερουσαλήμ. Λίγες άλλες πόλεις απεικονίζονται ως περιφραγμένες τοποθεσίες, μικρότερες από την Ιερουσαλήμ, που υποδεικνύεται από μικρούς πύργους ή κτίρια, που απεικονίζονται μετωπικά.

Τα ζώα και τα φυτά συγκεντρώνονται στην περιοχή γύρω από τον Ιορδάνη ποταμό και τη Νεκρά Θάλασσα. Τα φυτά που απεικονίζονται είναι  βελανιδιές,  χουρμαδιές και θάμνοι. Δεν υπάρχουν φυτά γύρω από την Ιερουσαλήμ ή τη Βηθλεέμ, γεγονός που υποδηλώνει ότι όταν εμφανίζονται, αντιπροσωπεύουν τις καλλιέργειες της περιοχής ή τη γονιμότητα συγκεκριμένων κομματιών γης. Ασυνήθιστο για τα ψηφιδωτά της ύστερης αρχαιότητας της Ιορδανίας, είναι ότι δεν υπάρχουν, όπως αναμενόταν, εικόνες σταφυλιών ή αμπέλου. Ο ζωικός κόσμος υποδηλώνεται από ένα λιοντάρι που κυνηγάει ένα ελάφι κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Ιορδάνη και ψάρια στα ποτάμια, ενώ η ανθρωπότητα αντιπροσωπεύεται από δύο ζευγάρια ανδρών στις βάρκες στη Νεκρά Θάλασσα. Το έδαφος είναι γεμάτο με επιγραφές στα ελληνικά, με  τα γράμματα να σχηματίζονται από λευκά, μαύρα και κόκκινα ψηφιδωτά. Τα μαύρα ή τα λευκά χρησιμοποιούνται για όλα σχεδόν τα τοπωνύμια, ενώ τα κόκκινα γράμματα καταγράφουν κυρίως ειδικούς τόπους ή γεγονότα. Η Ιερουσαλήμ και η Βηθλεέμ αναγράφονται με κόκκινο χρώμα, όπως και ο τόπος της βάπτισης του Αγίου Ιωάννη, μία από τις σπάνιες αναφορές στην Καινή Διαθήκη. Ο χάρτης περιέχει επίσης τέσσερα βιβλικά αποσπάσματα, όλα από την Παλαιά Διαθήκη, και τρεις επιγραφές επισημαίνουν τη θέση γεγονότων από την ‘Έξοδο’ στην αιγυπτιακή έρημο, άλλες με μαύρα και άλλες με κόκκινα γράμματα. Τα σύνορα μεταξύ Αιγύπτου και Παλαιστίνης καταγράφονται με κόκκινα γράμματα, ενώ κόκκινες επιγραφές σημειώνουν επίσης τις εδαφικές διαιρέσεις των δώδεκα φυλών του Ισραήλ.

Η ποσότητα της γραφής στο δάπεδο της Μάνταμπα είναι εξαιρετική. Τα περισσότερα μωσαϊκά της Ιορδανίας, σε γενικές γραμμές,  περιέχουν μικρές ποσότητες κειμένου, συνήθως τα ονόματα δωρητών και κληρικών, μερικές φορές μια ημερομηνία ίδρυσης και περιστασιακά σύντομα βιβλικά αποσπάσματα. Ο χάρτης της Μάνταμπα είναι μια κατηγορία από μόνος του αφού περιέχει το μεγαλύτερο σώμα ψηφιδωτών επιγραφών που σώζεται σε οποιοδήποτε μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι λέξεις κυριαρχούν πάνω στο χάρτη, γεμίζοντας τα περισσότερα από τα κενά μεταξύ των οικισμών, με ιδιαίτερη προσοχή σε τοποθεσίες ή περιοχές που καθόριζαν τη διαίρεση ή την ιδιοκτησία της γης. Παραδόξως λίγες επιγραφές κατονομάζουν ρητά χριστιανικές τοποθεσίες.

* * * * *  

Η λιγότερο αμφισβητούμενη πτυχή του χάρτη είναι η χρονολόγησή του. Παρ’ όλο που δεν υπάρχει αφιερωματική επιγραφή που να δίνει συγκεκριμένο έτος, η σύγκρισή του με άλλα ψηφιδωτά της Μάνταμπα, και οι ενδείξεις για την παρουσία ορισμένων τοποθεσιών έχουν κατευθύνει τους περισσότερους μελετητές στην υπόθεση ότι ο χάρτης χρονολογείται κάπου στα μέσα του έκτου αιώνα. Οι πηγές πληροφοριών για την τελική του  σύνθεση,  καθώς και τα κίνητρα της απόπειρας δημιουργίας  ενός τέτοιου έργου, είναι λιγότερο ξεκάθαρα, ενώ οι ανάλογες θεωρίες σχετικά με τις πηγές και τον σκοπό του χάρτη, συχνά αλληλεπικαλύπτονται. Για μερικούς, το ψηφιδωτό τοποθετείται στην κατηγορία ενός χάρτη, όπου η μορφή του είναι δομημένη σύμφωνα με το αναμενόμενο ταξίδι προς έναν προορισμό.

 

 

Ένα γνωστό παράδειγμα του τύπου της διαδρομής που μερικές φορές συγκρίνεται με τον χάρτη της Μάνταμπα, είναι ο ύστερος ρωμαϊκός οδικός χάρτης, γνωστός ως χάρτης του Πόϊτινγκερ, ή Πευτιγγεριανός Πίνακας (στα λατινικά,  Tabula Peutingeriana),  που είναι  αντίγραφο του 12ου-13ου αιώνα ενός αρχαίου χάρτη του οδικού δικτύου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ένα εικονογραφημένο δρομολόγιο που δείχνει τους δρόμους που διέσχιζαν την επικράτεια ξεκινώντας από τα νησιά της Μεγάλης Βρεττανίας δια μέσου των μεσογειακών χωρών και της Μικράς Ασίας και φτάνοντας μέχρι την Ινδία και τον ποταμό Γάγγη, τη Σρι Λάνκα, τον Ινδικό Ωκεανό, και την αυτοκρατορία της Κίνας. Η υπόθεση ότι το εν λόγω ψηφιδωτό είχε λατρευτική λειτουργία, ή που να αφορά κάποιο προσκύνημα δεν αντέχει στην προσεκτική εξέταση, γιατί ως ταξιδιωτικός οδηγός για τους Αγίους Τόπους ο χάρτης είναι ανεφάρμοστος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Βηθλεέμ απεικονίζεται σε πολύ μικρή κλίμακα, παρά τα, επίσης μικρά, κόκκινα γράμματα του ονόματός της. Και μάλλον θα ήταν περίεργο για έναν οδηγό προσκυνήματος να δίνει τόσο λίγη προσοχή σε έναν από τους σημαντικότερους λατρευτικούς τόπους του χριστιανικού κόσμου. Στην πραγματικότητα, λίγες από τις πολυάριθμες πόλεις που απεικονίζονται θα αποτελούσαν σημαντικά αξιοθέατα και τόποι προσκυνήματος, ιδίως στις απομακρυσμένες περιοχές του Λιβάνου και της Αιγύπτου, γιατί όποιος προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει το ψηφιδωτό ως οδηγό για την διάσχιση της αιγυπτιακής ερήμου δεν θα εύρισκε  εύκολα τον προορισμό, ενώ η ιδέα ότι οι προσκυνητές θα στέκονταν στην εκκλησία της Μάνταμπα και θα αντέγραφαν επιμελώς λεπτομέρειες από το δάπεδο πριν επιστρέψουν στο δρόμο τους,  είναι όπως είναι ευνόητο, απίθανη. Υπάρχει ακόμα η πιθανότητα, όπως πρότειναν ορισμένοι, ότι το ψηφιδωτό είχε σκοπό να παρουσιάσει στους θεατές του πώς ήταν ένα πνευματικό ταξίδι μέσα από την άνεση ενός και μόνο κτιρίου. 

Η μορφή του χάρτη της Μάνταμπα στο σημερινό του περιβάλλον είναι κάπως άμορφη, κάτω από τις στοές της σύγχρονης εκκλησίας, καθιστώντας το ανατολικό άκρο της δομής  ενιαία μονάδα χώρου χωρίς τον συμβατικό διαχωρισμό μεταξύ κλίτους και κυρίως ναού που παρατηρείται σχεδόν σε κάθε άλλη μονόκλιτη βασιλική, όχι μόνο στην Ιορδανία αλλά και σε ολόκληρο τον βυζαντινό κόσμο. Το πιο εμφανές δομικό χαρακτηριστικό του σωζόμενου τμήματος του χάρτη είναι η κατά προσέγγιση διαίρεση βορρά-νότου που παρέχεται από τον ποταμό Ιορδάνη και τη Νεκρά Θάλασσα. Οι οικισμοί είναι τοποθετημένοι γεωγραφικά, και η κλίμακα τους έχει μεγαλύτερη σχέση με το πραγματικό τους μέγεθος παρά με την πιθανή θρησκευτική τους σημασία, με αποτέλεσμα ορισμένοι τόποι προσκυνήματος να είναι μικροί και να βρίσκονται στο περιθώριο του χάρτη. Μια άλλη θεωρία, ότι δηλαδή ο χάρτης προοριζόταν να απεικονίσει την ιστορία της σωτηρίας του Θεού πρέπει επίσης να αμφισβητηθεί. Όπως προαναφέρθηκε, ήδη, η πλειονότητα των περιγραφικών επιγραφών αναφέρεται σε γεγονότα και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης. 

* * * * *  

Δεδομένου ότι καμία από τις υπάρχουσες θεωρίες δεν εξηγεί πειστικά τη λειτουργία του χάρτη, αξίζει να εξετάσουμε αν οι μελετητές έχουν θέσει τα λάθος  ερωτήματα. Η προσδοκία ότι ο χάρτης πρέπει να λειτουργούσε ως οδηγός προσκυνήματος ή ως οπτικός διαλογισμός για τη σωτηρία, βασίζεται στην πεποίθηση ότι προοριζόταν για εκκλησία. Πολλά χαρακτηριστικά του ψηφιδωτού, όμως,  συνηγορούν εναντίον  ενός εκκλησιαστικού πλαισίου. Χωρίς εξαίρεση, τα δάπεδα των ιορδανικών εκκλησιών αποτελούνταν από διακριτούς χώρους,  με μεγάλα διακοσμητικά περιθώρια που διέκριναν τον ένα χώρο από τον άλλο, ιδίως τον κυρίως ναό από τα κλίτη. Δεν υπάρχουν, όμως,  παραλληλισμοί στην Ιορδανία, ή οπουδήποτε αλλού στην ανατολική Μεσόγειο, για ένα ψηφιδωτό δάπεδο που απλώνεται χωρίς διαίρεση σε κλίτη και κυρίως ναό. Αν το κτίριο, τώρα,  που αρχικά φιλοξένησε τον χάρτη δεν ήταν εκκλησία, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της χρήσης του, η κλίμακα και η φιλοδοξία του ψηφιδωτού υποδηλώνουν ως πιθανή εναλλακτική λύση κάποιο είδος αίθουσας ακροατηρίου. Τα επισκοπικά ανάκτορα γενικώς διέθεταν τουλάχιστον έναν χώρο αυτού του είδους, αλλά η αίθουσα με τον χάρτη είναι απίθανο να αποτελούσε μέρος της κατοικίας του επισκόπου, επειδή βρίσκεται στην άκρη της πόλης, ενώ ο καθεδρικός ναός ήταν πιθανότατα η μεγάλη εκκλησία με το βαπτιστήριο στο κέντρο της πόλης. Όσον αφορά τις πιθανές κοσμικές ταυτίσεις, οι μεγάλες αίθουσες χρησιμοποιούνταν για ευρύ φάσμα ιδιωτικών και δημόσιων λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένων των αιθουσών υποδοχής στις κατοικίες των ιδιωτών και των δημοτικών γραφείων. Μια ιδιωτική ή οικιστική αίθουσα ακροάσεων, θα ήταν δυνατόν να υπήρξε σίγουρα μια από τις επιλογές για το σκηνικό του ψηφιδωτού, αφού ως προς τη μορφή του, ο χάρτης συγκρίνεται περισσότερο με τα ψηφιδωτά των ελίτ κατοικιών στη Μάνταμπα παρά με οποιοδήποτε από τα δάπεδα των τοπικών εκκλησιών. Οι χάρτες χρησιμοποιούνταν συχνά για να εκφράσουν την πολιτική και οικονομική εξουσία, οπότε η επιλογή του θέματος θα ταίριαζε σε μια αίθουσα ακροάσεων σε κάποια διακεκριμένη κατοικία. Υπάρχουν, άλλωστε, πολλά προηγούμενα για την επίδειξη και προβολή μεγάλων χαρτών σε ανακτορικούς χώρους υποδοχής στην ύστερη αρχαιότητα, αλλά  και παλαιότερα.  Ο Καρλομάγνος (748–814), για παράδειγμα,  και πρώτος Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διέθετε τρία χρυσά και ασημένια τραπέζια διακοσμημένα με μια αναπαράσταση της πόλης της Κωνσταντινούπολης, το ομοίωμα της πόλης της Ρώμης και μια αναπαράσταση ολόκληρου του κόσμου σε   λεπτομερή μορφή. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι οι χάρτες ήταν κατάλληλες διακοσμήσεις για τα δωμάτια υποδοχής των ισχυρών, και είναι δυνατόν να δούμε τον χάρτη της Μάνταμπα υπό αυτό το πρίσμα, ίσως στολίζοντας την αίθουσα ακροάσεων ενός επιτυχημένου εμπόρου ή τοπικού αξιωματούχου.

Εναλλακτικά, το ψηφιδωτό μπορεί να αποτελούσε μέρος μιας δημόσιας δομής και για την περίπτωση της Μάνταμπα, μια καλή εξήγηση θα ήταν το ψηφιδωτό ως πιθανό πλαίσιο σε μια αίθουσα για δικαστικές ακροάσεις. Δεν υπήρχε, πάντως,  κάποια σταθερή αρχιτεκτονική μορφή για τα δικαστήρια της ύστερης αρχαιότητας, και   η δικαιοσύνη μπορούσε να αποδοθεί σε αστικές βασιλικές, εκκλησίες ή ακόμη και σε λουτρά,  αλλά αναμφίβολα μια μεγάλη αίθουσα για ακροάσεις ήταν κάτι το συνηθισμένο. Το πρώτο σημείο που συνηγορεί υπέρ της δικαστικής χρήσης της αίθουσας στη Μάνταμπα είναι η τοποθεσία της. Η αίθουσα με τον χάρτη βρίσκεται ακριβώς μέσα στον πύργο της βόρειας πύλης της Μάνταμπα, στη διασταύρωση των κύριων δρόμων που κατευθύνονται βόρεια και ανατολικά προς τον τόπο προσκυνήματος του όρους Νέμπο και τις πόλεις Εσεβών και Αμμάν. Στη συνέχεια, ο μεγάλος αριθμός των επιγραφών στο δάπεδο της Μάνταμπα, θα ήταν  πρωτοφανής σε ψηφιδωτά από οικιακά περιβάλλοντα, αλλά  θα ήταν κατάλληλος για  δικαστικό περιβάλλον. Υποδηλώνει ότι οι προστάτες επιθυμούσαν να επιδείξουν τη μόρφωση και την εμπιστοσύνη τους στον γραπτό λόγο και  ότι κάποιοι από το προοριζόμενο κοινό ήταν επίσης εγγράμματοι. Ο τρίτος λόγος για τον οποίο μια δικαστική αίθουσα φαίνεται πιθανό σκηνικό για τον χάρτη της Μάνταμπα, είναι η έμφαση που δίνεται στα ονόματα και τα εδάφη των δώδεκα φυλών, γεγονός που δίνει έμφαση στην ιδιοκτησία και την κατανομή της γης. 

* * * * *  

Είναι προφανές ότι η όποια  υπόθεση κάνουμε για το θέμα αυτό, δεν μπορεί να αποδειχθεί και κανένα από τα σημεία που τέθηκαν παραπάνω δεν αποκλείει την άλλη πιθανότητα. Συνδυάζοντας πληροφορίες για γεωγραφικές, ιστορικές και κοινωνικές σχέσεις, ο χάρτης παρουσιάζει τις τελευταίες ως γεγονότα τόσο ακλόνητα όσο τα ονόματα των δώδεκα φυλών ή η τοποθεσία της Νεκράς Θάλασσας. Η τοποθεσία του κτιρίου που στέγαζε τον χάρτη υποδηλώνει ότι απευθυνόταν σε κοινό που προερχόταν όχι μόνο από το εσωτερικό της πόλης αλλά και από τα πολλά γύρω χωριά. Τους παρουσίασε μια εικόνα της περιοχής ως ενός δικτύου πόλεων, με τη Μάνταμπα στο κέντρο της.

 

 

Η σημερινή υπηρεσία ενημέρωσης των επισκεπτών της πόλης. 

 

Οι γνώσεις μας για την κοινωνική ζωή της ύστερης αρχαιότητας στην Ιορδανία, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της πρώην Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, φαίνονται συχνά μέσα από την αρχιτεκτονική, την τέχνη και την λογοτεχνία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ενώ, όμως, ο χάρτης της Μάνταμπα είναι γεμάτος με αναφορές στην εβραϊκή και χριστιανική ιστορία, τα κίνητρα πίσω από την δημιουργία του και οι λεπτομέρειες της εμφάνισής του δεν ήταν λατρευτικά αλλά, μάλλον, πολιτικά και οικονομικά. Φυσικά, υπήρχε μεγάλη εννοιολογική επικάλυψη μεταξύ κοσμικής και θρησκευτικής ζωής. Όμως, όπως οι εκκλησίες και τα αστικά κτίρια είχαν διαφορετικές πρακτικές απαιτήσεις, έτσι η διακόσμηση μιας δικαστικής αίθουσας απαιτούσε τον οραματισμό και την απεικόνιση συγκεκριμένων ιδεών, τη γη και τη διαίρεση της, σε ένα μοναδικό μωσαϊκό, που διαφέρει σημαντικά από αυτά που διακοσμούσαν τις εκκλησίες της εποχής. Υπάρχουν ακόμη πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τον χάρτη. Πότε, για παράδειγμα, η αρχική αίθουσα αντικαταστάθηκε από μια κλίτη βασιλική και η αλλαγή σχεδίου συνοδεύτηκε από αλλαγή λειτουργίας, ενδεχομένως με αγιασμό ως εκκλησία και ακόμα ποιοι ήταν οι θαμώνες; Η επιλογή ενός χάρτη υπαινίσσεται την  ιδιαίτερη επίγνωση της περιφερειακής γεωγραφίας. Έτσι αποτελεί ερώτημα αν παραγγέλθηκε από επιτυχημένους εμπόρους, που εγκαταστάθηκαν στις επαύλεις τους στη Μάνταμπα και αναλάμβαναν τοπικούς πολιτικούς ρόλους. 

Συμπερασματικά, να πούμε, πως ο Μωσαϊκός Χάρτης της Μάνταμπα, απεικονίζει τμήμα της Μέσης Ανατολής και περιέχει την παλαιότερη σωζόμενη πρωτότυπη χαρτογραφική απεικόνιση των Αγίων Τόπων και ιδιαίτερα της Ιερουσαλήμ. Χρονολογείται στον έκτο αιώνα, αλλά η παρουσία και απουσία κάποιων συγκεκριμένων κτιρίων, περιορίζουν το εύρος ημερομηνιών δημιουργίας του στην περίοδο μεταξύ 542 και 570 μ.Χ. Πιθανότατα κατασκευάστηκε από άγνωστους καλλιτέχνες, για τη χριστιανική κοινότητα της Μάνταμπα, που εκείνη την εποχή ήταν επισκοπική έδρα. Η συνέχεια δόθηκε από την επελαύνουσα δυναστεία των Ομεϊάδων και από έναν μεγάλο σεισμό το 746. Ξαναήρθε στην επιφάνεια το 1884, κατά την ανέγερση της νέας ελληνορθόδοξης εκκλησίας στη θέση του αρχαίου ναού, ενώ στη σύγχρονη εποχή, πολλάκις χρησίμευσε για τον εντοπισμό και την επαλήθευση κάποιων βιβλικών τοποθεσιών.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top