Fractal

Ειρωνεία, ψευδαίσθηση και πραγματικότητα σε Ανατολή και Δύση, μέσα στο ‘Σιμπούμι’ του Τρεβάνιαν

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Trevanian, “Σιμπούμι”. Μετάφραση: Αποστόλης Πρίτσας. Εκδόσεις Πόλις. 2019. Αθήνα

 

 

Όταν τελειώσει ο αναγνώστης το  δεύτερο βιβλίο του Τρεβάνιαν που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Πόλις, δηλαδή το ‘Σιμπούμι’, δεν τού μένει καμιά αμφιβολία ότι είναι, στην πραγματικότητα, πολλά πράγματα μαζί. Ένα περίεργο βιβλίο, πρωτότυπο σε σύλληψη, μια ξεκαρδιστική και ειρωνική ψευδαίσθηση και μια υποδορίως υφέρπουσα σε όλο το μήκος του απάτη, ένα μεγάλο λογοτεχνικό μυθιστόρημα με φιλοσοφικούς τόνους και το πιο περίεργο θρίλερ κατασκοπείας στον κόσμο το οποίο δημιουργήθηκε από  την πολυποίκιλη ευαισθησία και το εγνωσμένο συγγραφικό ταλέντο του Rodney William Whitaker (1931-2005),  γνωστού στους περισσότερους λογοτεχνικούς κύκλους ως Τρεβάνιαν (Trevanian).  Η αλυσίδα των γεγονότων πηγαίνει, περισσότερο ή λιγότερο, κάπως έτσι. Ένας ισραηλινός κομάντο αναζητά ανταπόδοση και τιμωρία για τις γνωστές δολοφονίες των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου, αλλά τελικά στο αεροδρόμιο λαμβάνει χώρα μια αναπάντεχη σφαγή από κάποια μυστηριώδη κυβερνητική υπηρεσία. Η Χάνα Στερν, η μόνη επιζώσα του μακελλειού, αναζητά καταφύγιο σε έναν παλιό φίλο του θείου της, τον Νικολάι Χελ, ο οποίος συμβαίνει να είναι και ο καλύτερα πληρωμένος δολοφόνος στον κόσμο. Το ‘Σιμπούμι’, λοιπόν, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος του, αναφέρεται στην διανοητική και πνευματική ανάπτυξη του  Νικολάι Χελ, ώστε τελικά να εξελιχτεί στον   πιο επικίνδυνο άνθρωπο στον κόσμο.

 

Ο φορτωμένος με περίσσια υπομονή αναγνώστης σύντομα διαπιστώνει ότι ο πρωταγωνιστής Νικολάι Χελ  αναπτύσσει, σταδιακά, μια γενικότερη προκλητική πολιτική αδιαφορία   μέσα από μια σειρά  επώδυνων δοκιμασιών και ένα περίεργο μίγμα εθνικής ταυτότητας, αφού δεν διαθέτει κάποια συγκεκριμένη. Στις σελίδες του βιβλίου αφθονούν οι αναφορές στο ιαπωνικό παιχνίδι Γκο με το οποίο καταγίνεται ο Χελ σε συνεχή βάση. Το παιχνίδι αυτό, αποτελεί ουσιώδη μεταβλητή όσον αφορά την πολυεπίπεδη  δομή της ιστορίας. Αυτό το συγγραφικό, σε τελική ανάλυση, τέχνασμα, μπορεί να απαιτήσει  μια επιπλέον ανάγνωση στο τέλος, τουλάχιστον σε ορισμένα κεφάλαια, με δεδομένο το γεγονός ότι βρίσκεται πληθώρα πληροφοριών σκορπισμένες μέσα στο πολυσέλιδο αλλά άκρως ελκυστικό βιβλίο. Ο Νικολάι Χελ, είναι από τη φύση του μια παρωδία και καρικατούρα των συμβατικών χαρακτήρων των κατασκόπων, όπως τουλάχιστον τους είχαμε γνωρίσει παλιότερα σε επιτυχημένες κινηματογραφικές ταινίες και ανάλογα βιβλία, αλλά παράλληλα είναι μάλλον ένας σοβαρός χαρακτήρας, παρά το γεγονός ότι  ορισμένες πτυχές του ‘Σιμπούμι’ είναι  άγριες, βίαιες, αλλά και αρκούντως πνευματώδεις. Ειρωνεύεται ασύστολα την CIA και την επιβλέπουσα ‘Μητέρα Εταιρεία’ και το σπουδαιότερο με πραγματικά φοβερή ακρίβεια και λεπτομέρεια, αναλύοντας και τους αποτελεσματικούς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων,  μηχανισμούς της: ‘… Σε κάθε περίπτωση, αν ήσουν πολίτης του βιομηχανοποιημένου δυτικού κόσμου, ο Χοντρός σε είχε καταχωρημένο. Γνώριζε τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής σου ικανότητας, την ομάδα αίματός σου, το ιστορικό των πολιτικών σου πεποιθήσεων, τις σεξουαλικές σου τάσεις, το ιατρικό σου αρχείο, τις επιδόσεις σου στο σχολείο και στο  πανεπιστήμιο, διέθετε τυχαία δείγματα τηλεφωνικών σου συνομιλιών, αντίγραφα κάθε τηλεγραφήματος που είχες στείλει ή λάβει, αντίγραφα κάθε αγοράς που είχες κάνει μέσω πιστωτικής κάρτας, πλήρη αντίγραφα στρατιωτικών αρχείων και ποινικών μητρώων, αντίγραφα όλων των περιοδικών στα οποία είχες συνδρομή, όλων των φορολογικών σου στοιχείων, αντίγραφο της άδειας οδήγησής σου, των δακτυλικών σου αποτυπωμάτων, του πιστοποιητικού γεννήσεώς σου…’.

 

Το ‘Σιμπούμι’, μπορεί να γράφτηκε το 1979, αλλά το σπουδαιότερο σημείο είναι πως   ασχολείται με καίρια και πολύ σοβαρά ζητήματα που σχετίζονται και άπτονται της σημερινής καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα για τις γιγαντιαίες και παντοδύναμες ενεργειακές εταιρείες που ελέγχουν  με αποτελεσματικό τρόπο τις κυβερνήσεις, ενώ την ίδια στιγμή  να προωθούν τις άκρως απαραίτητες ένοπλες  συρράξεις.  Ο Τρεβάνιαν, παρουσιάζεται και σε τούτο το βιβλίο με μεγάλο βάθος γνώσεων και εκσεσημασμένη φαντασία  στη συζήτηση και ανάπτυξη  αυτών των ζητημάτων, ενώ  ταυτόχρονα  δεν χάνει ποτέ την αίσθηση του πηγαίου χιούμορ. Είναι μια άλλη συναρπαστική πτυχή αυτού του μυθιστορήματος, όπου η ειρωνεία, το  χιούμορ και τα πολλαπλά και βαθυστόχαστα πολιτικά σχόλια είναι αποτελεσματικά αλληλένδετα. Το ‘Σιμπούμι’, λοιπόν, είναι το προϊόν, το καταστάλαγμα του σπουδαίου και φωτισμένου μυαλού του παραγνωρισμένου, ομολογουμένως, για μεγάλο χρονικό διάστημα, Τρεβάνιαν. Σε αντίθεση με τους περισσότερους  συγγραφείς που αγαπούν τη δημιουργία κρυφών ψηφίδων, οι προθέσεις του συγγραφέα, εν προκειμένω, ήταν περισσότερο δημοκρατικές. Η ανάγνωση του βιβλίου, λοιπόν, απαιτεί προσπάθεια και υπομονή, αλλά είναι ένα μυθιστόρημα που τελικά αποζημιώνει πολλαπλώς.

Το ‘Σιμπούμι’, έχει ειπωθεί και πολύ σωστά, ότι σε πολλά σημεία και εδάφια  χρησιμεύει ως όχημα για την σύγκρουση και την αντιπαράθεση της δυτικής κουλτούρας με τους άλλους διαφορετικούς τρόπους σκέψης στον πλανήτη. ‘Πάντα ήθελα να επισκεφτώ τη Νέα Υόρκη’, λέει κάποια στιγμή ένας χαρακτήρας, για να του απαντήσει ευθύς αμέσως ένας άλλος: ‘Θα απογοητευόσουν. Είναι μια πόλη τρομαγμένη κι’ όσοι ζουν σ’ αυτήν κυνηγούν μανιωδώς το χρήμα: οι τραπεζίτες, οι ληστές, οι επιχειρηματίες, οι πόρνες. Αν βγεις στο  δρόμο  και περπατήσεις και κοιτάξεις τα μάτια τους, διακρίνεις  δύο πράγματα: φόβος και οργή. Ανθρωπάκια που ζουν πίσω από τριπλοκλειδωμένες πόρτες. Τσακώνονται με άντρες που δεν μισούν,  και κάνουν έρωτα με γυναίκες που δεν τους αρέσουν. Έχουν δημιουργήσει μια μπασταρδεμένη κοινωνία, δανειζόμενοι από τα απομεινάρια του παγκόσμιου πολιτισμού…’.

 

Γράφτηκε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου όπου η ανατολική φιλοσοφία βρισκόταν στο μικροσκόπιο  των δυτικών, για πολλούς, εμφανείς και μη, λόγους. Το βιβλίο χωρίζεται σε πολλαπλά τμήματα, το καθένα από τα οποία αντιπροσωπεύει έναν διαφορετικό ελιγμό ή κατάσταση παιχνιδιού στο ιαπωνικό παιχνίδι Γκο, του οποίου ο  πρωταγωνιστής μας, Νικολάι Χελ, είναι με την πάροδο του χρόνου αυθεντία και δάσκαλος, ενώ ταυτόχρονα ένας καταπληκτικός κατάσκοπος εξειδικευμένος τόσο στη γρήγορη σκέψη όσο και στην παρατήρηση και την κατασκοπεία, αυτή καθ’ εαυτή. Τέλος, είναι ένας άνθρωπος που επιδιώκει να μεγιστοποιήσει όλες τις δυνατότητες, μεταξύ των οποίων και τη σεξουαλική του ρώμη η οποία στο τέλος ξεπερνά τις  βασικές παραμέτρους, κατευθύνοντας τον εαυτό του και τις παρτενέρ του σε ύψη πρωτόγνωρης ψυχοσωματικής έκστασης. Για τον Χελ, όλα κορυφώνονται με τον τίτλο ‘Σιμπούμι’, μια κατάσταση πλήρους κατανόησης, συνειδητοποίησης και διασύνδεσης με το περιβάλλον.

Το πρώτο τρίτο του βιβλίου είναι μια απεικόνιση του ταξιδιού του νεαρού Νικολάι στην μεταφυσική κατάσταση. Αλλά αν προχωρήσουμε λίγο παραπέρα και μιλήσουμε για τον ηλικιωμένο Χελ, ο διστακτικός μας ήρωας έχει αποσυρθεί για λίγο, απολαμβάνοντας μια δραστήρια ζωή εξερευνώντας τις σπηλιές και ζώντας σε ένα παλιό κάστρο στην εκδοχή της απομονωμένης βασκικής υπαίθρου. Έχει εγκαταλείψει την ενεργό δράση εδώ και χρόνια, δεν ασκεί πλέον το επάγγελμα του εκτελεστή τρομοκρατών, κι’ έχει αφιερωθεί στον κήπο του, στην εξερεύνηση σπηλαίων, στους λεπτεπίλεπτους ήχους που κάνει το γρασίδι καθώς μεγαλώνει, και στην αναζήτηση μιας βαθιάς ειρήνης με τον εαυτό του την οποία έχασε για τους γνωστούς λόγους  από χρόνια.  Φυσικά, δεν θα υπήρχε καμία αξιόλογη ιστορία στο βιβλίο αν ένας άνθρωπος τέτοιων περίεργων και ικανών δεξιοτήτων αφηνόταν να παραμείνει μέσα στην ειρήνη και τη μοναξιά. Τοιουτοτρόπως, μια χάρη που οφειλόταν σε έναν φίλο από τα περασμένα, τον επαναφέρει ξανά στο προσκήνιο και στον κυκεώνα των διεθνών συνωμοσιών και των παλαιών μνησικακιών.

 

Ο Νικολάι Χελ,  είναι ο πιο καταζητούμενος άνθρωπος στον κόσμο. Γεννήθηκε, στα 1925, στη Σαγκάη κατά τη διάρκεια του χάους που σημάδεψε το πέρας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είναι γιος μιας αριστοκρατικής Ρωσίδας μητέρας, της Αλεξάντρα Ιβάνοβνα και ενός μυστηριώδους Γερμανού πατέρα, ενώ την ίδια στιγμή είναι και ο προστατευόμενος ενός Ιάπωνα δάσκαλου του Γκο. Επιβίωσε από την καταστροφή της Χιροσίμα και εξελίχτηκε στον  πιο ελκυστικό εραστή του κόσμου και τον πιο επιτυχημένο και καλοπληρωμένο ταυτόχρονα δολοφόνο. Είναι μεγαλοφυής, μυστικιστής και δάσκαλος της γλώσσας και του πολιτισμού, ενώ το βαθύτερο μυστικό του είναι η αποφασιστικότητά του να επιτύχει ένα σπάνιο είδος προσωπικής αριστείας, μια κατάσταση αβίαστης τελειότητας, γνωστής μόνο ως ‘σιμπούμι’.

Ενώ ζει, λοιπόν, σε ένα απομονωμένο ορεινό φρούριο με την πανέμορφη ερωμένη του, ο Χελ σύρεται απρόθυμα στη ζωή που είχε προσπαθήσει να αφήσει πίσω του όταν ένας ξένος άνθρωπος φτάνει στην πόρτα του, αναζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια και καταφύγιο. Γίνεται σύντομα σαφές ότι ο Χελ  παρακολουθείται από τον πιο απειλητικό εχθρό του, τον ογκόλιθο της διεθνούς κατασκοπείας γνωστού μόνο ως ‘Μητέρα Εταιρεία’.  Οι γραμμές της επερχόμενης μάχης, αρχίζουν να σχεδιάζονται, ένθεν κακείθεν.  Αδίστακτη δύναμη και διαφθορά από τη μία πλευρά, ενώ  από την άλλη… απλώς σιμπούμι! Ο κύριος χαρακτήρας μας  υποτίθεται ότι είναι  υπεράνθρωπος,  αλλά, όπως όλοι γνωρίζουμε, κανένας από αυτούς δεν είναι τέλειος, παρά το γεγονός ότι μπορεί, μεταξύ των άλλων, να μιλήσει και να κατανοήσει πολλές γλώσσες. Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το ‘Σιμπούμι’ και συναρπαστικό μυθιστόρημα κατασκοπείας, αν προσπεράσουμε ορισμένες σελίδες, αγνοώντας κάποια συγκεκριμένα μέρη του τα οποία φαίνονται κάπως παράταιρα της κεντρικής υπόθεσης.

Ένας αγαπημένος  χαρακτήρας στο βιβλίο ήταν ο καλύτερος φίλος του Χελ στη χώρα των Βάσκων. Ο Μπενιάτ Λε Καγκό, αγαπά τις γυναίκες, το αλκοόλ, υπερασπιζόμενος αυτά που πιστεύει και πιστεύει ότι είναι, αυτό που πραγματικά και ακράδαντα θέλει να είναι.  Το πιο ενδιαφέρον γύρω απ’ αυτό  το εκτεταμένο βιβλίο  είναι οι πληροφορίες για την ιαπωνική κουλτούρα και το σιμπούμι, καθώς  και το παιχνίδι του Γκο. Αυτό που λυπεί τον αναγνώστη στο τέλος, είναι ότι παρόλο που ο κεντρικός χαρακτήρας, λίγο πολύ, θυσίασε  τη ζωή του σε όλα αυτά, ο Χελ δεν έφτασε πραγματικά στο σιμπούμι που επιθυμούσε σφόδρα. Είναι πολύ έξυπνος, πολύ καλός στο να οργανώνει τα πράγματα, κυρίως δολοφονίες, αλλά όταν τα πράγματα δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχό του, αρχίζει να πανικοβάλλεται.  Οι απόψεις του Τρεβάνιαν για την παγκόσμια πολιτική βρίσκονται σκόρπιες παντού μέσα στο βιβλίο, κάποιες αληθοφανείς, ορισμένες άλλες προχωρημένες για τον κοινό νου. Διαβάζουμε κάπου στην αρχή σχεδόν του βιβλίου, ‘… η αμερικανική εκδοχή του κοινοβουλευτισμού εγγυόταν ότι προσόντα όπως η νοημοσύνη και η ηθική, στοιχεία απαραίτητα  για κάποιον που φιλοδοξούσε να ηγηθεί ενός ισχυρού έθνους με υπευθυνότητα, στην πραγματικότητα ήταν ακριβώς αυτά που θα τον εμπόδιζαν να υποβάλλει τον εαυτό του στους εξευτελιστικούς θεατρινισμούς που συνοδεύουν την ψηφοθηρία και τις τράμπες μεταξύ των αντιπροσώπων. Πρόκειται για μια από τις κοινοτοπίες της αμερικανικής πολιτικής: αν μπορείς να κερδίζεις τις εκλογές, τότε   είσαι ακατάλληλος για τη θέση του Προέδρου’.

Όταν η CIA οργάνωσε μυστικά, όπως πάντα, τη δολοφονία τριών φανατικών Εβραίων στο αεροδρόμιο του Ρώμης οι οποίοι  σκόπευαν να  εκδικηθούν τις γνωστές δολοφονίες του Μονάχου, το σχέδιο αποδεικνύεται  κακοσχεδιασμένο, αφού   υπάρχει ένας επιζών, που δεν είναι άλλος από την νεαρή Αμερικανίδα Χάνα Στερν. Έτσι η Μητέρα Εταιρεία εξαγριώνεται. Ποια ήταν αυτή; ‘… Μια κοινοπραξία μεγάλων επιχειρήσεων με διεθνή συμφέροντα στον χώρο του πετρελαίου, των επικοινωνιών και των μεταφορών, οι οποίες επιχειρήσεις στην πραγματικότητα ήλεγχαν όλα τα πεδία της ενέργειας και των πληροφοριών στον δυτικό κόσμο’!

Η Μητέρα Εταιρεία φοβάται, παρά την απεριόριστη δύναμη και τους πόρους που έχει στη διάθεσή της, απερίγραπτα μηχανογραφημένη ούσα,  όταν μαθαίνει  ότι η απελπισμένη Χάνα Στερν κατευθύνεται προς τη βασκική χώρα και στην περιοχή όπου βρίσκεται η οικία του γερμανο-Ρώσου Νικολάι Χελ, ενός φίλου του νεκρού θείου της.  Γιατί όλη η αναστάτωση, λοιπόν, για τον Χελ; Επειδή είναι, όπως μαθαίνουμε σε ζωντανές αναδρομές και ενώ η Μητέρα Εταιρεία ερευνά ταυτόχρονα τον Χελ μέσω του παντοδύναμου και βαρυφορτωμένου ηλεκτρονικού της υπολογιστή, ο μεγαλύτερος δολοφόνος στον κόσμο και ο επαγγελματίας εξολοθρευτής διεθνών τρομοκρατών, εκείνος  που μεγάλωσε στη Σαγκάη και την εποχή του πολέμου στην Ιαπωνία, ο μυθοπλαστικά προικισμένος Νικολάι που σύντομα έμεινε ορφανός και έμαθε με την πάροδο του χρόνου να μισεί τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και ο οποίος όλη την ώρα μάθαινε τεχνικές ήρεμης θανάτωσης, βυθίζοντας τον εαυτό του στο φιλοσοφικό παιχνίδι Γκο, αναζητώντας το ‘Σιμπούμι’, ένα είδος ουσιώδους και προχωρημένης ανατολικής αξιοπρέπειας και ψυχραιμίας.

Τώρα ο Χελ έχει αποτραβηχτεί, απολαμβάνοντας τα εστιασμένα πάθη του για τα σπήλαια των Βάσκων και τη βαθειά σεξουαλική γνώση. Αλλά όταν η Χάνα φτάνει  στο εκεί άσυλο, σύντομα ακολουθείται από τους ευσεβείς απεσταλμένους της Μητέρας Εταιρείας και το γεγονός ότι ο Χελ έχει με έναν απ’ αυτούς μια τριαντάχρονη μνησικακία, προκαλεί την επανάκαμψη  στην ενεργό δράση του Χελ. Αποφασίζει να εκπληρώσει την αποτυχημένη αποστολή της Χάνα Στερν με επιτυχία παρά τις προσπάθειες της Μητέρας Εταιρείας σκοτώνοντας τους τρομοκράτες του Μονάχου σε βρεττανικό αεροπλάνο, με την άκρη μιας πιστωτικής κάρτας.  Και όταν επιστρέφει στο σπίτι του στη Βασκική γη, γίνεται  μια αιματηρή αναμέτρηση με τις δυνάμεις της Μητέρας Εταιρείας. Ενδιάμεσα σε μια στιγμή μας κάνει κοινωνούς μιας άλλης προσωπικής εξομολόγησης, μέσω ενός χαρακτήρα του βιβλίου του, ‘… όλοι οι πόλεμοι χάνονται στο τέλος…. Και για τη μια μεριά και για την άλλη. Οι μέρες όπου οι μάχες διεξάγονταν ανάμεσα σε επαγγελματίες πολεμιστές έχουν τελειώσει’! Κατακρίνει τους Αμερικανούς για τη βαρβαρότητά τους, παρομοιάζει τον πολιτισμό τους ως ένα μπερδεμένο μωσαϊκό, και μας υπενθυμίζει ότι η Αμερική εποικίστηκε από απόκληρους και τους αποτυχημένους της Ευρώπης. ‘Δεν έχουν καν δικό τους πολιτισμό, αλλά μια κατσαρόλα μέσα στην οποία σιγοβράζει ότι έχει παραπέσει από το ευρωπαϊκό φαγοπότι’. Αλλά λίγο αργότερα: ‘…Η αποστροφή σου προς τους Αμερικανούς δεν θα σε βοηθήσει σε τίποτα. Πρέπει να προσπαθήσεις να τους καταλάβεις, ώστε να μπορείς να προφυλαχτείς απ’ αυτούς’.

Ο Τρεβάνιαν γράφει θρίλερ με έναν προσωπικό τόνο μάλλον παρακμιακό, αυστηρά αιμοδιψή, στοχαστικό, αλλού αισιόδοξο, κι’ αλλού  μελαγχολικό. ‘… Ποτέ μη νοιώσεις φθόνο για το πλεονέκτημα της πείρας που έχουν οι γηραιότεροι. Να θυμάσαι ότι την πείρα τους την έχουν πληρώσει με το νόμισμα της ζωής, αδειάζοντας ένα πουγκί που δεν μπορεί να ξαναγεμίσει… οι ηλικιωμένοι είναι αναγκασμένοι να κάνουν ότι περισσότερο μπορούν με την πείρα τους. Μόνο αυτή τους έχει μείνει’, συμβουλεύει κάποιος μεγαλύτερος τον Νικολάι, χωρίς να έχει φυσικά άδικο!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top