Fractal

Ισραήλ – Παλαιστίνη: Διαρκής σύγκρουση

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

 

Ισραήλ -Παλαιστίνη: Διαρκής σύγκρουση i

Παλαιστίνη 14 Μαΐου 1948: Τη μέρα που τους ξέχασε ο Θεός

 

1]. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ: Το  Κράτος του  Ισραήλ  (εβραϊκά: Μεντινάτ Iσραέλαραβικά: Ντάουλατ Ισραΐλ) είναι ένα μικρό, ανεπτυγμένο, κράτος της Μέσης Ανατολής, με έκταση 20.770 τετρ. χλμ.  και πληθυσμό 9.756.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023. Ιδρύθηκε το 1948, με σκοπό να μετατραπεί σε εθνική εστία όσων απανταχού  Εβραίων  επιθυμούν να πολιτογραφηθούν πολίτες του απ’ όπου και αν προέρχονται, και με την απαιτούμενη φυσικά χρηματοδότηση… Ωστόσο, το σύγχρονο κράτος του Ισραήλ θεωρεί πως διεκδικεί ιστορική συνέχεια με τα αρχαία βιβλικά κράτη του Ισραήλ και της Ιουδαίας, τα οποία έχουν κεντρική θέση στην ιουδαϊκή θρησκεία!!! (sic). Σήμερα, η πλειονότητα των κατοίκων του κράτους είναι  Εβραίοι (74,8%), ενώ η μεγαλύτερη μειονότητα είναι  Άραβεςii (Παλαιστίνιοι)  (20,9%), εκ των οποίων το 84% είναι Μουσουλμάνοι, το 8% είναι Χριστιανοί διαφόρων δογμάτων, το 8% είναι Δρούζοι,iii που κατοικούν κυρίως στο βορειοανατολικό Ισραήλ, στα Υψίπεδα του Γκολάν, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, που έχει κι αυτά το Ισραήλ καταπατήσει.

 

Το υπόλοιπο 4,8% του πληθυσμού (περίπου 434.000 άτομα) ορίζεται ως «διαφορετικό» και συμπεριλαμβάνει: 1) Άτομα εβραϊκής καταγωγής που θεωρούνται μη Εβραίοι με βάση τον ιουδαϊκό θρησκευτικό νόμο, 2) άτομα μη εβραϊκής καταγωγής, αλλά είναι μέλη της οικογένειας Εβραίων μεταναστών (κανένα από τα οποία δεν είναι εγγεγραμμένα στο Υπουργείο Εσωτερικών ως Εβραίοι), 3) μη Άραβες Χριστιανοί, 4) μη Άραβες Μουσουλμάνοι και 5) υπόλοιπους κατοίκους που δεν έχουν ούτε εθνική, ούτε θρησκευτική κατάταξη. Ακόμα και σήμερα υπάρχει ένα σταθερό κύμα μετανάστευσης Εβραίων και εβραϊκής καταγωγής ατόμων προς το Ισραήλ, περίπου 30.000 άτομα το έτος, τόσο από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης όσο και εκτός αυτής.

Οι Εβραίοι στην αρχαιότητα ήταν πλειονότητα, μέχρις ότου εκδιώχθηκαν από τους Ρωμαίους και κατοίκησαν σε διάφορα μέρη του κόσμου. Η περιοχή κατακτήθηκε μεταγενέστερα από  Βυζαντινούς  (330-640μ.Χ.), κατόπιν  Άραβες  (7ο αιώναμ.Χ.),  Σελτζούκους  Τούρκους (1071μ.Χ.),  Σταυροφόρους  Ευρωπαίους (1099-1187 μ.Χ.),  Μαμελούκους  Αιγύπτιους (περί το 1250 – 1516 μ.Χ.),  Οθωμανούς  (1516-1831), Αιγύπτιους (1831-1841) και πάλι Οθωμανούς/Τούρκους (1841-1917), ενώ διετέλεσε βρετανικό  προτεκτοράτοiv  το χρονικό διάστημα 1920-1948. Δηλαδή η περιοχή της Παλαιστίνης παρέμεινε ως επί το πλείστον Μουσουλμανική κατά πλειονότητα των κατοίκων της από το 1270 μ.Χ. έως και τον 20ο αιώνα. Ο πρώτος μαζικός επαναπατρισμός Εβραίων συνέβη κατά τον 14ο αιώνα κυρίως από την Ισπανία προς την Ιερουσαλήμ.

 

2] ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ: Το Κράτος της Παλαιστίνης είναι ένα μερικώς αναγνωρισμένο κράτος στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, το οποίο διεκδικεί δύο αποκομμένα εδάφη του Ισραήλ, αυτά της «Λωρίδας της Γάζας» και της «Δυτικής Όχθης». Στην πράξη, κατέχει τη Λωρίδα της Γάζας, στην οποία ασκεί η ακραία  ισλαμιστική  οργάνωση  Χαμάς, καθώς και τμήματα της  Δυτικής Όχθης τα οποία διοικεί η «Παλαιστινιακή Αρχή». Συνορεύει με την  Αίγυπτο  στα νότια, με το Κράτος του Ισραήλ σχεδόν εξ ολοκλήρου, και την Ιορδανία στα ανατολικά.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η περιοχή αποτελεί πεδίο εθνικών διεκδικήσεων και συγκρούσεων μεταξύ  Ισραηλινών  και  Παλαιστινίων. Ιστορικά, πιστεύεται ότι η ονομασία «Παλαιστίνιοι» και «Παλαιστίνη» προέρχεται από τους Φιλισταίους. Είναι αρχαιολογικά και ιστορικώς πιθανό να υπάρχει προέλευση και κατά συνέπεια σύνδεση με κάποια φύλα, που έφυγαν από την αρχαία  Κρήτη και αναφέρονται σε κείμενα της Γραμμικής Β ως «Πελεστέτ». Η Γραμμική Β αποτελεί την πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας, μεταγενέστερη μορφή της Γραμμικής Α, και χρησιμοποιήθηκε τη Μυκηναϊκή περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αιώνα π.Χ. κυρίως για την τήρηση λογιστικών αρχείων στα ανάκτορα. Η ονομασία «Παλαιστίνη» είναι Ελληνική. Οι Ρωμαίοι, τον 2ο αιώνα π.Χ., ονόμαζαν την περιοχή «Παλαιστίνη της Συρίας», ως περιοχή της Συρίας, ονομασία που χρησιμοποιεί και ο Ηρόδοτος. Το όνομα «Παλαιστίνη» αναβίωσε και καθιερώθηκε επίσημα ως ανεξάρτητο έδαφος από τον Ιορδάνη ποταμό μέχρι τις ακτές της  Μεσογείου μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν δημιουργήθηκε ως  κράτος κατ’ εντολή και παραχωρήθηκε υπό την προστασία των Άγγλων. Πρωτεύουσα της Παλαιστίνης «ντε γιούρε» είναι η Ανατολική Ιερουσαλήμ, ενώ «ντε φάκτο» είναι η Ραμάλα. Μεγαλύτερη πόλη  του κράτους αποτελεί η  Γάζα και επίσημη γλώσσα είναι τα αραβικά. Το κράτος της Παλαιστίνης διοικείται από την «Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (PLO) και διεκδικεί για το Κράτος της Παλαιστίνης  τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Ωστόσο, η διεκδικούμενη επικράτειά του κράτους έχει καταληφθεί από το Ισραήλ, μια κατοχή που είναι σε ισχύ από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967. Η Δυτική Όχθη είναι αυτή τη στιγμή χωρισμένη σε 165 παλαιστινιακούς θύλακες στους οποίους υπάρχει μερική πολιτική εξουσία της  «Παλαιστινιακής Εθνικής Αρχής», ενώ η επικράτεια του κράτους ουσιαστικά διαμελίζεται από τους 230  ισραηλινούς οικισμούς εντός του εδάφους της, οι οποίοι διοικούνται με βάση τους νόμους του Ισραήλ. Η Γάζα διοικείται από τη Χαμάς και βρίσκεται υπό συνεχή αποκλεισμό από την Αίγυπτο και το Ισραήλ από το 2007.

 

2]. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΒΡΑΙΩΝ-ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΩΝ Α´ ΦΑΣΗ: Από τον 19ο αιώνα το Σιωνιστικό Κίνημα (που είχε ιδρυθεί το 1897 με σκοπό την ίδρυση του Ισραήλ), απαίτησε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου εβραϊκού κράτους, ενώ ανέλαβε τη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων (Πρώτη Αλιγιά) στην Παλαιστίνη, την οποία προσπάθησαν αρχικά να σταματήσουν οι Βρετανοί. Το 1917 όμως η Βρετανία άλλαξε στάση, και ο υπουργός εξωτερικών  Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ δήλωσε πως υποστηρίζει τη μελλοντική ίδρυση Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη «στον βαθμό όμως που δεν επηρεάζονται οι Άραβες κάτοικοι». Η Εβραϊκή μετανάστευση (Δεύτερη Αλιγιά, Τρίτη Αλιγιά) συνεχίστηκε και αυξήθηκε σημαντικά στα επόμενα χρόνια, και πολλές καθαρά εβραϊκές νέες πόλεις και ιδρύματα χτίστηκαν.

 

Την περίοδο 1936 -1939 οι Παλαιστίνιοι ξεσηκώθηκαν ένοπλα εναντίον των Βρετανών και σε μικρότερο βαθμό πραγματοποίησαν επιθέσεις σε εβραϊκούς οικισμούς. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και καθ´ όλη τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, οι Βρετανοί απαγόρευσαν την είσοδο Εβραίων στη χώρα. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μια εβραϊκή μυστική στρατιωτική οργάνωση, η Χαγκανά (Άμυνα), που σχηματίστηκε στα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, άρχισε να μάχεται τους Βρετανούς και τους Παλαιστίνιους, επιχειρήσεις που η ισραηλινή ιστορία καταγράφει ως την αρχή του «Ισραηλινού Πολέμου της ανεξαρτησίας». Το  1947, ο  ΟΗΕ  ανέλαβε τον έλεγχο της Παλαιστίνης, και στις  29 Νοεμβρίου η  Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την απόφαση αρ. 181 για τη διαίρεση της Παλαιστίνης σ’ ένα ισραηλινό και ένα παλαιστινιακό κράτος, και τη μετατροπή της Ιερουσαλήμ  σε διεθνή πόλη εκτός συνόρων. Σύμφωνα με αυτήν την απόφαση, η παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, καθώς και η δυτική όχθη του Ιορδάνη, τέθηκε υπό τον έλεγχο της Ιορδανίας, ενώ η νέα πόλη ελέγχθηκε από τους Ισραηλινούς. Οι Παλαιστίνιοι άρχισαν βίαιες διαμαρτυρίες κατά των Εβραίων, τη στιγμή που στην περιοχή κατοικούσαν 590.000 Εβραίοι και 1.320.000 Παλαιστίνιοι. Το παρακάτω σχέδιο αφορά την πρόταση του Ντόλαντ Τραμπ για τη λύση του Παλαιστινιακού.

 

 

3]. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΒΡΑΙΩΝ-ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΩΝ Β´ΦΑΣΗ: Στις 14 Μαΐου 1948, μία ημέρα πριν λήξει η βρετανική εντολή στην περιοχή, το ανώτατο εβραϊκό συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ ορκίζοντας ως πρόεδρο τον Χάιμ Βάιζμαν  και πρωθυπουργό τον σιωνιστή ηγέτη,  Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Παράλληλα, η Χαγκανά ορίστηκε πλέον ως ο τακτικός στρατός του κράτους του νεοσύστατου Ισραήλ που έκτοτε ονομάζεται «Αμυντική Ισραηλινή Δύναμη» (Israel Defense Force / IDF, Εβραϊκά: Τσβα Χαγκανά Λε-Γισραέλ) γνωστότερη στους Ισραηλινούς από τα αρχικά του ως «ΤΣΑΧΑΛ». Την επόμενη ημέρα ξέσπασε ο Πρώτος  Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος του 1948, όταν πέντε αραβικές χώρες (ΑίγυπτοςΙορδανίαΣυρίαΛίβανος  και Ιράκ) εισέβαλαν στρατιωτικά στο Ισραήλ, με την αρωγή και άλλων στρατευμάτων από την  Υεμένη  και τη  Σαουδική Αραβία. Η Αίγυπτος προσάρτησε τότε το Σινά  και τη  Γάζα  και η Ιορδανία τη Δυτική Όχθη.

Οι πιο κύριες φάσεις όμως της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης ήταν ο  Πόλεμος των Έξι Ημερών  (Δεύτερος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος) το 1967, όταν το Ισραήλ επιτέθηκε πρώτο στις δυνάμεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας που ήταν έτοιμες να του επιτεθούν, και προέλασε στο έδαφος τους καταλαμβάνοντας τη χερσόνησο του  Σινά, τη Λωρίδα της Γάζας, τη Δυτική Όχθη και τα  Υψώματα του Γκολάν, και ο  Πόλεμος του Γιομ Κιππούρ v του 1973 όταν και πάλι οι Αιγυπτιο-Συριακές δυνάμεις επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά την ημέρα της ιερότερης θρησκευτικής γιορτής των Εβραίων, αυτή τη φορά με επιτυχία (το Ισραήλ σώθηκε τότε με αμερικανική παρέμβαση). Δυστυχώς όμως εδώ και εξήντα και κάτι χρόνια, κυριαρχεί ένας μυστικός τρομοκρατικός πόλεμος με εκατέρωθεν δολοφονίες τόσο στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη, όσο και σε τρίτες χώρες ανάμεσα σε διάφορες παλαιστινιακές οργανώσεις και την ισραηλινή μυστική υπηρεσία Μοσάντ. Για παράδειγμα, η δολοφονία ένδεκα Ισραηλινών αθλητών στους  Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 και, πρόσφατα, η δολοφονία παλαιστινίου προμηθευτού όπλων της Χαμάς στο Ντουμπάι.

Από τις 19 Νοεμβρίου του 1977, ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου  Ανουάρ αλ-Σαντάτ, ξεκίνησε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μαζί με το Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα στις 26 Μαρτίου του 1979, να υπογραφεί στο Καμπ Ντέιβιντ συμφωνία, σύμφωνα με την οποία η Αίγυπτος αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ, ενώ το Ισραήλ αποσύρθηκε από το Σινά. Η Ισραηλινή πλευρά υποσχέθηκε επιπλέον ν’ αρχίσει συνομιλίες με τους Παλαιστίνιους. Αντί του τελευταίου όμως, ο τότε ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν, άρχισε να επιχορηγεί τους παράνομους σύμφωνα με το  Διεθνές Δίκαιο, εβραϊκούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, προκαλώντας την οργή των Παλαιστινίων, πολιτική που συνεχίζεται. Μετά ακολούθησε ο Πόλεμος του Λιβάνου το 1982, αμέσως μετά την επιχείρηση δολοφονίας του ισραηλινού πρεσβευτή στο Λονδίνο (η οποία τελικά οδήγησε στην οριστική παράλυσή του) από μέλη μιας παλαιστινιακής οργάνωσης με έδρα τον Λίβανο, αντιτιθέμενη στην «Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (PLO). Ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στη συνέχεια στον τότε χαώδη λόγω του συνεχιζόμενου εμφυλίου Λίβανο, με τη συνδρομή Λιβανέζων Χριστιανών. Μετά από μάχες με ένοπλους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους, οι Ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλο μέρος της χώρας και τελικά περικύκλωσαν και εξεδίωξαν τους Παλαιστίνιους μαχητές από τη Δυτική Βηρυτό. Με την ανοχή του Ισραηλινού στρατού, Χριστιανοί Λιβανέζοι ένοπλοι έπραξαν τη φοβερή σφαγή Παλαιστινίων Μουσουλμάνων στα στρατόπεδα προσφύγων  Σάμπρα και Σατίλα.vi Κατόπιν, ο ισραηλινός στρατός αυτοπεριορίστηκε στην κατοχή του Νοτίου Λιβάνου μέχρι το 2000, οπότε και αποχώρησαν και οι τελευταίες δυνάμεις. Η Ιντιφάντα,vii η συνεχιζόμενη ένοπλη εξέγερση Παλαιστινίων στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης, ξεκίνησε το 1987 και συνεχίζεται σε μικρότερη κλίμακα έως τις μέρες μας.

 

 

4]. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ: Μετά την Αίγυπτο, το 1994, η Ιορδανία έγινε η δεύτερη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ. Οι διαφορές Αράβων και Ισραηλινών φάνηκαν να διευθετούνται προσωρινά με τις Συνθήκες του Όσλο  του  1994, που προέβλεπαν στη δημιουργία της  «Παλαιστινιακής Αρχής», ξεχωριστού κράτους των Παλαιστινίων, χωρίς ωστόσο οι συγκρούσεις να σταματήσουν. Το 1994 ο πρωθυπουργός Ισαάκ Ραμπίν (Γιτζάκ Ράμπιν), έλαβε από κοινού με τον Γιάσερ Αραφάτ το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για τη συμφωνία, και λίγο αργότερα ο Ραμπίν δολοφονήθηκε από τον ακροδεξιό Ισραηλινό εξτρεμιστή Γιγκάλ Αμίρ. Το Ισραήλ αποχώρησε μονομερώς από τη Γάζα τον Αύγουστο του 2005, υπό πρωθυπουργίας του  Αριέλ Σαρόν, μετά από βίαιη απομάκρυνση Εβραίων εποίκων από τον Ισραηλινό στρατό. Τον Ιούνιο του 2006 μαχητές της  Σιϊτικής  οργάνωσης του Λιβάνου Χεζμπολάχ πρώτα σκότωσαν πέντε και απήγαγαν δύο Ισραηλινούς στρατιώτες στα ισραηλινο-λιβανέζικα σύνορα και στη συνέχεια εξαπέλυσαν καταιγισμό οβίδων, αλλά και πυραύλων Ιρανικής προέλευσης, που έπληξαν μεγάλες Ισραηλινές πόλεις στον βορρά, όπως τη Χάιφα, σκοτώνοντας 43 Ισραηλινούς πολίτες, προξενώντας υλικές ζημιές και μεγάλο πανικό στον άμαχο πληθυσμό. Περίπου 200.000-500.000 Ισραηλινοί χρειάστηκε να εγκαταλείψουν προσωρινά τα σπίτια τους. Το Ισραήλ απάντησε με ένα σκληρότατο βομβαρδισμό εκτεταμένων στρατιωτικών, αλλά και πολιτικών στόχων στον Λίβανο από ξηρά, αέρα και θάλασσα, που προξένησε πολύ μεγάλες απώλειες αμάχων και τεράστιες υλικές ζημιές. Το Ισραήλ κατηγορήθηκε από πολλές χώρες για χρήση βίας εκτός μέτρου, αλλά οι  ΗΠΑ απέτρεψαν την καταδίκη του από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, εξασκώντας δικαίωμα βέτο. Τον ίδιο μήνα, Ιούνιο του 2006, ένας άλλος Ισραηλινός στρατιώτης, ο Γκιλάντ Σαλίτ, απήχθη στα σύνορα με τη Γάζα, ο οποίος τελικά επέστρεψε στην οικογένειά του τον Οκτώβριο του 2011. Στις 25 Ιανουαρίου του 2006 η  Χαμάς κέρδισε τις παλαιστινιακές εκλογές, αλλά το δικαίωμά της να κυβερνήσει υπονομεύθηκε εξ’ αρχής από τους αντιπάλους της στη Φατάχ, το Ισραήλ και τη Δύση. Τον Δεκέμβριο ξέσπασε παλαιστινιακός  εμφύλιος πόλεμος. Έκτοτε οι Παλαιστίνιοι της Δυτικής Όχθης ακολουθούν την  «Παλαιστινιακή Αρχή»  αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα και το Ισραήλ, αλλά αυτοί της Γάζας διοικούνται από την οργάνωση Χαμάς, που έχει ως στόχο της την καταστροφή του Ισραήλ και την ανακήρυξη Ισλαμικού Παλαιστινιακού κράτους.

Στις 19 Δεκεμβρίου του 2008, η  Χαμάς ανακοίνωσε μονομερώς τον τερματισμό της εκεχειρίας που είχε κηρυχθεί με το Ισραήλ, και ταυτόχρονα δεκάδες αυτοσχέδιες οβίδες από τη Γάζα άρχισαν να πέφτουν καθημερινά, μέσα και γύρω από τη γειτονική Ισραηλινή πόλη Σντερότ, στέλνοντας τον πανικόβλητο κόσμο στα καταφύγια, αλλά προξενώντας μόνον ένα θάνατο και ελάχιστες υλικές ζημιές. Μια εβδομάδα σχεδόν μετά τη λήξη της εξάμηνης εκεχειρίας, η ισραηλινή αεροπορία εξαπέλυσε 30 πυραύλους εναντίον στόχων στη Λωρίδα της Γάζας. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.400, ενώ τουλάχιστον 5.100 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Το Ισραήλ κατηγορήθηκε για προφανή χρήση του απαγορευμένου λευκού φωσφόρου στις επιθέσεις του κατά της Γάζας και έγιναν παγκόσμιες διαδηλώσεις οργής κατά των επιθέσεων στη Γάζα, ακόμη και από Εβραίους εκτός του Ισραήλ. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο επικεφαλής της αστυνομίας στην πόλη, μέλος της Χαμάς και πολλοί άμαχοι πολίτες και παιδιά.

Η περιοχή της Γάζας δεν έχει ανοικοδομηθεί έκτοτε και παραμένει σε αποκλεισμό, αντιμετωπίζοντας προβλήματα σίτισης, ύδρευσης και υγιεινής. Το Ισραήλ κατηγορήθηκε επίσημα από όλες τις ισλαμικές χώρες, τη Βολιβία, τον Ισημερινό (Εκουαδόρ) και τη Βενεζουέλα, η οποία μάλιστα διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της με το Ισραήλ. Στις 31 Μαΐου του 2010, στα πλαίσια του συνεχιζόμενου ναυτικού αποκλεισμού της Γάζας, το ισραηλινό κράτος κατέλαβε με στρατιωτική επίθεση, πλοία του διεθνούς στολίσκου που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα. Καταλήφθηκαν και τα ελληνικά πλοία, «Ελεύθερη Μεσόγειος» και «Σφενδόνη», όπως και τα πλοία με σημαία  ΗΠΑ και Ιρλανδίας. Υφίσταται ισχυρισμός ότι στην αρχή της επιχείρησης μερικοί επιβάτες ενός από τα πλοία, του τουρκικής σημαίας «Μαβί Μαρμαρά», ξυλοκόπησαν Ισραηλινούς κομάντος όταν αυτοί κατέβηκαν στο κατάστρωμα από ελικόπτερο και στη συνέχεια, υπό άγνωστες ακόμα συνθήκες, Ισραηλινοί σκότωσαν πλήθος επιβατών. Οι ειδήσεις των διεθνών μέσων ενημέρωσης έκαναν λόγο για 10 νεκρούς και 60 περίπου τραυματίες. Η επίθεση ξεσήκωσε σειρά επίσημων αντιδράσεων, ιδιαίτερα του τουρκικού κράτους, που ανακάλεσε τον πρεσβευτή του στο Ισραήλ (για δεύτερη φορά σε μισό χρόνο) και έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του  ΟΗΕ,  ενώ ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν επέσπευσε την επιστροφή του από επίσημη επίσκεψη στη Χιλή. Η ελληνική κυβέρνηση έθεσε σε λειτουργία τον μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων και ανακοίνωσε τη ματαίωση κοινής άσκησης της ελληνικής και ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας. Ανεπίσημες αντιδράσεις με διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Μαυριτανία, μία από τις επτά αραβικές χώρες που αναγνώρισαν το Ισραήλ, «πάγωσε» τις διπλωματικές σχέσεις αρχικά, εκδίωξε τον ισραηλινό πρεσβευτή και το προσωπικό της πρεσβείας τον Μάρτιο του 2009 και τελικά διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις στις 21 Μαρτίου 2010. Το επίσημο κράτος έως τώρα θεωρεί την επίθεση πλήρως δικαιολογημένη. Ο ΟΗΕ διόρισε ειδική επιτροπή για να μελετήσει τη νομιμότητα του ισραηλινού ναυτικού αποκλεισμού της Γάζας, αλλά και της κατάληψης των σκαφών. Η επιτροπή αποφάνθηκε ότι το Ισραήλ έδρασε «νόμιμα, αλλά υπερβολικά».

 

 

Στις 17 Νοεμβρίου 2012 η Γάζα εκτοξεύει ρουκέτες στο Ισραήλ και στο Τελ Αβίβ ηχούν σειρήνες πολέμου. Το Ισραήλ αμύνεται με αμυντικά οπλικά συστήματα. Ήδη 737 ρουκέτες έχουν εκτοξευθεί από τη Γάζα προς το Ισραήλ, από τις οποίες 492 χτύπησαν το στόχο, ενώ 245 απετράπησαν από το αμυντικό σύστημα «IRON DOME». Στις 7 Δεκεμβρίου του 2017, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Ντόναλντ Τραμπ, αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως την πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφερε εκεί την πρεσβεία των ΗΠΑ που βρισκόταν στο Τελ Αβίβ, κάνοντας το πρώτο βήμα για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, να επιλύσει ειρηνευτικά την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση.

Στις 13 Αυγούστου 2020, τα  Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ξεκίνησαν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, αποτελώντας την τρίτη αραβική χώρα, που εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Εβραϊκό Κράτος, μετά την Αίγυπτο  (1979) και την Ιορδανία (1994). Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έγιναν η πρώτη χώρα του Περσικού Κόλπου, που ξεκίνησε επίσημες διπλωματικές σχέσεις με το Κράτος του Ισραήλ, στα πλαίσια των «Συμφωνιών του Αβραάμ». Οι Παλαιστίνιοι, αντέδρασαν αρνητικά στην κίνηση των  Η.Α.Ε., θεωρώντας ότι πρέπει πρώτα να λυθεί η Ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση. Τον Σεπτέμβριο του 2020, μια άλλη χώρα του Περσικού Κόλπου, το Μπαχρέιν, ξεκίνησε κι αυτή διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ στα πλαίσια των «Συμφωνιών του Αβραάμ» και αποτέλεσε την τέταρτη αραβική και δεύτερη χώρα του Κόλπου που αναγνώρισε το Εβραϊκό Κράτος. Στις 15 Σεπτεμβρίου, σε επίσημη τελετή του Λευκού Οίκου, υπογράφτηκαν οι συμφωνίες μεταξύ του Ισραήλ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων  και του  Μπαχρέιν, παρουσία του Προέδρου Τραμπ. Στις 23 Οκτωβρίου 2020, στα βήματα της Αιγύπτου, της  Ιορδανίας, των  Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων  και του  Μπαχρέιν, ακολούθησε το Σουδάν, και έγινε η πέμπτη αραβική χώρα που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ. Σε αυτό έπαιξε ρόλο ο Αμερικανός Πρόεδρος  Ντόναλντ Τραμπ, μιας και ήρε επίσημα τον χαρακτηρισμό ότι η αφρικανική χώρα υποστηρίζει την τρομοκρατία. Τέλος, στις 10 Δεκεμβρίου, αντιπροσωπία του Ντόναλντ Τραμπ, με επικεφαλής τον γαμπρό και σύμβουλο του Προέδρου των Η.Π.Α.Τζάρεντ Κούσνερ, μετέβη στο Μαρόκο, ώστε να ενεργοποιηθούν ξανά οι σχέσεις Μαρόκου με το Ισραήλ, οι οποίες είχαν ψυχρανθεί από το 2000 και να γίνουν επίσημες, παρουσία του βασιλιά Μοχάμεντ ΣΤ΄. Το  Μαρόκο ανέκαθεν διατηρούσε σχέσεις με το Ισραήλ, μιας και η συγκεκριμένη χώρα διέθετε τον μεγαλύτερο αριθμό Εβραίων στον Αραβικό και Μουσουλμανικό Κόσμο και η πλειοψηφία των Εβραίων κατοίκων που κατοικούν στο Ισραήλ, έχουν καταγωγή από το Μαρόκο. Η χώρα της Βορείου Αφρικής, αναγνώρισε το Ισραήλ, και ήταν η έκτη αραβική χώρα που αποκτά επίσημες διπλωματικές σχέσεις με το Εβραϊκό Κράτος, κι έτσι ολοκληρώθηκε η επιτυχής εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ  στη  Μέση Ανατολή. Στις 12 Δεκεμβρίου του 2020, το Μπουτάν, που δεν διατηρούσε καν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, υπέγραψε συνθήκη ειρήνης και ξεκίνησαν οι επίσημες διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών.

Σε γενικές γραμμές, η εβραϊκή πλειονότητα της σύγχρονης ισραηλινής κοινωνίας διαχωρίζεται όλο και περισσότερο ανάμεσα α) στους Κοσμικούς φιλελεύθερους (συνήθως περισσότερο μορφωμένους και πιο εύπορους) β) στους Υπερορθόδοξους (Χαρεντίμ), μοντέρνους Ορθόδοξους και γ) στους Παραδοσιακούς θρησκευόμενους Εβραίους  με επίκεντρο το  Τελ Αβίβ  και την  Ιερουσαλήμ αντίστοιχα. Ως επί το πλείστον, οι πρώτοι είναι ρεαλιστικοί εθνικιστές και επιζητούν ειρηνική γειτονία με ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος και την εκλαΐκευση του οικογενειακού δικαίου που παραμένει θρησκευτικό (π.χ. δεν υπάρχει πολιτικός γάμος, ενώ οι γυναίκες δεν δικαιούνται να ζητήσουν διαζύγιο.) Οι δε δεύτεροι, ακολουθώντας την Παλαιά Διαθήκη  θεωρούν ότι ο Θεός «υποσχέθηκε»! (sic) στους Εβραίους όλη την περιοχή της Βιβλικής «Γης Χαναάν», μέρος της οποίας είναι και πατρίδα των Παλαιστινίων, και γι’ αυτό τον λόγο εποικίζουν διαρκώς τη Δυτική Όχθη (άλλωστε, αν και το 2018 αποτελούσαν μόνο το 10% του πληθυσμού της χώρας, αποτελούσαν όμως το 1/3 των εποικιστών στη Δυτική Όχθη και πλειοψηφία σε μεγάλους οικισμούς, όπως το Μοντιίν Ιλίτ)  κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, αλλά και απαιτούν να γίνει ο Ιουδαϊκός νόμος η αποκλειστική πηγή δικαίου της χώρας. Πάντως, αρκετοί Εβραίοι δεν υποστηρίζουν τη λύση του διεθνούς δικαίου. Λόγω του εκλογικού συστήματος (απλή αναλογική), όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα είναι πολυκομματικές και περιλαμβάνουν και τα πολλά θρησκευτικά κόμματα. Έτσι, είτε τα κόμματα που πλειοψηφούν είναι κοσμικά αριστερά, είτε θρησκευόμενα δεξιά, βασίζονται στην υποστήριξη των Ορθοδόξων μαξιμαλιστών, σε αντάλλαγμα της οποίας προσφέρουν ανοχή στους εποίκους της Δυτικής Όχθης.

Ένας μικρός αριθμός υπερορθόδοξων Εβραίων Ισραηλινών (υπολογίζονται σε 5.000 άτομα εκ των οποίων περίπου 100 δραστηριοποιούνται πολιτικά υπέρ των Παλαιστινίων), είναι αντισιωνιστές. Τα μέλη της οργάνωσής τους, επονομαζόμενης «Νατουρέι Κάρτα», αρνούνται να αναγνωρίσουν το κράτος του Ισραήλ με τον ισχυρισμό ότι «μόνον ο ερχόμενος  Μεσσίας δικαιούται να ανασυστήσει αυτό το αρχαίο κράτος!» (sic). Μία άλλη κοινωνική διαφοροποίηση εντοπίζεται ανάμεσα στους   Ασκεναζίμ, Σεφαρδίτες  και  Μιζραχί.viii Η ελίτ όμως της διανόησης, οικονομίας, διοίκησης και της πολιτικής στελεχώνεται σε δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό, από Ασκεναζίμ. Σε κάποιες πόλεις στο βόρειο Ισραήλ, όπως η εικονιζόμενη Ναζαρέτ, η πλειονότητα των κατοίκων είναι Άραβες (κυρίως Μουσουλμάνοι αλλά και Χριστιανοί), οι Ισραηλινοί Άραβες (20,8% του πληθυσμού) αντιπροσωπεύονται ισότιμα στη Βουλή και τους άλλους θεσμούς πλην του στρατού – εξαιρούνται της στρατιωτικής θητείας – αλλά πολλοί ισχυρίζονται πως αντιμετωπίζουν συχνές ανεπίσημες διακρίσεις, όπως π.χ.. στις κρατικές δαπάνες, στην εργασία και στη στέγη, ενώ πολλοί Εβραίοι ακροδεξιοί τους αντιμετωπίζουν ανοικτά με καχυποψία, π.χ. το κόμμα του νυν Υπουργού Εξωτερικών Α. Λίμπερμαν απαιτεί, όπως ζητηθεί από τους Άραβες πολίτες είτε να δώσουν όρκο πίστης στο κράτος του Ισραήλ ως «Δημοκρατικό κράτος με επίσημη θρησκεία τον Ιουδαϊσμό», είτε να εξαναγκαστούν σε εξορία.

Οι Ισραηλινοί Δρούζοι (περίπου 120.000 άτομα) είναι καλά ενσωματωμένοι στο ισραηλινό κράτος. Χιλιάδες Παλαιστίνιοι κάτοικοι της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, παρ’ ότι τυπικά υπήκοοι της «Παλαιστινιακής Αρχής» ζουν σε περιοχές που είναι ακόμα κάτω από ισραηλινή στρατιωτική κατοχή και αντιμετωπίζουν οξύτατα προβλήματα σεβασμού των  δικαιωμάτων τους. Οι βιαιότεροι των Εβραίων εποικιστών, ορισμένοι εκ των οποίων ζουν σε καλά οχυρωμένους καλοσχεδιασμένους οικισμούς-πόλεις και άλλοι σε νεότερους από λίγα λιτά λυόμενα σπίτια, συχνά παρενοχλούν τους ντόπιους Παλαιστίνιους.

Όλοι οι πολίτες (Εβραίοι, Δρούζοι και Κιρκάσιοι, δηλ. απόγονοι των προσφύγων που μετανάστευσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα όταν εκδιώχθηκαν από τους Ρώσους στον Καύκασο), πλην των Παλαιστινίων, στρατεύονται υποχρεωτικά. Η αρχική στρατιωτική θητεία διαρκεί 32 μήνες με σχέδιο να μειωθεί στους 30 από το 2024 για τους άνδρες και δύο για τις γυναίκες. Όμως πολλοί συνεχίζουν να καλούνται συχνά ως έφεδροι για αρκετές εβδομάδες κάθε χρόνο και επί σειρά ετών. Οι περισσότεροι πολίτες έχουν συγγενείς που έπεσαν θύματα είτε των Γερμανών Ναζί στο  Ολοκαύτωμα  (μάλιστα, θεωρείται ότι το Ολοκαύτωμα παίζει βασικό ρόλο στην διαμόρφωση της ταυτότητας των Ισραηλινών Εβραίων)  είτε στους διάφορους Ισραηλινο-αραβικούς πολέμους, είτε σε τρομοκρατικές επιχειρήσεις Παλαιστινίων.

Σημαντικά τμήματα σύγχρονων ισραηλινών πόλεων κτίσθηκαν πάνω από ερειπωμένους παλαιστινιακούς οικισμούς μετά τη φυγή των παλαιστινίων κατοίκων, είτε κατόπιν διωγμού είτε εθελούσια (αλλά κατ’ αυτούς προσωρινά). Παρότι αυτό το φαινόμενο συναντάται σε πολλά κράτη, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι το Ισραήλ ιδρύθηκε πριν μόλις μερικές δεκαετίες και πολλοί από τους Παλαιστίνιους, πρώην ιδιοκτήτες – κι έκτοτε πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες – ζουν ακόμη με την προσμονή της «επιστροφής» σε σπίτια που κατεδαφίστηκαν πριν δεκαετίες, και στη θέση των οποίων υπάρχουν τώρα ισραηλινές πόλεις, πανεπιστήμια, μονάδες παραγωγής κλπ. Μετά από δεκαετίες πολέμου, στην πλειονότητά τους οι ισραηλινοί πολίτες δεν αισθάνονται ότι οι γειτονικές χώρες θα αποδεχθούν ποτέ ειλικρινά το Ισραήλ, κι έτσι θεωρούν ότι οι πόλεμοι θα διαιωνίζονται.

 

 

 

Υπάρχει ακόμα μια διάχυτη συνείδηση του αληθινού ή και φανταστικού αντισημιτισμού των υπολοίπων εθνών, όπως και της υποτιθέμενης αδιαφορίας των εθνών απέναντι στο ισραηλινό «πρόβλημα ασφάλειας». Εν πολλοίς, το Ισραήλ αισθάνεται «έθνος ανάδελφο». Η πολύχρονη στρατιωτική θητεία και εφεδρείες ανδρών και γυναικών, αποκαλύπτουν ότι πολλοί πολίτες οπλοφορούν ή φορούν στολή. Τα αντιτρομοκρατικά μέτρα είναι αυξημένα σε όλους τους δημόσιους χώρους. Ένα μεγάλο τείχος, μήκους 703 χλμ., χτίσθηκε ανάμεσα στο Ισραήλ και τα κατεχόμενα εδάφη, που σε ορισμένα σημεία περνά μέσα από τα τελευταία, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Το τείχος έχει σχεδόν εξαφανίσει τις τρομοκρατικές επιθέσεις μέσα στο Ισραήλ, αλλά επίσης οριστικοποίησε την άγνοια ή και αδιαφορία πολλών Ισραηλινών, για τις δραματικά κατώτερες συνθήκες ζωής πολλών Παλαιστινίων και παγίωσε τη γενική έλλειψη επαφής των δύο λαών. Την πιο σοβαρή πρόταση, αλλά ανεδαφική για τους φανατικούς Μουσουλμάνους και Ισραηλινούς την πρότεινε στα έργα του ο διανοούμενος Παλαιστίνιος συγγραφέας Έντουρντ Σαΐντ,ix (1935-2003) ο οποίος αγωνίστηκε για ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος με πολλά βιβλία και άρθρα για την υποστήριξή του στους αραβικούς σκοπούς και στα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για την πολιτική των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην περιοχή, και αυτό τον οδήγησε σε πολυάριθμες, συχνά πικρές, πολεμικές με υποστηρικτές αυτών των δύο χωρών. Εξελέγη στο «Εθνικό Συμβούλιο της Παλαιστίνης» (το παλαιστινιακό νομοθετικό σώμα στην εξορία) το 1977 και υποστήριξε την ειρηνική επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, ασκώντας όμως έντονη κριτική στην ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο μεταξύ της «Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» και του Ισραήλ.

5]. ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2023: Η συνεχιζόμενη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και των παλαιστινιακών  μαχητών ομάδων υπό την ηγεσία της Χαμάς  ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου 2023,  μ’ ένα μπαράζ  3.000 ρουκετών, που εκτοξεύτηκαν από τη Λωρίδα της Γάζας  εναντίον του Ισραήλ.  Η  αιφνιδιαστική επίθεση αντιμετωπίστηκε με ισραηλινή αντεπίθεση  και το Ισραήλ κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στη Χαμάς μια μέρα αργότερα.

Το Ισραήλ απάντησε με αεροπορικές επιδρομές στη Λωρίδα της Γάζας, οι οποίες έχουν σκοτώσει περισσότερους από 2.215 Παλαιστίνιους έως τις 14 Οκτωβρίου. Τα Ηνωμένα Έθνη ανέφεραν ότι περίπου ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι, σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Γάζας, έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά.  Οι φόβοι για ανθρωπιστική κρίση αυξήθηκαν, όταν το Ισραήλ διέκοψε τις προμήθειες τροφίμων, νερού, ηλεκτρισμού και καυσίμων στη Γάζα, η οποία είχε ήδη αποκλειστεί τόσο από την Αίγυπτο όσο και από το Ισραήλ. Το Ισραήλ διέταξε την εκκένωση 1,1 εκατομμυρίου κατοίκων της Γάζας, ενώ η Χαμάς κάλεσε τους κατοίκους να μείνουν στα σπίτια τους. Υπήρξαν εκτεταμένοι θάνατοι αμάχων καθώς και ευρέως διαδεδομένοι ισχυρισμοί για εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τους συμμετέχοντες στον πόλεμο. Σε διεθνές επίπεδο, διαδηλώσεις  έγιναν σε πολλά κράτη και τα εγκλήματα μίσους κατά των Εβραίων αυξήθηκαν.  Επιπλέον, ο πόλεμος είδε μια έξαρση στη βία των εποίκων στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας ενός 19χρονου Παλαιστίνιου.

Τουλάχιστον σαράντα τέσσερις χώρες έχουν καταγγείλει τη Χαμάς και έχουν χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά της ως «τρομοκρατία», ενώ χώρες σε όλη τη Μέση Ανατολή ζήτησαν αποκλιμάκωση και έχουν αποδώσει τη βασική αιτία στην επί δεκαετίες κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών  από το Ισραήλ . Πολλά αραβικά κράτη ζήτησαν αποκλιμάκωση.  Μια σύγκρουση  αναφέρθηκε μεταξύ μαχητών στον Λίβανο, συμπεριλαμβανομένης  της Χεζμπολάχ, και των ισραηλινών δυνάμεων στις 8 και 9 Οκτωβρίου.  Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυξαν μια ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου στην Ανατολική Μεσόγειο, το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσε ότι θα στείλει πολεμικά πλοία και αεροσκάφη και η Γερμανία άρχισε να παρέχει στρατιωτική βοήθεια στο Ισραήλ. Ωστόσο, η τραγωδία συνεχίζεται μέχρι σήμερα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΑΪΤ: Israel portal * Palestine portal * Timeline of the Israeli–Palestinian conflict* Bibliography of the Arab–Israeli conflict* 2021 Israel–Palestine crisis * Allon Plan, post-1967 peace plan* Children in the Israeli–Palestinian conflict* Allegations of war crimes against Israel* Gaza–Israel conflict* History of the State of Palestine * International law and the Arab–Israeli conflict * Israel–Palestine relations * Israeli Committee Against House Demolitions * Israeli–Lebanese conflict * Israeli–Palestinian conflict in Hebron * List of Middle East peace proposals * List of modern conflicts in the Middle East * OneVoice Movement * Palestinian rocket attacks on Israel * Pan-Arabism * Peace Now * Seeds of Peace.

—–

i Πηγή Wikipedia.

ii Οι Άραβες της Παλαιστίνης είναι καλό να ονομάζονται Παλαιστίνιοι, που αποτελούσαν πριν την ισραηλινή κατάκτηση και κατοχή το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, γιατί η λέξη Άραβες προκαλεί σύγχυση.

iii Οι  Δρούζοι  ή  Δρούσοι  είναι ιδιαίτερη εθνότητα, που αριθμεί περίπου τα 1.000.000 πληθυσμό και κατοικεί σήμερα στην Ιορδανία, τον  Λίβανο, στη Συρία  και στη Γαλιλαία (Ισραήλ). Η εθνότητα αυτή είναι αξιοσημείωτη αφενός λόγω της ιδιάζουσας θρησκείας της και της κοινωνικής της οργάνωσης, κι αφετέρου για την έντονη ανυποταξία της. Η θρησκεία των Δρούζων είναι μονοθεϊστική και είναι ένα κράμα Ιουδαϊσμού, Χριστιανισμού, Ισλάμ και της αρχαίας ελληνικής φυσιολατρίας. Γλώσσα της θρησκείας τους είναι η αραβική. Τον δε Θεό τον αποκαλούν «Άκμπαρ» (Μεγάλος) και τους εαυτούς τους τους αποκαλούν «μουσαχιντίν» (μονοθεϊστές). Θεωρούν ότι ο Άκμπαρ έχει ενσαρκωθεί 70 φορές, δηλαδή ανά μία φορά σε κάθε περίοδο ζωής του κόσμου, και η τελευταία ήταν τον 14ο αιώνα, στην ακμή του  Φατιμίδη  χαλίφη της Αιγύπτου, Αλ-Χακίμ μπι-Αμρ Αλλάχ (Ο Θεία κελεύσει Άρχων). Πιστεύουν στον Ιησού Χριστό, θεωρώντας την εμφάνισή του στη Γη μία από τις 70 προγενέστερες θεϊκές ενσαρκώσεις.

iv Προτεκτοράτο: Πολιτικός όρος που έχει να κάνει με τα κυριαρχικά δικαιώματα μιας χώρας ή καλύτερα μιας εδαφικής περιοχής, καθώς δεν αναφέρεται σε κυρίαρχα κράτη. Για την ακρίβεια, το  προτεκτοράτο  είναι μια περιοχή που δεν διατηρεί ακέραια την εθνική κυριαρχία της, αλλά υπόκειται στην κυριαρχία ενός άλλου κράτους (προστάτη) ή μιας ένωσης κρατών. Πολλές φορές με τον όρο προτεκτοράτο δεν εννοούμε τη χώρα που βρίσκεται υπό καθεστώς προστασίας, αλλά τη συνολική σχέση της με την προστάτιδα χώρα. Πολλές φορές ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά στην πολιτική, όταν μια χώρα δέχεται υποδείξεις από άλλες χώρες σε εθνικά της θέματα.

v Το Γιομ Κιπούρ είναι «η δέκατη ημέρα του [του] έβδομου μήνα»  (Τίσρεϊ) και είναι επίσης γνωστό ως το «Σάββατο των Σαββάτων».  Το Ρος Ασανά αναφέρεται στην Τορά ως Γιομ Τέρουα) είναι η πρώτη ημέρα αυτού του μήνα σύμφωνα με το εβραϊκό ημερολόγιο. Το Γιομ Κιπούρ ολοκληρώνει την ετήσια περίοδο που είναι γνωστή στον Ιουδαϊσμό ως Άγιες Ημέρες ή Γιάμιν Νοραΐμ («Ημέρες δέους») που ξεκινά με το Ρος Ασανά.  Οι δέκα ημέρες από τη Ρος Ασανά έως το Γιομ Κιπούρ αντιστοιχούν στις τελευταίες δέκα ημέρες της περιόδου των 40 ημερών που ο Μωυσής βρισκόταν στο όρος Σινά και λάμβανε τη δεύτερη σειρά εντολών. Σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση, ο Θεός  εγγράφει τη μοίρα κάθε ατόμου για το επόμενο έτος σε ένα βιβλίο, το Βιβλίο της Ζωής, στο Ρος Ασανά, και περιμένει μέχρι το Γιομ Κιπούρ για να «σφραγίσει» την ετυμηγορία.  Κατά τη διάρκεια των Ημερών του Δέους, ένας Εβραίος προσπαθεί να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του και να ζητήσει συγχώρεση για αδικήματα που έγιναν εναντίον του Θεού και εναντίον άλλων ανθρώπινων όντων. Το βράδυ και η ημέρα του Γιομ Κιπούρ προορίζονται για δημόσιες και ιδιωτικές αναφορές και ομολογίες ενοχής (βιντούι). Στο τέλος του Γιομ Κιπούρ ελπίζει κανείς ότι ο Θεός τον έχει συγχωρήσει.

vi Η  σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα  ήταν η δολοφονία στον Λίβανο μεταξύ 2.500 και 3.500 αμάχων,  κυρίως Παλαιστινίων και Λιβανέζων Σιιτών, από την πολιτοφυλακή των λιβανικών δυνάμεων η οποία έλαβε χώρα στις 16 Σεπτεμβρίου 1982. Η πολιτοφυλακή ήταν ένα μαρωνιτικό χριστιανικό λιβανέζικο δεξιό κόμμα υπό τη διοίκηση του Ηλί Χομπέικα. Διέπραξε τη θηριωδία στη γειτονιά Σάμπρα και στον παρακείμενο προσφυγικό καταυλισμό Σατίλα, στη  Βηρυτό. Ο Πρόεδρος Μπασίρ Τζεμαγιέλ είχε δολοφονηθεί δύο μέρες νωρίτερα και οι Φαλαγγίτες (:χριστιανικό πολιτικό κόμμα στο Λίβανο. Αν και είναι επίσημα  κοσμικής  ιδεολογίας, υποστηρίζεται κυρίως από Χριστιανούς Μαρωνίτες. (Βλ. σημ. πιο κάτω). Το κόμμα έπαιξε σημαντικό ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου 1975–1990. Ενώ βρισκόταν σε πτώση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και του 1990, επανεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Είναι πλέον μέρος της «Συμμαχίας της 14ης Μαρτίου».) αναζήτησαν εκδίκηση.  Από τις 18:00 περίπου της 16ης Σεπτεμβρίου έως τις 08:00 της 18ης Σεπτεμβρίου 1982, πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη σφαγή από την πολιτοφυλακή, ενώ οι  Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (ΙΑΔ) είχαν περικυκλώσει το στρατόπεδο. Η πολιτοφυλακή είχε λάβει εντολή από τις ΙΑΔ να εκκαθαρίσει τους μαχητές της Οργάνωσης για τη «Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (PLO) από τη Σάμπρα και τη Σατίλα, ως μέρος των ελιγμών του Ισραηλινού Στρατού στη Δυτική Βηρυτό. Καθώς εκτυλίχθηκε η σφαγή, οι ΙΑΔ έλαβαν αναφορές για φρικαλεότητες, αλλά δεν έκαναν καμία ενέργεια για να αποτρέψουν ή να σταματήσουν τη σφαγή.  Σύμφωνα με τον Αλέν Μενάργκες, οι άμεσοι δράστες των δολοφονιών ήταν οι «Νέοι Άνδρες», μια συμμορία που στρατολογήθηκε από τον Ηλί Χομπεΐκα (αρχηγός πληροφοριών των Λιβανικών Δυνάμεων και αξιωματικός σύνδεσμος με τη Μοσάντ), από άνδρες που είχαν εκδιωχθεί από τις Λιβανικές Δυνάμεις για ανυποταξία ή εγκληματικές δραστηριότητες.  Οι δολοφονίες πιστεύεται ευρέως ότι έγιναν υπό τις άμεσες εντολές του Χομπέικα. Η οικογένεια και η αρραβωνιαστικιά του Χομπέικα είχαν δολοφονηθεί από Παλαιστίνιους πολιτοφύλακες και τους αριστερούς Λιβανέζους συμμάχους τους κατά τη σφαγή στο Νταμούρ το 1976, ως απάντηση στη σφαγή Παλαιστινίων και Λιβανέζων Μουσουλμάνων στην Καραντίνα από χριστιανούς μαχητές δύο μέρες πριν.  Συνολικά συμμετείχαν 300–400 πολιτοφύλακες, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τον στρατό του Νοτίου Λιβάνου του Σάαντ Χάνταντ.  Τον Φεβρουάριο του 1983, μια επιτροπή υπό την προεδρία του Σον Μακ Μπράιντ, βοηθού του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και Προέδρου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών εκείνη την εποχή, που εξέταζε τις αναφερόμενες παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου από το Ισραήλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ισραήλ, ως κατοχική δύναμη του στρατοπέδου, έφερε την ευθύνη για τη σφαγή.  Η επιτροπή κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η σφαγή ήταν μια μορφή γενοκτονίας.  Τον Φεβρουάριο του 1983, η ισραηλινή επιτροπή «Κάσαν», που διορίστηκε να ερευνήσει το περιστατικό, διαπίστωσε ότι το ισραηλινό στρατιωτικό προσωπικό, γνωρίζοντας ότι μια σφαγή βρισκόταν σε εξέλιξη, δεν είχε λάβει σοβαρά μέτρα για να την σταματήσει. Η επιτροπή έκρινε το Ισραήλ ως έμμεσα υπεύθυνο και τον Αριέλ Σαρόν, τότε υπουργός Άμυνας, ότι έφερε προσωπική ευθύνη για την αγνόηση του κινδύνου αιματοχυσίας και εκδίκησης, αναγκάζοντάς τον να παραιτηθεί.

Σημ: Οι Μαρωνίτες αποτελούν εθνοθρησκευτική κοινότητα που ανήκει στην ανατολική καθολική εκκλησία. Πήραν το όνομά τους από τον ερημίτη Ιωάννη Μάρωνα και μετέπειτα  Άγιο Μάρωνα (350-410 μ.Χ.), ο οποίος έζησε κοντά στο Όρος Ταύρος στην περιοχή της Απάμειας στη Συρία, τότε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Άγιος Μάρωνας προσέλκυσε ένα μεγάλο πλήθος κάτω από τη δική του πνευματική καθοδήγηση, και οι μαθητές του σχημάτισαν τον πυρήνα της  Μαρωνιτικής Εκκλησίας. Πνευματική κεφαλή της Εκκλησίας αυτής, είναι ο Πατριάρχης των Μαρωνιτών και πάσης Ανατολής. Η λειτουργία της γίνεται στη συριακή γλώσσα, αν και η δημώδης γλώσσα των Μαρωνιτών είναι η αραβική. Υπάρχουν ενδείξεις πως για αρκετούς αιώνες ανήκαν στους Μονοθελήτες.

Το υψηλότερο ποσοστό Μαρωνιτών σε σχέση με άλλες θρησκείες καταγράφεται στον Λίβανο. Μαρωνιτικές κοινότητες συναντώνται επίσης στη Νότια Ευρώπη, καθώς και στη Νότια και Βόρεια Αμερική, όπου μετανάστευσαν κατά τον 19ο αιώνα, κατόπιν διώξεων.

vii Ιντιφάντα είναι μια αραβική λέξη που σημαίνει κυριολεκτικά «τίναγμα», αν και ευρέως έχει μεταφραστεί στα αγγλικά ως «εξέγερση» και «αντίσταση». Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αντίσταση του απλού Μουσουλμάνου. που μάχεται εναντίον κάθε κατοχής με πετροπόλεμο.

viii Οι  Ασκεναζίμ  είναι οι Εβραίοι της Βόρειας, Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (από την Αγγλία ως τη Ρωσία), που ήταν κυρίως γερμανόφωνοι. Οι Σεφαρδίτες αντίθετα ήταν λατινόφωνοι, με καταγωγή από την Ισπανία, απ’ όπου εκδιώχθηκαν για να βρουν καταφύγιο κυρίως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι περισσότεροι Εβραίοι της Ελλάδας και των γειτονικών χωρών ήταν Σεφαρδίτες, ενώ δεν έλειπε και μια μικρή κοινότητα ελληνόφωνων, οι  Ρωμανιώτες. Λιγότερος λόγος γίνεται για μια άλλη εβραϊκή κοινότητα, που είναι όμως πολυάριθμη, τους Μιζραχίμ, τους  Εβραίους της Μέσης Ανατολής. Ο όρος αυτός είναι σχετικά καινούριος.  Συχνά αντιμετωπίζονταν ως μέρος  των Σεφαρδιτών, διαφέρουν όμως στο ότι ζούσαν κυρίως στις αραβικές χώρες και ήταν στην πλειοψηφία τους αραβόφωνοι. Έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους Άραβες  και περισσότερα παρά με τους Ευρωπαίους Εβραίους.

ix Έντουαρντ Γουίλιαμ Σαΐντ, (1935, Ιερουσαλήμ – 2003, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ), υπήρξε Παλαιστίνιος Αμερικανός ακαδημαϊκός, πολιτικός ακτιβιστής και κριτικός λογοτεχνίας, ειλικρινής υπέρμαχος των πολιτικών δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού και της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Ο πατέρας του, ο Γουέντι (Ουίλιαμ) Ιμπραχίμ, ήταν ένας πλούσιος επιχειρηματίας που είχε ζήσει κάποιο διάστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες και προφανώς, κάποια στιγμή, πήρε την υπηκοότητα των ΗΠΑ. Το 1947 ο Γουέντι πήρε την οικογένεια από την Ιερουσαλήμ στο Κάιρο, για να αποφύγει τη σύγκρουση που άρχιζε για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης από τα Ηνωμένα Έθνη σε χωριστές εβραϊκές και αραβικές περιοχές. Στο Κάιρο, ο Σαΐντ εκπαιδεύτηκε σε αγγλόφωνα σχολεία πριν μεταφερθεί στο αποκλειστικό «Northfield Mount Hermon School» στη Μασαχουσέτη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1951. Σπούδασε στο «Princeton University» (B.A., 1957) και στο «Harvard University» (M.A., 1960; Ph.D., 1964), όπου ειδικεύτηκε στην Αγγλική Λογοτεχνία. Εντάχθηκε στη σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια ως λέκτορας Αγγλικών το 1963 και το 1967 προήχθη σε Επίκουρος Καθηγητής Αγγλικής και Συγκριτικής Φιλολογίας. Το πρώτο του βιβλίο, JosephConradandtheFictionofAutobiography (1966), ήταν μια επέκταση της διδακτορικής του διατριβής. Ο Σαΐντ προήχθη σε τακτικός καθηγητής το 1969, έλαβε την πρώτη από τις πολλές προικισμένες έδρες το 1977 και το 1978 δημοσίευσε το Orientalism, το πιο γνωστό του έργο και ένα από τα πιο σημαντικά επιστημονικά βιβλία του 20ου αιώνα. Σε αυτό, ο Σαΐντ εξέτασε τη δυτική φιλολογία της «Ανατολής», ειδικά του αραβικού ισλαμικού κόσμου (αν και ήταν Άραβας Χριστιανός), και υποστήριξε ότι η πρώιμη μελέτη των Δυτικών σ’ εκείνη την περιοχή ήταν μεροληπτική και πρόβαλλε ένα ψεύτικο και στερεότυπο όραμα της «ετερότητας» στον ισλαμικό κόσμο που διευκόλυνε και στήριξε τη δυτική αποικιακή πολιτική. Σε όλη του τη ζωή υποστήριξε σθεναρά τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Τα βιβλία του για τη Μέση Ανατολή είναι τα εξής: The Question of Palestine (1979), Covering Islam: How the Media and the Experts Determine How We See the Rest of the World (1981), Blaming the Victims: Spurious Scholarship and the Palestinian Question (1988) σε συνεργασία με τον Christopher Hitchens, The Politics of Dispossession (1994) και Peace and Its discontents: Essays on Palestine in the Middle East Peace Process (1995). Μεταξύ των άλλων αξιοσημείωτων βιβλίων του είναι Ο κόσμος, το κείμενο και ο κριτικός (1983), ο Εθνικισμός, η αποικιοκρατία και η λογοτεχνία: YeatsandDecolonization(1988), MusicalElaborations (1991) και CultureandImperialism (1993). Η αυτοβιογραφία του, OutofPlace (1999), αντανακλά την αμφιθυμία που ένιωθε να ζήσει τόσο στη δυτική όσο και στην ανατολική παράδοση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top