Fractal

Ποίημα: “Το ξύλινο παγκάκι”

Του Θεόδωρου Πάλλα //

 

 

 

Το ξύλινο παγκάκι

 

 

Εκεί, πάνω στο ξύλινο παγκάκι

-τρία γερά δοκάρια για κάθισμα

περίσσεμα από εκείνα που κρατούν τη στέγη-

άφησε ο παππούς τη θύμησή του

Σκέφτηκα

πως έφυγε έτσι ξαφνικά και δεν μπόρεσε να την πάρει μαζί του

Ήτανε άλλοι καιροί

Τα έργα των ανθρώπων λιγοστά

-ήτανε ταπεινοί οι άνθρωποι

ζούσανε με λίγα λόγια

κι ένα καρβέλι ψωμί καμένο στις κληματσίδες-

Εκείνο το ξύλινο παγκάκι

το μεταφέρναμε κατά το δοκούν

-κάτω από τον πεύκο, μετά στον άλλον πεύκο

κάτω από εκείνη τη σκιά της ακακίας-

μέχρι που το υπόστεγο, καμωμένο στα στερνά

το εξοστράκισε πίσω, στη μοναξιά της αποθήκης

να το ανεβαίνουν οι γάτες

και να προσπαθούν να στρώσουν τα κορμιά τους

που δεν αντέχαν τις ακίδες του

Το ξύλινο παγκάκι

με δυο χοντρά στειλιάρια για πλάτη

-στείρα απομεινάρια πεταμένα στη γωνιά των ποντικών-

είχε βαθιά του σαράκι εκείνη τη θύμηση που άφησε ο παππούς

Χρόνια τώρα την αναζητώ

Ίσως όταν έρθω στα χρόνια του να μου φανερωθεί

Μπορεί να φταίνε οι εμμονές μου που κρατιέται καλά σφαλισμένη

Ίσως κάποια λόγια που

κάθε φορά που καραδοκώ να την ψαρέψω πετάγονται

την τρομάζουν

“ Μισότρελος καιρός

τίποτα δε μαραίνεται

και τίποτα

δε ζει”

Ίσως κάποιες επιθυμίες

“ Θα σε σκέφτομαι ”

Ίσως κάποιοι ενδοιασμοί

“ Τι είναι ένα φτερό; Εδώ λείπουν δύο πόδια!”

Πάει καιρός που είπα ν’ ανοίξω μέσα μου ένα λαγούμι

να το αποθέσω εκεί εκείνο το παγκάκι

Πες φοβήθηκα τις ακίδες του

κι έτσι μάζεψα στρωσίδια και κιλίμια

των κρεβατιών, των καναπέδων

εκείνα που προσπαθούσαν να ζεστάνουν

τα ραγισμένα μάρμαρα ή το μωσαϊκό της κουζίνας

Τυλίγοντάς τα τα απόθεσα πάνω του

να το βαρύνω

μην και παραδοθεί

ή να το καλύψω

μην και παραδοθώ εγώ

Ελπίζοντας πως ίσως

εκεί που η θύμηση γίνεται λήθη

γινόμενος λήθη κι εγώ

ίσως να μερέψω

Όχι σαν θεριό, αλλά από το χτικιό

Εκείνη η θύμηση που ξέχασε ο παππούς

ήτανε δική του θύμηση και τρόμαξε ως και τον Χάρο

Έτσι λέω

Αλλιώς γιατί δεν τον άφησε να την πάρει μαζί του;

Από την άλλη ίσως να είναι ένα σημάδι των καιρών

ή ένα μήνυμα του καιρού για το μέλλον -το μέλλον μου;-

Έτσι δικαιολογούμαι

και καταφεύγω στις δικές μου θύμησες

Σε κάποια γραπτά που γέννησε η τωρινή στέρηση

Λέξεις σε λευκά φύλλα που καραδοκούσαν

όχι να βρουν το φως

αλλά να διώξουν την ανία

“Αειφυγία: η τάση να φεύγεις πάντα… για πού;”

Όσο και να προσπαθώ εκείνη η θύμηση που

άφησε πίσω του ο παππούς

-τον βλέπω να μειδιά σ’ εκείνη τη θολή φωτογραφία-

είναι μια αφανέρωτη θύμηση

Ίσως πεθαίνοντας ο άνθρωπος ν’ αφήνει κάτι πίσω του

όχι για να τον θυμούνται

αλλά για να καλύψει τον χώρο που ελευθερώνει η φυγή του

Λέω πάλι πως ίσως εκείνη η θύμηση

ίσως να είναι μια κλωστή

που φυλάει το αποτύπωμα του κάθε ανθρώπου

μέσα στη μνήμη των ανθρώπων

την πανανθρώπινη

Όσο για εκείνο το παγκάκι

είναι τώρα καλά ασφαλισμένο σ’ εκείνο το δωμάτιο

ακριβώς εκεί που υπήρχε το κρεβάτι του παππού

Είναι σφιχτά αγκαλιασμένο με όλα εκείνα τα στρωσίδια

που το καλύπτουν

Ίσως να μην επιθυμεί και κάτι άλλο

Ίσως γι’ αυτό μονάχα να υπάρχει

Ίσως και για να μου μιλά για εκείνη τη θύμηση

που τυλίγεται πάνω του

και ξετυλίγεται ως ένα γράμμα από μιαν άλλη εποχή

Εκείνη των παιδικών μου…

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top