Fractal

Διήγημα: “5η πόρτα. Τα δυο μας χέρια”

Της Ευθυμίας Κ. Μυλωνά // *

 

 

 

 

5η πόρτα. Τα δυο μας χέρια

 

Έκαναν όνειρα για τη ζωή του, σαν κι εκείνα που κάνουν όλοι οι γονείς, να μεγαλώσει, να σπουδάσει, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά. Χάιδευε την κοιλιά της κάθε που ξεχώριζε στο δέρμα της δείγμα χεριού ή ποδιού που κινούνταν σαν να προσπαθούσε να ελευθερωθεί.

Οι μήνες κύλησαν ευχάριστα για το ζευγάρι. Ο πατέρας περήφανος για το πρώτο του παιδί, επέστρεφε απ’ την εργασία του τις τελευταίες μέρες, φορτωμένος καλούδια για το μωρό που ερχόταν. Διευθυντής τραπέζης, αγαπητός στους συναδέλφους του για την τιμιότητα, τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη του. Η σύζυγος απόφοιτος της Ακαδημίας, μεγαλωμένη με πιάνο και ξένες γλώσσες. Δεν εξάσκησε το εκπαιδευτικό της λειτούργημα επίσημα, ανεπίσημα όμως φρόντιζε τα φτωχά παιδιά τόσο στα γράμματα όσο και στη διατροφή τους. Δεν ήταν λίγα τα τραπέζια που οργάνωνε σε τακτά χρονικά διαστήματα, «οι αγάπες» όπως τις έλεγε για να παρηγορήσουν την πείνα τους οι αναγκεμένοι της περιοχής. Δεν ήταν λίγες οι νύχτες που ξημεροβραδιάζονταν να πλέκει ζιπουνάκια για τα ιδρύματα.

Σ’ αυτό το ζευγάρι που έμοιαζε η ζωή του να κυλάει ευλογημένα σαν καλοκουρδισμένο ρολόϊ ήρθε το μωρό τους που κρατούσε στην αγκαλιά του για δώρο μια δοκιμασία. Εξαιτίας μιας ανωμαλίας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το παιδί γεννήθηκε χωρίς το αριστερό του χέρι.

Το αρχικό σοκ διαδέχτηκαν τα λόγια παρηγοριάς τύπου «Για κάποιο λόγο γεννήθηκε έτσι η κόρη μας», του πατέρα καθώς έσφιγγε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του. «Φαίνεται έτσι αρέσει στο Θεό η κορούλα μας», συμπλήρωνε η μητέρα θέλοντας να ελαφρύνει αυτό που για πολλούς φαίνονταν αβάστακτο.

Η Ευαγγελία μεγάλωσε με γαλλικά και πιάνο που ήταν και η αδυναμία της. Τα πρώτα ρυθμικά της βήματα τα είχε ξεκινήσει με

τη μητέρα της από πολύ νωρίς. Στα δώδεκά της ήταν κιόλας φτασμένη μουσικά. Οι μελωδίες της σε συνδυασμό με την καλληκέλαδη φωνή της γέμιζαν τη γειτονιά σαν αεράκι στο καυτό καλοκαίρι που έσπευδαν να δροσιστούν μ’ αυτό παιδιά της αλάνας, κότσυφες και γαρδέλια, στο περβάζι του παραθύρου της, όταν εκείνη έπαιζε. Μέχρι και ο ιβίσκος έξω στο πεζοδρόμιο έστρεφε τα λουλούδια του προς τη μελωδία της.

Το παίξιμό της πήγαινε ασορτί με την λεπτή και ευαίσθητη ψυχή της. Στο ελεύθερο χρόνο της την έβλεπες να πακετάρει με τη μητέρα της δέματα με ρούχα και φαγητά για τους άπορους της περιοχής. Όταν οι άνθρωποι την έβλεπαν χαίρονταν, την αγκάλιαζαν και της φιλούσαν το χέρι, το μοναδικό χέρι, το χρυσό, όπως το έλεγαν. Μ’ αυτό το ένα χέρι, έπαιζε πιάνο, αγκάλιαζε, χάϊδευε, βοηθούσε.

Η φήμη της την προσπέρασε πριν πατήσει το πόδι της στο γυμνάσιο. Όλοι περίμεναν με περιέργεια να δουν από κοντά το κορίτσι με το χρυσό χέρι. Άρχισε να κάνει νέους φίλους, πως να μην έκανε άλλωστε, μιας που το φωτεινό και γεμάτο αλήθεια χαμόγελό της, τους κέρδιζε όλους.

Όμως και η ζήλεια έχει κάποτε κι αυτή τους ακόλουθούς της. Η Άλκηστη μια συμμαθήτρια μας, μόλις έμαθε πως η Ευαγγελία έπαιζε πιάνο έχασε το χρώμα της. Το χρώμα της μούχλας εισέβαλε στο πρόσωπό της ξαφνικά. Αγωνιούσε μην και της πάρουν τα πρωτεία. Ήθελε τη δόξα μόνο δικιά της. Να μονοπολεί το ενδιαφέρον μας πάντα, μιας που θεωρούσε τον εαυτό της την καλύτερη πιανίστρια. Άρχισε να κοροϊδεύει την Ευαγγελία πίσω απ’ την πλάτη της. Μέχρι και παρατσούκλι της είχε βγάλει όταν περνούσε. «Περνάει η κουλή, σταθείτε προσοχή» χασκογέλαγαν με δυο τρεις άλλες μαζί και στέκονταν προσοχή με την παλάμη στο μέτωπο σαν να χαιρετούν τη σημαία. Η Ευαγγελία στεναχωριόταν μα δε μιλούσε. Πιο πολύ σκεφτόταν την Άλκηστη που υπέφερε απ’ το μικρόβιο της ζήλειας. Περνούσε ο καιρός και η συμπεριφορά της Άλκηστης χειροτέρευε. Μάταια όλα τα κορίτσια προσπαθούσαν να τη συνετίσουν. Σαν γάγγραινα η ζήλεια άρχισε να εξαπλώνεται στην καρδιά της.

Μια μέρα μια εγκύκλιος που έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία καλούσε τα σχολεία της χώρας να δηλώσουν συμμετοχή σε διαγωνισμό μουσικής. Οι καλύτεροι μουσικοί θα βραβεύονταν σε ειδική τελετή. Είχαμε δύο πιανίστριες, μία όμως επιτρεπόταν να εκπροσωπήσει το σχολείο μας. Η Άλκηστη είχε αναγκάσει τους γονείς της να βάλουν λυτούς και δεμένους για να συμμετάσχει εκείνη στο διαγωνισμό. Αντίθετα οι γονείς της Ευαγγελίας δέχτηκαν την αρνητική απόφαση της κόρης τους που για προσωπικούς της λόγους δε θέλησε να λάβει μέρος.

Η βραδιά του διαγωνισμού έφτασε. Η πόλη μας φιλοξένησε μουσικούς απ’ τα περισσότερα σχολεία της χώρας. Το δημοτικό θέατρο γέμισε με τις ρυθμικές μελωδίες της κιθάρας, του φλάουτου και του πιάνου.

Έφτασε και η στιγμή να διαγωνιστεί και η Άλκηστη, εκπροσωπώντας το σχολείο μας. Ανέβηκε στη σκηνή φορώντας ένα γαλάζιο φόρεμα με κοντά φουσκωτά μανίκια, με σούρα στη μέση και δύο μεγάλες τσέπες στο κάτω μέρος του. Υποκλίθηκε σαν παγώνι που ανοίγει τα φτερά του σε κοινό που το θαυμάζει και κάθισε στο βελούδινο σκαμπό. Τέντωσε τα δάχτυλά της και άρχισε να παίζει. Τα μάτια της Ευαγγελίας άνοιξαν απότομα, το ίδιο και το στόμα της. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξανακούσει την Άλκηστη να παίζει τόσο ωραία. Το κορυφαίο; Έπαιζε το αγαπημένο της κομμάτι, το νυχτερινό του Σοπέν1 . Η Ευαγγελία έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε αναπαυτικά στη θέση της απολαμβάνοντας τη μελωδία ταξιδεύοντας και σιγομουρμουρίζοντας, όταν μια ξαφνική οχλοβοή του κοινού την επανέφερε στην πραγματικότητα. Η Άλκηστη είχε γυρίσει σαστισμένη και κοιτούσε το κοινό. Με απόγνωση έβλεπε τώρα το δεξί της χέρι να κρέμεται αναίσθητο πλάι στο σώμα της. Με το άλλο της χέρι σκούπιζε τον ιδρώτα στο μέτωπό της και έκανε αέρα να μην λυποθυμήσει απ’ την ντροπή. Η Ευαγγελία σαν άγγελος πέταξε με το λευκό της φόρεμα και βρέθηκε στο σανίδι δίπλα στην Άλκηστη. Μ’ ένα νεύμα της, ο τεχνικός της έφερε ένα σκαμπό. Κάθισε. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Η Ευαγγελία τη χάϊδεψε στον ώμο και έβαλε αργά το χέρι της στη δεξιά τσέπη του φουστανιού της. Τώρα τα σώματά τους θα έρχονταν πιο κοντά, θα γίνονταν ένα σώμα. Πήραν βαθιά ανάσα και ξεκίνησαν να παίζουν. Η Άλκηστη με το αριστερό της χέρι συνόδευε και η Ευαγγελία με το δεξί της χέρι έπαιζε τη μελωδία. Μελωδία που ταξίδεψε το κοινό σε έναστρες νύχτες, τόπους μακρινούς, γαλαζοπράσινα νερά και καθάριους ουρανούς. Ένιωσα την ψυχή μου να αιωρείται, να πετά, να πετά, να φουσκώνει, να ριγεί. Ένιωσα να γίνομαι κι εγώ λίγο καλύτερος άνθρωπος, μέσα απ’ τη μελωδία των συμμαθητριών μου. Παρακαλούσα μέσα μου να μην τελειώσουν, μα το τελευταίο πλήκτρο πατήθηκε και η τελευταία νότα ακούστηκε τη στιγμή που οι ανάσες του κοινού παρέμεναν άπνοες. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα απ’ αυτά που αναρωτιέσαι τι έγινε, άρεσε ή δεν άρεσε η μουσική τους μέχρι που σείστηκε το θέατρο από χειροκροτήματα και επευφημίες. Όρθιο το κοινό έρανε με λουλούδια τις συμμαθήτριες μου. Μπορεί να μη βγήκαμε πρώτο σχολείο στο διαγωνισμό, αλλά το πρώτο βραβείο φιλίας σίγουρα κερδήθηκε εκείνο το βράδυ. Η Ευαγγελία και η Άλκηστη υποκλίθηκαν στο κοινό κρατώντας η μία το χέρι της άλλης. Η Άλκηστη αγκάλιασε σφιχτά την Ευαγγελία ψιθυρίζοντάς της στ’ αυτί «σ’ ευχαριστώ» όπως φάνηκε απ’ την κίνηση των χειλιών της.

Το χέρι της Άλκηστης επανήλθε απ’ την υπερκόπωση μετά από κάποιες φυσικοθεραπείες στον αυχένα. Συχνά πυκνά πήγαινε τώρα στο σπίτι της Ευαγγελίας και μελετούσαν μουσική μαζί, πλάι πλάι, άλλοτε με τρία και άλλοτε με τα δύο τους χέρια.

Η Άλκηστη έγινε μάνατζερ της Ευαγγελίας και την ακολουθούσε φύλακας άγγελος σε εσωτερικό και εξωτερικό.

Η Ευαγγελία Φωτεινού έγινε διάσημη πιανίστρια και τα έργα της θεωρούνται έως και σήμερα αριστουργήματα.

Η πιανίστρια με το χρυσό χέρι ενέπνεε και εμπνέει μέχρι και σήμερα με τη ζωή της. Η ικανότητά της έρχεται να απαντήσει καταλυτικά στη φράση «Δεν μπορείς». Φτάνει ένα πέρασμα ακόμη και σήμερα έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού της, να τη φανταστείς να σε χαιρετάει, να εμπνευστείς και να νιώσεις τις μελωδίες της.

 

 

 

1 Chopin-Nocturne op.9 No.2

 

Διευκρίνηση: Η κάθε ιστορία είναι αποκύημα της φαντασίας της συγγραφέως και εμπνεύστηκε από την στιγμιαία θέαση της κάθε πόρτας.

 

 

 

Ευθυμία Κ. Μυλωνά είναι Εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας στη Δημιουργική Γραφή. Ασχολείται με τη συγγραφή παιδικών παραμυθιών τα οποία έχουν δημοσιευθεί διαδικτυακά στο σύνδεσμο https://www.youtube.com/@paramythiameeythymia. Πολλά διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ηλεκτρονικά και έντυπα. Είναι παντρεμένη με τον επίσης Εκπαιδευτικό Φυσικής Αγωγής Νίκο Γ. Πλέα και έχουν τρία παιδιά τη Φωτεινή, τη Χρυσούλα και το Γιώργο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top