Fractal

✩ Νέες εκδόσεις: 12 καινούργια βιβλία

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

Ανθούλα Δανιήλ «Οι αξέχαστοι φίλοι μου», εκδ. Νίκας, σελ. 148

Κι αν σου μιλάω για θάνατο, στον νου μου έχω την αγάπη.
Τους βλέπω, αισθάνομαι τα βήματά τους στις πλάκες, ακούω τη φωνή τους στον αέρα. Δεν με αιφνιδιάζουν πια.
Γωνία Σταδίου και Αιόλου, ψηλά στην κόγχη του παλιού παραδοσιακού καθόταν Εκείνη, σαν Παναγία ένθρονη, στα λευκά και αναγεννησιακά ντυμένη· κοίταζε κάτω σοβαρή εμένα που περνούσα… Εκείνος μπήκε από το πορτάκι χωρίς να το ανοίξει. Με το ναυτικό του καπέλο, καπετάνιος στις μαργαρίτες και τις παπαρούνες, καράβι στολισμένο ο κήπος. Η φύση κρατούσε την αναπνοή της· κι όμως η μεγάλη ζαρντινιέρα αναδεύτηκε βίαια για μια στιγμή· Εκείνος χάθηκε δίπλα στην τριανταφυλλιά της. Στην άκρη του γκρεμού, με βία τα νύχια έχωσε, σαν να ‘χαν γραπωθεί απ’ το χώμα, μέσα στη χούφτα μου, λες και ήταν δυνατό κάπου εκεί μέσα να σωθεί, απ’ αυτό που τον είχε ήδη αρπάξει να ελευθερωθεί. Εκείνης η φωνή σαν μούγκρισμα βγήκε με δυσκολία να μ’ αποχαιρετήσει.
Στο μεγάλο τραπέζι στο γραφείο καθηγητών, η Βιβή από κει, εγώ από δω. Στη συμβολή Βασιλέως Γεωργίου και Θεαγένους τη βρήκα με χοές στα χέρια, στη μνήμη της μητέρας της. Η Νέλη έπινε κρυφά το θανατερό ποτό της, ο Δημήτρης με το ανώφελο διαπιστευτήριο μιας υγείας στο χέρι “σαν μικρού παιδιού”, ο Θόδωρος έξω από το μετρό μετρούσε τα λόγια του για να μη μαρτυρήσει, ο Γιάννης έχασε τη φωνή του κι έτσι δεν πρόδωσε ότι τον τυραννούσε. Ο Θεοδόσης κρύφτηκε στην απόσταση, στους στίχους, στα τραγούδια. Οι άλλοι μας αιφνιδίασαν… Άλλος νωρίς κι άλλοι σχεδόν έφυγαν ένας ένας. “Μη θλίβεσαι και μη λυπάσαι, εσύ γράφε, εμείς καλά είμαστε εδώ”, να το πιστέψω θέλω πως το άκουσα. Αργά άρχισα να εκτιμώ τους μύθους, τα παράξενα και τα ακατανόητα, τη διαίσθηση και την αυταπάτη… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Βαγγέλης Κουνέλης «Νοματαίος», εκδ. Μετρονόμος, σελ. 218

Έγραψαν για τον ΝΟΜΑΤΑΙΟ:

“Ο συγγραφέας έχει επίγνωση του τι σημαίνει, πώς γράφεται και πώς λειτουργεί η τέχνη. Ότι κατανοεί τις συμβάσεις της, ότι διερευνά τους τρόπους της και ότι είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητές της. Έχουμε έτσι μπροστά μας κάτι περισσότερο από έναν προικισμένο παραμυθά που θυμάται τ’ αξέχαστα εφηβικά του χρόνια. Έχουμε μπροστά μας έναν υποψιασμένο γραφιά, έναν καλό γνώστη των μυστικών της συγγραφικής τεχνικής… Γλώσσα ευρηματική και λειτουργική, και συχνή προσφυγή στην απέριττη έκφραση της λαϊκής αφήγησης. Έτσι ο Κουνέλης αναδεικνύει την Ελλάδα του κοινοτικού πολιτισμού που τα χρόνια εκείνα αρχίζει να εξαφανίζεται. Διότι μέσα από την ιστορία του ανυπότακτου Θοδωρή, κάθε ενότητα του έργου θέτει μερικά απ’ τα κεντρικά ζητήματα της μεταδικτατορικής Ελλάδας. Την ερήμωση των χωριών και την εξαφάνιση των απλών, λαϊκών ανθρώπων, που όπως η γιαγιά του αφηγητή παραπέμπουν στις αξέχαστες παπαδιαμαντικές μορφές ή στον Παντελή Πρεβελάκη”. (Ελισάβετ Κοτζιά, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 7/4/2011)
“Ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα… ένα ύφος που κυριολεκτικώς αφοπλίζει”. (Χρίστος Παπαγεωργίου, περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 517, Απρίλιος 2011)
“Εδώ, ακόμα και προφορικός, ο λόγος μπαίνει στ’ αφτιά σου από τα μάτια σου και στρέφεται προς τα μέσα… Κι ο αναγνώστης τ’ ακούει όλα αυτά και του κόβεται η ανάσα…” (Στρατής Χαβιαράς, BOOK PRESS, Μάιος 2011)

“Ο Κουνέλης εντάσσεται με το πρώτο κιόλας βιβλίο του σ’ ένα καθιερωμένο και πολλαπλά δοκιμασμένο συγγραφικό περιβάλλον. Και μια τέτοια όσμωση είναι σε θέση, φαντάζομαι, να μας υποσχεθεί πολλά για το μέλλον”. (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Critique, Μάιος 2011)
“Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν απομνημονευματογράφο, ούτε καν με έναν περιστασιακό συγγραφέα, αλλά με κάποιον, όπως ο Κουνέλης, που δείχνει ότι ήρθε για να μείνει”. (Μάρη Θεοδοσοπούλου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2/7/2011)

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Γιόκο Ογκάουα «Η πορεία της Μίνα», Μετάφραση: Άννας Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη, σελ. 368

Το 1972, η Τομόκο είναι δώδεκα χρονών και έχει ήδη χάσει τον πατέρα της. Η μητέρα της θέλει να μετακομίσει για έναν χρόνο στο Τόκιο, από την Οκαγιάμα όπου ζουν, και να μάθει εκεί τη μοδιστρική τέχνη. Πείθει την κόρη της να μείνει το ίδιο διάστημα με την οικογένεια των θείων της στην Ασίγια, όπου θα πάει ταξιδεύοντας μόνη της με το τρένο. Η Τομόκο σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα βρισκόταν να ζει σε μια έπαυλη. Την είχε χτίσει ο παππούς της, ιδιοκτήτης μεγάλης ποτοποιίας, ο οποίος μάλιστα είχε φτιάξει, για χάρη του γιου του, ολόκληρο ζωολογικό κήπο – από τα ζώα εκείνα, η Τομόκο θα προφτάσει μόνο έναν ιπποπόταμο νάνο, την Ποτσίκο. Στο γοητευτικό και παράξενο αυτό σπίτι ζουν επίσης η γιαγιά Ρόζα, η κυρία Γιονέντα η μαγείρισσα, ο κύριος Κομπαγιάσι ο κηπουρός και η Μίνα, η συνομήλικη ξαδέλφη της, μια τολμηρή, ασθματική μικρούλα, που αγαπά τα βιβλία και κυκλοφορεί καβάλα στον ιπποπόταμο. Τα δύο κορίτσια θα συνδεθούν με βαθιά φιλία. Μέσα από την αγάπη της Μίνα για τη λογοτεχνία, τις ιστορίες της γιαγιάς Ρόζα, τις τηλεοπτικές αναμεταδόσεις των Ολυμπιακών αγώνων του 1972 στο Μόναχο (με την τραγική επίθεση της τρομοκρατικής οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης), η Τομόκο θα ανακαλύπτει τον κόσμο, ενώ θα αρχίζει συγχρόνως να αντιλαμβάνεται τα μυστικά που μπορεί να κρύβονται πίσω από την επίφαση της ευμάρειας και της οικογενειακής ευτυχίας… Ένα μυθιστόρημα για μια μεταβατική εποχή στην ιστορία της σύγχρονης Ιαπωνίας, λίγο πριν η χώρα αποκτήσει πλήρη εθνική συνείδηση, ένα βιβλίο ύμνος στις φιλίες των παιδικών χρόνων.

 

Ίταλο Σβέβο «Το γέρασμα», Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, εκδ. Πατάκη, σελ. 288

Στο Γέρασμα (1898) ο Ίταλο Σβέβο, με σκηνικό τη γενέθλια πόλη του, την Τεργέστη, αφηγείται την ιστορία ενός τριανταπεντάρη υπαλλήλου και επίδοξου συγγραφέα, του Εμίλιο, που ερωτεύεται παράφορα μια νεότερή του γυναίκα. Ο έρωτας αποδεικνύεται πολυκύμαντος· η Αντζολίνα είναι απρόβλεπτη, γεμάτη μυστικά. Μοιάζει να ανήκει σε έναν διαφορετικό κόσμο, πιο ελαφρό, χωρίς το αίσθημα του καθήκοντος που χαρακτηρίζει τον Εμίλιο. Στην πορεία δημιουργείται ένα «τετράγωνο», στο οποίο συμμετέχουν επίσης η ανύπαντρη αδελφή του Εμίλιο, Αμάλια, και ο καρδιοκατακτητής φίλος του, ο Στέφανο. Ο Ίταλο Σβέβο, περιγράφοντας μια ερωτική αποτυχία, ανατέμνει ένα πρόωρο γέρασμα του μυαλού και της ψυχής: ο Εμίλιο, χάνοντας τον έρωτα, περνά ξυστά από την εμπειρία της ζωής.
«Ο Σβέβο διαθέτει μια σπάνια, σχεδόν άγνωστη στο αγγλικό μυθιστόρημα, ικανότητα· χειρίζεται τις συναισθηματικές σχέσεις με ένα μείγμα τρυφερότητας, χιούμορ και ρεαλισμού… Γράφει για χαρακτήρες και καταστάσεις που συναντάμε διαχρονικά». The Times Literary Supplement
«Το έργο του Σβέβο το χαρακτηρίζει στο σύνολό του η φλόγα για την ανθρώπινη αλήθεια, η αδιάλειπτη επιθυμία του να φωτίζει την υπόγεια και σκοτεινή ζώνη της συνείδησης που βρίσκεται πολύ πιο πέρα από τις φαινομενικές εκφάνσεις της ύπαρξης». Eugenio Montale

 

Ίαν ΜακΓιούαν «Μαθήματα», Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη, σελ. 688

Ενώ ο κόσμος συνεχίζει να μετράει τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και το Σιδηρούν Παραπέτασμα χωρίζει ήδη την Ευρώπη στα δυο, η ζωή του μικρού Ρόλαντ Μπέινς ανατρέπεται.
Δύο χιλιάδες μίλια μακριά από την προστατευτική αγάπη της μητέρας του, εσωτερικός σ’ ένα περίεργο οικοτροφείο, ευάλωτος και μοναχικός, προσελκύει το ενδιαφέρον της δασκάλας του πιάνου, Μίριαμ Κορνέλ. Η συνάντησή τους θ’ αφήσει ένα ανεπούλωτο τραύμα αλλά και την ανάμνηση μιας αγάπης που ποτέ δε θα ξεθωριάσει. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, η Γερμανίδα γυναίκα του Ρόλαντ εξαφανίζεται αφήνοντάς τον μόνο με τον επτά μηνών γιο τους. Καθώς η ακτινοβολία από την έκρηξη του Τσερνόμπιλ εξαπλώνεται στην Ευρώπη, ο Ρόλαντ αρχίζει μια εναγώνια αναζήτηση για απαντήσεις που θα τον οδηγήσει στα βάθη της οικογενειακής του ιστορίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Στο βιβλίο αυτό, απ’ άκρη σ’ άκρη, ο ΜακΓιούαν δείχνει με σπαραχτικό τρόπο τους ήρωές του να αναμετριούνται με κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν τις φουρτούνες της προσωπικής τους ζωής. Κι αυτό είναι που συγκινεί βαθιά τον αναγνώστη”. (Publishers Weekly)
“Στις σελίδες του συγκεντρώνει όλη την εμπειρία που συσσώρευσε ο ΜακΓιούαν σε σαράντα χρόνια συγγραφικής πορείας, συγκεφαλαιώνοντάς τα σε μια οριστική σύνθεση”. (Paolo Giordano, Corriere della Sera)

 

Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες «Το όνειρο των ηρώων», Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης, εκδ. Πατάκη, σελ. 328

Μπουένος Άιρες, 1927. Το καρναβάλι τελειώνει και ο Εμίλιο Γάουνα πιστεύει ότι έχει ζήσει τη σημαντικότερη εμπειρία ολόκληρης της ζωής του. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν θυμάται, παρά μόνο αμυδρά και εν μέρει, τι ακριβώς έχει ζήσει. Θυμάται να διασκεδάζει με τους φίλους του τριγυρίζοντας στους δρόμους της πόλης. Κι ύστερα να εμφανίζεται μια γυναίκα που φορούσε μάσκα στο πρόσωπο. Και ήταν ντυμένη ντόμινο. Και μετά, θυμάται να ξυπνά, αρκετές ώρες αργότερα, τρομοκρατημένος, στην όχθη μιας λίμνης. Τρία χρόνια αργότερα, ο Γάουνα προσπαθεί να λύσει το μυστήριο με τον μόνο τρόπο που ξέρει: αναδημιουργεί και ξαναζεί την ίδια ιστορία στο ιλιγγιώδες βασίλειο των αναμνήσεων και του κυκλικού χρόνου… Το Όνειρο των ηρώων (1954), ένα «αστυνομικής αντίληψης» μυθιστόρημα, «η ωραιότερη ιστορία του κόσμου», όπως έχει πει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες –πολύτιμος φίλος του Κασάρες που συνυπέγραψε μαζί του πολλά βιβλία–, εξετάζει διεισδυτικά την ανθρώπινη φύση και τη σημασία που έχουν τα όνειρα και η μνήμη στον τρόπο με τον οποίο ενεργούμε. Στην αρχή αρχή, πρέπει να υπήρξε η ιδέα πως η πραγματικότητα μπορεί να είναι φανταστική ανά πάσα στιγμή. Καμιά φορά η ζωή μάς επιτρέπει να αντικρίσουμε στιγμιαία κάτι που ανατρέπει την τάξη των πραγμάτων, σαν να ήταν ο κόσμος καμωμένος από άπειρους κόσμους που καμιά φορά συμπίπτουν. Aπό τον πρόλογο του συγγραφέα «Συνδυάζει τον κοινωνικό και τον μαγικό ρεαλισμό σε μια περίτεχνη σύνθεση, οικεία στους αναγνώστες του Μπόρχες και, στη συνέχεια, του Μαρκές». Kirkus Reviews «Κάτω από τον μανδύα ενός μυθιστορήματος δράσης και αγωνίας, ο Κασάρες γράφει ένα μεταφυσικό παραμύθι για την αναζήτηση του εαυτού». New York Times

 

Σελαχαττίν Ντεμίρτας «Λεϋλάν που θα πει οφθαλμαπάτη», Μετάφραση: Στέλλα Βρετού, εκδ. Πατάκη, σελ. 384

Ο κουρδικής καταγωγής Κουντρέτ µεγαλώνει στις φτωχογειτονιές του Ντιγιάρµπακιρ, στη νοτιανατολική Τουρκία. Στο σχολείο βρίσκεται σε µειονεκτική θέση, καθώς δεν ξέρει καλά τουρκικά και απαγορεύεται να µιλάει τη µητρική του γλώσσα. Το καλοκαίρι πριν το γυµνάσιο, συναντά, στα λαβυρινθώδη σοκάκια του µαχαλά, τη Σεράπ, που το όνοµά της στα τουρκικά σηµαίνει οφθαλµαπάτη και στα κουρδικά µεταφράζεται σε «Λεϋλάν». Ένας έρωτας γεννιέται και η σπίθα του σιγοκαίει για χρόνια· όσες προσπάθειες κι αν κάνουν οι γονείς της Σεράπ για να την παντρέψουν, τόσα σχέδια διάσωσής της σκαρφίζεται ο Κουντρέτ που καταφέρνει πάντα να της χαλάει τους αρραβώνες, τον έναν µετά τον άλλον. Ο καιρός περνά, η υπόθεση «γάµος» κλείνει οριστικά για τη Σεράπ και το µόνο ίχνος της περιπέτειάς της µε τον Κουντρέτ αποτυπώνεται στην υπόθεση ενός χειρόγραφου µυθιστορήµατος µε τίτλο «Η ζωή είναι πάντα µισή» που παραδίδει στον βιβλιοφάγο Κουντρέτ µια παλιά τους φίλη, η Νετιτζέ. Πρωταγωνιστές του µυθιστορήµατος είναι ένας αντιφρονών καθηγητής πανεπιστηµίου µε έντονη πολιτική δράση, ο οποίος πάσχει από καρκίνο σε τελικό στάδιο, και η γιατρός σύζυγός του, η οποία θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει, υιοθετώντας ακόµα και παράτολµες πειραµατικές θεραπείες.
Μέσα από ένα εντυπωσιακό µωσαϊκό χαρακτήρων και σκηνικών, όπου το κοινωνικοπολιτικό µυθιστόρηµα συναντά µε ευρηµατικό τρόπο τη λογοτεχνία επιστηµονικής φαντασίας, ο Ντεµίρτας αποτυπώνει στις σελίδες αυτές, γραµµένες εξ ολοκλήρου µέσα στη φυλακή, ένα σύµπαν βαθιά συντηρητικό, εχθρικό προς τις µειονότητες και τους υπερασπιστές της ατοµικής και συλλογικής ελευθερίας, όπου η αναζήτηση της ευτυχίας είναι πάντα φευγαλέα, σαν οφθαλµαπάτη.
«Ο Ντεµίρτας αποτελεί σύµβολο!»  Μarc Semo, Le Monde
«Ο Ντεµίρτας αντλεί από τη λογοτεχνική παράδοση του ρεαλισµού µε πολιτικές αποχρώσεις, της προφορικής αφήγησης, ακόµη και της επιστηµονικής φαντασίας. Αυτή η φαινοµενική “δυσαρµονία” φωνών, σκηνικών και ύφους τον βοηθά να αποτυπώσει το αντιφατικό πορτρέτο µιας πολύπλοκης κοινωνίας, στο εσωτερικό της οποίας οι ήρωές του προσπαθούν να διατηρήσουν την ανθρωπιά τους».  Kenan Behzat Sharpe, Duvar
«Οι πολιτικές αναφορές, η κριτική της επίσηµης ιδεολογίας, η απαγόρευση της κυκλοφορίας, η εκπαίδευση στην κουρδική, τη µητρική γλώσσα του συγγραφέα, είναι όλα θέµατα που µεταφέρονται όχι µέσω της πολιτικής αναταραχής αλλά µέσω της καθηµερινότητας των απλών ανθρώπων. Ο φυλακισµένος Ντεµίρτας δε χάνει ούτε στιγµή την αίσθηση του χιούµορ».  Haden Öz, Oggito

 

Τόβε Ντιτλέουσεν «Η τριλογία της Κοπεγχάγης», Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη, σελ. 480

Η Τριλογία της Κοπεγχάγης αναγνωρίζεται σήμερα ως το αριστούργημα της Tove Ditlevsen, μιας από τις πλέον σημαντικές φωνές της δανέζικης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα και πρωτοπόρου της εξομολογητικής γραφής. Η Παιδική ηλικία (1967) αφηγείται την ιστορία ενός “απροσάρμοστου” παιδιού που μεγαλώνει σε μια εργατική γειτονιά της Κοπεγχάγης και αποφασίζει, πάση θυσία, να γράψει ποιήματα· τα Νιάτα (1967) περιγράφουν τις πρώτες εμπειρίες μιας νεαρής γυναίκας στα άγνωστα εδάφη της σεξουαλικότητας, της εργασίας και της αυτονομίας. Στην Εξάρτηση (1971), η Ditlevsen συνεχίζει να αυτοβιογραφείται μιλώντας για τους τέσσερις γάμους της. Ο πρώτος της σύζυγος, γνωστός άνθρωπος των γραμμάτων, τη βοήθησε να εκδώσει τα ποιήματά της, ενώ ο τρίτος, ένας δόλιος και χειριστικός γιατρός, την ενθάρρυνε να βυθιστεί στον εφιάλτη της εξάρτησης από τα ναρκωτικά.
Η αφηγήτρια, με χιούμορ και μελαγχολία, παλεύει διαρκώς στην πολυτάραχη ζωή της να συμφιλιώσει τη συγγραφική της κλίση με ρόλους διαδοχικούς και αντιμαχόμενους: κόρη, σύζυγος, μητέρα, εξαρτημένη…
Η Ditlevsen γράφει για τη γυναικεία εμπειρία και ταυτότητα με ζωντάνια και εξαιρετικά σύγχρονο τρόπο, που συνομιλεί με τις φεμινιστικές αναζητήσεις του 21ου αιώνα. Παρουσιάζει καθηλωτικά την πορεία μιας γυναίκας προς την ενηλικίωση, σε έναν κόσμο με περίπλοκες φιλικές σχέσεις, παθιασμένους έρωτες και δύσκολους οικογενειακούς δεσμούς – και, μ’ αυτή την έννοια, είναι η απάντηση της Κοπεγχάγης στα ναπολιτάνικα μυθιστορήματα της Έλενα Φερράντε. Θεωρείται επίσης πρόδρομος αυτοβιογραφούμενων συγγραφέων όπως η Αννί Ερνό, η Ρέιτσελ Κασκ και η Ντέμπορα Λέβυ. Η τριλογία της αρδεύεται από τις δικές της εμπειρίες, αλλά διαβάζεται σαν το πιο συναρπαστικό είδος μυθοπλασίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Ένα συγκινητικό βιβλίο για το πώς ένας άνθρωπος περιθωριοποιείται”. (Patti Smith)
“Ένας κόσμος οικείος, που είναι ταυτόχρονα τραγικός και αστείος, με λόγο τόσο άμεσο, που θα θέλετε να τον διαβάσετε δυνατά”. (NPR)

 

Μαριάνα Ενρίκες «Οι κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι», Μετάφραση: Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη, σελ. 232

Μια νεαρή γυναίκα ξεθάβει από τον κήπο της κάποια οστά, που δεν ανήκουν σε ζώο· ένας ζητιάνος φέρνει την καταστροφή σε μια ολόκληρη γειτονιά· μια απόκοσμη παρουσία αναζητά μια θυσία σε μια λουτρόπολη· ένα κορίτσι νιώθει φετιχιστική έλξη για τις νοσούσες καρδιές· ένας ροκάς δέχεται από τις θαυμάστριές του, μετά τον φριχτό του θάνατο, έναν φόρο τιμής που ξεπερνά κάθε φαντασία· ένας νεαρός που βιντεοσκοπεί γυναίκες που φορούν ψηλά τακούνια και ζευγάρια που κάνουν έρωτα δέχεται μια πρόταση που θα του αλλάξει τη ζωή…
Στις δώδεκα ιστορίες που συνθέτουν το βιβλίο αυτό, η Μαριάνα Ενρίκες ξεδιπλώνει ένα ολόκληρο ρεπερτόριο εμπνευσμένο από τις κλασικές ιστορίες τρόμου: φαντάσματα, μάγισσες, πνευματιστικές συνεδρίες, σπηλιές, οράματα, νεκροί που επιστρέφουν στη ζωή… Συνεχίζοντας, με εντελώς προσωπικό τρόπο, αυτή την παράδοση, η Ενρίκες εξερευνά το δυσοίωνο που παραμονεύει στην καθημερινότητα και τα σκοτεινά μονοπάτια του ερωτισμού, δημιουργώντας εξαιρετικά δυνατές εικόνες. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Ο όμορφος, φρικτός κόσμος της Μαριάνα Ενρίκες, όπως τον βλέπουμε εδώ με τους διαταραγμένους εφήβους, τα φαντάσματα, τα μακάβρια πνεύματα, τους θυμωμένους άστεγους της σύγχρονης Αργεντινής, αποτελεί ό,τι πιο συγκλονιστικό έχω ανακαλύψει στη λογοτεχνία εδώ και πολύ καιρό”. (ΚΑΖΟΥΟ ΙΣΙΓΚΟΥΡΟ)
“Με φόντο τα σοκάκια στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες, η Ενρίκες ρίχνει φως στον σκοτεινό κόσμο που κινείται ανάμεσα στην αστική αθλιότητα και στην τρέλα… Οι λάτρεις του “ασυνήθιστου” θα ανταμειφθούν δεόντως από τη συγκλονιστική κατάβαση στο μακάβριο”. (Publishers Weekly)

 

Βιολαίν Ουισμάν «Το βιβλίο της μητέρας», Μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος, εκδ. Πατάκη, σελ. 304

Πανέµορφη, ταλαντούχα και χαρισµατική, η Κατρίν είναι η µαµά για τα δυο της κορίτσια που τη λατρεύουν, όπως τα λατρεύει κι εκείνη· µια λατρεία χωρίς όρια. Η µαµά είναι σε όλα υπερβολική, καπνίζει και πίνει υπερβολικά, οδηγεί µε υπερβολική ταχύτητα, αγαπάει και ζει καθ’ υπερβολήν κι αυτό δεν είναι ανώδυνο, ούτε για την ίδια ούτε για τους γύρω της.
Η Κατρίν, που έχει περάσει από µια εξαιρετικά τραυµατική παιδική και εφηβική ηλικία, αποκτά δύο κόρες από τον δεύτερο γάµο της. Παντρεύεται για Τρίτη φορά, στη συνέχεια καταρρέει και καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική. Τα δυο της κορίτσια περιµένουν την επιστροφή της, αν και ξέρουν πως η ζωή µε τη µαµά δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, πως µαζί της ζουν στιγµές εκστατικής ευτυχίας και απόλυτης ελευθερίας, τις οποίες διαδέχεται σχεδόν νοµοτελειακά η κατάβαση στην Κόλαση. Όµως εκείνες την αγαπούν πάνω απ’ όλα, η µαµά είναι η «βασίλισσά» τους και ορκίζονται ότι θα κάνουν τα πάντα για να την κρατήσουν στη ζωή.
Μέσα από µια αφήγηση πληθωρική και στοχαστική ταυτόχρονα, η Βιολαίν Ουισµάν καταθέτει ένα σπουδαίο αυτοβιογραφικό µυθιστόρηµα µε επίκεντρο τον «βίο και την πολιτεία» της Κατρίν, της «ανένταχτης βασίλισσας» που έζησε πέρα από το κατεστηµένο και τις συµβατικότητες ως το τέλος.«Η αγάπη πονάει και η Ουισµάν εξετάζει µε κοµψότητα το πώς και το γιατί».  Kirkus
«Η Ουισµάν διαθέτει µια εξαιρετική αφηγηµατική δεινότητα·  ξεδιπλώνει το αφηγηµατικό νήµα όπως ένας παραµυθάς σε µια συνάθροιση συνθέτοντας το καλειδοσκοπικό πορτρέτο της Κατρίν. Η ευαισθησία µε την οποία ψηλαφεί το οικογενειακό τραύµα κι αναδεικνύει τους δεσµούς αγάπης θα καθηλώσει τους αναγνώστες».  Publisher’s Weekly
«Ένα µαγνητικό πορτρέτο µιας δυναµικής και (αυτο)καταστροφικής γυναίκας, όπως τη φαντάζεται η κόρη που πιστεύει πως οφείλει η ίδια να τη σώσει. Η πρόζα της Ουισµάν ξεχειλίζει από την αδιαµφισβήτητη επιτακτικότητα και εξουσία της αγάπης, αποτίοντας, χωρίς να εξιδανικεύει, φόρο τιµής στη µητέρα. Το Βιβλίο της µητέρας είναι ταυτόχρονα µια πράξη ριζοσπαστικής ταύτισης µε τη µητέρα και ριζικής απελευθέρωσης. Ο τρόπος µε τον οποίο η Ουισµάν αφηγείται τη δική της ιστορία, τόσο ως νεαρού κοριτσιού όσο και ως συγγραφέα πλέον, έχει µεγάλη οµορφιά κι εξίσου µεγάλη γενναιότητα».  Le Monde
«Η Ουισµάν αναδεικνύει έξοχα την παθιασµένη, αµοιβαία αγάπη που µπορεί να ρίξει άπλετο φως στους αποδέκτες της ή να τους καταστρέψει ή και τα δύο. Κανένας αναγνώστης αυτού του συναρπαστικού βιβλίου δε θα ξεχάσει ποτέ τη µαµά».  Andrew Solomon, National Book Award

 

Γκύντερ Γκρας «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο», Μετάφραση: Τούλα Σιέτη, εκδ. Πατάκη, σελ. 784

O Όσκαρ Ματσεράτ, τρόφιµος ψυχιατρείου, ανακαλεί την πολυτάραχη ζωή του που ταυτίζεται µε την πορεία της Γερµανίας προς το χάος στο πρώτο µισό του εικοστού αιώνα.
Ως παιδί είναι χαρισµατικός· διαθέτει νοηµοσύνη ασύµβατη µε την ηλικία του και µια φωνή που θρυµµατίζει το γυαλί. Στα τρίτα του γενέθλια, τη µέρα ακριβώς που αποκτά το πρώτο του τύµπανο, αποφασίζει, ως αντίδραση στην απανθρωπιά και στην αθλιότητα του κόσµου, να βάλει οριστικά φρένο στη σωµατική του ανάπτυξη πέφτοντας από τις σκάλες και να σταµατήσει έτσι να µεγαλώνει. Σχεδόν τριάντα χρονών και έγκλειστος πια, ο νάνος Όσκαρ χρησιµοποιεί το τύµπανό του ως µέσο έκφρασης προκειµένου να ειρωνευτεί τις µεσοαστικές αντιλήψεις της οικογένειάς του και της κοινωνίας, να ανασκαλέψει το οδυνηρό παρελθόν της χιτλερικής περιόδου και να στηλιτεύσει τις φρικαλεότητες του ναζισµού.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το φθινόπωρο του 1959, το «Τενεκεδένιο ταµπούρλο» δίχασε το αναγνωστικό κοινό και προκάλεσε την οργή της Καθολικής Εκκλησίας. Είκοσι χρόνια αργότερα µεταφέρθηκε στον κινηµατογράφο σε σκηνοθεσία Φόλκερ Σλέντορφ• η ταινία απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1979 και το 1980 τιµήθηκε µε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Το 1999 ο Γκύντερ Γκρας τιµήθηκε µε το Νόµπελ Λογοτεχνίας. Στο σκεπτικό βράβευσής του η επιτροπή αναφέρει: «Ο Γκρας στο “Τενεκεδένιο ταµπούρλο” έρχεται αντιµέτωπος µε το τεράστιο έργο της ανασκόπησης της σύγχρονης ιστορίας, ανακαλώντας τους αποκηρυγµένους και τους ξεχασµένους: τα θύµατα, τους ηττηµένους και τα ψέµατα που οι άνθρωποι ήθελαν να ξεχάσουν επειδή ακριβώς είχαν κάποτε πιστέψει σ’ αυτά».«Υπάρχουν βιβλία που ανοίγουν πόρτες στους αναγνώστες τους, πόρτες που δεν είχαν υποψιαστεί πως υπάρχουν. Και υπάρχουν και εκείνοι οι αναγνώστες που ονειρεύονται να γίνουν συγγραφείς• αυτοί ψάχνουν για την πιο παράξενη απ’ όλες τις πόρτες, µηχανεύονται τρόπους για να ταξιδέψουν µέσα από τις σελίδες, για να καταλήξουν στον πυρήνα της γραφής και ν’ ανακαλύψουν το κρυφό της νόηµα. […] Κι αυτό είπε σ’ εµένα το τύµπανο του µεγάλου µυθιστόρηµατος του Γκρας: Δώσ’ τα όλα. Πάντα να προσπαθείς και να κάνεις τα πάντα στον υπερθετικό βαθµό». Salman Rushdie

 

Olivier Bleys «Ανταρκτική», Μετάφραση: Κατερίνα Γούλα, εκδ. Κέδρος, σελ. 208

Ιανουάριος του 1961. Πέντε Ρώσοι ερευνητές διαμένουν στον σταθμό επιστημονικής έρευνας του Νταλεκό, στην περιοχή της Ανταρκτικής που οι γεωγράφοι αποκαλούν «πόλο απροσπελασιμότητας». Το Κόμμα τούς έχει αναθέσει την αποστολή να δηλώνουν με την παρουσία τους ότι οι Σοβιετικοί διαθέτουν προηγμένη τεχνολογία για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών στον Νότιο Πόλο. Μια μέρα ο αρχηγός της αποστολής, ο Αντόν Λουμπάτσεφ, μόλις ξυπνάει, ανακαλύπτει το πτώμα του συντρόφου τους Νικολάι Καλίνιν, μέσα σε λουτρό αίματος. Ο Βαντίμ Κότοφ, καθώς έπαιζαν σκάκι, τον τραυμάτισε θανάσιμα με τσεκούρι επειδή διαφώνησαν για μια κίνηση.
Ο αρχηγός της αποστολής αποφασίζει να συντάξει αναφορά για το συμβάν, παρ’ όλο που φαίνεται ότι δεν έχει καμία πρακτική σημασία, μια και το Νταλεκό είναι αποκομμένο από τον έξω κόσμο. Ο ασύρματος είναι χαλασμένος – πέρασαν εβδομάδες χωρίς να έχουν επικοινωνία με κάποιον. Η αγωνία των ερευνητών κορυφώνεται. Ώσπου ο δολοφόνος βρίσκει τον τρόπο να αποδράσει… Πώς να αποδοθεί δικαιοσύνη στην αφιλόξενη πολική έρημο;
Ένα μυθιστόρημα φιλοσοφικό και περιπετειώδες ταυτόχρονα, διαποτισμένο από μαύρο χιούμορ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top