Fractal

Δύο μικρά πεζά

Του Αντώνη Κηπουρού // *

 

 

 

 

ΜΙΣΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ

Είδε πως δεν του μένανε πολλά πρωινά ακόμη. Το ‘βλεπε μόνος του, τον διαβεβαίωσε κι ο γιατρός με τρόπο. Μεγάλη καμπή στη ζωή του, γυρίσαν τα μυαλά του, είδε τί άφηνε πίσω του κι αποφάσισε μετά από αλλεπάλληλα κύματα δισταγμών , να γίνει σπάταλος. Λεφτά περίσσια δεν είχε. Είπε λοιπόν ν’ αρχίσει ξόδεμα ψυχής. Έριξε το κεφάλι πίσω, έστρωσε με τα γερασμένα χέρια του τα λιγοστά μαλλιά του κι αναπόλησε πόσους είχε αδικήσει με ψέματα ή πονηριές, πόσες γυναίκες είχε αρνηθεί ή κοροϊδέψει, πόσες κουβέντες άφησε στη μέση, ανυπόγραφες επιταγές που ζητούσαν εξόφληση. Ένα θέμα βέβαια ήτανε το πού θα εύρισκε όλους αυτούς, αλλά δεν κόμπιασε. Άρχισε τα τηλεφωνήματα με σκοπό να βρεθεί με όλους και όλες όσο γινότανε, για να τους ζητήσει συγχώρεση χωρίς να πέσει στην ταπείνωση, πράγμα που δεν θα το άντεχε ο υπέρμετρος εγωισμός του. Είδε πως η ανταπόκριση ήτανε από ψυχρή ως ανύπαρκτη. Δεν είχε κι άδικο η άλλη πλευρά, σαν προϊστάμενος ήτανε αυτό που λέμε κέρατο βερνικωμένο, αλλά αυτό δεν τον αποθάρρυνε. Ας ήτανε και λίγοι, όσοι γινότανε επιτέλους. Σ’ αυτές τις κινήσεις μετράει το ξαλάφρωμα της καρδιάς, ανεξάρτητα από το όποιο αποτέλεσμα. Μετά από αρκετή ώρα έρευνας, η ψαριά ήτανε απογοητευτική. Ένας μόνο δέχθηκε να τον συναντήσει, αυτός που δεν περίμενε με τίποτα να ανταποκριθεί στο κάλεσμά του. Το κάλεσμα ήτανε μάλιστα σε ουδέτερο χώρο, έτσι το είχε προσχεδιάσει για να μην δυσανασχετήσουν. Ήταν ένας σχεδόν συνομήλικος από τη δουλειά του. Είχε να τον δει από τότε που βγήκε στη σύνταξη. Είχανε κάποιες τριβές, όχι συχνά, αλλά σε ρυθμό που δεν τους άφηναν να τις ξεχάσουν. Η αμφισβήτηση είναι ευθεία προσβολή. Δεν είναι κάτι που ξεχνιέται. Τη χρησιμοποίησαν και οι δυο τους αρκετές φορές. Είχαν φτάσει σε σημείο που δεν μπορούσαν ή και δεν ήθελαν να καθίσουνε κάτω και να βρούνε μια φόρμουλα που να μη τους μαυρίζει σχεδόν κάθε μέρα την ψυχή. Κανείς τους δεν περνούσε καλά κι αυτό φαινόταν στη δουλειά. Όλοι το είχανε προσέξει, τόσο που είχανε χωριστεί σε στρατόπεδα, οι μεν και οι δε, αμφότερες οι ομάδες με τα επιχειρήματά τους. Ήτανε το θέμα της κάθε μέρας κι όμως αυτός ήτανε ο μόνος που δέχθηκε να συναντηθούνε. Είχε φαίνεται ακόμη κακοφορμισμένη την πληγή από τα χρόνια εκείνα. Δεν τον άφηνε σε ησυχία. Θυμότανε τα λόγια τα βαριά που είχε ξεστομίσει εναντίον του άλλου παρουσία όλων, στη μέση της βάρδιας. Εκείνη τη μέρα γύρισε άρρωστος στο σπίτι. Δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και τα ‘πε χύμα και τσουβαλάτα στον ανώτερό του, γιατί ανώτερός του ήτανε στη δουλειά ιεραρχικά. Αυτά θυμότανε όταν έκλεισε το τηλέφωνο μετά την κλήση του πρώτου. Η ταχυπαλμία του τον ανησύχησε σαν τότε που τον έτρεξε η γυναίκα του στο νοσοκομείο μετά από μια συνηθισμένη μάχη με τον άλλο. Ηρέμησε σιγά σιγά και άρχισε να προετοιμάζει την κόντρα που ερχότανε, γιατί κόντρα θα ήτανε, το πίστευε. Ήξερε πως πιθανόν να τον τρέχανε πάλι στα επείγοντα, αλλά αυτή τη φορά όλες οι μισές κουβέντες έπρεπε να βρούνε και το άλλο τους μισό και πού ξέρεις καμιά φορά, ίσως κάτι καλό να έβγαινε, τουλάχιστον θα ησυχάζανε και οι δυο τους, ίσως. Συναντήθηκαν στο συμφωνημένο μέρος, ένα ουδέτερο καφέ, που θα μπορούσαν να μιλήσουν χωρίς περίεργα βλέμματα, χωρίς τους γνωστούς από τη δουλειά. Είχανε προετοιμάσει τα όπλα τους, αλλά και οι δυο τους ξέρανε από μέσα τους ότι είχανε άσφαιρα πυρά εν γνώσει τους και στα μάτια τους ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να διακρίνει μια γαλήνια διάθεση καλά κρυμμένη, έτσι που λαχταρούσε η ψυχή τους να δινότανε ένα τέλος, να λυνότανε επί τέλους το σφίξιμο στα πρόσωπα, να ‘ρχόταν η ψυχή στον τόπο της. Μετά την συγκρατημένη χειραψία δύο ιδρωμένων από την αγωνία χεριών, και τις πρώτες αμήχανες κουβέντες, θυμηθήκανε τα παλιά, μια αναπόληση δύο παλαιμάχων. Στην ήρεμη κουβέντα που ακολούθησε θάφτηκαν οι όποιες διαφορές. Το ρίξανε στην πλάκα μην έχοντας το θάρρος να πούνε αλήθειες κατά πρόσωπο. Οι φαρέτρες τους γεμάτες, απείραχτες.

 

 

Παράθυρο στον κόσμο

Παράθυρο στον κόσμο στη δεκαετία του 50 και στις αρχές αυτής του 60, ήτανε το ραδιόφωνο. Από τότε που πήγα στο Δημοτικό θυμάμαι τον πατέρα μου να έχει φέρει ένα τσέχικο ραδιόφωνο στο σπίτι. Μεγάλο, επιβλητικό για τα παιδικά μου μάτια, ήτανε μια προβολή στο μέλλον, μια προκαταβολή για τα μελλούμενα. Με εντυπωσίαζε ο φωτεινός του πίνακας με τις ονομασίες όλων των μεγαλουπόλεων του κόσμου που ήτανε γνωστός μέχρι τότε. Όταν γύριζε η βελόνη και αλλάζανε οι σταθμοί, ακουγότανε ένας ήχος σαν μπουρμπουλήθρες, μόνο κάπως πιο γυαλιστερός, αν μπορώ να τον εκφράσω καλύτερα. Βλέπετε τότε δεν υπήρχανε τα FM και τα ραδιόφωνα μετέδιδαν μέσα από τα μακρά και τα βραχέα κύματα. Ο φωτεινός πίνακας λοιπόν ήτανε σαν κινηματογραφική οθόνη ομιλούσα με έργα που παιζότανε σε όλες τις γλώσσες του πλανήτη, ένας περίπατος πάνω σε μια υδρόγειο σφαίρα που από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η περιηγητική περιέργεια με συνάρπαζε και περιδιάβαινα τις ηπείρους από πόλη σε πόλη και με φανταζόμουνα να τριγυρνάω στα στενά τους και στις λεωφόρους τους ακούγοντας τις μουσικές των τόπων, ένας από όλους κι εγώ ανάμεσά τους, μια φαντασίωση ποίημα. Θυμάμαι τις εκπομπές του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, τα Ελληνικά Χρονικά, κάτι σαν τις σημερινές ειδήσεις με το κατάλληλο μαγείρεμα που τότε δεν το καταλάβαινα με την πείνα που είχα για ό,τι συνέβαινε στον έξω κόσμο. Θυμάμαι ακόμη τη μουσική από τον χορό των σπαθιών του Αράμ Χατσατουριάν, μάλλον στα Χρονικά της Ημέρας και οπωσδήποτε την εκπομπή με το καθαρότερο σήμα από όλες τις άλλες, τη φωνή της Αμερικής. Τότε δεν ήξερα, τώρα ξέρω. Η θλίψη με κατελάμβανε όταν το δυναμικό της μπαταρίας του ραδιοφώνου μας, μιας BEREC, έπεφτε και πλησίαζε ο καιρός να αγορασθεί καινούργια. Τα λεφτά ήτανε λιγοστά αλλά ευτυχώς με τη μετρημένη χρήση που κάναμε κρατούσε έξι μήνες. Ήτανε μάρκας BEREC μεγάλη σαν τούβλο και βαριά, πολύ βαριά για τα αδύναμα χέρια μου. Όταν τα κατάφερνε ο πατέρας μου ναγοράσει καινούργια βάζοντας βερεσέ, ένιωθα σαν να μέναμε κι εμείς σε κανονικό σπίτι, γιατί εκεί που μέναμε, τις νύχτες μας τις φώτιζε μια γκαζόλαμπα.

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top