Fractal

✔ «Φιλελληνισμοί, 1780-1860»: Έκθεση στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού

Γράφει ο Ιωάννης Μότσιανος // *

 

 

Η Ελληνική Επανάσταση (1821-1830), γέννημα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του διεθνούς επαναστατικού κλίματος που επικρατεί από τα τέλη του 18ου αιώνα, δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η μοναδική που ξέσπασε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν ωστόσο η πρώτη που κατέληξε στη δημιουργία ενός νέου κράτους στην Ανατολική Μεσόγειο. Στενά συνδεδεμένος με τον ελληνικό Αγώνα ήταν ο φιλελληνισμός, το πολύπλευρο  διεθνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του  κεντρικού αιτήματος των λαών της εποχής για περισσότερη ελευθερία και συνταγματική διακυβέρνηση και κατόρθωσε να κινητοποιήσει με επιτυχία τη δυτική κοινή γνώμη υπέρ των εξεγερμένων Ελλήνων.

 

 

Ο φιλελληνισμός δεν ήταν παρά μια ακόμη έκφανση του μύθου της κλασικής Ελλάδας. Ενός μύθου που γεννήθηκε στην Ευρώπη της Αναγέννησης και αποκτούσε διαφορετικά συμφραζόμενα ανάλογα με τα πνευματικά ρεύματα κάθε εποχής. Κατά τον 18ο αιώνα η Ευρώπη ανακάλυπτε στην αρχαία Ελλάδα το παραδειγματικό πρότυπο οργάνωσης της νεωτερικής κοινωνίας. Βάσισε σε αυτή το ιδρυτικό της αφήγημα νομιμοποιώντας έτσι τη γενεαλογία της. Το φιλελληνικό κίνημα ενσάρκωνε ουσιαστικά την ανάγκη δημιουργίας ενός ελληνικού κράτους που θα αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο των εθνών   της δυτικής Ευρώπης με την κλασική αρχαιότητα. Ταυτόχρονα, η αρχαιοελληνική φαντασίωση της Δύσης και ο ρόλος που διαδραμάτισε στις διεργασίες οικοδόμησης του νέου εθνικού κράτους λειτουργούσαν ως προκάλυμμα των σχέσεων εξουσίας που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολή.

Μέσα από λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα, σχεδιαστικές αποδόσεις τόπων και ανθρώπων, μουσικά κομμάτια και αντικείμενα εφαρμοσμένης τέχνης που προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές, η έκθεση φωτίζει ορισμένες από τις πολλαπλές πτυχές του φιλελληνικού κινήματος στα χρόνια πριν από την Επανάσταση, αλλά και στις πρώτες δεκαετίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Παράλληλα, διερευνά τους τρόπους με τους οποίους οι φιλέλληνες είδαν τη σύγχρονη Ελλάδα –εικόνες και αναγνώσεις που σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν την πολιτισμική νεοελληνική ταυτότητα και διαμορφώνουν ακόμη και σήμερα το βλέμμα των ξένων προς τη χώρα.

Η μουσειολογική προσέγγιση της έκθεσης επιχειρεί να αναδείξει το  περιεχόμενο των φιλελληνικών βιβλίων και των μουσικών συγγραμμάτων που εκτίθενται μέσα από μία κεντρική ψηφιακή εγκατάσταση: τα αποσπάσματα από τα κείμενα διαβάζονται από ηθοποιούς του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος πλαισιωμένα από χαρακτικά των εκδόσεων που ζωντανεύουν μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, ενώ τα μουσικά κομμάτια ερμηνεύονται από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης.

 

 

Η έκθεση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συλλογή του κ. Διονύση Στεργιούλα. Ο συλλέκτης διαθέτει το πρωτότυπο πλήρες αρχείο του ξενόγλωσσου τύπου που κάλυψε την Ελληνική Επανάσταση, το οποίο αγόρασε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στην Ουάσινγκτον. Τα αντικείμενα που εκτίθενται προέρχονται από τις Ιδιωτικές συλλογές των: Άντυ Αντώτσιου, Βασίλη Βασιακώστα, Αρσέν και Ρουπέν Καλφαγιάν, Έφης Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Βύρωνα Μήτου, Γιώργου Μπουδαλή, Βασίλη Νικόλτσιου, Διονύση Στεργιούλα και Αντώνη Σουλιώτη.

Τα εγκαίνια της έκθεσης πραγματοποιήθηκαν την Παρασκευή 26 Νοεμβρίου από την Α.Ε. Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.

 

 

Στην Ευρώπη του Διαφωτισμού το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα άγγιξε κατά τον 18ο αιώνα όλες τις πτυχές του πολιτισμού. Μάλιστα, πήρε τις διαστάσεις κινήματος που στην αγγλική και γερμανική γλώσσα έμεινε γνωστό και ως «Ελληνισμός». Η Μεγάλη Περιήγηση (Grand Tour), το πολύμηνο ταξίδι στην Ιταλία που οι ευγενείς έκαναν συνήθως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους για να διευρύνουν την κλασική τους παιδεία, από τα μέσα του αιώνα περιλάμβανε για τους πιο τολμηρούς και την Ελλάδα. Το 1732 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η Εταιρεία των Ντιλετάντι (κατά λέξη σημαίνει τους εραστές της τέχνης), που προώθησε επιστημονικές αποστολές και εκδόσεις με τη συστηματική καταγραφή των αρχαιοτήτων. Στο ίδιο πνεύμα ο πατέρας της κλασικής αρχαιολογίας Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν (1717-1768) θαύμαζε την ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής τέχνης, την οποία έθετε ως πρότυπο για τους καλλιτέχνες της εποχής του. Μέσα στον 18ο αιώνα μεγάλη διάδοση γνώρισαν μυθιστορήματα με θέματα αρχαιοελληνικού ενδιαφέροντος που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ειδών. Από τις πολιτικές παραινέσεις του Φρανσουά Φενελόν (1699) έως το ερωτικό ειδύλλιο του Αμπέ Πρεβώ (1740) και το φανταστικό οδοιπορικό στην Ελλάδα του 4ου αι. π.Χ. του Αμπέ Μπαρτελεμύ (1788), οι συγγραφείς εμφανίζονται ως κληρονόμοι της κλασικής αρχαιότητας αναμιγνύοντας τη μυθοπλασία με την ιστορική μαρτυρία. Από τα μέσα του αιώνα και εξής οι περιηγητές, εκτός από τις αρχαιότητες, ανακάλυπταν για πρώτη φορά τη νεότερη Ελλάδα και τον λαό της. Στα μνημειώδη εικονογραφημένα χρονικά τους μελετούσαν τις παραδόσεις και κατέγραφαν τα ήθη και έθιμα των κατοίκων. Αναδείχθηκαν έτσι σε προδρόμους του φιλελληνικού κινήματος οραματιζόμενοι μια ελεύθερη Ελλάδα. Αυτή η αλλαγή προσανατολισμού δεν ήταν τυχαία. Οι ανακατατάξεις στην ανατολική Μεσόγειο έθεσαν τον ελληνικό χώρο στο επίκεντρο των ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων που επιδίωκαν την αύξηση της επιρροής τους στην Ανατολή.

 

 

Μαθητής του Ζαν Ζακ Μπαρτελεμύ, ο Ωγκύστ Σουαζέλ Γκουφιέ (1752-1817) επισκέφτηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά το 1776. Καρπός της δωδεκάμηνης περιήγησής του στα αρχαία μνημεία και τον τρόπο ζωής των νεότερων Ελλήνων υπήρξε η δημοσίευση (1782) του πρώτου τόμου του χρονικού του με τίτλο «Εικονογραφημένη περιήγηση της Ελλάδας» (Voyage pittoresque de la Grece). Με τριακόσιες έντεκα χαλκογραφίες, έργο των ζωγράφων και σχεδιαστών που συνόδευαν τον Γκουφιέ, και επεξηγηματικά κείμενα, η έκδοση παρουσιάζει στον Ευρωπαίο αναγνώστη τον κόσμο της Ανατολής, όπου οι αρχαιότητες συνυπάρχουν με τα μουσουλμανικά μνημεία και τους σύγχρονους κατοίκους. Ιδιαίτερης σημασίας για την ελληνική υπόθεση αποδείχθηκε ο πρόλογος του συγγραφέα που διέπεται από έντονα φιλελληνικό χαρακτήρα.

Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν η στάση του Γκουφιέ απέναντι στην ελληνική υπόθεση υπήρξε αμφιλεγόμενη. Από τη μια αποποιήθηκε προηγούμενες φιλελληνικές θέσεις, γεγονός που συνδέεται με τον διορισμό του ως Πρέσβη της Γαλλίας στην Υψηλή Πύλη. Από την άλλη, βέβαια, διετέλεσε Πρόεδρος του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου (1809), της μυστικής οργάνωσης που αποτέλεσε πρόδρομο της Φιλικής Εταιρείας.

Ο Φρανσουά Ογκύστ Ρενέ υποκόμης ντε Σατωμπριάν (1768-1848) ήταν Γάλλος ρομαντικός συγγραφέας και πολιτικός. Άνθρωπος τω αντιφάσεων, υπήρξε υπέρμαχος της θρησκείας αλλά ζούσε εκτός του πλαισίου της. Μοναρχικός των άκρων και πρωτεργάτης τη γαλλικής επέμβασης για την κατάπνιξη της επανάστασης στην Ισπανία, υπερασπιζόταν την ελευθερία του τύπου και τον ελληνικό Αγώνα, συχνά κατηγορούμενος από τη συντηρητική παράταξη για δημιουργία επαναστατικών ανησυχιών στη νεολαία. Το 1806 πραγματοποίησε το περίφημο ταξίδι του σε Ελλάδα, Μικρά Ασία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και Ισπανία. Καρπό της περιήγησης αυτής αποτέλεσε το «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ» (Itineraire de Paris a Jerusalem, 1811), έργο που εισήγαγε ένα νέο είδος ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, όπου η υποκειμενική, ρομαντική ματιά του συγγραφέα διαδραματίζει τον πρώτιστο ρόλο. Ο Σατωμπριάν παρέμεινε στην Ελλάδα μόνο δεκαεννέα ημέρες, διάστημα όμως αρκετό για να καλύψει έναν ολόκληρο τόμο του «Οδοιπορικού» του. Είδε τον ελληνικό κόσμο μέσα από το πρίσμα του ρομαντισμού, εκφράζοντας την αρχαιολατρία της εποχής του, αλλά και τη συμπάθειά του για τους ομόθρησκους σύγχρονους Έλληνες. Κατήγγειλε τον τουρκικό δεσποτισμό και μέσα από την απήχηση που γνώρισε το χρονικό του στο ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό συνέδραμε άμεσα την ελληνική υπόθεση. Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, ο Σατωμπριάν συνδέθηκε με τη Φιλανθρωπική Εταιρεία υπέρ των Ελλήνων και ανέπτυξε φιλελληνική δράση. Στην επανέκδοση του «Οδοιπορικού» το 1825 προέταξε το «Υπόμνημα περί Ελλάδος», όπου υποστήριζε από νομικής, ιστορικής και ηθικής άποψης τον δίκαιο Αγώνα των Ελλήνων. Ωστόσο ο φιλέλληνας του 1825 διαμορφώθηκε από τις εμπειρίες του περιηγητή. Ο ίδιος ο Σατωμπριάν καυχιόταν στην έκδοση του 1827 ότι το «Οδοιπορικό» υπήρξε ο τοπογραφικός χάρτης του χώρου όπου διεξαγόταν ο ιερός πόλεμος των Ελλήνων.

Φρανσουά Yγκ Λοράν Πουκεβίλ. Γεννηθείς την 4η Νοεμβρίου 1770. Απεβίωσε την 20ή Δεκεμβρίου 1838. Μέλος επί τιμή της Ιατρικής Ακαδημίας. Τέως γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στην Ελλάδα. Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιγραφών και Γραμμάτων. Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής και του Τάγματος του Σωτήρος. Με τα συγγράμματα του, συνέβαλε σθεναρά ώστε να ξαναδώσει στους υπόδουλους Έλληνες την αρχαία τους εθνικότητα. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη από την Αίγυπτο όπου υπηρέτησε ως Αξιωματικός του Υγειονομικού στην Εκστρατεία του Ναπολέοντα, ο Πουκεβίλ αιχμαλωτίστηκε στην Πελοπόννησο από τους Τούρκους. Με το αναγκαστικό αυτό ταξίδι ξεκινά και η συγγραφική του ενασχόληση με την Ελλάδα. Το τρίτομο έργο του «Ταξίδια στον Μοριά, Κωνσταντινούπολη, Αλβανία και πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» (Voyage en Moree, a Constantinople, en Albanie, et dans plusieurs autres parties de l’Empire Ottoman, 1805) βασίστηκε κυρίως στη σύνθεση στοιχείων από παλιότερα περιηγητικά χρονικά και διηγήσεις των συγκρατουμένων του. Παρά τις ανακρίβειες, το βιβλίο αυτό καθόρισε την κατοπινή μοίρα του Πουκεβίλ, καθώς τον κατέστησε αυθεντία στα ελληνικά πράγματα. Αφιερωμένο στον Ναπολέοντα, αποτέλεσε το διαπιστευτήριο για τον διορισμό του ως Γενικού Προξένου της Γαλλίας στα Γιάννενα και στην Πάτρα (1805-1816). Στα χρόνια της προξενικής του θητείας ο Πουκεβίλ γνώρισε τον υπόδουλο ελληνικό λαό και σταδιακά εγκατέλειψε τους φιλοτουρκικούς προσανατολισμούς του πρώτου χρονικού του. Πραγματοποίησε περιηγήσεις σε όλο τον κλασικό ελληνικό χώρο και μελέτησε σε βάθος τα λαϊκά ήθη και έθιμα. Κατέγραψε τις μαρτυρίες του στο πεντάτομο «Ταξίδι στην Ελλάδα» (Voyage dans la Grece, 1820-1821), που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στην Ευρώπη και αποτέλεσε πολύτιμο οδηγό για όλους τους μετέπειτα ταξιδιώτες. Θερμός φιλέλληνας, ο Πουκεβίλ εισήγαγε μια νέα θεώρηση των σύγχρονων Ελλήνων, υποστηρίζοντας ουσιαστικά ότι η αδιάκοπη συνέχεια του ελληνισμού δεν εντοπίζεται στον λόγιο, όσο στον λαϊκό πολιτισμό των απλών ανθρώπων, με τα παραδοσιακά έθιμα και τραγούδια να έχουν τον πρώτιστο ρόλο.

 

 

O Λόρδος Τζωρτζ Γκόρντον Μπάιρον (1788-1824), Άγγλος ρομαντικός ποιητής που αναδείχτηκε σε είδωλο της εποχής του, αποτελεί αναμφίβολα την επιβλητικότερη μορφή του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού. H προσωπική κατάθεση ζωής στην ελληνική υπόθεση τον ανέδειξε σε ήρωα της σύγχρονης Ελλάδας. Επισκέφτηκε τη χώρα για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Μεσόγειο και την Ανατολή (1809-1811). Τις εντυπώσεις του από την πολύμηνη παραμονή του κατέγραψε στο «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold’s Pilgrimage, 1812), ένα είδος ποιητικού ημερολογίου. Με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης εντάχθηκε στο Φιλελληνικό Κομιτάτο της Αγγλίας και το 1823 ξαναήρθε στην Ελλάδα με φιλελληνική αποστολή, προκειμένου να βοηθήσει τους αγωνιστές. Πέθανε στο Μεσολόγγι τον Απρίλιο του 1824.

 

 

Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα

 

Η περίοδος των αρχών του 19ου αιώνα σηματοδοτείται από την αναταραχή των ναπολεόντειων πολέμων, τις πολύπλοκες σχέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων με την Υψηλή Πύλη και τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς αναφορικά με τον επεκτατισμό τους προς την Ανατολή. Με έκδηλη τη στρατηγική του σημασία, ο ελλαδικός χώρος δέχεται ένα νέο ρεύμα περιηγητισμού από το 1800 και μετά. Πλούσιες σε αριθμό και τύπους περιηγητών αλλά και όγκου πληροφοριών, οι δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα αποτελούν αναμφίβολα τη σημαντικότερη περίοδο της περιηγητικής γραμματείας. Οι περιηγητές της προεπαναστατικής εικοσαετίας, επιφορτισμένοι με ειδικού σκοπού αποστολές και συχνά με αποκλειστικό προορισμό την Ελλάδα, παρέμεναν για μεγαλύτερο διάστημα στη χώρα, δεν περιορίζονταν στις παράλιες περιοχές και συχνά συνοδεύονταν από επιτελεία ζωγράφων, σχεδιαστών ή ειδικών τοπογράφων.

 

 

 

Οι σχεδιαστικές αποτυπώσεις τόπων και ανθρώπων απομακρύνονται από τις φανταστικές αναπαραστάσεις των ερειπίων της προηγούμενης περιόδου. Ο αρχαιολόγος Όττο Μάγκνους φον Στάκελμπεργκ (1786-1837) περιηγήθηκε τον ελληνικό χώρο από το 1810 ως το 1814 και αποτύπωσε εκ του φυσικού απόψεις μνημείων, αλλά και ενδυμασίες και σκηνές από την καθημερινή ζωή των Ελλήνων. Στα γεμάτα εξωτισμό έργα του ο χωροχρόνος της κλασικής αρχαιότητας επικαλύπτεται από τη σύγχρονη Ανατολή. Ωστόσο, για τους περισσότερους ρομαντικούς ταξιδιώτες της εποχής, η Ελλάδα ήταν τα ερείπια της χώρας, όχι οι κάτοικοί της. Η σύγχρονη πραγματικότητα των τόπων που επισκέπτονταν εξέφραζε την παρακμή και διέψευδε τις προσδοκίες τους. Εκφραστές μιας γενικότερης νοοτροπίας κυριαρχικού τύπου, οι δυτικοί αρχαιολάτρες έφταναν συχνά στο σημείο να διεκδικούν για τον πολιτισμικά ανώτερο εαυτό τους τον τίτλο του γνήσιου κληρονόμου των αρχαίων.

Φιλελληνικές εταιρείες και επιτροπές ιδρύονταν κυρίως σε πόλεις της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, αλλά και σε όλον τον κόσμο. Κύριος σκοπός των οργανώσεων αυτών υπήρξε η συγκέντρωση χρημάτων και εφοδίων για την ενίσχυση του Αγώνα, μέσα από τη διοργάνωση εράνων και εκδηλώσεων, όπως χοροεσπερίδες, διαλέξεις και συναυλίες. Σημαντικά γεγονότα όπως η Άλωση του Μεσολογγίου (1826) ή η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827) αναζωπύρωσαν το φιλελληνικό ενδιαφέρον. Διάσημες μουσικές συνθέσεις όπως η «Ηρωική Σκηνή» του Εκτόρ Μπερλιόζ ή η «Πολιορκία της Κορίνθου» (1826) του Τζιοακίνο Ροσίνι έχουν σαφείς αναφορές στο ηρωικό Μεσολόγγι. Η συναυλία που ο Ροσίνι διοργάνωσε υπέρ του ελληνικού Αγώνα

τον Απρίλιο του 1826 στην Όπερα του Παρισιού έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πρώτες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων για κοινωνικούς σκοπούς. Φιλελληνικά τραγούδια παρουσιάζονταν όμως και σε οικιακή κλίμακα, με μουσικές βραδιές σε κοσμικά σαλόνια και την παράλληλη διενέργεια εράνων. Στη διάρκεια της Επανάστασης, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν υπολογίζεται ότι γράφτηκαν περισσότερα από τριακόσια φιλελληνικά τραγούδια σε χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Αγγλία, η Ρωσία. Πρωτότυπες συνθέσεις ή διασκευές παλιότερων ασμάτων, τα κομμάτια αυτά αντλούσαν τα θέματά τους από τα κατορθώματα των ηρώων αλλά και από τις μεγάλες καταστροφές και τις βαρβαρότητες των κατακτητών, ενώ συχνά παραλλήλιζαν τους Έλληνες αγωνιστές με τους αρχαίους προγόνους τους. Πλήθος εικαστικών και λογοτεχνικών έργων τέχνης αντλούσαν την έμπνευσή τους από ελληνικά θέματα. Παράλληλα ο συρμός της εποχής σε χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα καθιστούσε οικεία την «ελληνική υπόθεση». Αντικείμενα εφαρμοσμένης τέχνης όπως σερβίτσια, ρολόγια, βεντάλιες κυκλοφόρησαν ευρέως και πωλούνταν σε δημοπρασίες, τα έσοδα των οποίων διατίθενταν υπέρ του ελληνικού Αγώνα.

 

 

Η Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827 αναγνώριζε την αυτονομία της Ελλάδας και άνοιγε ουσιαστικά τον δρόμο για την παρέμβαση των Προστάτιδων Δυνάμεων. Ορόσημο στην εξωτερική αυτή κινητοποίηση αναδείχθηκε η νίκη των γαλλο-ρωσο-βρετανικών συμμαχικών δυνάμεων στο Ναβαρίνο τον Οκτώβριο του 1827. Τον Αύγουστο του 1828, ένα εκστρατευτικό σώμα 15.000 ανδρών υπό τον Γάλλο στρατηγό Νικολά-Ζοζέφ Μαιζόν αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο και εκστράτευσε για την κατάληψη των οχυρών που εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό τα τουρκικά στρατεύματα. Ζωγραφισμένοι στη δεκαετία του 1830, οι πίνακες των Ζαν-Σαρλ Λανγκλουά και Ιπολίτ Λεκόντ καταγράφουν τις κυριότερες νίκες του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο. Προερχόμενοι από τον κύκλο του Στρατηγού Μαιζόν και οι δύο καλλιτέχνες εξειδικεύτηκαν στην αποτύπωση στρατιωτικών και οριενταλιστικών θεμάτων. Στα πρότυπα της Εκστρατείας της Αιγύπτου του Ναπολέοντα, ομάδα επιστημόνων και καλλιτεχνών με επικεφαλής τον φυσιοδίφη και γεωγράφο Ζαν-Μπατίστ Μπορύ ντε Σεν-Βενσάν συνόδευε τα στρατεύματα. Έμεινε γνωστή ως «Επιστημονική Αποστολή του Μοριά». Δεκαεννέα επιστήμονες χωρισμένοι σε τρία τμήματα, Φυσικών Επιστημών, Αρχαιολογίας και Αρχιτεκτονικής-Γλυπτικής πρόσφεραν «εκπολιτιστικό» έργο που άφησε το αποτύπωμά του στις τέχνες και τις επιστήμες του νεοελληνικού κράτους.

Μόνο σχετικά πρόσφατες ιστορικές μελέτες αποδίδουν στην Ελληνική Επανάσταση τη διεθνή σημασία που εντέλει είχε, συνδέοντάς τη με τις συνταγματικές επαναστάσεις του 1820 σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία, αλλά και με τα σύγχρονα κινήματα ανεξαρτησίας των πρώην αποικιών στη Λατινική Αμερική. Στην Ευρώπη της Παλινόρθωσης και της Ιεράς Συμμαχίας, ο ξεσηκωμός των Ελλήνων, αλλά κυρίως η εντυπωσιακή επιβίωση του Αγώνα τους αναζωπύρωσε το διεθνές επαναστατικό ενδιαφέρον τις επόμενες δεκαετίες.

Η «Εποχή των Επαναστάσεων», όπως την αποκαλούν οι ιστορικοί, κορυφώθηκε με τα κινήματα του 1848 που έμειναν στην ιστορία ως «η άνοιξη των λαών». Με την απροσδόκητη τροπή του, το «ελληνικό ζήτημα» παρέμεινε για μια δεκαετία μεταξύ των κεντρικών θεμάτων της διεθνούς διπλωματίας. Στο πλαίσιο αυτό, το φιλελληνικό κίνημα σε Ευρώπη και Αμερική αποτέλεσε μια έκφανση ριζοσπαστισμού, έναν τρόπο να ακουστεί το αίτημα της ελευθερίας των λαών. Έτσι για τους Ιταλούς φιλέλληνες η επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης συμβόλιζε και τη δική τους εθνική διεκδίκηση, για τους Αμερικανούς τον αγώνα για τον τερματισμό της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εκατοντάδες φιλέλληνες εθελοντές που κατέφτασαν να πολεμήσουν στον ελληνικό Αγώνα χαρακτηρίστηκαν ως «νομάδες των επαναστάσεων». Είχαν συχνά θητεύσει σε άλλα κινήματα στη Νάπολη και το Πεδεμόντιο, στην Ισπανία και την Πορτογαλία, ενώ άλλοι στη συνέχεια αφιερώθηκαν στους αγώνες της ανεξαρτησίας στη Λατινική Αμερική. O διεθνικός χαρακτήρας των αγώνων για την ελευθερία, αλλά και η κινητικότητα και η αλληλεγγύη των μαχητών που ξεπέρασε τα όρια των υπαρχόντων κρατών οδήγησε τους ιστορικούς να κάνουν λόγο για μια «φιλελεύθερη διεθνή» προκειμένου να χαρακτηρίσουν τις αλληλοσυνδεόμενες επαναστάσεις της δεκαετίας του 1820.

Η σύγχρονη ιστορική έρευνα εξετάζει την οικοδόμηση του νεοελληνικού εθνικού κράτους στο πλαίσιο των μετααποικιακών σπουδών. Με επιρροές από τη θεώρηση της οριενταλιστικής Ανατολής, οι ερευνητές αναγνωρίζουν τη συμβολή των φιλελλήνων στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, την εντάσσουν όμως στο πλαίσιο των αποικιοκρατικών σχέσεων εξουσίας των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή. Εγκλωβισμένοι στην αρχαιοελληνική φαντασίωση της Δύσης, που αρχικά αποτέλεσε τον λόγο για τη «σωτηρία» τους, οι Έλληνες κέρδισαν την πολιτική τους ανεξαρτησία, σε βάρος όμως της οικονομικής τους υποτέλειας. Με τη Συνθήκη του 1832 οι Προστάτιδες Δυνάμεις όριζαν τον 17χρονο τότε Όθωνα, δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, ως Βασιλιά της Ελλάδας. Το νέο βασίλειο κλήθηκε να πραγματώσει τις φαντασιώσεις δυτικών όπως τις υιοθέτησαν οι γηγενείς: η αρχαιοελληνική κληρονομιά επέστρεφε στη γενέτειρά της με τη διαμεσολάβηση των Ευρωπαίων που για χρόνια την είχαν διαφυλάξει. Το ρομαντικό αυλικό ένδυμα που εισήγαγε στη μόδα της εποχής η Αμαλία του Ολδενβούργου, σύζυγος του Όθωνα και βασίλισσα της Ελλάδας από το 1837 μοιάζει να εικονοποιεί τη σύζευξη αυτή: η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου με τις κατάλληλες δυτικές προσθήκες αναδεικνύεται στο εθνικό γυναικείο ένδυμα, την επίσημη στολή της Αυλής. Ενός βασιλείου που δημιουργήθηκε προκειμένου να ανταποκριθεί στα φαντασιακά ιδεώδη που έφτιαξε γι’ αυτό η Δύση και να εξυπηρετήσει παράλληλα τις πολιτικές και οικονομικές της επιδιώξεις.

 

 

Ο ενθουσιασμός για καθετί ελληνικό κατά τη διάρκεια του Αγώνα, αλλά και στις δεκαετίες που ακολούθησαν εξελίχθηκε σε ένα ρεύμα που διαπέρασε τις καλές και εφαρμοσμένες τέχνες, τη γυναικεία μόδα, την εσωτερική διακόσμηση, την αρχιτεκτονική δημοσίων κτηρίων, την πολιτική, ακόμη και τα καθημερινά καταναλωτικά αγαθά. Από ονοματοδοσίες δρόμων σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μέχρι διακοσμητικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ο απόηχος της Ελληνικής Επανάστασης εμφανιζόταν σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής. Χρωμολιθογραφίες που απεικονίζουν τον Κανάρη και άλλους ήρωες κυκλοφορούσαν παντού, μέχρι που έφτασαν να διανέμονται δωρεάν σε συλλεκτικές συσκευασίες σοκολάτας και μπισκότων.

 

 

Η ελληνομανία επηρέασε τη γυναικεία μόδα. Εμπνευσμένα από την ηρωική Μπουμπουλίνα ήταν τα γυναικεία φορέματα «Robes de dame a la Bobeline», αλλά και άλλα ελληνικού στυλ που διαφημίζονταν σε σελίδες δημοφιλών εικονογραφημένων περιοδικών. Η ελληνική μαντήλα συμπλήρωνε συχνά ενδυμασίες κυριών υψηλής κοινωνίας σε κοσμικές δεξιώσεις, ενώ οι κύριοι συνήθιζαν να φέρουν γαλανόλευκα περιβραχιόνια σε ανάμνηση των χρωμάτων της ελληνικής σημαίας.

Κόρη του ήρωα της Επανάστασης Μάρκου Μπότσαρη, η Αικατερίνη Ρόζα Μπότσαρη αποτέλεσε πρότυπο γυναίκειας ομορφιάς. Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, υπήρξε πρώτη «κυρία επί των τιμών» της βασίλισσας Αμαλίας με το προνόμιο να τη συνοδεύει στις επίσημες επισκέψεις της στην Ευρώπη. Έτσι, τιμήθηκε για το κάλλος και την ηρωική καταγωγή της από τον Λουδοβίκο Α΄ της Βαυαρίας και απαθανατίστηκε από τον Γερμανό ζωγράφο, Γιόζεφ Καρλ Στίλερ (1781-1858). Η προσωπογραφία, που βρίσκεται στο ανάκτορο Νύμφενμπουργκ του Μονάχου στην επονομαζόμενη Πινακοθήκη των Καλλονών, αποτέλεσε το πρότυπο για πολλές αναπαραστάσεις της Ρόζας σε πίνακες και αντικείμενα εφαρμοσμένης τέχνης.

 

 

 

Συντονισμός – Μουσειολογική μελέτη – Κείμενα:

Ιωάννης Μότσιανος, Δρ. Αρχαιολόγος –Μουσειολόγος ΜΒΠ

Ηρώ Κατσαρίδου, Δρ. Ιστορικός της Τέχνης ΜΒΠ

Μουσειογραφική εφαρμογή: Ευθημία Παπασωτηρίου, Αρχιτέκτων – Μηχανικός ΜΒΠ

 

Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού

Πτέρυγα περιοδικών εκθέσεων «Κυριάκος Κρόκος»

Διάρκεια έκθεσης: 28.10.21 – 27.11.2022

Είσοδος ελεύθερη

Για τις ώρες λειτουργίας της έκθεσης (ώρες λειτουργίας Μουσείου) επισκεφτείτε την ιστοσελίδα μας www.mbp.gr

 

 

 

* Ο Ιωάννης Μότσιανος είναι Δρ. Αρχαιολόγος – Μουσειολόγος στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top