Fractal

Διήγημα Fractal: “Γιατί οι άνθρωποι”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

Τρελαίνομαι ν’ ακούω ιστορίες. Όσο δε αναρωτιέμαι αν ο αφηγητής τις έχει ζήσει, ακούσει ή επινοήσει, τόσο πιο συναρπαστικές γίνονται. Αυτό που σίγουρα δεν με γοητεύει, είναι οι υπερβολές του παλιάτσου, αυτές που τραβούν τα πλήθη σαν μαγνήτης. Ας είναι χωρίς εμφανή λογική συνέχεια, καθόλου δεν με πειράζει. Μου αρκεί τα λόγια του αφηγητή να έχουν κάπου κρυμμένη μια διδαχή, ένα νόημα ελάχιστα καθαρό το οποίο εγώ θα πρέπει να ανακαλύψω. Γιατί, ο άνθρωπος, σ’ όποια ηλικία κι αν βρίσκεται, δεν αγαπά όσους επιχειρούν να του δώσουν μαθήματα για το καλό του.

 

Όταν λοιπόν γέρασα κι εγώ, όταν το δέρμα μου έγινε τραχύ, τα βλέφαρά μου ρυτίδιασαν κι οι φλέβες μου σχημάτιζαν ολόκληρα γαλάζια και κόκκινα δίκτυα, αποφάσισα να γίνω ένας παραμυθάς σαν εκείνους που θαύμαζα από παιδί. Η άρθρωσή μου δυσκολευόταν βέβαια λιγάκι από την τεχνητή οδοντοστοιχία και κάποιες φορές αναγκαζόμουν ν’ ανοιγοκλείνω σαν σαύρα ένα στόμα βουβό, όμως αυτό προσέδιδε μια επιπλέον γοητεία στις αφηγήσεις μου αφού έμοιαζε σαν παύση απαραίτητη στην πλοκή των παραμυθιών μου.

Διάλεξα ένα παλιό καφενείο, βρήκα τη γωνιά μου κι έμεινα ασάλευτος εκεί για μέρες, ώσπου να μαγνητίσω το κοινό μου με σοφές φράσεις που πετούσα εδώ κι εκεί, σαν τυχαίες. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πως η σοφία μου ήταν δανεική, ό,τι είχε καταφέρει να συγκρατήσει το ηλικιωμένο μυαλό μου ήταν, ύστερα από δεκαετίες και δεκαετίες αναγνώσεων.

Κανείς δεν ήξερε το όνομά μου, αφού κάθε φορά που με ρωτούσαν έλεγα κι ένα καινούριο που να ταιριάζει με την ιστορία που επέλεγα να διηγηθώ: όποτε διάλεγα να μιλήσω για την δύναμη, ήμουν ο Ανταίος, όταν μιλούσα για τις φωτισμένες ψυχές ήμουν ο Φοίβος κι εκείνη τη φορά που αποφάσισα να μιλήσω για τις τρικυμίες, έγινα ο Ποσειδώνας. Οι άνθρωποι άρχισαν να μαζεύονται γύρω μου, ώσπου απέκτησα ένα μόνιμο και φανατικό ακροατήριο. Και πάντοτε χαμογελούσαν με νόημα, όσο μελαγχολικό κι αν ήταν αυτό που διηγιόμουν. Γιατί, οι άνθρωποι, πάντα θέλουν να δείχνουν πως αντιλαμβάνονται πολύ περισσότερα απ’ όσα έχουν πραγματικά καταλάβει.

Φυσικά δεν θύμωνα με τα χαμόγελά τους, τα είχα συνηθίσει. Κάθε φορά πάσχιζα να επινοήσω μια ιστορία που θα εξάψει όσο το δυνατόν περισσότερο την περιέργειά τους, που θα τους κάνει να σκεφτούν σε βάθος για τα μυστήρια των σχέσεων. Γιατί, οι άνθρωποι, θέλουν πάντα να παίρνουν απαντήσεις για τις συμπεριφορές τους, όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Ψάχνουν το συγχωροχάρτι που θα γαληνέψει τα ελάχιστα ψίχουλα ενοχής που ίσως και να νιώσουν.

“Πού μένεις παππού”; με ρωτούσαν.

“Πουθενά και παντού”, απαντούσα, “όπου με θέλουν, εκεί βρίσκομαι”.

Ύστερα από λίγες μόλις εβδομάδες, άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες φήμες για μένα. Άλλοι έλεγαν πως είμαι ζητιάνος που αρκείται να τον φιλέψουν έναν καφέ σε ζεστό δωμάτιο. Τότε, κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η γυναίκα μου όταν έλεγε πως φοράω ό,τι βρω μπροστά μου. Κάποιοι άλλοι, έλεγαν πως είμαι τσιγγάνος που προετοιμάζεται για κλοπές, συλλέγοντας όσες περισσότερες πληροφορίες μπορεί από τους θαμώνες του καφενείου. Τότε, κατάλαβα πόση καχυποψία έχει ποτίσει το δέρμα των ανθρώπων. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που πίστεψαν πως τα γηρατειά είχαν ακουμπήσει αναπόφευκτη λίγη σοφία στους ώμους μου και απλά ήθελα να την μοιραστώ, να βοηθήσω αν μπορώ. Τότε, ανακουφίστηκα, αφού υπάρχουν ακόμα – έστω κι αν είναι λίγοι – άνθρωποι που δεν θα πάει ο νους τους στο κακό, που το απλό και εμφανές τούς είναι αρκετό.  Εγώ, εξακολουθούσα να κρατάω το μυστικό μου επτασφράγιστο. Και τι να πω; Δεν ήμουν τόσο μεγάλος όσο φαινόμουν, δεν ήμουν ούτε ζητιάνος ούτε τσιγγάνος, πόσο δε μάλλον σοφός. Η ανέκαθεν μοναχική ζωή μου και ο ξαφνικός θάνατος της γυναίκας μου, μ’ ανάγκασαν να ψάξω συντροφικές διεξόδους. Καθώς μου άρεσε από παιδί να παρατηρώ τους ανθρώπους από τη μία, ν’ ακούω ιστορίες από την άλλη, σκέφτηκα να τα συνδυάσω και μ’ αυτόν τον τρόπο να περνάω όμορφα απογεύματα.

Όσο δεν απαντούσα στις ερωτήσεις του – ας πούμε – κοινού μου, τόσο τα κουτσομπολιά για το άτομό μου φούντωναν και με διασκέδαζαν. Το καταλάβαινα, ήξερα τι συμβαίνει. Είναι γιατί οι άνθρωποι, θέλουν ένα όνομα να δώσουν στο άγνωστο, μ’ αυτόν τον τρόπο το διαχειρίζονται καλύτερα, νομίζουν. Πέρασα πολλούς μήνες έτσι. Κάποιοι με συμπάθησαν, κάποιοι άλλοι όχι, αφού πίστευαν πως οι ιστορίες μου έφερναν ταραχή στο ήρεμο πνεύμα τους. Γιατί, οι άνθρωποι, τις περισσότερες φορές φοβούνται τις έσω σκέψεις και τις αποφεύγουν. Δύσβατο μοιάζει το μονοπάτι που οδηγεί στον πυρήνα τους κι ίσως να ανακαλύψουν πράγματα δυσάρεστα αν επιμείνουν να σκαλίζουν τις αιτίες των πράξεών τους.

Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο μεγαλύτερη ευχαρίστηση ένιωθα που μιλούσα. Όλη μου τη ζωή  μεταφραστής ήμουν, ακόμα και στο σπίτι δούλευα. Κι έτσι, ελάχιστες κουβέντες αντάλλασσα ακόμα και με την γυναίκα μου, την ώρα του βραδινού φαγητού. Όσες φορές βέβαια δεν έτρωγα κάτι πρόχειρο, χωμένος στα χαρτιά μου. Μέχρι που εκείνη η άγια γυναίκα με βαρέθηκε και πήγε και πέθανε, αρκετά νέα ακόμα. Μια νύχτα, την ώρα που κοιμόταν, σταμάτησε η καρδιά της να χτυπά σ’ αυτόν τον κόσμο κι έφυγε γι’ αλλού.

Ούτε που κατάλαβα πόσους μήνες πέρασα διασκεδάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, ώσπου ένα δειλινό, την ώρα που έφευγα από το καφενείο, σκέφτηκα να δοκιμάσω κάτι καινούριο: θα εξαφανιζόμουν για αρκετό καιρό, πιστεύοντας πως έτσι θα ανακαλύψω αν το πέρασμά μου από τις ζωές αυτών των άγνωστων, μαζί με τις ιστορίες μου, είχαν κάνει κάποιου είδους εντύπωση. Για έναν ολόκληρο χρόνο αφοσιώθηκα και πάλι στις μεταφράσεις μου, αποφεύγοντας να βγαίνω από το σπίτι – ποτέ δεν ήμουν και φίλος των άσκοπων κοινωνικών συναναστροφών εξάλλου – εκτός κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Από το καφενείο δεν πέρασα ούτε μια φορά.

Το απόγευμα που αποφάσισα να επισκεφθώ το παλιό μου στέκι για να δρέψω ό,τι είχα σπείρει, απογοητεύτηκα, κάπως σαν να μελαγχόλησα λίγο. Κανείς δεν πρόσεξε την είσοδό μου στο δωμάτιο, κανένα ζευγάρι μάτια δεν πέρασε ούτε τυχαία από πάνω μου. Έβλεπα γύρω μου ανθρώπους που αναγνώριζα – αμυδρά η αλήθεια είναι – , χαμηλόφωνες κουβέντες, τάβλι, χαρτιά κι ένα βουνό αποτσίγαρα στα τασάκια, που γέμιζαν το άλλοτε πολύβουο δωμάτιο των παραμυθιών μου. Μόνο ο καφετζής με αναγνώρισε και πλησιάζοντας διστακτικά, μου ψιθύρισε με κάποια συστολή:

“Όλοι μάθαμε πως πέθανες”….

Δεν απάντησα, δεν χρειαζόταν να χαλάσω κανενός την ψευδαίσθηση. Εγώ είχα μάθει αυτό που ήθελα, όσο για τους υπόλοιπους, καταλάβαινα καλά. Είναι γιατί οι άνθρωποι, νιώθουν πολύ ικανοποιημένοι όταν νομίζουν πως έχουν έτοιμη μιαν απάντηση για όλα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top