Fractal

Τα φώτα μιας πόλης περίκλειστης

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

 

 

 

 

Νίκος Χατζηπαπάς, «Lacrimosus», ποίηση, εκδόσεις ΌΤΑΝ, Αθήνα 2022, σελ. 52

 

Δραματικός εν τη γενέσει, εν τη εξελίξει κι εν τη αναπτύξει τού πολυπλεύρου ταλάντου του, ο Νίκος Χατζηπαπάς είναι διονυσιακός τεχνίτης, διδάσκει από σκηνής κι από χάρτου, ακόμα κι όταν δεν το συνειδητοποιεί, όπως ανασαίνει.

Αυτή η μέθοδος ζωής δεν είναι απλώς απάντηση στο κοινό δια όλους και όλες υπαρξιακό κενό, αλλά ένας δόκιμος τρόπος να φυτεύεις λουλούδια στον ανθό τού κυμάτου.

Η Ποίηση είναι μια πύλη σε άλλες διαστάσεις, ένα παράθυρο στον Αόρατο Κόσμο που μας βλέπει και μας ακούει ακροθιγώς, από όταν είμαστε πολύ μικρά παιδιά («εξ απαλών ονύχων», κυριολεκτικά).

Ποίηση είναι ένας δικός σου, πρωτότυπος κι αυθεντικός κάθε φορά τρόπος να ΟΡΑΣ και να ΟΡΑΣΑΙ.

Κι ο Νίκος Χατζηπαπάς επιδίδεται σε αυτό το συγγραφικό άθλημα με την εμμονή και τη μανία ενός ακολούθου του Βάκχου. Είναι συνειδητή αλλά κι αυτόματη ετούτη η διαδικασία. Γράφει θεατρικά έργα, διηγήματα και τώρα ποιήματα. Τι άλλο μένει; Δοκίμια, κινηματογραφικά-τηλεοπτικά σενάρια, αυτοβιογραφία.

Όμως αυτά τα κείμενα έχουν ούτως έναν χαρακτήρα αυτοβιογραφικό, κρυμμένο ανάμεσα στις γραμμές. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Ο Γιαννούλης Χαλεπάς με ό,τι εύρισκε διαθέσιμο πλαστουργούσε: με κομμάτια μαρμάρου ή με γύψο. Έτσι κι ο λογοτέχνης: με την ψυχή του παλεύει, αυτή είναι και υλικό και πρότυπο και θέμα. Στο θέατρο, στην μέθοδο τού Στανισλάβσκι χτίζουμε τους ρόλους με υλικό από τις προσλαμβάνουσες εικόνες και τις μέχρι τότε εμπειρίες μας. Οι διαμεσολαβημένες εμπειρίες είναι κι αυτές ένα υλικό, αλλά δευτερογενές. Δεν θα τις χαρακτήριζες «πρώτη ύλη», ανήκουν όμως και συμπεριλαμβάνονται στους διαθέσιμους πόρους.

Με ετούτα και με εκείνα θέλω να πω πως μέσα από το καλογραμμένο, καλοεπιμελημένο και καλοτυπωμένο αυτό βιβλίο διακρίνουμε τον ηθοποιό, τον σκηνοθέτη, τον πεζογράφο, τον λογοτέχνη, τον συγγραφέα, τον ποιητή, τον παραμυθά αφηγητή, ως εκλάμψεις ενός διαμαντιού ενιαίου κι αδιαίρετου (από άλλη πλευρά κάθε φορά κι από άλλη γωνία).

Χαρακτηριστικά δείγματα γραφής, τα οποία αποσπώ από το κυρίως ποιητικό «σώμα», με τον κίνδυνο να πράξω ως εξάχρονο παιδί που διαλύει τα παιχνίδια του προκειμένου να ανακαλύψει τον μηχανισμό που τα κινεί. Έτσι όμως είναι η κριτική (φιλολογική ή συνδημιουργική, όπως η δική μου – αποφεύγω να γίνομαι σχολαστικός και καταβυθίζομαι στο τεχνούργημα ως αλληλέγγυος συναυτουργός).

Ιδού λοιπόν μια δική μου ανθολόγηση:

 

γ’

 

Υγρό σώμα

Γυμνό

Θωπείες ανάδρευτο

Απαστράπτον

Από τις απαλές, ολόχρυσες ριπές

Του Μέγα Ελκυστή των χρωμάτων

 

Πτήσεις

Στις οροσειρές των κυμάτων

Ανάμεσα στις σκιασμένες ρωγμές

Νεκρών μυθικών αγαλμάτων

 

Κάθετες εφορμήσεις

στο κενό των βλεμμάτων

Χάσκοντα δίχως ήχο στο διηνεκές

 

Λευκά σεντόνια ποτισμένα πορφύρα

Εφήμερων αέναων κύκλων

 

Γυμνά λασπωμένα πέλματα

Ακουμπισμένα στο αχανές

Άβατων, άδηλων ονειρώξεων

 

Το ποιητικό αντικείμενο αφηρημένο και απρόσωπο. Νεορομαντισμός με στοιχεία νεοκλασικού πλατωνισμού.

 

στ’

 

Λεπίδα στο στήθος

Ακατάληπτος γρίφος

Δάχτυλα οστεωμένα

Γυμνά κορμιά με τον όλεθρο αγκαλιασμένα

Η κόμη στο σύμπαν του ήλιου ανεμίζει

Το άυλο σώμα του λευκού

Στο κόκκινο αντιφεγγίζει

 

Η γλυπτική τού Rodin σε περισσότερο αφ-υλοποιημένη, άφυλη, αφηρημένη διάσταση.

  

η΄

 

Το μπαλκόνι ανεμίζει

Το καράβι της φυγής

Σε ψεύτικα όνειρα αρμενίζει

Ο παγωμένος άνεμος το δέρμα χαράζει

Το κόκκινο κύμα στις φλέβες κοχλάζει

Κυματοθραύστες δακρύων τα βλέφαρα

Ανθίστανται στων χρωμάτων

Την πλημμυρίδα

 

«Λογοτεχνία φυγής» σαφέστατα και απροκάλυπτα. Καθαρότητα των συγγραφικών προθέσεων. Διαύγεια στην εκτέλεση.

  

ι’

 

Σώμα γυμνό της νύχτας

Παραδομένο στην άνυδρη

Ωχρή κι ατελεύτητη

Σιωπή των χρωμάτων.

 

Θρυμματισμένοι ψίθυροι

Φτερούγες αιμάσσουσες

Ναυάγια υποσχέσεων που εξώκειλαν

Στις αθέατες

Σκιερές πλευρές των βουνοκορφών

 

Δάχτυλα γερασμένα

Οστεωμένα

Σκάβουν στις αιχμηρές ρωγμές

Του στάσιμου χρόνου

 

Σκασμένα χείλη πέτρινα

Τρεμοπαίζουν

Ψιθυρίζοντας αφυδατωμένες χίμαιρες

 

Στήθη λησμονημένα από τον έρωτα

Ξεψυχούν στο ψυχρό – λευκό

Της πανσελήνου φώς

 

 Η αθάνατη «Σονάτα τού σεληνόφωτος» τού Γιάννη Ρίτσου, σε άλλη – συντομότερη – εκδοχή. Κι ο Καβάφης καθρεφτίζεται σε αυτή την απήχηση. Όμως η «πόλις» διόλου ιδανική αλλά απομυθοποιημένη κι απομυθοποιήσιμη στο επόμενο απόσπασμα / σπάραγμα:

 

ιβ’

 

Πού να ναι τα φώτα της πόλης

Γιατί η πόλη σιωπά

Μόνο η ανάσα του ανέμου γλύφει τις ώρες

Ένα μήλο

Ένα αχλάδι

Ένα πακέτο άφιλτρα τσιγάρα

Στο κάγκελο της σιωπηλής πόλης

Πού χάθηκαν τα φώτα μιας πόλης περίκλειστης

Πού να πήγαν οι ώρες

Περίκλειστες στο αχανές

Δύο παλάμες παραδομένες

Σε πέτρινα σύνορα

Σκαλίζουν ψηλαφητά όνειρα

Μιας πόλης δίχως αστέρια

Δίχως φεγγάρια

 

Η εμπεριστατωμένη ανασκολόπιση τής ποιητικής ενότητας που εκτίθεται εδώ απεριφράστως θυμίζει το σπαραγμένο σώμα τού Πενθέα που μάταια επιχειρεί η μάννα του Αγαύη να ανασυνθέσει επί σκηνής.

Θα σταματήσουμε λοιπόν εδώ την παράθεση στίχων προκειμένου να εξαγάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα: η ποίηση τού Νίκου Χατζηπαπά παραπέμπει υπογείως πλην όμως σαφώς στα διακείμενα αυτών που προηγήθηκαν κι αυτών που συγκατοικούν μαζί του στον ίδιο χωροχρόνο. Αναπόφευκτα είναι σαν χορωδιακό μέλος ηχογραφημένο από μία φωνή. Έτσι διαισθανόμεθα μία ή πολλές ποιητικές προεκτάσεις αυτού του αφηγήματος, κάτι που το μετατρέπει σε φύσει θεατρικό, παρά την προφανή μονολογική μορφή του.

Μαζί με τον Νίκο Χατζηπαπά μιλάει μια ολόκληρη γενιά, πολλές γενιές μαζί, που βιώνουν αυτήν την μεταβατική Κρίση μιας μεταιχμιακής φάσης τού Πολιτισμού μας προς κάτι Άγνωστο, που χαράσσουμε κάθε ήμερα ανάλογα με τις επιλογές μας.

Ο/Η ποιητής/ποιήτρια αναδεύει το Συλλογικό Ασυνείδητο και επηρεάζει την Πανανθρώπινη Συνειδητότητα σύμφωνα με το «φαινόμενο τής πεταλούδας» που διδαχτήκαμε στις Πιθανότητες και στη Στατιστική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

Ή με άλλα (δικά μου) ποιητικά λόγια: «Κάποτε το τίναγμα των φτερών μιας πεταλούδας είναι πιο βίαιο κι από κανονιά».

Ο Νίκος Χατζηπαπάς επηρεάζει την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» από πολλά καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά μετερίζια ταυτόχρονα. Είναι σημαντικός κι αξίζει να προσεχθεί.

Η πείρα είναι ρίζωμα βαθύ στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον τής ζωντανής ανθρώπινης λαλιάς, το μόνο εχέγγυο, προαπαιτούμενο, η μόνη εγγύηση για την καθαρή, λαγαρή ποίηση, που χωρίς τον ρυθμό της είναι «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον».

Ευτυχώς, η ποίηση τού Νίκου Χατζηπαπά είναι εύρυθμος και μπορεί να χορευτεί.

Όταν εξατομικευθεί περαιτέρω θα πάψει να είναι διαλείπουσα ως μετέωρο και θα εγγραφεί στο ποιητικό στερέωμα ως άστρο λαμπρό, ήλιος ανεξίτηλος, που τρέφεται από τα σωθικά τής Ανθρωπότητας.

 

Και μία παρατήρηση (πρώτη και τελευταία – επουσιώδης ίσως): ο τίτλος είναι στο αρσενικό (Lacrimosus, ουχί Lacrimosa). Ο ποιητή συν-ομιλεί πίσω από το ημιδιαφανές (δικό του) προσωπείο (και φύλο). Τα συμπεράσματα δικά σας…

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top