Fractal

Αιματοβαμμένος μεσημβρινός, ο κόκκινος θάνατος στους δειλινούς τόπους του υπαρξισμού

Γράφει η Αγγελική Σπηλιοπούλου //

 

 

 

Cormac McCarthy «Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός ‘Η το δειλινό κοκκίνισμα στη Δύση», Μετάφραση: Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg

 

Στις 13 Μαΐου 1846, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών κήρυξε τον πόλεμο στο Μεξικό μετά από αίτημα του Προέδρου Τζέιμς Κ. Πολκ.

Αιτία του πολέμου ήταν η προσάρτηση της Δημοκρατίας του Τέξας από τις ΗΠΑ το 1845 και από η διαφωνία για το αν τα όρια του Τέξας τελείωναν στον ποταμό Nueces (η αξίωση του Μεξικού) ή στο Rio Grande (η αξίωση των ΗΠΑ).

Οι ΗΠΑ κατάφεραν να κερδίσουν τον πόλεμο και να προσαρτήσουν στα εδάφη τους περισσότερα από 500.000 τετραγωνικά μίλια του μεξικανικού εδάφους που εκτείνεται δυτικά από το Ρίο Γκράντε έως τον Ειρηνικό Ωκεανό.

Οι Δημοκρατικοί , ειδικά εκείνοι στα νοτιοδυτικά , ευνόησαν έντονα τον Μεξικανοαμερικανικό Πόλεμο. Οι περισσότεροι Γουίγκ (Whig Party, πολιτικό κόμμα που δραστηριοποιήθηκε την περίοδο 1834–54 στις ΗΠΑ ), ωστόσο, θεώρησαν τον πόλεμο ως ασυνείδητη υφαρπαγή κτήσεων και η Βουλή που ελέγχεται από τους Γουίγκ ψήφισε με 85 κατά 81 για να μεμφθεί το Δημοκρατικό Πρόεδρο Τζέιμς Κ. Πολκ επειδή ξεκίνησε «αναίτια και αντισυνταγματικά» τον πόλεμο. Ο Πολκ υποστήριξε ότι οι Μεξικανοί εισβολείς είχαν «χύσει αμερικανικό αίμα στο αμερικανικό έδαφος» και ο βουλευτής και μελλοντικός πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν εισήγαγε τις «Αναλύσεις Σημείων» σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει ακριβώς πού είχε συμβεί η αρχική σύγκρουση μεταξύ των αμερικανικών και μεξικανικών στρατευμάτων και εάν «ήταν ή δεν ήταν το δικό μας έδαφος εκείνη την εποχή».

Στις 26 Μαΐου 1848, και οι δύο πλευρές, ΗΠΑ και Μεξικό, επικύρωσαν τη συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε τη σύγκρουση.

Την ίδια περίοδο τη χώρα κατακλύζουν και λυμαίνονται Χρυσοθήρες, στην πλειονότητά τους τυχοδιώκτες που αναζητούσαν τον εύκολο πλουτισμό.

Το κύριο φαινόμενο όμως, που στιγματίζει με βαρβαρότητα την ανθρώπινη απληστία, ήταν η ύπαρξη συμμοριών κυνηγών τριχωτού κεφαλής (σκάλπ) των Ινδιάνων ιθαγενών (scalp hunters) έναντι αμοιβής.

Το 1849 οι μεξικανικές αρχές θα προσλάβουν τη διαβόητη συμμορία του Τζον Τζόελ Γκλάντον για να εξαλείψουν τους Απάτσι στο βόρειο Μεξικό. Στα μέλη της συμμορίας θα προστεθούν φτωχοί Μεξικανοί αγρότες και Αμερικάνοι ιθαγενείς για βιοποριστικούς λόγους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σάμιουελ Τσαμπερλέιν, που ισχυρίζεται ότι ήταν μέλος της συμμορίας του Γκλάντον, δεύτερος στην ιεραρχία της συμμορίας ήταν ένας Τεξανός γνωστός ως Δικαστής Χόλντεν.

Στο μυθιστόρημά του «Αιματοβαμμένος μεσημβρινός ή Το δειλινό κοκκίνισμα στη Δύση» ο Κόρμακ ΜακΚάρθι τοποθετεί την πλοκή του εντός αυτού του ιστορικού πλαισίου.

Βρισκόμαστε στο Τέξας, ένα χρόνο μετά την κήρυξη του πολέμου του 1846 μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Μεξικού.

Στις 12 προς 13 Νοεμβρίου του 1833 σημειώθηκε η μεγαλύτερη βροχή διαττόντων γνωστή ως Καταιγίδα των Λεοντίδων. Τη νύχτα εκείνη γεννήθηκε το παιδί. Τη νύχτα εκείνη, πάνω στη γέννα, πέθανε η μητέρα του. Δεκατεσσάρων χρονών εγκαταλείπει το μισερό μαγειρείο που σύχναζαν μετά τη δουλειά, αφήνοντας πίσω του τον πατέρα και την αδερφή του. Παρόλο που πατέρας του ήταν δάσκαλος, πριν γίνει χειρωνάκτης, το παιδί δεν έμαθε ποτέ γραφή και ανάγνωση «και μέσα του φυτρώνει ήδη μια ροπή προς την αστόχαστη βία. Όλη η ιστορία παρούσα σ’ εκείνο το πρόσωπο, το παιδί είναι ο πατέρας του άντρα.»

Ο Μακάρθι συνδέει την έλλειψη παιδείας με τη βία, την απουσία του πολιτισμού με την επιστροφή στο αρχέγονο, στην άνευ ορίων και καταγωγής βαναυσότητα.

Η διαδρομή που το παιδί ακολουθεί έχει δυτική πορεία. Πρώτος σταθμός το Μέμφις. Ακολουθεί το Σεντ Λούις και η Νέα Ορλεάνη για να καταλήξει στο Τέξας αφού επέζησε από μια σφαίρα που τον βρήκε κάτω από την καρδιά. Αντικρίζοντας το θάνατο, έχοντας απομακρυνθεί από τις ρίζες του, απελευθερώνεται από όσα τον κρατούσαν δέσμιο ενός παρελθόντος που δεν είχε επιλέξει. Αναλογίζεται αν η “από πηλό” φτιαγμένη καρδιά του (η φύση και οι επιλογές του) μπορεί να μετουσιωθεί κατά τη βούλησή του ή αν παραμένει εγκλωβισμένος στη θεϊκή βούληση και το πεπρωμένο.

Θα πει ψέμματα για την ηλικία του και θα ενταχθεί στο λόχο του λοχαγού Γουάιτ. Αμφισβητούν το Δόγμα Μονρό καθώς θεωρούν πως το Μεξικό θα γίνει ευρωπαϊκή κτήση εάν δεν παρέμβουν.

Ένας γέρος Μενονίτης τους προειδοποιεί: «Η οργή του Θεού κοιμάται. Ήταν κρυμμένη εκατομμύρια χρόνια πριν υπάρξουν οι άνθρωποι, και μόνο οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να την ξυπνήσουν. Η κόλαση δεν είναι καν μισογεμάτη. Ακούστε με. Πάτε να σπείρετε σε ξένη χώρα τον πόλεμο ενός τρελού. Δεν θα ξυπνήσετε μόνο τα σκυλιά.»

Το μονοπάτι του θα διασταυρωθεί με αυτό το Δικαστή Χόλντεν, την κυρίαρχη φιγούρα του μυθιστορήματος.

«Ένας πελώριος άντρας με αδιάβροχο μουσαμαδένιο πανωφόρι μπήκε στη σκηνή και έβγαλε το καπέλο του. Ήταν φαλακρός σαν πέτρα, δεν είχε ίχνος γενειάδας, και δεν είχε ούτε φρύδια ούτε βλεφαρίδες. Ήταν πάνω από δύο μέτρα στο ύψος, κάπνιζε πούρο ακόμα και μέσα σ’ εκείνον τον νομαδικό οίκο του Θεού, και μάλλον είχε βγάλει το καπέλο του μόνο και μόνο για να τινάξει τα νερά της βροχής από πάνω του, γιατί αμέσως μετά το ξαναφόρεσε.»

Θα γίνει μέλος της συμμορίας του Γκλάντον και το ανελέητο κυνήγι ξεκινά.

Ο Μακάρθι ουδόλως φειδωλός θα σταθεί στις περιγραφές βίας αναφέροντας με λεπτομέρεια, πολλάκις, την αφαίρεση των σκάλπ από δεκάδες θύματα της μανίας των κυνηγών. Στο διάβα τους σκότωσαν και κατακρεούργησαν εκατοντάδες Ινδιάνους.

Από τις περιγραφές του δεν θα παραλειφθούν σκηνές κακοποιημένων βρεφών. Η παιδεραστία και ο κανιβαλισμός ακολουθούν.

Εξαφανίσεις παιδιών ή νεαρών ατόμων και βιασμοί συμβαίνουν ενώ συνυπάρχουν σε έναν τόπο η παρουσία της συμμορίας ή του δικαστή και το «καρναβαλικό» στοιχείο.

Οι αποτρόπαιες σκηνές ακραίας βαναυσότητας καθιστούν το κακό ως φυσική κατάσταση. Δεν υπάρχουν ενοχές ή μεταμέλεια.

Το παιδί και ο δικαστής εμφανίζονται ως δύο αντίρροπες δυνάμεις. Η παρουσία του δικαστή όμως παραμένει επιβλητική και δεσπόζουσα. Ο συγγραφέας κάνει έμμεση χρήση βιβλικών αναφορών όπως ο κατακλυσμός του Νώε (σελ.296: “συνέχιζαν επι μέρες μέσα στη βροχή… διέσχισαν μια πλημμυρισμένη πεδιάδα… στην απέναντι ακτή της θάλασσας όπου βάδιζαν σαν από θαύμα) και παρουσιάζει σε αρκετά σημεία των δικαστή ως Ιησού: σελ.204: “είχαμε μείνει δώδεκα, δεκατρείς μαζί με τον δικαστή”, σελ.363: φορώντας στεφάνι αντί καπέλου “ο δικαστής χαμογέλασε και άγγιξε τη μαραμένη γιρλάντα στο μέτωπό του”.

Συχνά περιφερόταν με αδαμιαία περιβολή, χωρίς αιδώ, αποδεχόμενος τη φυσική του κατάσταση και θέση στον κόσμο, απεκδυόμενος κοινωνικές κατασκευές.

Πληθώρα άρθρων και μελετών πραγματεύονται τη φιλοσοφική διάσταση των λόγων του δικαστή. Δε θα υπεισέλθω σε κάτι ανάλογο μα θα αναφέρω συμπεριφορές και απόψεις που θα τεθούν στην προσωπική κρίση καθενός.

Πολύγλωσσος, με γνώσεις επιστημονικές και πνευματική καλλιέργεια, ο δικαστής εκφράζει απόψεις που βρίσκουν έρεισμα στη νιτσεϊκή σκέψη:

«Ο ηθικός νόμος είναι μια επινόηση της ανθρωπότητας με σκοπό τον υποβιβασμό των ισχυρών προς όφελος των ανίσχυρων. Ο ιστορικός νόμος τον υπονομεύει συνεχώς. Μια ηθική οπτική δεν μπορεί ποτέ να αποδειχτεί σωστή ή λάθος με καμία τελική δοκιμασία.»

Ή ακόμα στην καντιανή άποψη περί πρόσληψης και κατανόησης του κόσμου μέσω της πεπερασμένης ανθρώπινης νοητικής δυνατότητας:

«Γιατί η ύπαρξη έχει τη δική της τάξη, και αυτήν κανένας ανθρώπινος νους δεν μπορεί να τη χωρέσει, αφού και ο ίδιος ο νούς είναι απλώς ένα στοιχείο ανάμεσα στα άλλα.»

Παρατηρούμε πως όπου συναντά αποδείξεις πολιτισμού, όπως χειροποίητα αντικείμενα, τεχνουργήματα, τοιχογραφίες σπηλαίων, τα καταγράφει προσεκτικά στο σημειωματάριό του κρατώντας σκίτσα τους. Η ειδοποιός διαφορά είναι πως αφού ολοκληρώσει την καταχώρηση, καταστρέφει τα αντικείμενα. Αφανίζει κάθε ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας και διάνοιας, κάθε αποτύπωμα στον κόσμο αυτό.

Ο δικαστής πιστεύει στον αένα κύκλο της δημιουργίας, στους πολιτισμούς που φτάνοντας στην ακμή τους καταστρέφονται και από τις στάχτες ξεκινά εκ νέου η δημιουργία. Πιστεύει στην πρωταρχική ύλη, στην ειμαρμένη, στη συλλογική γονιδιακά εγγεγραμένη συνείδηση.

«Είτε είναι στο βιβλίο μου είτε όχι, κάθε άνθρωπος κατοικεί μέσα σε κάθε άλλον, κι εκείνος το ίδιο και ούτω καθεξής σ’ ένα σύμπλεγμα ύπαρξης και μαρτυρίας που φτάνει μέχρι την απώτατη άκρη του κόσμου.»

 

Cormac McCarthy

 

Ο Μακάρθι, όπως και στο μυθιστόρημά του “Το τέκνο του θεού”, αναφέρει το στοιχείο του καρναβαλιού, της πανήγυρις: “πανηγυρική κωδωνοκρουσία”, “καρναβαλική μάσκα”, “ένα καρναβάλι με διάχυτο εκείνο το κλίμα γιορτής και διογκούμενης ασχήμιας”, μία οικογένεια ζογλέρ που συνταξιδεύει με τη συμμορία Γκλάντον στην αρχή του βιβλίου. Δίνει το διονυσιακό στοιχείο και ταυτόχρονα τον αναγεννησιακό κόσμο, τη μετάφραση από το homo universalis και τον ανθρωπισμό της Αναγέννησης στον εγωισμό των ατομικισμό του σύγχρονου ανθρώπου.

Για τον δικαστή ο πόλεμος είναι το δομικό συστατικό της εξέλιξης. Υπάρχει παντού, σε κάθε πλευρά της ζωής, σε κάθε εγχείρημα, συνυφασμένος με την ανθρώπινη απληστία.

Όλα είναι τελετουργία, μια ενορχηστρωμένη παράσταση, ένας χορός με συγκεκριμένα βήματα, μια ακολουθία απαράβατη.

Το χειμώνα του 1878 το παιδί, τώρα ο συγγραφέας το αποκαλεί «ο άντρας», θα βρεθεί στο βόρειο Τέξας. Θα συναντήσει και πάλι τον δικαστή Χόλντεν. Ένας νέος χορός θα στηθεί, ένας νέος κύκλος θα αρχίσει αφού κλείσει ο προηγούμενος.

«Πιές. Απόψε ίσως χρειαστεί να δώσεις την ψυχή σου.»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top