Fractal

Διήγημα: “Μάσκα με κραγιόν”

Της Ιωάννας Ζάγκλα //

 

 

Μάσκα με κραγιόν

 

Πόση ώρα κάνει να έρθει το ασθενοφόρο; Το δέρμα στα χέρια της κρεμόταν καμένο. Ούτε που τολμούσε να κοιτάξει το είδωλό της στην αντανάκλαση του τζαμιού. Έτρεμε, φοβόταν, τρελαινόταν.

Και αυτά τα τζιτζίκια; Της τρυπούσαν τ’ αυτιά. Χαμπάρι δεν πήραν τι έγινε.

* Βάζει τη θεραπευτική μάσκα, τη διορθώνει κοντά στο μέτωπο να μη φαίνονται τόσο οι ουλές. Στρώνει το κόκκινο κραγιόν της, τυλίγει το κασκόλ γύρω από το λαιμό της. Σφίγγει στην τσέπη του παλτού το άψυχο κρύο σιδερικό. Ακόμη κουτσαίνει, ακόμη δε μπορεί να πάρει βαθιές ανάσες, ακόμη δε μπορεί να δει καθαρά παρά τις τόσες εγχειρήσεις.

*

Ιωνιδών 23, Πειραιάς. Ώρα τρεις παρά τέταρτο. Σε λίγο αυτός σχολάει. Παρκάρει το αυτοκίνητο της στην αλάνα που πάρκαρε τόσα χρόνια και περιμένει… Χαμηλώνει τη μουσική. «Κ’ είμαστε ακόμα ζωντανοί στη σκηνή σαν ροκ συγκρότημαα….». Την κλείνει τελείως. Το μάτι της αρχίζει να κάνει ακούσιες συσπάσεις. Τα τζιτζίκια δεν τραγουδούν πια. Διορθώνει το κατακόκκινο κραγιόν της. Βγαίνει έξω από το αυτοκίνητο και τον βλέπει να πλησιάζει. Δε μπορεί να καταλάβει, σκυφτός με γοργό βήμα, δε βλέπει το πρόσωπό του. Δε μπορεί να καταλάβει αν υποφέρει και αυτός, αν μετάνιωσε, αν την σκέφτεται, αν την αγάπησε.

*

Του πήρε κάποια δευτερόλεπτα να τη αναγνωρίσει. Την κοιτάει λίγο αμήχανα λίγο φοβισμένα. Κοιτάει δεξιά αριστερά. Σα να θέλει βοήθεια για να την αντιμετωπίσει. Κάποιος να είναι δίπλα του. Δε βλέπει μια γυναίκα φοβισμένη, βλέπει μια γυναίκα άγνωστη, παραμορφωμένη. «Στην ώρα σου πάντα» του λέει. «Τι… θε…θέλεις εσύ εδώ;» «Δε θα με ρωτήσεις τι κάνω; Τόσοι μήνες περάσανε». Κάπου στο βάθος του μυαλού της ακούει ένα τζιτζίκι να φωνάζει το ταίρι του. «Δεν… εγώ… Συγγνώμη» «Εσύ; Εσύ; Πάντα εσύ. Εσύ είσαι ένα άθλιο αρχίδι που τον ενδιαφέρει μόνο το τομάρι του. Εσύ είσαι ένα τιποτένιο κτήνος, ένα σκουλήκι που δε του αξίζει να υπάρχει». Κάνει ένα βήμα πίσω προσπαθώντας να αποφύγει την οργή της, το αλλοιωμένο πρόσωπό της, αυτό που βλέπει στα παραμορφωμένα μάτια της.

«Ό,τι έγινε έγινε. Σήκω και φύγε πριν καλέσω την αστυνομία. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ήμουν εγώ. Και στην τελική ας πρόσεχες. Δεν κερατώνουν έτσι εύκολα τον Μπάμπη, ούτε τον παρατάνε. Κατάλαβες; Άντε μάζεψε τα χάλια σου και γύρνα στην τρύπα σου. Να δω τώρα ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει». Ένα φιλί, ένα τελευταίο κόκκινο φιλί της φωτιάς, στο χρώμα του αίματος. Αυτό του χρωστάει. Αυτό χρωστάει και στον εαυτό της. Ένα φιλί.

Τον πλησιάζει και του δίνει ένα φιλί στο στόμα. Το μικρό κολτ έχει ζεσταθεί πλέον από τη θερμοκρασία του χεριού της.

*

Πεσμένος στα πόδια της, με τη στάμπα από τα κόκκινα χείλη της στο στόμα του, παίρνοντας τις τελευταίες του ανάσες, σκύβει να τον δει καλά, να την δει καλύτερα. Να είναι αυτή η τελευταία εικόνα που βλέπει πριν το τέλος. *

Πύρρειος νίκη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top