Fractal

✩ Μετάφραση: Τρία ποιήματα του Φράνκο Λόι

Μετάφραση- ανθολόγηση: Βιβή Λάζου //

 

 

Ένας από τους μεγαλύτερους Ιταλούς ποιητές του καιρού μας, ο Φράνκο Λόι (21/1/1930 – 4/1/2021), εδώ και πολλά χρόνια δεν έγραφε στην ιταλική. Δεν έγραφε, όμως, ούτε σε κάποια από τις διαλέκτους, τα ιδιώματα ή τις «αλλόγλωσσες» της χώρας, αλλά σε μια γλώσσα που έπλασε ο ίδιος. Με κύριο συστατικό της τη γλώσσα του Μιλάνου, ανάμικτη με στοιχεία από τη γενέτειρά του Γένοβα, αλλά και με αρχαϊσμούς, ακόμη και λατινικές λέξεις, η γλώσσα του Λόι είναι το όχημα της ποιητικής αποστολής του: αμόλυντο από τη φθαρμένη –κατά τον ίδιο – κυρίαρχη ιταλική των ελίτ και των μέσων τους, ικανό να περιλάβει την πολλαπλότητα του κόσμου του και να παραδώσει την ολότητα του οράματός του.

Στις μεταγραφές των ποιημάτων του από τον ίδιο διασώζονται η συντακτική ανορθοδοξία της ιδιολέκτου του και η στιχουργική τέχνη του λυρισμού της. Από αυτές τις μεταγραφές έγιναν οι ακόλουθες αποδόσεις τριών ποιημάτων της ώριμης περιόδου του, στα οποία συναντάμε το σταθερό μοτίβο του αέρα, που «τον μεταφέρει στο άγνωστο μέλλον ή στις σκιές του παρελθόντος», όπως έχει σημειώσει ο ποιητής και μελετητής του έργου του Λόι, Μίλο ντε Άντζελις1.

 

 

 

 

Το κλουβί του λιονταριού

 

Το κλουβί του λιονταριού ήταν από αγέρα,

από αγέρα η μανούλα μου κι εκείνο το καπέλο,

το χέρι του πατέρα μου ήταν από αγέρα

πάνω στον ώμο μου, τα χέρια μου που κρατάνε γερά,

αγέρας το γέλιο των ματιών και γλύκα από αγέρα

εκείνης της ζωής· ό, τι ονειρεύτηκα απ’ αυτήν ήταν το αγίνωτο.

Από αγέρα ήταν εκείνοι κι εγώ, ποιος το ξέρει,

που έμεινα ασάλευτος και τους κοιτούσα να φεύγουν.

 

 

La gabbia del leone

 

La gabbia del leone era di aria,

di aria la mia mamma, quel cappello,

il braccio di mio padre era di aria

sulla mia spalla, le mie mani che stringono,

e aria il ridere degli occhi e dolce d’aria

di quella vita di cui ho sognato l’acerbo.

Erano d’aria loro, e io, chissà,

che sono stato fermo a guardarli andare.

 

L’aria (Einaudi, 1981)

 

Αχ πόσο όμορφος είν’ ο κόσμος όταν έρχεται η αγάπη!

Άνεμος είναι, που όλα τα ξεσκεπάζει, φως ανελέητο,

να νιώθεις ένα με τα δέντρα, με τα χρώματα…

Είμ’ εγώ; Είμ’ ένας άλλος; Ποιος με ζωγράφισε

στο θόλο ενός καθρέφτη που ζει απ’ την ανάσα του;

Μου φαίνεται πως περπατάω χωρίς να το ξέρω,

λες και μου ’δωσε πνοή μια ψυχή, λες και με πήρε αγκαλιά

ένα χέρι, οποιοδήποτε χέρι, που το κρατάει δεμένο σαν κορδέλα

ένα φως όλο δικό του, που τραγουδά μες στο δικό μου το τίποτα…

Αχ πώς απλώνετ’ ο κόσμος όταν γελάει η αγάπη!

Τα λουλούδια γίνονται λουλούδια, τα τραμ είναι τραμ,

οι άνθρωποι μοιάζουν να αναδίνουν τη ζεστασιά τους…

Ύψιστε, πόσο μ’ αρέσει που με καλείς,

που ξεχνιέμαι απαλά, που μ’ αφήνει το βάσανο

να ’μαι σαν τον αγέρα μέσα σ’ ετούτη την αναστάτωση…

 

Ah com’è bello il mondo quando viene l’amore!

E’ un vento che scopre tutto, una luce senza pietà,

un sentirsi uno cogli alberi, coi colori…

Sono io? sono un altro? Chi mi ha disegnato

nel cielo d’uno specchio che vive del suo fiato?

Mi pare di camminare senza saperlo,

come soffiato da un cuore, come abbracciato

da una qualsiasi mano che fascia come un nastro,

da una sua luce che canta nel mio niente…

Ah come si allarga il mondo nel ridere l’amore!

i fiori diventano fiori, i tram sono tram,

la gente sembra emanare il suo calore…

Gran Dio, come mi piace questo tuo chiamarmi,

questo mio chiaro dimenticarmi, perdere il dolore

essere come l’aria in questa confusione di cose.

 

Lünn (Il ponte, 1982)

 

 

Αν περπατώντας ακούω θανατικό,

ράθυμο το φεγγάρι σκαρφαλώνει στη γνώση του,

τι σκοτεινό μέσα στον άνθρωπο το ριζικό

κι έρωτα φέρνει το φεγγάρι χωρίς να βλέπει …

Αν ξυπνώντας ακούω το θανατικό,

είναι σαν τα ποντίκια που παν να σκαλίσουν το χώμα

κι αυτό ’ναι κουφό και τα ποντίκια τ’ αφήνει μισότυφλα …

Ω εσύ που όταν βραδιάζει πνίγεις το κλάμα,

αυγή μακρινή που δεν ξέρει αν κοιμάται ακόμα,

την ανεμελιά σου ή την ομορφιά

τις κουβαλάω σαν ένα χτύπο στην πόρτα,

και δεν είναι κανείς, κι εγώ μ’ ένα φόβο

βλέπω στο χλωμό τον αγέρα τις δικές μου αναμνήσεις.

 

 

Se io nel camminare sento la morte,

lenta la luna sale nella sua sapienza,

che oscura dentro all’uomo è la sua sorte

e amore porta la luna senza vedere…

Se io nel risvegliarmi sento la morte,

è come i topi che vanno a raspare la terra

e lei è sorda e i topi li lascia orbi…

Oh tu che trattieni il piangere nel venire la sera,

alba lontana che non sa più se dorme,

l’indifferenza tua o la bellezza

me li porto addosso come un picchiare alle porte,

e non c’è nessuno, e io con la paura

vedo nell’aria pallida i miei ricordi.

 

Umber (Manni, 1992)

 

 

 

 

 

1.Ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί να γνωρίσει και τους δύο, όπως και άλλους μεγάλους της ιταλικής ποίησης, από την ανθολογία των Σ. Παστάκα και Η. Γ. Παππά «Ταξίδι στην όμορφη χώρα», εκδ. Οδός Πανός, 2011.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top