Fractal

✓ Μετάφραση. Ράινερ Μαρία Ρίλκε: “Η υπηρέτρια της κυρίας Μπλάχα”

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη //

 

 

Rainer Maria Rilke

 

 

 

“Η υπηρέτρια της κυρίας Μπλάχα”

 

Κάθε καλοκαίρι, η κυρία Μπλάχα, σύζυγος του χαμηλόβαθμου υπαλλήλου του Σιδηροδρομικού Σταθμού του Τουρνάου Βένζελ Μπλάχα, πήγαινε στη γενέτειρά της για μερικές εβδομάδες. Πρόκειται για μια πόλη στην πεδινή και ελώδη Βοημία, στην περιοχή του Νίμπουργκ, μάλλον φτωχή και ασήμαντη. Βλέποντας τα μικρά, μίζερα σπιτάκια, η κυρία Μπλάχα, η οποία θεωρούσε ότι ήδη είχε γίνει αστή κατά κάποιον τρόπο, αποφάσισε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία της για να κάνει μια θεάρεστη πράξη. Επισκέφθηκε λοιπόν τη γυναίκα ενός χωρικού την οποία γνώριζε λίγο και προσφέρθηκε να πάρει την κόρη της για υπηρέτρια στην πόλη. Κανόνισε να της δίνει έναν μικρό αλλά ικανοποιητικό μισθό, κι επιπλέον το κορίτσι θα είχε το προνόμιο ότι θα ζούσε στην πόλη και θα μάθαινε πολλά πράγματα. (Τι ήταν αυτό που μπορεί να μάθαινε, ούτε η κυρία Μπλάχα το είχε ξεκαθαρίσει με τον εαυτό της). Η σύζυγος του χωρικού κουβέντιασε το θέμα με τον άντρα της ο οποίος όλη την ώρα δυσανασχετούσε, και η πρώτη αυθόρμητη αντίδρασή του ήταν να φτύσει στο χώμα. Μετά από μισή ώρα, επέστρεψε στο δωμάτιο και ρώτησε: “Και δε μου λες, ξέρει η αυτή η γυναίκα ότι η Άννα είναι…;” κουνώντας το ρυτιδιασμένο του χέρι πέρα δώθε μπροστά από το μέτωπό του σαν να ήταν ξερό φύλλο καστανιάς. “Όχι βέβαια, ανόητε!” απάντησε η γυναίκα του, “εννοείται πως δεν θα κάνουμε κουβέντα!”

Κάπως έτσι λοιπόν η Άννα πήγε να ζήσει με τους Μπλάχα. Τον περισσότερο καιρό, περνούσε όλη τη μέρα μόνη της. Ο Βένζελ Μπλάχα ήταν στη δουλειά του ενώ η γυναίκα του πήγαινε και έραβε σε άλλα σπίτια, και δεν είχαν παιδιά. Η Άννα καθόταν στη μικρή, σκοτεινή κουζίνα με το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή και περίμενε να περάσει ο πλανόδιος οργανοπαίκτης. Αυτό συνέβαινε κάθε μέρα πριν το σούρουπο. Τότε πήγαινε πολύ κοντά στο μικρό παράθυρο, με το λευκό της χέρι κρεμασμένο στον αέρα και χόρευε μέχρι που ζαλιζόταν τόσο πολύ ώστε οι ψηλοί και βρώμικοι τοίχοι να της φαίνονται πως πλησίαζαν επικίνδυνα ο ένας τον άλλον. Τρομαγμένη άρχιζε να κόβει βόλτες σε όλο το κτίριο – κατέβαινε τις σκοτεινές και βρώμικες σκάλες κι έφτανε στην ταβέρνα, που ήταν πνιγμένη στους καπνούς και όπου συχνά πυκνά κάποιος τραγουδούσε υπό την επήρεια ενός αρχόμενου μεθυσιού. Πηγαίνοντας προς τα κει, πέρναγε ανάμεσα από τα παιδιά που έπαιζαν στην αυλή μέρες ολόκληρες χωρίς κανένας να τα αναζητήσει. Περιέργως, τα παιδιά πάντα της ζητούσαν να τους λέει ιστορίες. Μερικές φορές μάλιστα την ακολουθούσαν μέχρι την κουζίνα. Η Άννα όμως καθόταν κοντά στη φωτιά καλύπτοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της και έλεγε: “Πρέπει να σκεφτώ”. Και τα παιδιά περίμεναν υπομονετικά για λίγο. Καθώς όμως περνούσε η ώρα και η Αννούσκα ακόμα σκεφτόταν, η σκοτεινή κουζίνα βυθιζόταν στη σιωπή και γινόταν τρομακτική, και τότε τα παιδιά έπαιρναν δρόμο κι έτσι δεν ήταν πια κανένα εκεί για να δει ότι η κοπέλα άρχιζε ένα σιγανό, πονεμένο κλάμα και η νοσταλγία για το σπίτι της την έκανε να φαίνεται μικροσκοπική και αβοήθητη. Δεν ήταν ξεκάθαρο τι ήταν αυτό που της έλειπε. Μπορεί, μέσα σ’ όλα, να νοσταλγούσε και τις κατσάδες. Αλλά συνήθως επρόκειτο για κάτι ακαθόριστο που είχε υπάρξει στο παρελθόν ή που μπορεί απλά να ήταν ένα όνειρο. Με τα παιδιά να της απαιτούν τόσο πιεστικά να σκεφτεί, άρχισε σιγά σιγά να θυμάται. Θυμήθηκε πρώτα κάτι κόκκινο, πολύ κόκκινο, και μετά την πολυκοσμία. Μια καμπάνα, μια δυνατή καμπάνα και μετά: ένας βασιλιάς, ένας χωρικός και ένας πύργος. Και μιλούσαν: “Αγαπητέ βασιλιά”, είπε ο χωρικός… “¨Ναι” απάντησε ο βασιλιάς με τη φωνή του γεμάτη περηφάνια. “ξέρω”. Μα φυσικά, πώς ήταν δυνατό να μην ξέρει ήδη ένας βασιλιάς τι είχε να του πει ένας χωρικός;

Μετά από μερικές μέρες, η κυρία πήρε μαζί της την κοπέλα στην αγορά. Ήταν απόγευμα, παραμονές Χριστουγέννων, και οι βιτρίνες ήταν φωτισμένες και γεμάτες καλούδια. Σε ένα παιχνιδάδικο, η Άννα είδε ξαφνικά αυτό που είχε θυμηθεί. Ο βασιλιάς, ο χωρικός, ο πύργος… Και η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά και από τα βήματά της. Αμέσως όμως απέστρεψε το βλέμμα της και συνέχισε να περπατάει δίπλα στην κυρία Μπλάχα. Είχε την αίσθηση ότι δεν έπρεπε να προδώσει τίποτα. Κι έτσι άφησαν πίσω τους το κουκλοθέατρο, λες και δεν το είχαν δει ποτέ. Η κυρία Μπλάχα βέβαια όντως δεν το είχε προσέξει καθόλου. Έφτασε και η μέρα που η Άννα είχε το κυριακάτικο ρεπό της. Εκείνο το απόγευμα δεν γύρισε στο σπίτι. Ένας άντρας, τον οποίο είχε γνωρίσει νωρίτερα στην ταβέρνα, της έκανε παρέα. Δε θυμόταν πού ακριβώς την πήγε. Της φάνηκε πως έλειψε για έναν χρόνο ολόκληρο. Όταν τη Δευτέρα το πρωί γύρισε πίσω στην κουζίνα εξουθενωμένη, τα πάντα ήταν πιο κρύα και πιο γκρίζα από όσο συνήθως. Εκείνη τη μέρα έσπασε μια σουπιέρα και έφαγε μεγάλη κατσάδα γι’ αυτό. Η κυρία Μπλάχα δεν είχε καν προσέξει ότι η κοπέλα είχε περάσει έξω τη νύχτα. Μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, έμεινε έξω άλλα τρία βράδια. Και μετά, ξαφνικά, σταμάτησε να κόβει βόλτες στο κτίριο και βάλθηκε να κλειδώνει το διαμέρισμα αγχωμένη. Ούτε που έβγαινε πια στο παράθυρο κάθε φορά που περνούσε ο πλανόδιος οργανοπαίκτης.

Έτσι ο χειμώνας έδωσε τη θέση του σε μια χλωμή, δειλή άνοιξη. Κάτω στην αυλή, αυτή η εποχή φάνταζε εντελώς διαφορετική. Τα σπίτια ήταν μέσα στην καπνιά και την υγρασία, και ο αέρας ήταν κουρελιασμένος, σαν λινά υφάσματα που έχουν γαριάσει από το πολύ πλύσιμο. Τα κακοκαθαρισμένα παράθυρα έτριζαν και αχνόφεγγαν, και μικροσκοπικά σκουπιδάκια χόρευαν στον αέρα στους ορόφους του κτιρίου. Οι ήχοι σε όλο το κτίριο ακούγονταν πιο καθαρά, τα κουζινικά κλάγγαζαν διαφορετικά, πιο έντονα, πιο διαπεραστικά, και τα μαχαίρια και τα κουτάλια κροτούσαν αλλόκοτα.

Τότε περίπου, η Αννούσκα γέννησε ένα μωρό. Ήταν κάτι που την αιφνιδίασε εντελώς. Ένιωθε βέβαια πρησμένη και βαριά για εβδομάδες ολόκληρες, ωστόσο ένα πρωί ξεπετάχτηκε ξαφνικά από μέσα της και έγινε μέρος του κόσμου. Ένας Θεός ξέρει από πού προέκυψε. Αυτό συνέβη μια Κυριακή ενώ όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του κτιρίου κοιμόνταν ακόμα. Το κοίταξε για λίγη ώρα χωρίς την παραμικρή έκφραση στο πρόσωπό της. Το παιδί ίσα που κουνιόταν, αλλά ξαφνικά μια τσιριχτή φωνή άρχισε να βγαίνει από το μικρό του στέρνο, ενώ ταυτόχρονα η κυρία Μπλάχα έβαλε μια φωνή και ένα κρεβάτι έτριξε στο καθιστικό. Εκείνη τη στιγμή, η Αννούσκα άρπαξε την μπλε ποδιά της που κρεμόταν πλάι στο κρεβάτι, έδεσε τη ζώνη της γύρω από το μικροσκοπικό λαιμουδάκι κι έχωσε αυτό το μπλε μπογαλάκι στον πάτο της βαλίτσας της. Μετά πήγε στο καθιστικό, άνοιξε τις κουρτίνες και άρχισε να φτιάχνει καφέ. Μετά από λίγες μέρες, η Αννούσκα βάλθηκε να μετρήσει πόσα λεφτά είχε μαζέψει ως εκείνη τη μέρα. Ήταν δεκαπέντε φιορίνια. Μετά κλείδωσε την πόρτα, άνοιξε τη βαλίτσα και απόθεσε τη μπλε ποδιά, που ήταν βαριά και ακίνητη, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Την ξεδίπλωσε αργά, κοίταξε το παιδί και μέτρησε το μήκος του από το κεφάλι μέχρι τα πέλματα με μια μεζούρα. Στη συνέχεια έκανε τις συνηθισμένες δουλειές της και βγήκε έξω. Δυστυχώς όμως ο βασιλιάς, ο χωρικός και ο πύργος είχαν πολύ μικρότερο μέγεθος. Παρ’ όλα αυτά, τους αγόρασε και πήρε και μερικές μαριονέτες ακόμα. Για την ακρίβεια: μια πριγκίπισσα με κόκκινες βούλες στα μάγουλά της, έναν γέρο και έναν άλλο γέρο που είχε έναν σταυρό στο στήθος του και η γενειάδα του τον έκανε να μοιάζει με τον Άγιο Νικόλαο, καθώς και δυο-τρεις ακόμα που δεν είχαν τίποτα ωραίο ή ενδιαφέρον. Πήρε κι ένα κουκλοθέατρο, την αυλαία του οποίου μπορούσες να ανεβάζεις και να κατεβάζεις ώστε ο κήπος πίσω της πότε να εμφανίζεται και πότε να εξαφανίζεται.

Τώρα πλέον η Αννούσκα είχε κάτι για να διασκεδάσει τη μοναξιά της. Πάει, πέρασε και η νοσταλγία για το σπίτι της. Έστησε το μεγάλο, πανέμορφο κουκλοθέατρο (δώδεκα φιορίνια της είχε κοστίσει) και πήγαινε και στεκόταν, όπως έπρεπε, στην πίσω πλευρά. Καμιά φορά ωστόσο, όταν η αυλαία ήταν σηκωμένη, έτρεχε γρήγορα στο μπροστινό μέρος και κοιτούσε τον κήπο, και η γκρίζα κουζίνα εξαφανιζόταν πίσω από τα ψηλά, επιβλητικά δέντρα. Μετά πήγαινε πάλι στην πίσω πλευρά, έπαιρνε δύο – τρεις μαριονέτες και τις άφηνε να λένε τα δικά τους. Οι διάλογοι αυτοί ποτέ δεν αναπτύσσονταν σε ένα πλήρες έργο, υπήρχαν ωστόσο συνομιλίες και καμιά φορά τύχαινε δυο μαριονέτες να κουρνιάσουν ξαφνικά η μια απέναντι στην άλλη, λες και κάτι τις είχε φοβίσει. Ή έσκυβαν και οι δύο για λογαριασμό του γέρου ο οποίος δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο γιατί ήταν φτιαγμένος ολοκληρωτικά από ξύλο. Κι εκείνος κάθε φορά έπεφτε κάτω προσπαθώντας να δείξει την ευγνωμοσύνη του.

Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μάθει στο μεταξύ για το θέατρο της Αννούσκα και σιγά σιγά, στην αρχή με καχυποψία αλλά στη συνέχεια δείχνοντας όλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, μαζεύονταν στην κουζίνα των Μπλάχα και παρακολουθούσαν καθώς έπεφτε το σούρουπο στις γωνίες, με τα μάτια τους κολλημένα στις όμορφες μαριονέτες που πάντα μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο. Μια φορά η Αννούσκα εμφανίστηκε με τα μάγουλά της κατακόκκινα και είπε: “Έχω και μια πολύ μεγάλη μαριονέτα”. Τα παιδιά έτρεμαν από αδημονία. Αλλά η Αννούσκα φάνηκε να ξεχνιέται πάλι. Τοποθέτησε όλες τις μαριονέτες στον κήπο και όσες δεν μπορούσαν να μείνουν όρθιες, τις έβαλε να στέκουν ακουμπισμένες στην κορνίζα του σκηνικού. Ανάμεσά τους, εμφανίστηκε κι ένας αρλεκίνος που τα παιδιά έβλεπαν για πρώτη φορά, με μεγάλο, στρογγυλό πρόσωπο. Με την ανυπομονησία τους ολοένα και να μεγαλώνει, τα παιδιά ζήτησαν να δουν και την “πολύ μεγάλη” μαριονέτα. Μια φορά μόνο, την “πολύ μεγάλη”. Μόνο για μια στιγμή: την “¨πολύ μεγάλη”.

Η Αννούσκα πήγε στο πίσω μέρος του δωματίου και άνοιξε τη βαλίτσα της. Είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τα παιδιά και οι μαριονέτες στέκονταν σε παράταξη αντικριστά, ακούνητοι όλοι και τόσο όμοιοι μεταξύ τους. Αλλά τα ορθάνοιχτα μάτια του αρλεκίνου, που έμοιαζαν σαν να περίμεναν να δουν κάτι φρικιαστικό, τόσο πολύ φόβισαν τα παιδιά που όλα ανεξαιρέτως το έβαλαν ξαφνικά στα πόδια ουρλιάζοντας.

Η Αννούσκα επέστρεψε κρατώντας την πολύ μεγάλη μπλε μαριονέτα. Τα χέρια της έτρεμαν. Αφού έφυγαν τα παιδιά, η κουζίνα είχε βυθιστεί στη σιωπή και την ερημιά. Η Αννούσκα δε φοβήθηκε. Γέλασε σιγανά κι έδωσε μια κλωτσιά στο κουκλοθέατρο, ρίχνοντάς το κάτω. Τσαλαπάτησε τα λεπτά ξύλα που παρίσταναν τον κήπο, σπάζοντάς τα στη μέση. Και μετά, όταν πια η κουζίνα ήταν ολοσκότεινη, ξέσκισε στα δύο τα κεφάλια όλων των μαριονετών, μαζί κι εκείνο της μπλε, της πολύ μεγάλης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top