Fractal

«Στο επίκεντρο η ανεξιχνίαστη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ»

Γράφει ο Κώστας Αρκουδέας //

 

 

 

Σοφία Νικολαΐδου: «Χορεύουν οι ελέφαντες», μυθιστόρημα, εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, η ανεξιχνίαστη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, που βρέθηκε να επιπλέει στα νερά του Θερμαϊκού τον Μάιο του 1948, αλλά και η καταδίκη του Γρηγόρη Στακτόπουλου για τον φόνο του, που μέχρι τέλους διακήρυττε ότι είναι αθώος. Ένας σύγχρονος έφηβος, άριστος και αντισυμβατικός, ο Μηνάς, αναλαμβάνει να μελετήσει και να φωτίσει εκ νέου την πολύκροτη υπόθεση. Το κάνει ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που του δίνει ο καθηγητής του Μαρίνος Σουκιούρογλου (ή Σουκ), κεντρικό πρόσωπο σε αυτό αλλά και στο προηγούμενο μυθιστόρημα της Νικολαΐδου Απόψε δεν έχουμε φίλους. Ο Σουκ ήρθε σε σύγκρουση με τον καθηγητή και επόπτη στη διδακτορική του διατριβή, με συνέπεια να εγκαταλείψει την πανεπιστημιακή του καριέρα και να γίνει καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση.

Παρότι η Υπόθεση Πολκ είναι ευρέως γνωστή, θα πούμε δυο λόγια για όσους ίσως δεν θυμούνται τι ακριβώς είχε συμβεί: Τον Μάιο του 1948, λοιπόν, ένας βαρκάρης είδε το πτώμα ενός άνδρα να επιπλέει στα νερά του Θερμαϊκού. Ήταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, ο οποίος είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη για να πάρει συνέντευξη από τον στρατηγό του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκο Βαφειάδη. Η τρύπα στο κρανίο του φανέρωνε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είχε δολοφονηθεί. Γύρω από το πτώμα του Πολκ στήθηκε ένα γαϊτανάκι πρακτόρων, αστυνομικών, πολιτικών και αξιωματούχων που ανέπτυσσαν κάθε είδους θεωρίες συνωμοσίας. Το ότι η Ελλάδα βρισκόταν στην κορύφωση του Εμφυλίου και χρειαζόταν επειγόντως την αμερικανική βοήθεια για να ορθοποδήσει οδηγούσε την κατάσταση στα άκρα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί ο ένοχος, κι αν αυτό δεν ήταν βολικό, ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Αυτός δεν είναι άλλος τελικά από τον Έλληνα δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο.

Αυτή είναι η πραγματική ιστορία. Στο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαϊδου τώρα, ο Γρηγόρης Στακτόπουλος αναφέρεται ως Μανόλης Γκρης και ο Τζορτζ Πολκ ως Τζακ Τάλας. Η Ζωή Τσόκα είναι η νεαρή σύζυγος του Πολκ, ο Τζιτζιλής είναι ο αστυνομικός που διεξάγει την έρευνα και ο Ντινόπουλος είναι ο δικηγόρος του κατηγορουμένου. Πάντα στο μυθιστορηματικό πεδίο, ο Τάσος Γεωργίου είναι αριστερός μεγαλοδημοσιογράφος και έχει διατηρήσει αρχείο από την Υπόθεση Τάλας, το οποίο θα φανεί χρήσιμο στον γιο του Μηνά, μαθητή στη Γ΄ Λυκείου, όταν ο καθηγητής του Μαρίνος Σουκιούρογλου του αναθέτει (όπως είπαμε) να κάνει μια εργασία γύρω από αυτή την υπόθεση. Η Τέτα, μητέρα του Μηνά, θέλει διακαώς να δώσει ο γιος της Πανελλήνιες και να πάρει πτυχίο Πανεπιστημίου για να «προκόψει», ενώ η γιαγιά Ευθαλία είναι εκπαιδευτικός και βέρα Σαλονικιά.

 

Η γιαγιά λατρεύει την πόλη. Ο μπαμπάς τη σιχαίνεται. Η γιαγιά είναι μπαγίατισσα Θεσσαλονικιά, στην Πλάτωνος μεγάλωσε, από το μπαλκόνι της έβλεπε την Αχειροποίητο. Το Μεγάλο Σάββατο κατέβαινε κι αγόραζε τη λαμπάδα της, αμέσως μόλις άκουγε τις καμπάνες. Για τη γιαγιά Θεσσαλονίκη είναι η εντός των τειχών πόλη. Τα υπόλοιπα ήταν αλάνες και λασπότοποι, μην κοιτάς, παιδί μου, που χτίσανε μετά πολυκατοικίες, εκεί, όταν έβρεχε, η λάσπη έφτανε ως το γόνατο. Ο Ευκλείδης είναι γι’ αυτήν άγνωστη χώρα, η Τούμπα προάστιο, το Πανόραμα εξοχή. Οι δυτικές συνοικίες ένα παράλληλο σύμπαν για το οποίο διαβάζει στις εφημερίδες – στα ρεπορτάζ που επιβλέπει ο μπαμπάς.

 

Χορεύουν οι ελέφαντες, σελ. 99

 

Από την άλλη υπάρχει η οικογένεια Ντινοπούλου. Θυμίζουμε ότι ο Ντινόπουλος ήταν ο δικηγόρος του κατηγορούμενου Μανόλη Γκρη στην Υπόθεση Τάλας. Το βλαστάρι της οικογένειας, η εγγονή του δικηγόρου Εβελίνα Ντινοπούλου, είναι συμμαθήτρια του Μηνά στη Γ΄ Λυκείου, το σπασικλάκι της τάξης, αριστούχος και υπέρμετρα φιλόδοξη.

Μηνάς Γεωργίου, Εβελίνα Ντινοπούλου, λοιπόν. Δύο οικογένειες και η ιστορία τους. Όταν η γιαγιά Ευθαλία, ξαπλωμένη στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση, ρωτά τον Μηνά που έρχεται απέξω τι έλεγε τόσες ώρες με την Εβελίνα, ακολουθεί ο εξής διάλογος:

          «Τίποτα», της απαντά ο Μηνάς.

          «Τρείς ώρες;» 

          «Τρείς ώρες».

          «Και τι κάνατε δηλαδή;»

          «Φιλιόμασταν».  

 

Γύρω τους κινούνται και καταθέτουν την άποψή τους για την Υπόθεση Τάλας ένα πλήθος προσώπων, όπως η μητέρα του Τάλας, η μητέρα και οι αδελφές του Γκρη, ο κομμουνιστής εξάδελφος της συζύγου του Τάλας, ο καθηγητής αγγλικών του Γκρη και άλλοι. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η πρώην συμφοιτήτρια του καθηγητή Σουκιούρογλου και νυν τραγουδίστρια Φανή Ντόκου, με την οποία εκείνος διατηρεί μια τρυφερή σχέση προς έκπληξη των πάντων, αφού τον έχουν για μονόχνοτο και ανέραστο.

 

Η Ντόκου τραγουδούσε τον Μενούση. Σώπασαν τα πνευστά, βουβάθηκαν τα πλήκτρα. Η φωνή της ανέβαινε από βαθιά, ρόλαρε στις κορόνες, γέμιζε τη σκηνή και την πλατεία. Σε σήκωνε ψηλά, σε έπαιρνε μαζί της. Το κοινό παλλόμενο κήτος. Άναψαν τα φλας, ξέσπασαν τα χειροκροτήματα.

 

Χορεύουν οι ελέφαντες, σελ. 168

 

Σοφία Νικολαΐδου

 

Η αναξιοπιστία του ελληνικού πανεπιστημίου είναι εμφανής τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο. Το αφήγημα αναδεικνύει τις παθογένειες ενός λαού που τρέφεται με ψευδαισθήσεις, μα και την αλαζονεία ενός εκπαιδευτικού συστήματος που συνθλίβει το ταλέντο και την κρίση των μαθητών.

 

Ο ελληνικός επαρχιωτισμός σε συνδυασμό με τον εθνικιστικό ναρκισσισμό όριζαν τον φαύλο κύκλο της εκπαίδευσης, η οποία αντί να ανοίγει προς τα έξω κλεινόταν συστηματικά προς τα μέσα. Τα παιδιά μεγάλωναν σ’ ένα τέτοιο μαντρί, όπου η γνώση έμοιαζε ξέχωρη από την εμπειρική επαλήθευση και όπου η μάθηση προβαλλόταν ως βάσανο και σχεδόν ποτέ ως ευχάριστη περιπέτεια. Διδάσκονταν την άκριτη ευσέβεια στα σχολικά εγχειρίδια και στην αυθεντία του δασκάλου. Η παρόρμηση ανεξάρτητης σκέψης πατασσόταν πριν προλάβει να σηκώσει κεφάλι.

 

Χορεύουν οι ελέφαντες, σελ. 299

 

Όσο για τον δύσμοιρο τον Γκρης, τι να πει κανείς; «Θυσίασαν έναν άνθρωπο, έσωσαν μια χώρα». Τα λόγια είναι περιττά.

Το Χορεύουν οι ελέφαντες είναι ένα πολυπρόσωπο και πολυφωνικό μυθιστόρημα, με τη σκυτάλη της αφήγησης να περνάει από τον έναν στον άλλον οδηγώντας στην αναγνωστική απόλαυση. Ο τίτλος προέρχεται από την παροιμία «Χορεύουν οι ελέφαντες και την πληρώνουν τα μυρμήγκια».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top